mirror of https://github.com/explosion/spaCy.git
948 lines
129 KiB
Python
948 lines
129 KiB
Python
# coding: utf8
|
||
from __future__ import unicode_literals
|
||
|
||
PARTICIPLES = set(
|
||
"""
|
||
έρποντας έχοντας αβανιάζοντας αβγατισμένος αγαπημένος αγαπώντας αγγίζοντας
|
||
αγγιγμένος αγιασμένος αγιογραφώντας αγιοποιημένος αγιοποιώντας αγκαζαρισμένος
|
||
αγκιστρωμένος αγκυλωμένος αγκυροβολημένος αγλακώντας αγνοημένος αγνοούμενος
|
||
αγνωμονώντας αγοράζοντας αγορασμένος αγραυλώντας αγριεμένος αγριεύοντας
|
||
αγριοκοιτώντας αγρυπνισμένος αγχωμένος αδειασμένος αδελφωμένος αδιαθετώντας
|
||
αδικημένος αδικοπραγώντας αδρανοποιημένος αδυνατίζοντας αδυνατισμένος
|
||
αηδιασμένος αηδονολαλώντας αθλοθετώντας αθλούμενος αθροίζοντας αθροισμένος
|
||
αθωωμένος αιμάσσων αιματοβαμμένος αιματοβρεγμένος αιματοκυλισμένος
|
||
αινώντας αισθηματολογώντας αισθητοποιώντας αισχρολογώντας αισχυνόμενος
|
||
αιτούμενος αιτώντας αιφνιδιασμένος αιχμαλωτισμένος αιωρούμενος ακαθέλκυστος
|
||
ακινητοποιημένος ακινητώντας ακολουθούμενος ακονίζοντας ακονισμένος
|
||
ακουμπώντας ακουσμένος ακριβολογώντας ακριβοπληρωμένος ακριβοπουλημένος
|
||
ακροβολισμένος ακροπατώντας ακρωτηριασμένος ακτινοβολώντας ακτινογραφώντας
|
||
ακυρωθείς ακυρωμένος αλαλιασμένος αλατισμένος αλαφιασμένος αλαφρωμένος
|
||
αλειμμένος αλεσμένος αλευρογυρισμένος αλευροποιώντας αλησμονώντας αλλάζοντας
|
||
αλλαξοπιστώντας αλληγορώντας αλληθωρίζοντας αλληλεξαρτούμενος
|
||
αλληλοεξαρτημένος αλληλομαχαιρωμένος αλληλοσυγκρουόμενος αλληλοτροφοδοτούμενος
|
||
αλογονωμένος αλυσοδεμένος αλυχτώντας αλφαδιασμένος αλωνίζοντας αλωνισμένος
|
||
αμβλυμμένος αμειβόμενος αμελημένος αμερικανοκρατούμενος αμεροληπτώντας
|
||
αμολημένος αμολώντας αμπαλαρισμένος αμπαρωμένος αμποδεμένος αμυνόμενος
|
||
αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος αμφισβητώντας αμφιταλαντευόμενος αναβαθμισμένος
|
||
αναβαθμολογώντας αναβαλλόμενος αναβαπτισμένος αναβαστώντας αναβληθείς
|
||
αναβοώντας αναβρασμένος αναβρυώντας αναγεγραμμένος αναγελώντας αναγεννώντας
|
||
αναγνωρισμένος αναγορευμένος αναγουλιασμένος αναγραμμένος αναγραμματισμένος
|
||
αναδασωμένος αναδειγμένος αναδημιουργημένος αναδημιουργώντας αναδημοσιευμένος
|
||
αναδιπλασιασμένος αναδιπλωμένος αναδυόμενος αναζητημένος αναζητούμενος
|
||
αναζωπυρωμένος αναθαρρώντας αναθεωρημένος αναθρεμμένος αναιρεθείς
|
||
αναισθητοποιώντας ανακαθισμένος ανακαινίζοντας ανακαινιζόμενος ανακαινισμένος
|
||
ανακατωμένος ανακινώντας ανακλαδισμένος ανακλιμένος ανακλινόμενος ανακλώντας
|
||
ανακουφισμένος ανακυκλωμένος αναλογιζόμενος αναλογισθείς αναλογώντας
|
||
αναλωθείς αναμαλλιασμένος αναμασημένος αναμειγμένος αναμειγνύοντας
|
||
αναμεμειγμένος αναμεμιγμένος αναμενόμενος αναμερισμένος αναμεταδιδόμενος
|
||
αναμετρώντας αναμιγμένος αναμιγνύοντας αναμμένος αναπαλαιωμένος αναπαραγόμενος
|
||
αναπαυμένος αναπετώντας αναπηδώντας αναπλασμένος αναπληρωμένος
|
||
αναπολούμενος αναπολώντας αναπροσαρμοσμένος αναπτερωμένος αναπτυγμένος
|
||
αναπυρωμένος αναριγώντας αναρριχώμενος αναρροφημένος αναρροφώντας αναρρωμένος
|
||
αναρτώντας αναρχούμενος αναρωτώντας ανασηκωμένος ανασκαλεμένος ανασκαμμένος
|
||
ανασκευασμένος ανασκιρτώντας ανασκολοπισμένος ανασκοπώντας ανασκουμπωμένος
|
||
αναστατωμένος αναστηλωμένος αναστημένος αναστομωμένος αναστυλωμένος
|
||
ανασυγκροτώντας ανασυνιστώντας ανασυνταγμένος ανασυντεταγμένος ανασυρμένος
|
||
ανατέλλων αναταραγμένος ανατεθειμένος ανατιμημένος ανατιμώντας ανατιναγμένος
|
||
ανατοποθετημένος ανατοποθετώντας ανατρέπων ανατραπείς ανατριχιασμένος
|
||
ανατροφοδοτώντας ανατσουτσουρωμένος ανατυπωμένος αναφερόμενος αναφλέγοντας
|
||
αναφυτεμένος αναχαιτισμένος αναψηλαφώντας αναψοκοκκινισμένος ανδροκρατούμενος
|
||
ανεβασμένος ανελκυσμένος ανεμισμένος ανεμοδαρμένος ανεξαρτητοποιημένος
|
||
ανερευνώντας ανερχόμενος ανεσκαμμένος ανεστραμμένος ανευφημώντας
|
||
ανεχόμενος ανηρημένος ανηφορώντας ανθιστάμενος ανθοβολώντας ανθοκομώντας
|
||
ανθολογώντας ανθοστολισμένος ανθοφορεμένος ανθοφορώντας ανθυπομειδιώντας
|
||
ανισοπεδοποιημένος ανιστορώντας ανιχνευμένος ανιώντας ανοιγμένος
|
||
ανοικοδομημένος ανοικοδομώντας ανορθογραφώντας ανορθωμένος ανοσιουργώντας
|
||
αντέχοντας ανταγαπώντας ανταδικώντας ανταλλαγμένος ανταλλασσόμενος ανταμωμένος
|
||
ανταπαντώντας ανταποδομένος ανταποκρινόμενος ανταριασμένος αντασφαλισμένος
|
||
αντεπαναστατώντας αντεστραμμένος αντευχαριστώντας αντηχώντας αντιβοώντας
|
||
αντιγραμμένος αντιδανεισμένος αντιδικώντας αντιδονώντας αντικαθιστάμενος
|
||
αντικατεστημένος αντικατοπτρισμένος αντικρισμένος αντιλέγων αντιλαμβανόμενος
|
||
αντιμετωπιζόμενος αντιμετωπισμένος αντιμιλώντας αντιπαθώντας αντιπαραταγμένος
|
||
αντιπολιτευόμενος αντιπροσκαλώντας αντιπροσωπευμένος αντιπροσωπευόμενος
|
||
αντιστοιχισμένος αντιστοιχώντας αντιστραμμένος αντιστρατευόμενος
|
||
αντιτιθέμενος αντιφρονώντας αντιφωνώντας αντιχαιρετώντας αντιχτυπώντας
|
||
αντλούμενος αντραλισμένος αντρειεμένος αντροκαλώντας ανυμνώντας ανυπομονώντας
|
||
ανυψωμένος ανυψωνόμενος ανωνυμογραφώντας αξιολογημένος αξιοποιώντας αξιωμένος
|
||
απαγκιασμένος απαγκιστρωμένος απαγορευμένος απαγχονισμένος απαθανατισμένος
|
||
απαιτούμενος απαιτώντας απαλειμμένος απαλλαγμένος απαλλοτριωμένος απαλυμένος
|
||
απαντημένος απαξιωμένος απαριθμημένος απαρνημένος απαρνούμενος απαρτισμένος
|
||
απασβεστωμένος απασχολημένος απασχολούμενος απατημένος απατώντας απαυδισμένος
|
||
απαχθείς απεγκατεστημένος απεγκλωβισμένος απειθαρχώντας απειθώντας
|
||
απεικονισμένος απειλημένος απειλούμενος απεκδεχόμενος απελευθερωμένος
|
||
απενεργοποιημένος απενεργοποιώντας απεξαρτημένος απεραντολογώντας απερχόμενος
|
||
απεσταλμένος απευαισθητοποιημένος απευαισθητοποιώντας απευθυνόμενος
|
||
απηλλαγμένος απησχoλημένος απηυδισμένο απιστώντας απλοποιώντας απλουστευμένος
|
||
απλώνοντας αποβεβλημένος αποβιβασμένος αποβιώντας αποβλέποντας αποβλακωμένος
|
||
αποβλημένος αποβουτυρωμένος απογεγραμμένος απογειωμένος απογεμισμένος
|
||
απογραμμένος απογυμνωμένος αποδίδων αποδεδειγμένος αποδεδομένος αποδεικνύοντας
|
||
αποδελτιωμένος αποδεσμευμένος αποδεσμευόμενος αποδεχόμενος αποδιαλεγμένος
|
||
αποδιδόμενος αποδιεθνοποιημένος αποδιεθνοποιώντας αποδιοργανωμένος
|
||
αποδοκιμασμένος αποδομένος αποδοσμένος αποδυναμωμένος αποζημιωμένος αποζώντας
|
||
αποθαμένος αποθαρρημένος αποθαρρυμένος αποθεραπευμένος αποθερισμένος
|
||
αποθηκευμένος αποθηκεύοντας αποθηριωμένος αποθησαυρισμένος αποθρασυμένος
|
||
αποικισμένος αποικοδομημένος αποικώντας αποκαθηλωμένος αποκαλυμμένος
|
||
αποκαλώντας αποκαμωμένος αποκαρδιωμένος αποκαταστημένος αποκατεστημένος
|
||
αποκεφαλισμένος αποκηρυγμένος αποκλεισμένος αποκληρωμένος αποκλιμακούμενος
|
||
αποκλιμακώνοντας αποκοιμισμένος αποκολλημένος αποκολλώντας αποκομισμένος
|
||
αποκομματικοποιημένος αποκορυφωμένος αποκοτώντας αποκρουσμένος αποκρυμμένος
|
||
αποκρυσταλλωμένος αποκρύπτοντας αποκτημένος αποκτηνωμένος απολακτισμένος
|
||
απολησμονημένος απολησμονώντας απολιθωμένος απολογηθείς απολογημένος
|
||
απολυμένος απολυμασμένος απολυτρωμένος απολυόμενος απολωλώς απομένων
|
||
απομαγνητοφωνημένος απομαγνητοφωνώντας απομακρυνόμενος απομακρυσμένος
|
||
απομυθοποιημένος απομυθοποιώντας απομωραμένος αποναρκωμένος απονεκρωμένος
|
||
απονενοημένος απονευρωμένος αποξενωμένος αποξεραμένος αποξεσμένος
|
||
αποξεχνώντας αποξηλωμένος αποξηραμένος αποπαρμένος αποπερατωμένος αποπλέοντας
|
||
αποπλανημένος αποπλανώντας αποπληρωμένος αποπλυμένος αποποιημένος
|
||
αποπροσανατολισμένος αποπροσωποποιημένος αποπροσωποποιώντας
|
||
απορημένος απορριμμένος απορροφημένος απορροφώντας απορρυθμισμένος
|
||
αποσαθρωμένος αποσαρωμένος αποσαφηνιζόμενος αποσαφηνισμένος αποσβεσμένος
|
||
αποσβολωμένος αποσιωπημένος αποσκεπασμένος αποσκιρτώντας αποσκληρυμένος
|
||
αποσκοπώντας αποσκορακισμένος αποσοβημένος αποσοβώντας αποσταγμένος
|
||
αποσταθεροποιώντας αποσταλαγμένος αποσταλμένος αποσταμένος αποστασιοποιημένος
|
||
αποστεγνωμένος αποστειρωμένος αποστελλόμενος αποστερημένος αποστερώντας
|
||
αποστηθισμένος αποστομωμένος αποστραβωμένος αποστραγγισμένος αποστρατευμένος
|
||
αποστρατιωτικοποιημένος αποσυμπιεσμένος αποσυμφορημένος αποσυμφορώντας
|
||
αποσυναρμολογούμενος αποσυνδεδεμένος αποσυνδεμένος αποσυνθεμένος
|
||
αποσυντιθέμενος αποσυρμένος αποσυρόμενος αποσυσχετισμένος αποσφραγισμένος
|
||
αποσχισθείς αποσχισμένος αποσωμένος αποταγμένος αποταμιευμένος αποτείνοντας
|
||
αποτεινόμενος αποτελματωμένος αποτεφρωμένος αποτιμημένος αποτιμώντας
|
||
αποτιτανωμένος αποτοιχισμένος αποτολμώντας αποτοξινωμένος αποτραβώντας
|
||
αποτριχωμένος αποτροπιασμένος αποτρυγώντας αποτυπωμένος αποτυχημένος
|
||
αποφασισμένος αποφεύγοντας αποφλοιωμένος αποφοιτώντας αποφορτισμένος
|
||
αποφυλακιζόμενος αποφυλακισμένος αποχαιρετισμένος αποχαιρετώντας
|
||
αποχαλώντας αποχαυνωμένος αποχλωριωμένος αποχρωματισμένος αποχρών αποχτημένος
|
||
αποχωρισμένος αποχωρών αποψιλωμένος αποψυγμένος απρακτώντας απωθημένος
|
||
αραδιασμένος αραθυμώντας αραιωμένος αραχνιασμένος αργοκινώντας αργοξυπνημένος
|
||
αργών αρδευμένος αρθρογραφώντας αρθρωμένος αριθμημένος αρκούμενος αρκώντας
|
||
αρματωμένος αρμεγμένος αρμενίζοντας αρμοσμένος αρμόζων αρνούμενος αροτριωμένος
|
||
αρραβωνιασμένος αρρωστημένη αρρωστημένο αρρωστημένος αρρωστώντας αρτυμένος
|
||
αρχίζοντας αρχαΐζων αρχειοθετημένος αρχινισμένος αρχινώντας αρωματισμένος
