mirror of https://github.com/explosion/spaCy.git
1193 lines
164 KiB
Python
1193 lines
164 KiB
Python
# coding: utf8
|
||
from __future__ import unicode_literals
|
||
|
||
VERBS = set(
|
||
"""
|
||
'γγίζω άγομαι άγχομαι άγω άδω άπτομαι άπωσον άρχομαι άρχω άφτω έγκειται έκιοσε
|
||
έπομαι έρπω έρχομαι έστω έχω ήγγικεν ήθελε ίπταμαι ίσταμαι αίρομαι αίρω
|
||
αβαντάρω αβαντζάρω αβαντσάρω αβαράρω αβασκαίνω αβγατίζω αβγαταίνω αβγοκόβω
|
||
αβδελλώνω αβλεπτώ αβροδιαιτώμαι αγάλλομαι αγαθεύω αγαθολογώ αγαθοφέρνω
|
||
αγαλλιώ αγανακτώ αγαναχτώ αγανοϋφαίνω αγαντάρω αγαπίζω αγαπιέμαι αγαπώ αγγέλλω
|
||
αγγίζω αγγαρεύω αγγελιάζομαι αγγελοβλέπω αγγελοθωρώ αγγελοκρούομαι
|
||
αγγλογλωττώ αγγλοποιώ αγγλοφέρνω αγγριφίζω αγιάζομαι αγιάζω αγιογραφώ
|
||
αγιοποιώ αγκαζάρω αγκαθώνω αγκαλιάζομαι αγκαλιάζω αγκειάζω αγκιστρώνομαι
|
||
αγκομαχώ αγκουσεύω αγκυλώνομαι αγκυλώνω αγκυροβολώ αγκωνιάζω αγλαΐζω αγλακώ
|
||
αγναντεύω αγνοούμαι αγνοώ αγνωμονώ αγοράζομαι αγοράζω αγορεύω αγουροξυπνώ
|
||
αγρεύω αγριεύομαι αγριεύω αγρικώ αγριοκοιτάζομαι αγριοκοιτάζω αγριοκοιτάω
|
||
αγριοκοιτώ αγριομιλάω αγριομιλώ αγριώνομαι αγριώνω αγρυπνώ αγυρντίζω αγχώνομαι
|
||
αγωγιάζω αγωνίζομαι αγωνιώ αδειάζω αδελφώνω αδερφώνω αδημονώ αδιαβροχοποιώ
|
||
αδιαφορώ αδικοπραγώ αδικούμαι αδικώ αδολεσχώ αδράχνω αδρανοποιούμαι αδρανοποιώ
|
||
αδροπληρώνω αδυνατίζω αδυνατώ αερίζομαι αερίζω αεριοποιούμαι αεριοποιώ
|
||
αερολογώ αηδιάζω αηδονολαλώ αθανατίζω αθεΐζω αθετώ αθλοθετώ αθλούμαι αθροίζω
|
||
αθωώνω αιδούμαι αιθεροβατώ αιθριάζω αιματοβάφομαι αιματοκυλίζω αιματοκυλώ
|
||
αιμολύω αιμομικτώ αιμορραγώ αιμορροώ αινώ αισθάνομαι αισθηματολογώ αισθητοποιώ
|
||
αισχροκερδώ αισχρολογώ αισχύνομαι αιτιάζομαι αιτιάζω αιτιολογώ αιτιώμαι
|
||
αιτώ αιφνιδιάζομαι αιφνιδιάζω αιχμαλωτίζομαι αιχμαλωτίζω αιωρίζω αιωρούμαι
|
||
ακαματεύω ακαρτερώ ακεραιώνω ακινητοποιούμαι ακινητοποιώ ακινητώ ακκίζομαι
|
||
ακολασταίνω ακολουθώ ακομπανιάρω ακονίζομαι ακονίζω ακοντίζω ακοστάρω ακουμπάω
|
||
ακούγομαι ακούγω ακούω ακριβαίνω ακριβοεξετάζω ακριβολογώ ακριβοπληρώνω
|
||
ακροάζομαι ακροβατώ ακροβολίζομαι ακροπατώ ακροώμαι ακρωτηριάζω ακτινοβολώ
|
||
ακτινοσκοπώ ακυριολεκτώ ακυρολεκτώ ακυρώνομαι ακυρώνω αλέθω αλίσκομαι
|
||
αλαλάζω αλαλιάζω αλαργάρω αλαργέρνω αλαργεύω αλατίζω αλαφιάζομαι αλαφιάζω
|
||
αλαφρώνω αλγώ αλείβομαι αλείβω αλείφομαι αλείφω αλεγράρω αλετρίζω αλευρογυρίζω
|
||
αλευροπασπαλίζω αλευροποιώ αλευροσακιάζω αλευροσταυρώνω αλευρώνω αληθεύω
|
||
αλητεύω αλιεύω αλκοτεστάρω αλλάζω αλλαξοδρομώ αλλαξοπιστώ αλληγορώ αλληθωρίζω
|
||
αλληλεπικαλύπτομαι αλληλεπικρίνομαι αλληλοβοηθιέμαι αλληλοβοηθούμαι
|
||
αλληλογαμιέμαι αλληλογραφώ αλληλοδανείζομαι αλληλοδιαπλέκομαι