|
||
ασεβώντας ασελγώντας ασημωμένος ασθενώντας ασθμαίνοντας ασκημένος ασκούμενος
|
||
ασπασμένος ασπρισμένος ασταρωμένος αστειευόμενος αστειολογώντας αστερωμένος
|
||
αστοχημένος αστοχώντας αστραποβολώντας αστροσπαρμένος αστροστεφανωμένος
|
||
αστυνομοκρατούμενος ασφαλιζόμενος ασφαλισμένος ασφαλτοστρωμένος ασφαλτωμένος
|
||
ασχημισμένος ασχολούμενος ατενίζοντας ατιμασμένος ατομικευμένος ατονώντας
|
||
ατροφώντας ατσαλωμένος ατυχώντας αυγοκομμένος αυθαιρετώντας αυλακωμένος
|
||
αυξάνοντας αυξανόμενος αυξημένος αυξομειωμένος αυτενεργώντας αυτοακυρωμένος
|
||
αυτοανακηρυγμένος αυτοαπασχολούμενος αυτοαποκαλούμενος αυτοβιογραφούμενος
|
||
αυτοδιαφημισμένος αυτοδιαχειριζόμενος αυτοδιορισμένος αυτοεξορισμένος
|
||
αυτοκαθαριζόμενος αυτοκαταδικασμένος αυτοκαταργημένος αυτοκαταργούμενος
|
||
αυτοματοποιημένος αυτονομαζόμενος αυτονομασμένος αυτονομημένος
|
||
αυτοονομασμένος αυτοπαρουσιαζόμενος αυτοπαρουσιασμένος αυτοπεριορισμένος
|
||
αυτορευστοποιούμενος αυτοσυγκρατημένος αυτοσυντηρημένος αυτοσυντηρούμενος
|
||
αυτοτιμωρημένος αυτοτραυματισμένος αυτοτροφοδοτημένος αυτοτροφοδοτούμενος
|
||
αυτοχειριαζόμενος αυτοχειριασμένος αυτοϊκανοποιημένος αυτοϋπονομευόμενος
|
||
αφαιρεμένος αφαιρώντας αφανισμένος αφελληνισμένος αφερματίζοντας
|
||
αφημένος αφηνιασμένος αφηρημένος αφηρωισμένος αφθονώντας αφιερωμένος
|
||
αφιονισμένος αφισοκολλημένος αφισοκολλώντας αφλογιστώντας αφομοιωμένος
|
||
αφοπλισμένος αφορεσμένος αφορισμένος αφορμισμένος αφορώντας αφοσιωμένος
|
||
αφροστεφανωμένος αφυδατωμένος αφυπηρετώντας αφυπνισμένος αχαρτογράφητος
|
||
αχνισμένος αχολογώντας αχρειολογώντας αχώντας αψιμαχώντας αύξουσα βάλλοντας
|
||
βαθμολογημένος βαθμονομημένος βαθμονομώντας βαθουλωμένος βακχογαμημένη
|
||
βαλκανοποιημένος βαλλόμενος βαλμένος βαλσαμωμένος βαλτωμένος βαμμένος
|
||
βαραθρωμένος βαρβατεμένος βαρεμένος βαριεστημένος βαριεστώντας βαρυγκομισμένος
|
||
βαρυγκωμώντας βαρυθυμώντας βαρυνόμενος βαρυπενθώντας βαρυστομαχιασμένος
|
||
βασιζόμενος βασιλεμένος βασιλευόμενος βασισμένος βασκαμένος βασταγμένος
|
||
βατεμένος βατσιναρισμένος βαττολογώντας βαυκαλισμένος βαυκαλώντας βαφτισμένος
|
||
βεβαιωμένος βεβαρημένος βεβηλωμένος βεβιασμένος βεβλαμμένος βεβλημένος
|
||
βελονιασμένος βελτιωμένος βερνικωμένος βιαιοπραγώντας βιασμένος
|
||
βιδωμένος βικιποιημένος βιντεοσκοπημένος βιοδιασπώμενος βιομηχανοποιημένος
|
||
βλαμμένος βλαστημώντας βλαστισμένος βλαστολογώντας βλασφημώντας βλεφαριασμένος
|
||
βλογώντας βοήθεια:γρήγορη δημιουργία/μτχ- βοηθημένος βοηθούμενος βολεμένος
|
||
βολοκοπώντας βομβαρδισμένος βοσκημένος βοσκώντας βοστρυχώντας βοτανισμένος
|
||
βουβαμένος βουκολώντας βουλιαγμένος βουλιμιώντας βουλωμένος βουρβουλακώντας
|
||
βουρλισμένος βουρτσισμένος βουρώντας βουτηγμένος βουτυρωμένος βοώντας
|
||
βρακωμένος βρασμένος βραχνιασμένος βραχυκυκλωμένος βραχυλογώντας
|
||
βρεφοκομώντας βρεχάμενος βρεχόμενος βρικολακιασμένος βρισμένος βρομισμένος
|
||
βροντημένος βροντοφωνώντας βρυχώμενος βυζαγμένος βυθισμένος βυθομετρημένος
|
||
βυθοσκοπώντας βυθώντας βωμολοχώντας γαγγραινιασμένος γαζωμένος
|
||
γαλακτοποιώντας γαλβανισμένος γαληνεμένος γαλουχημένος γαμημένος γαμώμενος
|
||
γανιασμένος γαντζωμένος γανωμένος γαργαλεμένος γαργαλημένος γαργαλισμένος
|
||
γαρνιρισμένος γατσιασμένος γαυριώντας γγαστρωμένος γδαρμένος γδικημένος
|
||
γειωμένος γελασμένος γελοιογραφημένος γελοιογραφώντας γελοιοποιημένος
|
||
γεμισμένος γενικευμένος γενικολογώντας γεννηθείς γεννημένος γερασμένος
|
||
γεροκομημένος γεροκομώντας γευματισμένος γεφυρωμένος γηπεδοποιημένος
|
||
γηροκομημένος γηροκομώντας γητεμένος γιατρεμένος γιγαντεμένος γιγαντούμενος
|
||
γινατεμένος γινόμενος γιομισμένος γιορτασμένος γιουχαρισμένος γιουχαϊσμένος
|
||
γκαστρωμένος γκρεμισμένος γκρεμοτσακισμένος γλακώντας γλαρωμένος γλείφοντας
|
||
γλεντοκοπώντας γλεντώντας γλιτωμένος γλυκαμένος γλυκοκοιμισμένος
|
||
γλυκοκουβεντιασμένος γλυκομιλώντας γλυκοτραγουδημένος γλυκοφιλημένος
|
||
γλυμμένος γλωσσοφαγωμένος γλύφοντας γνεσμένος γνοιασμένος γνωμοδοτώντας
|
||
γνωστοποιημένος γοητευμένος γομωμένος γομώντας γονατισμένος γονιμοποιημένος
|
||
γουρλωμένος γουρμασμένος γουρσουζεμένος γράφοντας γραδαρισμένος γραμμένος
|
||
γραμμογραφώντας γραπωμένος γρασαρισμένος γρικώντας γριπιασμένος γριπωμένος
|
||
γρονθοκοπώντας γρουσουζεμένος γυαλισμένος γυαλοκοπώντας γυμνασμένος γυμνωμένος
|
||
γυρεμένος γυρισμένος γυψωμένος γωνιασμένος δέον δίνοντας δαγκαμένος δαγκωμένος
|
||
δαιμονιώντας δαιμονολογώντας δαιμονοπαρμένος δακρυσμένος δακτυλογραφημένος
|
||
δακτυλοδεικτώ δαμαλισμένος δαμασμένος δανειζόμενος δανειοδοτημένος
|
||
δανεισμένος δαπανηθείς δαπανημένος δαρμένος δασκαλεμένος δασμολογημένος
|
||
δασωμένος δαχτυλογραφημένος δαχτυλογραφώντας δείχνοντας δεδηλωμένος
|
||
δεδομένος δεδουλευμένος δειγμένος δεινοπαθώντας δεκαπλασιασμένος
|
||
δελεασμένος δεμένος δεματιασμένος δενδροφυτεμένος δεντροφυτεμένος δεντρωμένος
|
||
δεσμευθείς δεσμευμένος δεσποζόμενος δευτερωμένος δεχόμενος δηλητηριασμένος
|
||
δηλοποιώντας δηλωθείς δηλωμένος δημαγωγώντας δημευμένος δημηγορώντας
|
||
δημιουργώντας δημοκοπώντας δημοπρατημένος δημοπρατώντας δημοσιευθείς
|
||
δημοσιογραφώντας δημοσιοποιημένος δημοσιοποιώντας δημοσκοπημένος δημοσκοπώντας
|
||
διαβάζοντας διαβαθμισμένος διαβασμένος διαβεβαιωμένος διαβεβλημένος
|
||
διαβολοσταλμένος διαβρωμένος διαγγελμένος διαγκωνισμένος διαγουμισμένος
|
||
διαγραμμισμένος διαγωνιζόμενος διαδεδομένος διαδεχθείς διαδηλωμένος
|
||
διαζευγμένος διαθέτοντας διαθερμασμένος διαθλασμένος διαθλώντας διαθρυλώντας
|
||
διαιτώμενος διαιωνισμένος διακανονισμένος διακείμενος διακεκριμένος
|
||
διακηρυγμένος διακηρύσσοντας διακινδυνευμένος διακινημένος διακινώντας
|
||
διακονώντας διακορευμένη διακορευμένος διακοσμημένος διακριβωμένος
|
||
διακυβερνώντας διακυβευμένος διακωμωδημένος διακωμωδώντας διαλαλημένος
|
||
διαλαμβανόμενος διαλείπων διαλεγμένος διαλευκασμένος διαλογισμένος διαλυμένος
|
||
διαμαρτυρόμενος διαμαρτυρώντας διαμελίζοντας διαμελισμένος διαμερισμένος
|
||
διαμετρημένος διαμετρώντας διαμηνυμένος διαμοιρασμένος διαμορφωμένος
|
||
διαμφισβητώντας διανεμημένος διανεμισμένος διανθισμένος διανθώντας
|
||
διανοούμενη διανυσμένος διαολεμένος διαπαιδαγωγημένος διαπερασμένος
|
||
διαπιστωμένος διαπιστώνοντας διαπλέοντας διαπλασμένος διαπλατυμένος
|
||
διαπλεγμένος διαπλεκόμενη διαπλεκόμενο διαπλεκόμενος διαπληκτισμένος
|
||
διαπομπευόμενος διαπορθμεμένος διαπορώντας διαποτισμένος διαπραγμένος
|
||
διαρκώντας διαρπαγμένος διαρρυθμισμένος διασαφηνισμένος διασαφώντας
|
||
διασκελισμένος διασκευασμένος διασκορπισμένος διασπαθισμένος διασπασμένος
|
||
διαστρεβλωμένος διαστρεβλώνοντας διασυνδεδεμένος διασυρμένος διασφαλισμένος
|
||
διασωσμένος διαταγμένος διαταραγμένος διατεθειμένος διατεταγμένος διατηρημένος
|
||
διατιμημένος διατιμώντας διατρανωμένος διατρεφόμενος διατρυπημένος
|
||
διατυπωμένος διαυγασμένος διαφαινόμενος διαφεντευμένος διαφημιζόμενος
|
||
διαφθαρμένος διαφιλονικώντας διαφοροποιημένος διαφυλαγμένος διαφωνώντας
|
||
διαχαραγμένος διαχειμασμένος διαχειρισμένος διαχυμένος διαχωρισμένος
|
||
διαψευσμένος διαψυγμένος διβολισμένος διδάσκων διδαγμένος διεγείροντας
|
||
διεγνωσμένος διεθνοποιημένος διεκδικημένος διεκπεραιωμένος διεκτραγωδώντας
|
||
διενεργημένος διενεργώντας διεξαγμένος διεξαχθείς διερευνημένος διερμηνευμένος
|
||
διερρηγμένος διεσπαρμένος διεσταλμένος διευθετώντας διευκολύνοντας
|
||
διευκρινισμένος διευκρινώντας διευρυμένος διευρυνόμενος διευρύνοντας
|
||
διηγημένος διηγούμενος διηγώντας διηθημένος διιστάμενος δικαιοδοτώντας
|
||
δικαιούμενος δικαιωμένος δικασμένος δικηγορώντας δικτυωμένος διογκωμένος
|
||
διομολογημένος διομολογώντας διοργανωμένος διορθωμένος διορισμένος διορώντας
|
||
διπλαρωμένος διπλασιασμένος διπλοεγγεγραμμένος διπλοκλειδωμένος
|
||
διπλωμένος διυλισμένος διφορούμενος διφωσφορυλιωμένος διχλωριωμένος
|
||
διχογνωμώντας διχοτομημένος διχοτομώντας διψασμένος διωγμένος διωχθείς
|
||
δοθείς δοθείς δοκιμασμένος δολοπλοκώντας δολοφονημένος δολωμένος δομημένος
|
||
δοξασμένος δοξολογημένος δοξολογώντας δοσμένος δουλεμένος δραματοποιημένος
|
||
δραστηριοποιημένος δραστηριοποιώντας δραχμοποιημένος δραχμοποιώντας
|
||
δρομολογώντας δροσισμένος δροσολογημένος δροσολογώντας δρων δυνάμενος
|
||
δυναστευμένος δυσανασχετώντας δυσαρεστημένος δυσθυμώντας δυσκολεμένος
|
||
δυσπιστώντας δυστοκώντας δυστροπώντας δυστυχισμένος δυστυχώντας δυσφημισμένος
|
||
δωρισμένος δωροδοκημένος δωροδοκώντας δωροληπτώντας δύων εγγεγραμμένος
|
||
εγγυοδοτώντας εγκαθιδρυμένος εγκαινιασμένος εγκαλούμενος εγκαλών εγκαλώντας
|
||
εγκαρτερώντας εγκαταλειμμένος εγκαταλελειμμένος εγκαταστημένος εγκατεστημένος
|
||
εγκιβωτισμένος εγκλεισμένος εγκλιματισμένος εγκλωβισμένος εγκολλώντας
|
||
εγκριμένος εγκυμονώντας εγκυστώντας εγκυτιώμενος εγκωμιασμένος εγνωσμένος
|
||
εγχειρημένος εγχειρώντας εδραιωμένος εθισμένος ειδοποιημένος εικαζόμενος
|
||
εικονογραφημένος εικοτολογώντας ειλημμένος ειπωμένος ειρημένος ειρηνεμένος
|
||
ειρωνευόμενος εισαγόμενος εισαχθείς εισηγμένη εισηγμένο εισηγμένος εισορμώντας
|
||
εισχωρώντας εκβαθυμένος εκβιομηχανισμένος εκγυμνασμένος εκδηλωμένος
|
||
εκδικασμένος εκδιωγμένος εκδοθείς εκδομένος εκθέτοντας εκθαμβωμένος
|
||
εκθηλυσμένος εκθολούμενος εκθρονισμένος εκκαθαρισμένος εκκαλών εκκαλώντας
|
||
εκκινώντας εκκλησιασμένος εκκοκκισμένος εκκολαπτόμενος εκκρεμώντας εκκριμένος
|
||
εκλεγμένος εκλεπτυσμένος εκλιπαρώντας εκλιπούσα εκλογικευμένος εκμαυλισμένος
|
||
εκμεταλλευόμενος εκμηδενισμένος εκμισθωμένος εκμυστηρευμένος εκνευρισμένος
|
||
εκπαιδευόμενος εκπατρισμένος εκπεφρασμένος εκπλέοντας εκπληρωμένος εκποιημένος
|
||
εκπολιτισμένος εκπονημένος εκπορθώντας εκπροσωπημένος εκπροσωπώντας
|
||
εκριζωμένος εκσλαβισμένος εκσπώντας εκστασιασμένος εκστομισμένος
|
||
εκσυγχρονισμένος εκταμιευμένος εκτεθειμένος εκτεινόμενος εκτελεσμένος
|
||
εκτελωνισμένος εκτεταμένος εκτιμημένος εκτιμώμενος εκτιμώντας εκτιναγμένος
|
||
εκτοξευμένος εκτοπισμένος εκτουρκισμένος εκτραχηλισμένος εκτροχιασμένος
|
||
εκτυφλωμένος εκφαυλισμένος εκφερόμενος εκφοβίζοντας εκφοβισμένος εκφοβώντας
|
||
εκφρασμένος εκφυλισμένος εκφωνημένος εκχειλισμένος εκχερσωμένος εκχυλισθείς
|
||
ελαιοχρωματισμένος ελαττωμένος ελαττώνοντας ελαφρωμένος ελαχιστοποιημένος
|
||
ελεγχόμενος ελεεινολογώντας ελευθεροκοινωνώντας ελευθερωμένος ελλείπων
|
||
ελπίζοντας εμβαπτιζόμενος εμβολιασμένος εμβολισμένος εμμένοντας εμπαιγμένος
|
||
εμπιστευόμενος εμπλεκόμενος εμπλουτισμένος εμπνευσμένος εμποδισμένος
|
||
εμποτισμένος εμφανισμένος εμφιαλωμένος εμφιλοχωρώντας εμφυτευμένος εμψυχωμένος
|
||
ενάγουσα ενάγων εναγκαλισμένος εναγομένη εναγόμενος ενανθρακωμένος
|
||
εναντιωμένος εναποθηκευμένος ενασκημένος ενασκούμενος ενασκώντας ενασχολημένος
|
||
ενδημώντας ενδοσυνδεόμενoς ενδυναμωμένος ενεργημένος ενεργοποιημένος
|
||
ενεργούμενος ενεργώντας ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθαρρυμένος ενθαρρύνοντας
|
||
ενθρονισμένος ενθυλακωμένος ενθυμούμενος ενθυμώντας ενισχυμένος ενισχύοντας
|
||
ενοικιασμένος ενοικώντας ενοποιημένος ενοποιώντας ενορχηστρωμένος ενορώντας
|
||
ενοχλημένος ενοχλώντας ενοχοποιημένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος
|
||
εντατικοποιημένος ενταφιασμένος εντείνοντας εντεινόμενος εντεταλμένος
|
||
εντοιχισμένος εντοπισμένος εντροπισμένος εντυπωμένος εντυπωσιασμένος
|
||
ενωμένος ενόν ενώνοντας εξέχων εξαγγελθείς εξαγγελμένος εξαγιασμένος
|
||
εξαγορασμένος εξαγριωμένος εξαγόμενος εξαερισμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος
|
||
εξακοντισμένος εξακριβωμένος εξαλειμμένος εξαναγκασμένος εξανδραποδισμένος
|
||
εξανθρωπισμένος εξαντλημένος εξαπατημένος εξαπατώντας εξαπλασιασμένος
|
||
εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαρτώμενος εξαρχαϊσμένος εξασθενίζοντας
|
||
εξασθενισμένος εξασθενώντας εξασκημένος εξασφαλισμένος εξατμισμένος
|
||
εξαφανισμένος εξαφρισμένος εξαχθείς εξαχρειωμένος εξαϋλωμένος εξεγερμένος
|
||
εξελιγμένος εξελληνισμένος εξεμώντας εξεργασμένος εξερεθισμένος εξερευνημένος
|
||
εξευγενισμένος εξευμενισμένος εξευρωπαϊσμένος εξευτελισμένος εξηγημένος
|
||
εξημερωμένος εξημμένος εξιδανικευμένος εξιλεωμένος εξισλαμισμένος
|
||
εξισορροπώντας εξιστορημένος εξιστορώντας εξισωμένος εξισώνοντας εξιταρισμένος
|
||
εξοβελισμένος εξογκωμένος εξοδευμένος εξοικειωμένος εξοικονομώντας
|
||
εξομαλυμένος εξομαλυσμένος εξομοιωμένος εξομολογημένος εξονειδισμένος
|
||
εξονυχισμένος εξοπλισμένος εξοργισμένος εξορισμένος εξορκισμένος εξορμώντας
|
||
εξοστρακισμένος εξουδετερωμένος εξουθενωμένος εξουσιασμένος εξουσιοδοτημένος
|
||
εξοφερόμενος εξοφλημένος εξυβρισμένος εξυγιασμένος εξυμνώντας εξυπηρετημένος
|
||
εξυπνώντας εξυφασμένος εξυψωμένος εξωθημένος εξωθούμενος εξωνημένος
|
||
εξωραϊσμένος εξωτερικευμένος εορτάζων εορτασμένος επαγρυπνώντας επαινεμένος
|
||
επαληθευμένος επαναλαμβανόμενος επαναπατριζόμενος επαναπατρισμένος
|
||
επαναπλέοντας επαναπροωθώντας επαναστατημένος επαναστατώντας επανασυνδεμένος
|
||
επανατοποθετώντας επαναφορτιζόμενος επανδρωμένος επανειλημμένος επανεκδομένος
|
||
επανεμφανιζόμενος επανενταγμένος επανεξετασμένος επανιδρυμένος επανορθωμένος
|
||
επαπειλώντας επαργυρωμένος επαρκώντας επαυξημένος επεκτεινόμενος επενδυμένος
|
||
επεξεργασμένος επεξηγημένος επερχόμενος επερωτώντας επευφημούμενος
|
||
επηρεασμένος επηρμένος επηυξημένος επιβαρυμένος επιβαρυνόμενος επιβεβαιωμένος
|
||
επιβιβασμένος επιβοηθώντας επιβραβευμένος επιβραδύνοντας επιδειγμένος
|
||
επιδεινωμένος επιδεινώνοντας επιδικασμένος επιδιορθωμένος επιδιωγμένος
|
||
επιδιώκοντας επιδοκιμασμένος επιδοτημένος επιδοτούμενος επιδοτώντας επιδρών
|
||
επιζών επιζώντας επιθεωρημένος επιθεωρώντας επιθυμώντας επικαιροποιημένος
|
||
επικαρπωμένος επικασσιτερωμένος επικείμενος επικεντρωμένος επικηρυγμένος
|
||
επικολλημένος επικολλώντας επικουρώντας επικρατώντας επικριμένος επικροτημένος
|
||
επιλαχών επιλεγμένος επιλυμένος επιμένοντας επιμένων επιμαρτυρώντας
|
||
επιμελούμενος επιμερισμένος επιμεταλλωμένος επιμετρημένος επιμετρώντας
|
||
επιμορφωμένος επινοημένος επινοώντας επιπεδωμένος επιπεδώντας επιπλέοντας
|
||
επιπληγμένος επιπλωμένος επιπωματισμένος επισημασμένος επισημοποιημένος
|
||
επισκευασμένος επισκιασμένος επισκοπώντας επισκοτισμένος επισμαλτωμένος
|
||
επιστατώντας επιστεγασμένος επιστεμμένος επιστρατευμένος επιστρατεύοντας
|
||
επιστρωμένος επισυνημμένος επισφραγισμένος επισωρευμένος επιταγμένος
|
||
επιταχύνοντας επιτείνοντας επιτετραμμένος επιτηδευμένος επιτηρώντας
|
||
επιτιμώντας επιτρέποντας επιφοιτώντας επιφορτισμένος επιφυλαγμένος
|
||
επιχειρημένος επιχορηγημένος επιχορηγώντας επιχρισμένος επιχρυσωμένος
|
||
επιχωματωμένος επιών εποικισμένος εποικοδομώντας εποικώντας επονομαζόμενος
|
||
επουλωμένος εποφθαλμιώντας εποχούμενος επωασμένος επωμισμένος επωφελημένος
|
||
εργώντας ερειπωμένος ερευνημένος ερημοδικώντας ερημωμένος ερματίζοντας
|
||
ερμηνευμένος ερχόμενος ερωτευμένος ερωτημένος ερωτώμενος ερωτώντας εσκαμμένος
|
||
εσταυρωμένος εστιασμένος εσφαλμένος εσωκλεισμένος ετεροχρονισμένος
|
||
ευαγγελισμένος ευαισθητοποιημένος ευαισθητοποιώντας ευαρεστημένος ευαρεστώντας
|
||
ευδαιμονώντας ευδοκιμών ευδοκιμώντας ευδοκώντας ευελπιστώντας ευεργετημένος
|
||
ευθυγραμμισμένος ευθυμογραφώντας ευθυμολογώντας ευθυμώντας ευλογημένος
|
||
ευνοούμενος ευνουχισμένος ευπορώντας ευπρεπισμένος ευρυμένος ευρωτιώντας
|
||
ευσταθώντας ευστοχώντας ευτελισμένος ευτρεπισμένος ευτυχισμένος ευτυχώντας
|
||
ευχαριστημένος ευωδιασμένος ευωδώντας εφαπτόμενος εφαρμοσμένος εφημερεύων
|
||
εφησυχασμένος εφιστώντας εφοπλισμένος εφυαλωμένος ζαβλακωμένος ζαβωμένος
|
||
ζαλισμένος ζαλωμένος ζαρωμένος ζαχαριασμένος ζαχαρωμένος ζεμένος ζεματισμένος
|
||
ζεστοκοπημένος ζευγαρισμένος ζευγαρωμένος ζηλεμένος ζηλοφθονώντας ζητημένος
|
||
ζητώντας ζορισμένος ζουλιγμένος ζουμαρισμένος ζουπιγμένος ζουριασμένος
|
||
ζοχαδιασμένος ζυγιασμένος ζυγισμένος ζυγοσταθμισμένος ζυγωμένος ζυμωμένος
|
||
ζωγραφισμένος ζωγραφώντας ζωηρεμένος ζωντανεμένος ζωογονημένος ζωοποιημένος
|
||
ηγιασμένος ηγούμενος ηδονισμένος ηθελημένος ηθικολογώντας ηθικοποιημένος
|
||
ηθολογώντας ηλεκτρισμένος ηλεκτροδοτώντας ηλεκτρονικοποιημένος
|
||
ηλιασμένος ηλικιωμένος ημερεμένος ημερωμένος ημιταυτοχρονισμένος ηνιοχώντας
|
||
ηττημένος ηυξημένος ηχοβολισμένος ηχογραφημένος ηχολογώντας θέλοντας
|
||
θαλασσοκρατώντας θαλασσομαχώντας θαλασσοπνιγμένος θαλασσοποιημένος
|
||
θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμμένος θαμπωμένος θανατωμένος θαρρεμένος θαρρώντας
|
||
θαυματουργώντας θειαφισμένος θελημένος θελιασμένος θεμελιωμένος θεοβλαβούμενος
|
||
θεολογώντας θεοποιημένος θεοποιώντας θεοσεβούμενος θεοσοφώντας θεοφοβούμενος
|
||
θεριακωμένος θεριεμένος θερισμένος θερμομετρημένος θερμομετρώντας
|
||
θεσμοθετημένος θεσπισμένος θεωρηθείς θεωρημένος θεωρητικολογώντας θεωρούμενος
|
||
θηκαρισμένος θηλασμένος θηλιασμένος θηλυκωμένος θημωνιασμένος θησαυρισμένος
|
||
θλιμμένος θλων θολωμένος θορυβημένος θορυβώντας θρασεμένος θρασομανώντας
|
||
θρηνημένος θρηνολογώντας θρηνωδώντας θριαμβολογώντας θρονιασμένος θροώντας
|
||
θρυμματισμένος θρυψαλιασμένος θυμιασμένος θυμιατισμένος θυμωμένος
|
||
θυσιαζόμενος θυσιασμένος θωπευμένος θωρακισμένος ιατρεμένος ιδανικευμένος
|
||
ιδιοκατοικημένος ιδιοκατοικώντας ιδιοπαραγώμενος ιδιοποιημένος
|
||
ιδροκοπημένος ιδρυμένος ιδρωμένος ιδωμένος ιεραρχημένος ιερολογώντας
|
||
ικανοποιημένος ιμβερτοποιήμενος ιονισμένος ιππευμένος ιπτάμενος ιριδισμένος
|
||
ισιασμένος ισιωμένος ισοζυγιασμένος ισοζυγισμένος ισοζυγώντας ισοπεδωμένος
|
||
ισοσκελισμένος ισοσταθμισμένος ισοσταθμώντας ισοσυγκερασμένος ισοφαρισμένος
|
||
ιστιοπλοώντας ιστολογώντας ιστορημένος ιστορώντας ισχνεμένος ισχυρισμένος
|
||
ιχνευμένος ιχνογραφημένος ιχνογραφώντας κάνοντας καβαλημένος καβατζωμένος
|
||
καδραρισμένος καδρονιασμένος καζανιασμένος καζαντισμένος καημένος
|
||
καθαγνισμένος καθαρισμένος καθαρογραμμένος καθαρογραφώντας καθελκυσμένος
|
||
καθετηριασμένος καθετοποιημένος καθηλωμένος καθημαγμένος καθησυχασμένος
|
||
καθιερωθείς καθιερωμένος καθισμένος καθιστάμενος καθοδηγημένος καθομολογώντας
|
||
καθορώντας καθοσιωμένος καθούμενος καθρεπτισμένος καθρεφτισμένος καθυβρισμένος
|
||
καθυποταγμένος καθυποχρεώντας καθυστερώντας καιροφυλαχτώντας κακαδιασμένος
|
||
κακισμένος κακιωμένος κακοβαλμένος κακογαμημένος κακογεννημένος κακογεννώντας
|
||
κακοδαιμονώντας κακοδιοικημένος κακοδιοικώντας κακοδοξώντας κακοδουλεμένος
|
||
κακοζώντας κακοθανατισμένος κακοκαρδισμένος κακολογημένος κακολογιασμένος
|
||
κακομεταχειρισμένος κακομιλώντας κακομοιριασμένος κακονυχτισμένος
|
||
κακοπαθημένος κακοπαθώντας κακοπαντρεμένος κακοπερασμένος κακοπερνώντας
|
||
κακοπληρωμένος κακοποιημένος κακοραμμένος κακοστομαχιασμένος κακοσυνεμένος
|
||
κακοσυστημένος κακοτυπωμένος κακοτυχισμένος κακουργημένος κακουργώντας
|
||
κακοφτιαγμένος κακοχρονισμένος κακοχωνεμένος κακοψημένος καλαθιασμένος
|
||
καλαρισμένος καλαφατισμένος καλαϊσμένος καλεσμένος καλημερισμένος
|
||
καληνωρισμένος καλιγωμένος καλλιγραφώντας καλλιεργημένος καλλιλογώντας
|
||
καλλιτεχνώντας καλλουργώντας καλλωπισμένος καλμαρισμένος καλοβαστώντας
|
||
καλογεννώντας καλογυαλισμένος καλοδεχάμενος καλοδεχούμενος καλοδουλεμένος
|
||
καλοεξετασμένος καλοζυγιασμένος καλοζυγισμένος καλοζωισμένος καλοζώντας
|
||
καλοκαρδισμένος καλολογιασμένος καλομαθημένος καλομελετημένος καλομελετώντας
|
||
καλομιλώντας καλοναρχώντας καλοπαντρεμένος καλοπερνώντας καλοπεσμένος
|
||
καλοπληροφορημένος καλοπληρωμένος καλοσκαμνισμένος καλοστρωμένος
|
||
καλοτρώγοντας καλοτυχισμένος καλουμαρισμένος καλουπωμένος καλοφαγωμένος
|
||
καλοχωνεμένος καλοψημένος καλοψυχισμένος καλπάζων καλυμμένος καλωδιωμένος
|
||
καλύπτοντας καμένος καμακισμένος καμακωμένος καμαρωμένος καμινιασμένος
|
||
καμουφλαρισμένος καμπουριασμένος καμπυλωμένος καμωμένος κανακισμένος
|
||
κανονιοβολημένος κανονιοβολώντας καπακωμένος καπαρωμένος καπελωμένος
|
||
καπιστρωμένος καπλαντισμένος καπνισμένος καραβοτσακισμένος καραμελιασμένος
|
||
καρατομημένος καρατομώντας καρατσεκαρισμένος καρβουνιασμένος καργαρισμένος
|
||
καρδιοχτυπώντας καρικωμένος καρκινοβατώντας καρουλιασμένος καρπαζωμένος
|
||
καρπολογώντας καρποφορώντας καρπούμενος καρπωμένος καρτερεμένος καρυδωμένος
|
||
καρφιτσωμένος καρφωμένος κασελιασμένος κασιδιασμένος κασσιτερωμένος κατέχοντας
|
||
καταβαλλόμενος καταβαραθρωμένος καταβεβλημένος καταβλημένος καταβοδωμένος
|
||
καταβολιασμένος καταβρεγμένος καταβρομισμένος καταβροχθίζοντας
|
||
καταβυθισμένος καταγγέλλων καταγγελθείς καταγγελμένος καταγεγραμμένος
|
||
καταγινωμένος καταγοητευμένος καταγραμμένος καταγόμενος καταδαμασμένος
|
||
καταδαπανώντας καταδημαγωγώντας καταδικασθείς καταδικασμένος καταδιωγμένος
|
||
καταζητούμενος καταζητώντας καταθλιμμένος καταθορυβημένος καταθορυβώντας
|
||
κατακαμένος κατακεραυνωμένος κατακερματισμένος κατακιτρινισμένος
|
||
κατακλεμμένος κατακλυσμένος κατακοκκινισμένος κατακομμένος κατακουρασμένος
|
||
κατακρατημένος κατακρατώντας κατακρεουργημένος κατακρεουργώντας
|
||
κατακριμένος κατακτημένος κατακυριευμένος κατακυρωθείς κατακυρωμένος
|
||
καταλαγιασμένος καταλαλώντας καταλασπωμένος καταλερωμένος καταλογισμένος
|
||
καταλυμένος καταλυπημένος καταλυπώντας καταλώντας καταμαρτυρώντας
|
||
καταμαυρισμένος καταμερισμένος καταμετρηθείς καταμετρημένος καταμετρώντας
|
||
καταναγκασμένος καταναλωθείς καταναλωμένος καταναυμαχώντας κατανεμηθείς
|
||
κατανικημένος κατανικώντας κατανοημένος καταντημένος καταντροπιασμένος
|
||
καταξεσκισμένος καταξεσχισμένος καταξιωμένος καταξοδεμένος καταξοδιασμένος
|
||
καταπατώντας καταπαυμένος καταπεσμένος καταπιασμένος καταπιεζόμενος
|
||
καταπικραμένος καταπλέοντας καταπλέων καταπλακωμένος καταπληγωμένος
|
||
καταπλημμυρώντας καταπνιγμένος καταπολεμημένος καταπονημένος καταποντισμένος
|
||
καταπραϋμένος καταπτοημένος καταργημένος καταργούμενος καταριθμημένος
|
||
καταρρέων καταρρακωμένος καταρριμμένος καταρτισμένος κατασβησμένος
|
||
κατασκαμμένος κατασκευασμένος κατασκηνωμένος κατασκιασμένος κατασκονισμένος
|
||
κατασκοτωμένος κατασκουριασμένος κατασπαραγμένος κατασπαταλημένος
|
||
κατασπιλωμένος κατασταλαγμένος κατασταλμένος καταστενοχωρημένος
|
||
καταστρατηγημένος καταστρατηγώντας καταστρεμμένος καταστρωμένος
|
||
κατασυκοφαντώντας κατασυντριμμένος κατασφαγμένος κατασχεθείς κατασχεμένος
|
||
καταταλαιπωρημένος καταταλαιπωρώντας καταταραγμένος κατατεθειμένος
|
||
κατατετμημένος κατατοπισμένος κατατραυματισμένος κατατρεγμένος κατατριμμένος
|
||
κατατροπωμένος κατατρυπημένος κατατρυπώντας κατατσακισμένος κατατυραννισμένος
|
||
καταυγασμένος καταυλισμένος καταφαγωμένος καταφρονημένος καταφρονώντας
|
||
καταχειροκροτώντας καταχεσμένος καταχνιασμένος καταχραζόμενος καταχρασμένος
|
||
καταχτημένος καταχτώντας καταχωμένος καταχωρημένος καταχωρισμένος καταχωρώντας
|
||
καταψηφισμένος καταψυγμένος καταϊδρωμένος καταϋποχρεωμένος κατεβασμένος
|
||
κατειλημμένος κατενθουσιασμένος κατεπείγων κατεργασμένος κατερειπωμένος
|
||
κατεστημένος κατεστραμμένος κατευθυνόμενος κατευνασμένος κατευοδωμένος
|
||
κατηγορημένος κατηχουμένη κατηχούμενη κατηχούμενος κατιούσα κατιών
|
||
κατονομασμένος κατοπτρισμένος κατορθωμένος κατουρημένος κατοχυρωμένος
|
||
κατραμωμένος κατσαδιασμένος κατσαρωμένος κατσιασμένος κατσιποδιασμένος
|
||
καυλωμένος καυτηριασμένος καυχησιολογώντας καψαλισμένος καψωμένος κβαντισμένος
|
||
κεκαμμένος κεκανονισμένος κεκαρμένος κεκαρμένος κεκλεισμένος κεκορεσμένος
|
||
κελαδώντας κεντημένος κεντρισμένος κεραμιδωμένος κερασμένος κερατωμένος
|
||
κεραυνοβολώντας κεραυνωμένος κερδισμένος κερδοσκοπώντας κερματισμένος
|
||
κερωμένος κεφαλαιοποιημένος κεφαλαιοποιώντας κεχαριτωμένος κεχρισμένος
|
||
κηδεμονευμένος κηλιδωμένος κηπεμένος κηρυγμένος κιαλαρισμένος κιβδηλεμένος
|
||
κιθαρωδώντας κιμαδιασμένος κινδυνολογώντας κινηματογραφημένος
|
||
κινητοποιημένος κινητοποιώντας κινούμενος κιτρινισμένος κλαδεμένος κλαδωμένος
|
||
κλαπέν κλαπείς κλαπείσα κλασαυχενισμένος κλασμένος κλαταρισμένος κλείνοντας
|
||
κλειδομανταλωμένος κλειδωμένος κλεισμένος κλειώντας κλεμμένος κληροδοτημένος
|
||
κληρωμένος κλητευμένος κλιμένος κλιμακούμενος κλονιζόμενος κλονισμένος
|
||
κλοτσώντας κλουβιασμένος κλυδωνισμένος κλωθογυρισμένος κλωσημένος κλωσμένος
|
||
κλωτσημένος κλωτσώντας κνισμένος κοιλοπονώντας κοιμισμένος κοινολογημένος
|
||
κοινοποιημένος κοινοποιώντας κοινωνικοποιημένος κοινωνικοποιώντας κοιταγμένος
|
||
κοκαλιασμένος κοκαλωμένος κοκκινισμένος κολακευμένος κολεχτιβοποιώντας
|
||
κολλημένος κολοβωμένος κολυμπημένος κολυμπώντας κολώντας κομισμένος κομμένος
|
||
κομματισμένος κομουνισμένος κομπλεξαρισμένος κομποδεμένος κομπορρημονώντας
|
||
κονιοποιώντας κονιορτοποιημένος κονομημένος κονσερβοποιημένος
|
||
κοντροκρατώντας κοντρολαρισμένος κοντυμένος κοπανημένος κοπανισμένος
|
||
κοπιαρισμένος κοπιώντας κοπρισμένος κοπροσκυλώντας κορακιασμένος κορδακισμένος
|
||
κορδωμένος κορεσμένος κοριασμένος κορνιζαρισμένος κορνιζωμένος κοροϊδεμένος
|
||
κορυβαντιώντας κορυφωμένος κορφολογημένος κορφολογώντας κορωμένος
|
||
κοσμημένος κοστολογημένος κοστολογώντας κοτσαρισμένος κοτώντας κουβαλημένος
|
||
κουβεντιασμένος κουδουνισμένος κουκουλωμένος κουλαμένος κουλαντρισμένος
|
||
κουμανταρισμένος κουμπαριασμένος κουμπωμένος κουνημένος κουντώντας κουνώντας
|
||
κουρασμένος κουρδισμένος κουρελιασμένος κουρεμένος κουρκουτιασμένος
|
||
κουρντισμένος κουρσεμένος κουρταλώντας κουτουλημένος κουτουλισμένος
|
||
κουτουπώνοντας κουτρουβαλιασμένος κουτρουβαλώντας κουτρώντας κουτσαίνοντας
|
||
κουτσομπολεμένος κουτσουλημένος κουτσουλισμένος κουτσουλώντας κουτσουρεμένος
|
||
κουφωμένος κοφινιασμένος κοχλιωμένος κοψομεσιασμένος κοψοχολιασμένος κραγμένος
|
||
κρασπεδωμένος κρασωμένος κραταιωμένος κρατημένος κρατικοποιημένος
|
||
κρατούμενος κρατώντας κρεβατωμένος κρεμάμενος κρεμανταλιασμένος κρεμασμένος
|
||
κρεουργημένος κρεουργώντας κρεπαρισμένος κρημνισμένος κρηπιδωμένος
|
||
κριμένος κριματισμένος κριτικαρισμένος κροταλισμένος κροτώντας κρουσμένος
|
||
κρυολογημένος κρυπτογραφημένος κρυπτογραφώντας κρυσταλλιασμένος κρυσταλλωμένος
|
||
κρυφοκοιτώντας κρυωμένος κτενισμένος κτερισμένος κτηνοβατώντας κτισμένος
|
||
κτυπώντας κυβερνημένος κυβερνών κυβισμένος κυκλοφορημένος κυκλωμένος
|
||
κυλινδώντας κυλισμένος κυμαινόμενος κυμβαλισμένος κυνηγημένος κυοφορημένος
|
||
κυριαρχώντας κυριευμένος κυριολεκτώντας κυριολεχτώντας κυρτωμένος κυρωμένος
|
||
κωδικοποιώντας κωδωνισμένος κωλυόμενος κωλωμένος κωπηλατώντας λέγοντας λήγων
|
||
λαβωμένος λαγαρισμένος λαγγεμένος λαγιασμένος λαγοθηρώντας λαγοκοιμισμένος
|
||
λαθεμένος λαθρακιασμένος λακισμένος λακτισμένος λακώντας λαλημένος
|
||
λαμπαδιασμένος λαμπικαρισμένος λαμποκοπώντας λαναρισμένος λανθάνων λανθασμένος
|
||
λαξεμένος λαξευμένος λαξεύοντας λαπαδιασμένος λασκαρισμένος λασπωμένος
|
||
λατομώντας λατρεμένος λαφιασμένος λαφυραγωγημένος λαχανιάζοντας λαχανιασμένος
|
||
λαχταρώντας λεγάμενος λεηλατημένος λειασμένος λειτουργημένος λειτουργώντας
|
||
λεκιασμένος λελογισμένος λεξικογραφημένος λεπτολογημένος λεπτολογώντας
|
||
λερωμένος λευκασμένος λευκοφορώντας λευτερωμένος λευχειμονώντας ληγμένος
|
||
λημματολογώντας λησμονημένος ληστεμένος ληστοκρατημένος λιανεμένος λιανισμένος
|
||
λιασμένος λιβανισμένος λιβελογραφώντας λιγδιασμένος λιγδωμένος λιγνεμένος
|
||
λιγοστεύοντας λιθοβολημένος λιθογραφημένος λιθοδομημένος λιθοδομώντας
|
||
λικνισμένος λιμαρισμένος λιμασμένος λιμνάζων λιμνασμένος λιμοκτονώντας
|
||
λιπασμένος λιποθυμισμένος λιποταχτώντας λιποψυχώντας λιτανεμένος λιχνεμένος
|
||
λιχουδεμένος λιωμένος λογαριάζοντας λογαριασμένος λογιασμένος λογικευμένος
|
||
λογογραφώντας λογοδοσμένος λογοδοτημένος λογοκλοπώντας λογοκρίνοντας
|
||
λογοπαικτώντας λογοφερμένος λογχισμένος λοιδορημένος λοξεμένος λουλουδιασμένος
|
||
λουσαρισμένος λουσμένος λουστραρισμένος λυγισμένος λυγώντας λυμένος
|
||
λυπημένος λυσσασμένος λυσσώντας λυτρωμένος λωβιασμένος λωλαμένος μαγαρισμένος
|
||
μαγειρευμένος μαγεμένος μαγκανισμένος μαγκεμένος μαγκωμένος μαγνητισμένος
|
||
μαγνητοσκοπώντας μαγνητοφωνημένος μαδημένος μαζεμένος μαζικοομοιογενοποιημένος
|
||
μαζωμένος μαθαίνοντας μαθημένος μαθητεύοντας μαθητιώντας μαινόμενος
|
||
μακελεμένος μακιγιαρισμένος μακροθυμώντας μακρολογώντας μακρυσμένος
|
||
μαλακώνοντας μαλαματοκαπνισμένος μαλαμοκαπνισμένος μαλλιασμένος
|
||
μαλωμένος μανιασμένος μανισμένος μανιωμένος μανουβραρισμένος μανταλωμένος
|
||
μαντατεμένος μαντεμένος μαντιλοδεμένος μαντρισμένος μαντρωμένος μαξιλαρωμένος
|
||
μαραζιασμένος μαραζωμένος μαραμένος μαργωμένος μαριναρισμένος μαρκαλισμένος
|
||
μαρκαρισμένος μαρμαρωμένος μαρξίζων μαρσαρισμένος μαρτυρημένος μαρτυρώντας
|
||
μασκαρεμένος μασουλημένος μασουλισμένος μασουλώντας μασουρισμένος μαστιγωμένος
|
||
μαστουριάζοντας μαστουρωμένος ματαιοδοξώντας ματαιολογημένος ματαιολογώντας
|
||
ματαιοφρονώντας ματαιωμένος ματιασμένος ματισμένος ματοβαμμένος ματοκυλισμένος
|
||
μαυλισμένος μαυρισμένος μαυρολογημένος μαυρολογώντας μαυροφορημένος
|
||
μαχαιρωμένος μαχόμενος μαϊναρισμένος μεγαλαυχώντας μεγαληγορώντας
|
||
μεγαλοποιημένος μεγαλοποιώντας μεγαλοπραγμονώντας μεγαλορρημονημένος
|
||
μεγαλουργώντας μεγαλοφρονώντας μεγαλωμένος μεγαλώνοντας μεγεθυμένος
|
||
μεθερμηνεμένος μεθοδευμένος μεθοκοπώντας μεθορμισμένος μεθυσμένος μεθώντας
|
||
μειονεκτώντας μειονοψηφώντας μειοψηφών μειοψηφώντας μειωμένος μειώνοντας
|
||
μελανειμονώντας μελανηφορώντας μελανιασμένος μελανωμένος μελετημένος
|
||
μελοδραματοποιώντας μελοποιημένος μελοποιώντας μελωδημένος μελωδώντας
|
||
μεμονωμένος μεοψηφών μερακλωμένος μερεμένος μερισμένος μεροληπτώντας μερωμένος
|
||
μεσουρανώντας μεστωμένος μεσώντας μεταβαλλόμενος μεταβαπτισμένος
|
||
μεταβλημένος μεταβολισμένος μεταγγισμένος μεταγλωττισμένος μεταγραμμένος
|
||
μεταδιδόμενος μεταδομένος μετακαλώντας μετακινημένος μετακλημένος
|
||
μεταλλαγμένος μεταλλευμένος μεταμελημένος μεταμισθωμένος μεταμορφωμένος
|
||
μετανιωμένος μετανοημένος μεταπεισμένος μεταπηδώντας μεταπλασμένος
|
||
μεταπουλημένος μεταπουλώντας μεταπωλώντας μεταρρυθμισμένος μεταρσιωμένος
|
||
μετασταθμευμένος μεταστρατοπεδευμένος μετασχηματισμένος μεταταγμένος
|
||
μετατοπισμένος μετατρεμμένος μετατυπωμένος μεταφερμένος μεταφορτωμένος
|
||
μεταφυτεμένος μεταφυτευμένος μεταχρωματισμένος μετεκπαιδευμένος μετεμψυχωμένος
|
||
μετενσωματωμένος μετεξελιγμένος μετεωρισμένος μετοικισμένος μετοικώντας
|
||
μετουσιωμένος μετοχετευμένος μετρημένος μετριασμένος μετριοφρονώντας
|
||
μηδισμένος μηλοβολημένος μηνυμένος μηνώντας μηρυκασμένος μηχανογραφημένος
|
||
μηχανοποιημένος μηχανοργανωμένος μηχανορραφημένος μηχανορραφώντας
|
||
μικρογραφώντας μικρολογημένος μικρολογώντας μικροπαντρεμένος μιλημένος
|
||
μινυρισμένος μιξαρισμένος μισανοιγμένος μισεμένος μισημένος μισθοδοτημένος
|
||
μισοκοιμισμένος μισοτελειωμένος μνημονευμένος μνησικακώντας μνηστευμένος
|
||
μοιρολογημένος μοιχευμένος μολαρισμένος μολεμένος μολογημένος μολογώντας
|
||
μολυσμένος μομιοποιημένος μομιοποιώντας μοναδοποιημένος μοναρχώντας
|
||
μονιμοποιημένος μονιμοποιώντας μονογραφημένος μονογραφώντας μονοιασμένος
|
||
μονοπωλώντας μονταρισμένος μοντερνισμένος μονωμένος μοριοδοτούμενος
|
||
μορφωμένος μοσκοβολώντας μοσκοπουλημένος μοστραρισμένος μοσχευμένος
|
||
μοσχομυρισμένος μοσχοπουλημένος μουγκαμένος μουδιασμένος μουλιασμένος
|
||
μουνουχισμένος μουνταρισμένος μουντζαλωμένος μουντζουρωμένος μουντζωμένος
|
||
μουσκεμένος μουσουργώντας μουστωμένος μουτζουρωμένος μουτρωμένος μουχλιασμένος
|
||
μοχλεμένος μοχτώντας μπαγδατισμένος μπαγιατεμένος μπαγλαρωμένος μπαζωμένος
|
||
μπαλσαμωμένος μπαλωμένος μπαμπακιασμένος μπαμπουλωμένος μπανιαρισμένος
|
||
μπανταρισμένος μπαρκαρισμένος μπαρουτιασμένος μπαρουτοκαπνισμένος
|
||
μπαταλεμένος μπαταρισμένος μπατιρημένος μπατιρισμένος μπατσισμένος
|
||
μπαϊλντισμένος μπεγλερώντας μπεζερισμένος μπερδεμένος μπερμπαντεμένος
|
||
μπιζαρισμένος μπιμπιλωμένος μπιστεμένος μπιτισμένος μπλαβιασμένος
|
||
μπλεγμένος μπλοκαρισμένος μπλοφαρισμένος μπογιαντισμένος μπογιασμένος
|
||
μποδισμένος μπολιασμένος μποσκαρισμένος μποτιλιαρισμένος μπουγαδιασμένος
|
||
μπουκεταρισμένος μπουκωμένος μπουμπουκιασμένος μπουρδουκλωμένος
|
||
μπουσουλώντας μπουχτισμένος μποϊκοταρισμένος μποϋκοταρισμένος μυζώντας
|
||
μυθιστοριογραφημένος μυθιστοριογραφώντας μυθοβατώντας μυθογραφημένος
|
||
μυθολογημένος μυθολογώντας μυθοποιημένος μυκτηρισμένος μυξιασμένος μυρισμένος
|
||
μυρμηκιασμένος μυρμηκιώντας μυρωμένος μυσταγωγημένος μυσταγωγώντας
|
||
μυτισμένος μωλωπισμένος μωραμένος μωρολογημένος νανουρισμένος ναρκισσεμένος
|
||
ναρκοθετώντας ναρκωμένος ναυαγισμένος ναυλωμένος ναυλώνοντας ναυμαχώντας
|
||
ναυπηγώντας ναυτολογημένος ναυτολογώντας νεκραναστημένος νεκροστολισμένος
|
||
νεκρωμένος νεοαναπτυσσόμενος νεοδιορισμένος νεοεισερχόμενος
|
||
νεροβρασμένος νερουλιασμένος νερωμένος νεταρισμένος νευριασμένος
|
||
νεωλκημένος νεωλκώντας νεωτερισμένος νηνεμώντας νηπιοβαπτισμένος νηστεμμένος
|
||
νικημένος νικώμενος νικώντας νιμμένος νογώντας νοημένος νοθευμένος
|
||
νοικοκυρεμένος νομαρχώντας νοματισμένος νομιμοποιημένος νομοθετημένος
|
||
νοσηλευμένος νοσηλευόμενος νοσηλεύοντας νοστιμισμένος νοσφισμένος νοσώντας
|
||
νουθετημένος νταβραντισμένος νταγιαντισμένος νταγιαντώντας νταντεμένος
|
||
ντελαλημένος ντελαλώντας ντεραπαρισμένος ντερλικώνοντας ντοκουμενταρισμένος
|
||
ντουμανιασμένος ντουμπλαρισμένος ντουφεκισμένος ντουχιουντισμένος
|
||
ντυμένος νυκτοπορημένος νυκτοπορώντας νυμφευμένος νυσταγμένος νυφοστολισμένος
|
||
νυχτοκοπώντας νυχτοπερπατημένος νυχτοπερπατώντας νυχτωμένος ξαγκιστρωμένος
|
||
ξαγορευμένος ξαγρυπνημένος ξαγρυπνισμένος ξακρισμένος ξαλαφρωμένος
|
||
ξαλμυρισμένος ξαμολημένος ξαμολώντας ξαναβαμμένος ξαναβγαλμένος ξαναβρασμένος
|
||
ξαναγραμμένος ξαναγυρισμένος ξαναγυρνώντας ξαναδοκιμασμένος ξαναειπωμένος
|
||
ξαναζωντανεμένος ξανακαμωμένος ξανακουσμένος ξανακτυπώντας ξανακυλώντας
|
||
ξαναμιλημένος ξαναμμένος ξαναμωραμένος ξανανθισμένος ξανανιωμένος
|
||
ξαναπαντρεμένος ξαναπαρμένος ξαναπερασμένος ξαναπεσμένος ξαναπιασμένος
|
||
ξαναρχινισμένος ξαναρχινώντας ξαναρχισμένος ξαναρωτημένος ξανασμιγμένος
|
||
ξαναφορεμένος ξαναφτιαγμένος ξαναχτισμένος ξαναχτυπημένος ξαναχτυπώντας
|
||
ξανεμισμένος ξανθισμένος ξανοιγμένος ξαπολνώντας ξαπολώντας ξαποσταλμένος
|
||
ξαραχνιασμένος ξαργώντας ξαρματωμένος ξαρμυρισμένος ξαρραβωνιασμένος ξασμένος
|
||
ξαστερωμένος ξαστοχώντας ξαφνιασμένος ξαφρισμένος ξεβαμμένος ξεβασκαμένος
|
||
ξεβιδωμένος ξεβλασταρωμένος ξεβοτανισμένος ξεβουλωμένος ξεβρακωμένος
|
||
ξεβρομισμένος ξεγαντζωμένος ξεγδαρμένος ξεγελασμένος ξεγεννημένος
|
||
ξεγλιστρώντας ξεγνοιασμένος ξεγοφιασμένος ξεγραμμένος ξεγυμνωμένος
|
||
ξεδεμένος ξεδιαλεγμένος ξεδιαλυμένος ξεδιπλωμένος ξεδιψασμένος ξεδιψώντας
|
||
ξεζαλισμένος ξεζεμένος ξεζουμισμένος ξεζωμένος ξεθαμμένος ξεθαρρεμένος
|
||
ξεθεωμένος ξεθηκαρωμένος ξεθηλυκωμένος ξεθολωμένος ξεθυμασμένος ξεθυμωμένος
|
||
ξεκαβαλικεμένος ξεκαθαρισμένος ξεκακιωμένος ξεκαλουπωμένος ξεκαλτσωμένος
|
||
ξεκαμωμένος ξεκαπακωμένος ξεκαπελωμένος ξεκαπιστρωμένος ξεκαπνισμένος
|
||
ξεκαρφωμένος ξεκινημένος ξεκλειδωμένος ξεκληρισμένος ξεκλωσώντας
|
||
ξεκοκαλίζοντας ξεκοκαλισμένος ξεκολλημένος ξεκομμένος ξεκουμπισμένος
|
||
ξεκουρασμένος ξεκουρδισμένος ξεκουρντισμένος ξεκουτιασμένος ξεκρεμασμένος
|
||
ξεκριμένος ξεκωλωμένος ξελαγαρισμένος ξελαιμιασμένος ξελακκωμένος
|
||
ξελασπωμένος ξελαφρωμένος ξελεπισμένος ξελιγωμένος ξελογιασμένος
|
||
ξεμαθημένος ξεμακρυσμένος ξεμανταλωμένος ξεμασκαλισμένος ξεματισμένος
|
||
ξεμοναχιασμένος ξεμουδιασμένος ξεμουχλιασμένος ξεμπαρκαρισμένος ξεμπερδεμένος
|
||
ξεμπλοκαρισμένος ξεμπρατσωμένος ξεμπροστιασμένος ξεμυαλισμένος ξεμυτισμένος
|
||
ξεμωραμένος ξεναγούμενος ξενερισμένος ξενερωμένος ξενηλατώντας ξενισμένος
|
||
ξενοδουλεμένος ξενοιασμένος ξενοικιασμένος ξενοκοιμισμένος ξενοραμμένος
|
||
ξεντυμένος ξενυσταγμένος ξενυχιασμένος ξενυχτισμένος ξενυχτώντας ξεπαγιασμένος
|
||
ξεπαραδιασμένος ξεπαραλώντας ξεπαρθενεμένος ξεπαρμένος ξεπαστρεμένος
|
||
ξεπατωμένος ξεπεζεμένος ξεπερασμένος ξεπερνώντας ξεπεσμένος ξεπεταγμένος
|
||
ξεπηδώντας ξεπιασμένος ξεπλανεμένος ξεπλατισμένος ξεπλεγμένος ξεπληρωμένος
|
||
ξεποδαριασμένος ξεπορτισμένος ξεπουλημένος ξεπουλώντας ξεπουπουλιασμένος
|
||
ξεπροβοδισμένος ξεπροβοδώντας ξεραμένος ξερασμένος ξεριζωμένος ξερνοβολώντας
|
||
ξεροτηγανισμένος ξεσαβουρωμένος ξεσαμαρωμένος ξεσβερκιασμένος ξεσβερκωμένος
|
||
ξεσηκωμένος ξεσκαλισμένος ξεσκαλωμένος ξεσκαρταρισμένος ξεσκατισμένος
|
||
ξεσκεπασμένος ξεσκισμένος ξεσκλαβωμένος ξεσκολισμένος ξεσκονισμένος
|
||
ξεσκουντημένος ξεσκουντώντας ξεσκουριασμένος ξεσκουφωμένος ξεσπαθωμένος
|
||
ξεσποριασμένος ξεσταχυασμένος ξεστηθωμένος ξεστομισμένος ξεστουπωμένος
|
||
ξεστρατισμένος ξεστρωμένος ξεσυννεφιασμένος ξεσυρμένος ξεσφιγμένος
|
||
ξεσχισμένος ξεταπωμένος ξετεντωμένος ξετιμώντας ξετιναγμένος ξετρελαμένος
|
||
ξετσιπωμένος ξετυλιγμένος ξευτελισμένος ξεφανερωμένος ξεφιτιλισμένος
|
||
ξεφορμαρισμένος ξεφορτωμένος ξεφουρνισμένος ξεφουσκωμένος ξεφραγμένος
|
||
ξεφτισμένος ξεφτώντας ξεφυλλισμένος ξεφυσώντας ξεφυτρωμένος ξεφωνημένος
|
||
ξεχασμένος ξεχειλισμένος ξεχειλωμένος ξεχειμασμένος ξεχειμωνιασμένος
|
||
ξεχολιασμένος ξεχορταριασμένος ξεχρεωμένος ξεχυμένος ξεχωμένος ξεχωρισμένος
|
||
ξεψαρωμένος ξεψαχνισμένος ξεψυχισμένος ξεψυχώντας ξηγημένος ξηγώντας ξηλωμένος
|
||
ξημερωμένος ξηραμένος ξιδιασμένος ξιπασμένος ξιφομαχώντας ξοδεμένος
|
||
ξολοθρεμένος ξομολογημένος ξομολογώντας ξομπλιασμένος ξουραφισμένος ξοφλημένος
|
||
ξυλιασμένος ξυλισμένος ξυλογραφημένος ξυλογραφώντας ξυλοκοπημένος ξυλουργώντας
|
||
ξυμένος ξυπνημένος ξυραφισμένος ξυρισμένος ξυσμένος ξυστρισμένος ογκωμένος
|
||
οδυρμένος οζονισμένος οζοντισμένος οιακισμένος οικειοποιημένος οικειωμένος
|
||
οικισμένος οικοδομημένος οικοδομώντας οικοκυρεμένος οικονομημένος
|
||
οικοπεδοποιώντας οιστρηλατώντας οιωνισμένος οκνώντας ολιγοστεμένος
|
||
ολολυσμένος ομαδοποιημένος ομαδοποιώντας ομαλισμένος ομαλοποιημένος ομιλημένος
|
||
ομογνωμονώντας ομοδοξώντας ομοιασμένος ομοιοκαταληκτώντας ομοιοκαταληχτώντας
|
||
ομολογημένος ομολογούμενος ομονοώντας ομοσιτώντας ομοφηφώντας ομοφρονώντας
|
||
ομφαλοσκοπώντας ονειδισμένος ονειρεμένος ονειριασμένος ονειροβατώντας
|
||
ονομασμένος ονοματισμένος ονοματοθετώντας ονοματοποιημένος ονοματοποιώντας
|
||
οξειδωμένος οξυγονωμένος οξυγονώντας οξυμένος οξυτονώντας οπαλισμένος
|
||
οπισθοδρομώντας οπλισμένος οπλομαχώντας οπτασιασμένος οραματισμένος
|
||
οργιασμένος οργισμένος οργωμένος οργώντας ορειχαλκωμένος ορθιασμένος
|
||
ορθογραφώντας ορθοποδώντας ορθοτομώντας ορθοτονώντας ορθοφρονώντας ορθωμένος
|
||
οριοθετημένος οριστικοποιημένος οριστικοποιώντας ορκισμένος ορκοδοτώντας
|
||
ορμημένος ορμηνεμένος ορμισμένος οροθετημένος οροθετώντας ορτσαρισμένος
|
||
ορφανισμένος οσμισμένος οστεοενσωματούμενος οστεωμένος ουρανοβατώντας
|
||
ουσιαστικοποιημένος οφειλόμενος οχλοκρατημένος οχυρωμένος ούσα οὑ πάσχων
|
||
πίνοντας παίρνοντας παγιδευμένος παγιωμένος παγοδρομώντας παγουδιώντας
|
||
παθημένος παθιασμένος παθών παιγμένος παιδαγωγημένος παιδαγωγώντας παιδεμένος
|
||
παιδιαρισμένος παιδοκομώντας παιδοποιημένος παιδοποιώντας παιζογελώντας
|
||
πακεταρισμένος πακτωμένος παλαβωμένος παλαμισμένος παλαντζαρισμένος παλεμένος
|
||
παλινδρομώντας παλιννοστώντας παλινωδώντας παλιωμένος παλλόμενος παλουκωμένος
|
||
πανηγυρισμένος πανιασμένος πανικοβλημένος παντρολογημένος παντρολογώντας
|
||
παπαριασμένος παράγοντας παρέχοντας παραβαμμένος παραβιασμένος παραγγελμένος
|
||
παραγερασμένος παραγερνώντας παραγινωμένος παραγιομισμένος παραγκωνισμένος
|
||
παραγραμμένος παραγραμματισμένος παραγόμενος παραδαρμένος παραδεδομένος
|
||
παραδιαβασμένος παραδομένος παραδουλεμένος παραειπωμένος παραζαλισμένος
|
||
παραθαρρυμένος παραθεμένος παραθερισμένος παραθερμασμένος παραθυμωμένος
|
||
παραιτούμενος παρακάμπτοντας παρακαθήμενος παρακαλεσμένος παρακαλώντας
|
||
παρακατατεθειμένος παρακεντημένος παρακεντώντας παρακινδυνευμένος
|
||
παρακλαδεμένος παρακμασμένος παρακοιμισμένος παρακρατημένος παρακρατούμενος
|
||
παρακωλυμένος παραληφθείς παραλλαγμένος παραλληλισμένος παραλογιασμένος
|
||
παραλυμένος παραμακιγιαρισμένος παραμακρεμένος παραμεγαλωμένος παραμελημένος
|
||
παραμελώντας παραμερισμένος παραμετροποιώντας παραμιλώντας παραμορφωμένος
|
||
παραμυθολογώντας παρανοημένος παρανομασμένος παρανομιασμένος παρανομώντας
|
||
παρανυσταγμένος παραξενεμένος παραξενιασμένος παραξηλωμένος παραξοδεμένος
|
||
παραπεισμένος παραπεσμένος παραπεταμένος παραπετώντας παραπικραμένος
|
||
παραπλέοντας παραπλανημένος παραπλανώντας παραπληροφορημένος παραπληροφορώντας
|
||
παραπονεμένος παραπονούμενος παραριγμένος παρασιτώντας παρασιωπώντας
|
||
παρασπονδώντας παραστημένος παραστρατημένος παραστρατώντας παρασυρμένος
|
||
παρατεντωμένος παρατεταγμένος παρατεταμένος παρατημένος παρατηρηθείς
|
||
παρατιμονιασμένος παρατραβηγμένος παρατρεγμένος παρατρεχάμενος παρατριμμένος
|
||
παρατυπώντας παραφαγωμένος παραφθαρμένος παραφορτωμένος παραφουσκωμένος
|
||
παραφρονημένος παραφυλαγμένος παραφωνώντας παραχαραγμένος παραχαϊδεμένος
|
||
παραχωμένος παραχωρήσιμος παραχωρημένος παραχωρώντας παραψημένος
|
||
παρειλημμένος παρεισαγμένος παρελθοντολογημένος παρελθοντολογώντας
|
||
παρεμποδισμένος παρεννοημένος παρεννοώντας παρενοχλημένος παρεξηγημένος
|
||
παρερμηνευμένος παρεστώς παρετυμολογημένος παρευρισκόμενος παρεχόμενος
|
||
παρηκμασμένος παριστάμενος παρκαρισμένος παρκεταρισμένος παροικημένος
|
||
παρομοιασμένος παρομοιωμένος παρονομασμένος παροξυμμένος παροπλισμένος
|
||
παρορμώντας παρορώντας παρουσιάζοντας παρουσιασμένος παροχετευμένος
|
||
παρωδημένος παρωθημένος παρωθώντας παρωχημένος πασαλειμμένος πασαρισμένος
|
||
πασσαλωμένος παστεριωμένος παστρεμένος παστωμένος πασχισμένος παταγμένος
|
||
πατριαρχώντας πατροναρισμένος πατσισμένος παυμένος παφλασμένος παχαίνοντας
|
||
παχτωμένος πεδικλωμένος πεζεμένος πεζογραφώντας πεζοδρομημένος πεζολογώντας
|
||
πεζοπορώντας πεθυμημένος πεθυμώντας πειθαναγκασμένος πειθαρχημένος
|
||
πεινασμένος πεινώντας πειραγμένος πειραματισμένος πειρατευμένος πεισμένος
|
||
πεισμωμένος πελαγισμένος πελαγοδρομώντας πελαγωμένος πενηνταρισμένος
|
||
πενθηφορώντας πενθώντας πενταπλασιασμένος πεντοβολώντας πεπαιδευμένος
|
||
πεπεισμένος πεπερασμένος πεπλατυσμένος πεπραγμένος πεπυκνωμένος περαιωμένος
|
||
περεχώντας περηφανεμένος περιαλειμμένος περιαρπαγμένος περιαυτολογώντας
|
||
περιβάλλων περιβεβλημένος περιβρεγμένος περιγεγραμμένος περιγελώντας
|
||
περιδεδεμένος περιδεμένος περιδινώντας περιδρομιάζοντας περιελιγμένος
|
||
περιζωσμένος περιθωριοποιημένος περικαλυμμένος περικλαδεμένος περικλεισμένος
|
||
περικομμένος περικοσμημένος περικοσμώντας περικυκλωμένος περιλουσμένος
|
||
περιμαζεμένος περιμαζωγμένος περιμαντρωμένος περιοδεύων περιορίζοντας
|
||
περιπαιγμένος περιπατημένος περιπεπλεγμένη περιπεπλεγμένο περιπεπλεγμένος
|
||
περιπλανώμενος περιπλεγμένος περιποιημένος περιποιώντας περιπτυγμένος
|
||
περισκοπημένος περισκοπώντας περιστεφανωμένος περιστοιχισμένος περιστρεμμένος
|
||
περισφιγμένος περισχοινισμένος περισωσμένος περιτειχισμένος περιτετμημένος
|
||
περιτρεγμένος περιτριγυρισμένος περιτυλιγμένος περιυβρισμένος περιφερόμενος
|
||
περιφραγμένος περιφρονημένος περιφρονώντας περιφρουρημένος περιχαραγμένος
|
||
περιχρισμένος περιχρυσωμένος περιχυμένος περιχώντας περνώντας περπατημένος
|
||
περώντας πετάμενος πεταγμένος πεταλουδισμένος πεταλωμένος πεταμένος
|
||
πετούμενος πετροβολημένος πετροβολώντας πετρωμένος πετσιασμένος
|
||
πετσοκομμένος πετσωμένος πετώντας πεφυσιωμένος πεφωτισμένος πηγασμένος
|
||
πηδαλιουχώντας πηδημένος πηλαλώντας πηλοβατημένος πηλοβατώντας πιάνοντας
|
||
πιασμένος πιδακισμένος πιθανολογημένος πιθηκισμένος πιθυμημένος πιθυμώντας
|
||
πικαρισμένος πικρισμένος πικροκαρδισμένος πιλαλώντας πιλατεμένος
|
||
πιλοφορημένος πιλοφορώντας πιξελιασμένος πιπερισμένος πιπερωμένος πιπιλημένος
|
||
πιπιλώντας πιπισμένος πιρουνιασμένος πισσωμένος πιστεύοντας πιστοδοτημένος
|
||
πιστολισμένος πιστοποιημένος πιστοποιώντας πιστοχρεωμένος πιστωμένος
|
||
πισωδρομώντας πιτηδευμένος πιτσιλημένος πιτσιλισμένος πιτσιλώντας πλέοντας
|
||
πλαγιοδετώντας πλαγιοδιποδισμένος πλαγιοδρομώντας πλαγιοποδισμένος
|
||
πλαγιοφυλακώντας πλαισιωμένος πλακοστρωμένος πλακωμένος πλαλώντας πλανισμένος
|
||
πλαντώντας πλανώντας πλασαρισμένος πλασμένος πλαστικοποιημένος
|
||
πλαστογραφώντας πλαστοπροσωπημένος πλαστοπροσωπώντας πλαστουργώντας
|
||
πλατειασμένος πλατσουρισμένος πλατυσμένος πλεγμένος πλειοδοτημένος
|
||
πλειοψηφών πλειοψηφώντας πλειστηριασμένος πλεονασμένος πλεονεκτώντας
|
||
πλευρισμένος πλευριτωμένος πλευροκοπημένος πλευροκοπώντας πληγείς πληγιασμένος
|
||
πληγωμένος πληθυσμένος πληκτρολογημένος πληκτρολογώντας πλημμυρισμένος
|
||
πληροφορημένος πληροφορούμενος πληροφορώντας πληρωμένος πληρώνοντας
|
||
πληττόμενος πλιατσικολογημένος πλινθοδομημένος πλισαρισμένος πλοηγημένος
|
||
πλοιαρχημένος πλοιαρχώντας πλουμισμένος πλουτισμένος πλουτώντας πλυμένος
|
||
πνευστιώντας πνιγμένος ποδεμένος ποδισμένος ποδοβολώντας ποδοπατημένος
|
||
ποθημένος ποθούμενο ποιηθέν ποιηθείς ποιηθείς ποιηθεῖσα ποιημένος
|
||
ποιμεναρχώντας πολεμημένος πολεοδομημένος πολιορκημένος πολιτευμένος
|
||
πολιτικοποιημένος πολιτογραφημένος πολιτογραφώντας πολλαπλασιασμένος
|
||
πολυαγαπημένος πολυαναμενόμενος πολυβραβευμένος πολυδιαβασμένος πολυδουλεμένος
|
||
πολυμεταγγιζόμενος πολυμιλημένος πολυξοδιασμένος πολυπαθημένος πολυπικραμένος
|
||
πολυσυζητημένος πολυταξιδεμένος πολυτεντωμένος πολυχρονεμένος πολυχρονισμένος
|
||
πομπευμένος πομπιασμένος πονηρεμένος πονοκεφαλιασμένος πονοκεφαλώντας
|
||
ποντισμένος ποντοπορώντας πορευόμενος πορθημένος πορθώντας πορισμένος
|
||
πορνογραφώντας πορπατημένος πορφυρισμένος ποσταρισμένος ποτίζοντας ποτισμένος
|
||
πουλημένος πουμωμένος πουντιασμένος πουριασμένος πράττων πρέπων πραγματευμένος
|
||
πραγματωμένος πρασινισμένος πραϋμένος πρεζαρισμένος πρεσαρισμένος πρησμένος
|
||
πριονισμένος προαγγελμένος προαγορασμένος προαλειμμένος προαναγγελμένος
|
||
προαναφερθής προαναφερμένος προαναφερόμενος προαναφλεγμένος προαπαγορευμένος
|
||
προαπαντώντας προαποφασισμένος προασκώντας προασπισμένος προασφαλισμένος
|
||
προαχθείς προβάλλοντας προβαλλόμενος προβαρισμένος προβεβλημένος προβιβασμένος
|
||
προβληματισμένος προβοδισμένος προβοδωμένος προβοκαρισμένος προγευματισμένος
|
||
προγραμμένος προγραμματισμένος προγυμνασμένος προδιαγεγραμμένος
|
||
προδιατυπωμένος προδικασμένος προδομένος προειδοποιημένος προεικασμένος
|
||
προεισπραγμένος προεκλεγμένος προεκτεταμένος προεκτυπωμένος προεμβασμένος
|
||
προεξάρχων προεξέχων προεξοφλημένος προεξοφλώντας προεπιλεγμένος προερχόμενος
|
||
προετοιμασμένος προηγμένος προθερμασμένος προθυμοποιημένος προικισμένος
|
||
προικοθηρώντας προκαθορισμένος προκαλυμμένος προκαλώντας προκαταβεβλημένος
|
||
προκατασκευασμένος προκατειλημμένος προκατεργασμένος προκείμενος προκηρυγμένος
|
||
προκινδυνευμένος προκομμένος προκριμένος προκύπτων προλογισμένος προμαντεμένος
|
||
προμελετημένος προμελετώντας προμηθευμένος προμηνώντας προμισθωμένος
|
||
προξενεμένος προοδευμένος προοιμιασμένος προοιωνισμένος προορισμένος
|
||
προπαγανδισμένος προπαιδευμένος προπαρασκευασμένος προπερισπώμενος
|
||
προπηλακισμένος προπλασμένος προπληρωμένος προπλυμένος προπονημένος
|
||
προπονώντας προπορευμόμενος προπορευόμενος προσήκων προσανατολισμένος
|
||
προσαρτημένος προσαυξημένος προσαχθείς προσγειωμένος προσδεμένος
|
||
προσδιορισμένος προσδοκώμενος προσδοσμένος προσεγγισμένος προσεγμένος
|
||
προσελκυσμένος προσεπικαλώντας προσεπικυρωμένος προσεταιρισμένος προσηγμένος
|
||
προσηλιασμένος προσηλυτισμένος προσηλωμένος προσημειωμένος προσθαλασσωμένος
|
||
προσιδιασμένος προσκεκλημένος προσκολλημένος προσκολλώντας προσκομισμένος
|
||
προσκυνώντας προσκυρωμένος προσλιμενισμένος προσμαρτυρημένος προσμαρτυρώντας
|
||
προσμετρημένος προσμετρώντας προσμοιασμένος προσομοιασμένος προσονομασμένος
|
||
προσπαθώντας προσπελασμένος προσπερασμένος προσποιημένος προσποιούμενος
|
||
προσσεληνωμένος προσταγμένος προστατευμένος προστατευόμενος προστιμαρισμένος
|
||
προσυμφωνημένος προσυπογεγραμμένος προσυπογραμμένος προσφέροντας προσφερμένος
|
||
προσχηματισμένος προσχωμένος προσχωρώντας προσωπογραφώντας προσωποκρατημένος
|
||
προσωποληπτώντας προσωποποιημένος προσωποποιώντας προταγμένος προταθείς
|
||
προτεινόμενος προτειχισμένος προτελευτώντας προτιμολογημένος προτιμολογώντας
|
||
προτιμώντας προτονισμένος προφασισμένος προφερμένος προφητεμένος προφυλαγμένος
|
||
προχειρισμένος προχειρογραμμένος προχειρολογώντας προχρονολογημένος
|
||
προωθημένος προωθούμενος προϊδεασμένος προϊδωμένος προϊών προϋπαντώντας
|
||
προϋπογεγραμμένος προϋπολογισμένος πρυματσαρισμένος πρυμνοδετημένος
|
||
πρυτανευμένος πρωταγωνιστώντας πρωταρχινισμένος πρωταρχισμένος πρωτεύων
|
||
πρωτοβγαλμένος πρωτογεννημένος πρωτογεννώντας πρωτογνωρισμένος
|
||
πρωτοκαθισμένος πρωτοκολλημένος πρωτοκολλώντας πρωτολεγμένος
|
||
πρωτομιλώντας πρωτοπιασμένος πρωτοστατώντας πρωτοτυπώντας πρωτοφαγωμένος
|
||
πρωτοφορώντας πτερυγισμένος πτερωμένος πτοημένος πτυσμένος πτυσσόμενος
|
||
πτωχεύσας πτωχυμένος πυγμαχώντας πυκνοφυτεμένος πυκνωμένος πυορροώντας
|
||
πυργωμένος πυροβολημένος πυροδοτώντας πυρπολημένος πυρπολώντας πυρωμένος
|
||
πωματισμένος πωρωμένος ρέων ρίχνοντας ραβδισμένος ραβδομαχώντας ραβδοσκοπώντας
|
||
ραγισμένος ραγολογώντας ραδιουργώντας ραθυμώντας ρακοφορεμένος ρακοφορώντας
|
||
ραμφισμένος ραντίζοντας ραντισμένος ραπισμένος ραφιναρισμένος ραχατεμένος
|
||
ρεγουλαρισμένος ρεζιλεμένος ρεκλαμαρισμένος ρελιασμένος ρεμβάζοντας
|
||
ρεσταρισμένος ρετουσαρισμένος ρευστοποιημένος ρευστοποιούμενος ρευστοποιώντας
|
||
ρεφενισμένος ρημαγμένος ρημωμένος ρητινευμένος ρητινωμένος ρητορευμένος
|
||
ριγωμένος ριζοβολημένος ριζοβολώντας ριζοδοντιασμένος ριζολογώντας
|
||
ριζωμένος ρικνωμένος ρινισμένος ριπισμένος ρισκαρισμένος ριψοκινδυνευμένος
|
||
ρογιασμένος ροδισμένος ροδοκοκκινισμένος ροκανισμένος ρολαρισμένος
|
||
ρουφηγμένος ροφώντας ρυασμένος ρυθμισμένος ρυμοτομημένος ρυμοτομούμενος
|
||
ρυμουλκημένος ρυμουλκούμενος ρυμουλκώντας ρυπαρογραφώντας ρυπασμένος
|
||
ρωθωνισμένος ρωτημένος σαβανωμένος σαβουρωμένος σαγηνεμένος σαγμένος
|
||
σακιασμένος σακουλεμένος σακουλιασμένος σαλαγώντας σαλεμένος σαλιασμένος
|
||
σαλπαρισμένος σαλταρισμένος σαμαρωμένος σαμποταρισμένος σανιδωμένος σαπισμένος
|
||
σαπωνοποιώντας σαραβαλιασμένος σαρακιασμένος σαρανταρισμένος σαραντισμένος
|
||
σαρκωμένος σαρωμένος σαστισμένος σατιναρισμένος σατιρισμένος σαφηνισμένος
|
||
σαϊτεμένος σβήνοντας σβαναρισμένος σβαρνισμένος σβησμένος σβολιασμένος
|
||
σεγκονταρισμένος σεισμένος σεκλεντισμένος σεκλετισμένος σεκονταρισμένος
|
||
σελεμιασμένος σελεμισμένος σεληνιασμένος σελιδοποιημένος σελιδοποιώντας
|
||
σελωμένος σεμνολογώντας σεντονιασμένος σεντραρισμένος σερβιρισμένος
|
||
σερμένος σεσημασμένος σεταρισμένος σηκωμένος σημαίνων σημαδεμένος
|
||
σημασμένος σηματοδοτημένος σηματοδοτώντας σηματολογώντας σημειωμένος
|
||
σιαγμένος σιαλωμένος σιασμένος σιγοβρασμένος σιγονταρισμένος σιγοτραγουδημένος
|
||
σιγουρεμένος σιγοψιθυρισμένος σιδερωμένος σιμωμένος σιροπιασμένος σιτεμένος
|
||
σιχαμένος σιωπώντας σκαλισμένος σκαλωμένος σκαμμένος σκαμπιλισμένος
|
||
σκανδαλοθηρώντας σκανδαλολογώντας σκανταγιαρισμένος σκανταλισμένος σκαπετώντας
|
||
σκαριφώντας σκαρταρισμένος σκαρτεμένος σκαρφαλωμένος σκαρφισμένος σκαρωμένος
|
||
σκατωμένος σκαφιδιασμένος σκαφιδωμένος σκεβρωμένος σκεδασμένος σκεπασμένος
|
||
σκερτσαρισμένος σκευασμένος σκηνογραφώντας σκηνοθετημένος σκηνώντας σκιαγμένος
|
||
σκιαμαχώντας σκιασμένος σκιρτώντας σκισμένος σκιτσαρισμένος σκλαβωμένος
|
||
σκληραγωγώντας σκολασμένος σκολιώντας σκολνώντας σκολοπισμένος σκονισμένος
|
||
σκορπώντας σκοταδιασμένος σκοτεινιασμένος σκοτιδιασμένος σκοτισμένος
|
||
σκουληκιασμένος σκουντουφλιασμένος σκουντουφλώντας σκουντώντας σκουπισμένος
|
||
σκουριασμένος σκουφωμένος σκυθρωπασμένος σκυλεμένος σκυλιασμένος
|
||
σκυλοφαγωμένος σκυμμένος σκυροδετώντας σκωληκιώντας σμαλτωμένος σμιγμένος
|
||
σμπαραλιασμένος σνομπαρισμένος σοβαντισμένος σοβατισμένος σοβενταρισμένος
|
||
σοδομισμένος σοκαρισμένος σολιασμένος σολοικισμένος σοναρισμένος σοροπιασμένος
|
||
σουβαντισμένος σουβλισμένος σουλαντώντας σουλουπωμένος σουμαρισμένος
|
||
σουπαρισμένος σουραυλισμένος σουρισμένος σουρμένος σουρομαδημένος
|
||
σουρομαλλιασμένος σουρουπωμένος σουρτουκευμένος σουρωμένος σουσουμιασμένος
|
||
σουφρωμένος σοφαρισμένος σοφιλιασμένος σπαζοκεφαλιασμένος σπαραγμένος
|
||
σπαργώντας σπαρμένος σπαρταρισμένος σπασμένος σπαταλημένος σπεκουλαρισμένος
|
||
σπερμολογώντας σπιθισμένος σπιθοβολώντας σπικαρισμένος σπιλωμένος
|
||
σπινθηροβολώντας σπιουναρισμένος σπιρουνιασμένος σπιρουνισμένος σπιτωμένος
|
||
σπληνιασμένος σπογγισμένος σποριασμένος σπουδαγμένος σπουδαιολογημένος
|
||
σπουδαρχώντας σπρωγμένος σπυριασμένος σταβλισμένος σταδιοδρομημένος
|
||
σταθεροποιημένος σταθμευμένη σταθμευμένος σταθμισμένος σταλαγμένος σταλμένος
|
||
σταμπαρισμένος στανιάροντας στασιασμένος σταυροκοπημένος σταυροφορώντας
|
||
σταφιδιασμένος σταχολογημένος σταχολογώντας σταχτωμένος σταχυολογημένος
|
||
σταχωμένος στεγανοποιημένος στεγασμένος στειλιαρωμένος στειμμένος στειρεμένος
|
||
στειροποιώντας στεκάμενος στεκούμενος στελεχωμένος στεναχωρημένος στενεμένος
|
||
στενογραφώντας στενοχωρεμένος στενοχωρημένος στερεμένος στερεοποιημένος
|
||
στερεωμένος στερημένος στεριωμένος στερφεμένος στεφανηφορώντας στεφανωμένος
|
||
στηθοσκοπώντας στηλιτευμένος στημένος στημονιασμένος στηριγμένος
|
||
στιλβωμένος στιλιζαρισμένος στιμαρισμένος στιχουργώντας στοιβαγμένος
|
||
στοιχειοθετώντας στοιχειωμένος στοιχισμένος στοιχώντας στοκαρισμένος
|
||
στολοδρομώντας στομαχιασμένος στομφασμένος στομωμένος στοπαρισμένος
|
||
στουμπισμένος στουμπωμένος στουπωμένος στοχασμένος στοχοπροσηλωμένος
|
||
στρίβοντας στραβοκοιταγμένος στραβολαιμιασμένος στραβομουτσουνιασμένος
|
||
στραβοπατώντας στραβωμένος στραγγαλισμένος στραγγιγμένος στραμμένος
|
||
στραπατσαρισμένος στραταρισμένος στρατευμένος στρατιωτικοποιημένος
|
||
στρατοπεδευμένος στρατωνισμένος στρεβλωμένος στρεσαρισμένος στριμμένος
|
||
στριμωγμένο στριμωγμένος στριφογυρισμένος στριφογυρνώντας στριφωμένος
|
||
στρογγυλεμένος στρογγυλοκαθισμένος στρογγυλωμένος στρωμένος στυλωμένος
|
||
στυπωμένος συγγεγραμμένος συγγενευμένος συγκαλεσμένος συγκαλυμμένος συγκαμένος
|
||
συγκατανευμένος συγκαταριθμώντας συγκαταταγμένος συγκατηγορούμενος
|
||
συγκεκαλυμμένος συγκεκλιμένος συγκεκομμένος συγκεκριμένος συγκερασμένος
|
||
συγκληρονομώντας συγκλονισμένος συγκολλημένος συγκολλώντας συγκομισμένος
|
||
συγκρατούμενος συγκρατώντας συγκριμένος συγκρινόμενος συγκροτημένος
|
||
συγκρουόμενος συγκυβερνημένος συγκυβερνώντας συγκυμαινόμενος συγυρισμένος
|
||
συγχρονισμένος συγχρωτισμένος συγχωνευμένος συγχωρημένος συδαυλισμένος
|
||
συζητημένος συζητούμενος συζητώντας συζώντας συκοφαντημένος συλημένος
|
||
συλλεγμένος συλλειτουργώντας συλώντας συμβαλλόμενη συμβαλλόμενος συμβεβλημένος
|
||
συμβιβασμένος συμβολαιογραφώντας συμβολισμένος συμβουλευμένος συμμαζεμένος
|
||
συμμερισμένος συμμετέχων συμμορφωμένος συμπάσχων συμπίπτων συμπαγιωμένος
|
||
συμπαραταγμένος συμπαρομαρτώντας συμπεριλαμβανημένος συμπεριλαμβανόμενος
|
||
συμπιασμένος συμπιλώντας συμπλεγμένος συμπληρωμένος συμπολεμώντας
|
||
συμπονώντας συμποσιασμένος συμπραγμένος συμπρωταγωνιστώντας συμπτυγμένος
|
||
συμπώντας συμφέρων συμφαγωμένος συμφεροντολογώντας συμφιλιωμένος συμφοιτώντας
|
||
συμφραζόμενος συμψηφισμένος συναγελασμένος συναγωνισμένος συναθροισμένος
|
||
συναιρώντας συναισθανόμενος συνακολουθώντας συναλλαγμένος συναντημένος
|
||
συναπαντώντας συναπαρτισμένος συναποτελώντας συναρθρωμένος συναριθμώντας
|
||
συναρμολογώντας συναρμοσμένος συναρπαγμένος συναρπασμένος συναρτημένος
|
||
συνασπισμένος συναχωμένος συνδέοντας συνδαυλισμένος συνδεδεμένος συνδειπνώντας
|
||
συνδεσμευμένος συνδιαλεγόμενος συνδιαλλαγμένος συνδικαλισμένος συνδικασμένος
|
||
συνεγερμένος συνεδριασμένος συνειδητοποιημένος συνεισπραττόμενος συνεκτιμώντας
|
||
συνεκφωνώντας συνεννοημένος συνεντευξιαζόμενος συνενωμένος συνεξετασμένος
|
||
συνεπαρμένος συνεπτυγμένος συνεργαζόμενος συνεργασμένος συνεργώντας
|
||
συνεστραμμένος συνεταιρισμένος συνετισμένος συνεχισμένος συνηγμένος
|
||
συνηχούμενος συνηχώντας συνθεμένος συνθηματολογώντας συνθλιμμένος συνιζημένος
|
||
συνοδευμένος συνοδευόμενος συνοδοιπορώντας συνοικισμένος συνοικώντας
|
||
συνομολογηθείς συνομολογημένος συνομολογώντας συνονθυλευμένος συνορεμένος
|
||
συνοφρυωμένος συνοψισμένος συνταγογραφημένος συνταγογραφούμενος
|
||
συνταιριασμένος συνταξιοδοτημένος συνταραγμένος συντασσόμενος συνταυτισμένος
|
||
συντελεσμένος συντεταγμένος συντετμημένος συντετριμμένος συντηρημένος
|
||
συντονισμένος συντρεγμένος συντριμμένος συντροφευμένος συνυπηρετώντας
|
||
συνυπογεγραμμένος συνυπολογισμένος συνυφασμένος συνωστισμένος συρμένος
|
||
συρματοποιώντας συρραμμένος συρρικνωμένος συρρικνώνοντας συσκευασμένος
|
||
συσπειρωμένος συσπουδασμένος συσσωματωμένος συσσωρευμένος συστήνοντας
|
||
συσταχωμένος συστεγασμένος συστηματοποιημένος συστηματοποιώντας συστραμμένος
|
||
συσχετισμένος συχωρεμένος συχωρνώντας σφαγιασμένος σφαγμένος σφαλισμένος
|
||
σφαλώντας σφεντονισμένος σφεντονώντας σφετερισμένος σφηνωμένος σφιγμένος
|
||
σφουγγαρισμένος σφουγγισμένος σφραγισμένος σφριγώντας σφυγμομετρημένος
|
||
σφυρηλατώντας σφυριγμένος σφυροκοπημένος σφυροκοπώντας σφύζων σχεδιαγραφώντας
|
||
σχεδιογραφώντας σχετισμένος σχηματισμένος σχηματοποιημένος σχηματοποιώντας
|
||
σχοινοβατώντας σχολασμένος σχολιασμένος σχολνώντας σωληνωμένος σωμένος
|
||
σωπασμένος σωρευμένος σωριασμένος σωροβολιασμένος σωσμένος σωφρονισμένος
|
||
ταγισμένος ταγκισμένος ταιριασμένος τακτοποιημένος ταλαιπωρημένος ταλανισμένος
|
||
ταλαντευόμενος ταμένος ταμιευμένος ταμποναρισμένος ταμπουρωμένος τανυσμένος
|
||
ταξιδεύοντας ταξιδεύων ταξιθετημένος ταξιθετώντας ταξινομημένος ταπεινωμένος
|
||
ταπωμένος ταραγμένος ταρακουνημένος ταρακουνώντας ταρατσωμένος ταυτισμένος
|
||
ταυτογνωμονώντας ταυτογνωμώντας ταυτολογημένος ταυτολογώντας ταυτοποιημένος
|
||
ταχταρισμένος ταχτοποιημένος ταχτοποιώντας ταχυδακτυλουργώντας
|
||
ταχυδρομημένος ταχυπορημένος ταχυπορώντας ταϊσμένος τεζαρισμένος τεθλασμένος
|
||
τειχομαχημένος τειχομαχώντας τεκμηριωμένος τεκνοποιώντας τελειοποιώντας
|
||
τελετουργημένος τελετουργώντας τελευτημένος τελευτώντας τελματωμένος
|
||
τελώντας τεμαχισμένος τεντωμένος τερατολογημένος τερατολογώντας τερηδονισμένος
|
||
τεταμένος τετελεσμένος τετηγμένος τετμημένος τετραγωνίζοντας τετραγωνισμένος
|
||
τετραποδισμένος τετρασυντεταγμένος τετρασυντονισμένος τετραφθοριωμένος
|
||
τετραφωσφορυλιωμένος τετραχλωριωμένος τετριμμένος τεχνολογημένος τεχνολογώντας
|
||
τζαμωμένος τζαρτζαρισμένος τζιριτώντας τηγανισμένος τηλεγραφημένος
|
||
τηλεφωνημένος τηρών τηρώντας τιθασευμένος τιμαρευμένος τιμημένος τιμολογημένος
|
||
τιμωρώντας τιμώμενος τιμώντας τιναγμένος τιτλοφορημένος τοιχισμένος
|
||
τοιχογραφώντας τοιχογυρισμένος τοιχοδομημένος τοιχοδομώντας τοιχοκολλημένος
|
||
τολμημένος τονισμένος τονωμένος τοξεμένος τοπιοτεχνημένος τοπογραφημένος
|
||
τοποθετημένος τοπομαχώντας τορευμένος τορνεμένος τορπιλισμένος
|
||
τουμπανιασμένος τουμπανισμένος τουμπαρισμένος τουρκεμένος τουρκοκρατημένος
|
||
τουρλωμένος τουφεκισμένος τρέμοντας τρέχοντας τρίβοντας τραβατζαρισμένος
|
||
τραβηγμένος τραβολογημένος τραβώντας τραγανισμένος τραγικοποιώντας
|
||
τραγωδοποιημένος τραγωδοποιώντας τρακαρισμένος τραμπαλισμένος
|
||
τρανεμένος τρανταγμένος τρανωμένος τραπεζωμένος τραταρισμένος τραυλίζοντας
|
||
τρεκλισμένος τρελαμένος τρεμομανιασμένος τρεμοσβησμένος τρεμουλιασμένος
|
||
τριγμένος τριγυρισμένος τριγυρνώντας τριγωνομετρημένος τριγωνομετρώντας
|
||
τριηραρχώντας τρικυμισμένος τριμμένος τριπλασιασμένος τριποδισμένος
|
||
τριταγωνιστώντας τριτεγγυημένος τριτευμένος τριφωσφορυλιωμένος τριχλωριωμένος
|
||
τριχοτομώντας τρομαγμένος τρομοκρατημένος τρομοκρατώντας τρομπαρισμένος
|
||
τροπολογώντας τροποποιημένος τροποποιώντας τροπωμένος τροφοδοτημένος
|
||
τροχαλημένος τροχαλώντας τροχασμένος τροχισμένος τροχοδρομημένος
|
||
τροχοπεδημένος τροχοπεδιλοδρομώντας τροχοπεδώντας τρυγημένος τρυγλοδυτώντας
|
||
τρυπανισμένος τρυπημένος τρυπωμένος τρυφώντας τρώγοντας τσαγκρουνισμένος
|
||
τσακωμένος τσαλαβουτημένος τσαλαβουτώντας τσαλακωμένος τσαλαπατημένος
|
||
τσαμπουνώντας τσαπισμένος τσατισμένος τσεκαρισμένος τσεκουρωμένος τσεπωμένος
|
||
τσιγκλώντας τσιγκουνεμένος τσιλημπουρδώντας τσιληπουρδώντας τσιλλώντας
|
||
τσιμπλιασμένος τσιμπολογώντας τσιρλισμένος τσιρλώντας τσιτωμένος
|
||
τσουβαλιασμένος τσουγκρανισμένος τσουγκρισμένος τσουλώντας τσουρουφλισμένος
|
||
τυλιγαδιασμένος τυλιγμένος τυλωμένος τυμπανισμένος τυπασμένος τυποκλοπώντας
|
||
τυπωμένος τυραγνώντας τυραννημένος τυραννισμένος τυραννώντας τυροκομημένος
|
||
τυφεκισμένος τυφλωμένος υαλογραφημένος υαλογραφώντας υαλοποιημένος
|
||
υβρισμένος υγραμένος υγροποιημένος υγροποιώντας υδατογραφημένος υδατογραφώντας
|
||
υδρογονωμένος υδροδοτημένος υδροδοτώντας υδροχρωματισμένος υιοθετημένος
|
||
υλοτομημένος υμνημένος υμνογραφημένος υμνογραφώντας υμνολογημένος υμνολογώντας
|
||
υπάρχων υπαγμένος υπαγορευμένος υπαγόμενος υπαινιγμένος υπακούοντας
|
||
υπαντημένος υπαντώντας υπεκμισθωμένος υπενδυμένος υπενθυμισμένος
|
||
υπεξαιρεμένος υπεξαιρώντας υπεραγαπημένος υπεραγαπώντας υπερακοντισμένος
|
||
υπερασπισμένος υπεραυξημένος υπερβάλλων υπερβεβλημένος υπερδιατιμημένος
|
||
υπερεκτιμώντας υπερεκχειλισμένος υπερεντεταμένος υπερεπαρκώντας
|
||
υπερευχαριστώντας υπερηφανευμένος υπερθεματισμένος υπερκαλυμμένος
|
||
υπερκερώντας υπερκορεσμένος υπερμαχώντας υπερνικώντας υπερπηδώντας
|
||
υπερπροστατευμένος υπερσιτισμένος υπερτερώντας υπερτιμημένος υπερτιμολογημένος
|
||
υπερτιμώντας υπερυψωμένος υπερφαλαγγισμένος υπερφορτισμένος υπερφορτωμένος
|
||
υπερχειλισμένος υπερχρεωμένος υπερχρονισμένος υπερψηφισμένος υπερψυγμένος
|
||
υπηρετημένος υπνοβατώντας υπνωμένος υπνωτισμένος υποαπασχολημένος
|
||
υποβαθμισμένος υποβεβλημένος υποβιβάζοντας υποβιβασμένος υποβοηθημένος
|
||
υπογεγραμμένη υπογεγραμμένος υπογράφων υπογραμμένος υπογραμμισμένος
|
||
υποδαυλιζόμενος υποδαυλισμένος υποδειγμένος υποδεμένος υποδηλωμένος
|
||
υποδιαιρώντας υποδιατιμημένος υποδουλωμένος υποεκτιμημένος υποεκτιμώντας
|
||
υποθέτοντας υποθερμασμένος υποκαιώντας υποκατεστημένος υποκεφαλαιοποιημένος
|
||
υποκινούμενος υποκλεμμένος υποκρινόμενος υποκρουσμένος υποκρυμμένος
|
||
υπολειτουργώντας υπολογίζοντας υπολογισμένος υπομένοντας υπομισθωμένος
|
||
υπομοχλευμένος υπονομευμένος υποσιτισμένος υποσχόμενος υποταγμένος
|
||
υποτιθέμενος υποτιμημένος υποτιμώντας υπουργώντας υποφέρων υποφαινόμενος
|
||
υστερολογώντας υστερώντας υφασμένος υφιστάμενος υφισταμένη υψηλοφρονώντας
|
||
φέρνοντας φέρων φαγουριασμένος φαγωμένος φαιδρολογώντας φακκώντας φαλιρισμένος
|
||
φαρμακωμένος φεγγοβολώντας φελώντας φερμένος φερόμενος φημισμένος φθίνουσα
|
||
φθαρμένος φθειριώντας φθινοπωριάτικα φθισιώντας φιλοδοξώντας φιλοκαλώντας
|
||
φιλοσοφώντας φιλοτεχνώντας φιλοφρονώντας φιξαρισμένος φιστικώνοντας φλεγμαίνων
|
||
φληναφώντας φλιπαρισμένος φλογισμένος φλογοβολώντας φοβισμένος φοδραρισμένος
|
||
φορμαρισμένος φορολογούμενος φορτισμένος φορτσαρισμένος φορτωμένος φουντωμένος
|
||
φουρτουνιασμένος φουσκωμένος φραγκοκρατούμενος φραγμένος φρακαρισμένος
|
||
φροκαλώντας φρονηματισμένος φροντισμένος φρουρημένος φρουρούμενος φταίγοντας
|
||
φτιαγμένος φτουρώντας φυγοκεντρισμένος φυλαγμένος φυλακισμένος φυλασσόμενος
|
||
φυτεμένος φυτευμένος φυτοζοώντας φυτρωμένος φωσφατωμένος φωσφορυλιωμένος
|
||
φωταγωγώντας φωτισμένος φωτοβολώντας φωτογραφώντας φωτοευαισθητοποιημένος
|
||
χαζολογώντας χαιράμενος χαιρεκακώντας χαιρόμενος χαλαρωμένος χαλασμένος
|
||
χαλκευμένος χαλκογραφώντας χαλνώντας χαλυβοποιώντας χαμένος χαμηλωμένος
|
||
χαρακωμένος χαριτολογώντας χαριτωμένος χαροκαμένος χαροκοπώντας χαροποιώντας
|
||
χαρτογραφημένος χαρτογραφώντας χαρτοδετώντας χασκογελώντας χαϊδεμένος
|
||
χειμαζόμενος χειραγωγημένος χειραγωγώντας χειραφετημένος χειροπεδώντας
|
||
χειρουργημένος χειρουργώντας χερομαχώντας χεσμένος χιλιοπαιγμένος χιμώντας
|
||
χιονοβολώντας χλαπακιάζοντας χλιμιντρώντας χλωριωμένος χολεριασμένος
|
||
χολιασμένος χολοσκώντας χολωμένος χοντροκαμωμένος χορεύοντας χορηγηθείς
|
||
χορηγημένο χορηγημένος χορηγώντας χοροστατώντας χορταριασμένος χορτασμένος
|
||
χοχλακώντας χρειαζούμενος χρεοκοπώντας χρεωκοπημένος χρεωκοπώντας χρεωμένος
|
||
χρηματισάντων χρηματολογώντας χρησιμοποιημένος χρησιμοποιούμενος
|
||
χρησμοδοτώντας χρησμολογώντας χρισμένος χρονογραφώντας χρονολογημένος
|
||
χρυσοκεντώντας χρυσωμένος χρωστούμενος χτενισμένος χτισμένος χτυπημένος
|
||
χυλοποιώντας χυλωμένος χυμένος χωμένος χωνεμένος χωρισμένος χωροθετημένος
|
||
χωροσταθμώντας χωρώντας ψάλλοντας ψαγμένος ψαρωμένος ψειριασμένος ψεκασμένος
|
||
ψευτοζώντας ψευτοπερνώντας ψηλαφημένος ψηλαφισμένος ψημένος ψηφισμένος
|
||
ψηφοθηρώντας ψηφοφορώντας ψηφώντας ψιλοδουλεμένος ψιλολογώντας ψιλομεθυσμένος
|
||
ψιλούμενος ψοφολογώντας ψυχογραφώντας ψυχολογημένος ψυχομαχώντας ψυχομαχώντας
|
||
ψυχορραγώντας ψυχρηλατώντας ψυχωμένος ψωμοζητώντας ψωμοζώντας ψωμωμένος
|
||
ωθηθείς ωθώντας ωραιοποιημένος ωραιοποιώντας ωρυόμενος ωτοσκοπώντας όντας
|
||
""".split()
|
||
)
|