|
||
αλληλοεξουδετερώνω αλληλομαχαιρώνομαι αλληλοπαρορμώμαι αλληλοσκοτώνομαι
|
||
αλληλουχώ αλλοιώνομαι αλλοιώνω αλλοτριώνω αλλοφρονώ αλμυρίζω αλυσιδώνω
|
||
αλυσοδένω αλυσώνω αλυχτώ αλφαβητίζω αλφαδιάζω αλωνίζω αμέλγω αμαλγαμώνω
|
||
αμαρτάνω αμαρταίνω αμαυρώνω αμβλύνω αμβλώνω αμείβομαι αμείβω αμελώ αμερικανίζω
|
||
αμεροληπτώ αμιλλώμαι αμμοβολώ αμμοστρώνω αμνηστεύω αμνώγω αμολάω αμολέρνω
|
||
αμολώ αμπαλάρω αμπαρώνω αμπελουργώ αμπελοφιλοσοφώ αμποδένω αμπώθω αμπώνω
|
||
αμφιβάλλω αμφιρρέπω αμφισβητούμαι αμφισβητώ αμφιταλαντεύομαι αμόνω αμύνομαι
|
||
ανάβω ανάγω ανάπτω ανάσσω ανάσχομαι ανάσχω ανάφτω ανέρχομαι ανέχομαι ανήκω
|
||
αναβάλλεται αναβάλλω αναβαίνω αναβαθμίζομαι αναβαθμίζω αναβαθμολογώ αναβαπτίζω
|
||
αναβαφτίζω αναβιβάζομαι αναβιβάζω αναβιώ αναβιώνω αναβλέπω αναβλύζω αναβολίζω
|
||
αναβοώ αναβράζω αναβρυώ αναβρύζω αναγέρνω αναγαλλιάζω αναγγέλλω αναγελώ
|
||
αναγεννώ αναγινώσκω αναγκάζομαι αναγκάζω αναγνωρίζομαι αναγνωρίζω αναγνώθω
|
||
αναγομώνω αναγορεύω αναγουλιάζω αναγράφομαι αναγράφω αναγραμματίζω αναδένω
|
||
αναδίδω αναδίνω αναδακρυώνω αναδαμαλίζω αναδασώνω αναδείχνω αναδεικνύω αναδεύω
|
||
αναδημοσιεύομαι αναδημοσιεύω αναδιανέμω αναδιαρθρώνω αναδιατάσσω αναδιατυπώνω
|
||
αναδιοργανώνω αναδιπλασιάζω αναδιπλώνομαι αναδιπλώνω αναδιφώ αναδομώ αναδύομαι
|
||
αναζωογονούμαι αναζωογονώ αναζωπυρώνω αναθάλλω αναθέτω αναθαρρεύω αναθαρρώ
|
||
αναθερμαίνω αναθεωρώ αναθιβάλλω αναθρέφω αναθρώσκω αναθυμάμαι αναθυμίζω
|
||
αναθυμώ αναιρώ αναισθητοποιούμαι αναισθητοποιώ ανακάθομαι ανακάμπτω ανακαθίζω
|
||
ανακαλύπτω ανακαλώ ανακαρώνω ανακαταλαμβάνω ανακατασκευάζομαι ανακατασκευάζω
|
||
ανακατευθύνω ανακατεύομαι ανακατεύω ανακατώνω ανακεφαλαιώνω ανακηρύσσω
|
||
ανακινώ ανακλίνω ανακλαδίζομαι ανακλαδίζω ανακλαδώνομαι ανακλαδώνω ανακλώ
|
||
ανακοινώνω ανακουφίζομαι ανακουφίζω ανακράζω ανακρίνω ανακριβολογώ ανακρούω
|
||
ανακυκλώνω ανακόπτω ανακύπτω αναλάμπω αναλίσκω αναλαβαίνω αναλαμβάνομαι
|
||
αναλιώνω αναλογίζομαι αναλογώ αναλύομαι αναλύω αναλώνομαι αναλώνω αναμέλπω
|
||
αναμένω αναμαλλιάζω αναμασώ αναμειγνύομαι αναμειγνύω αναμερίζω αναμεταδίδω
|
||
αναμετρώ αναμηρυκάζω αναμιγνύομαι αναμιγνύω αναμισθώνω αναμορφώνω αναμοχλεύω
|
||
ανανήφω ανανεώνομαι ανανεώνω ανανογιέμαι αναντρανίζω αναξέω αναξαίνω
|
||
αναξύω αναπάλλομαι αναπάλλω αναπέμπω αναπαλαιώνω αναπαράγομαι αναπαράγω
|
||
αναπαριστάνω αναπαριστώ αναπαύομαι αναπαύω αναπετώ αναπηδώ αναπιάνω αναπλάθω
|
||
αναπλέω αναπλειστηριάζω αναπληρώνω αναπλωρίζω αναπνέω αναποδιάζω αναποδογυρίζω
|
||
αναπροσαρμόζομαι αναπροσαρμόζω αναπροσλαμβάνω αναπτερώνω αναπτύσσομαι
|
||
αναπυρώνομαι αναπυρώνω αναρίχνω αναριγώ αναριεύω αναρπάζω αναρρίχνω αναρριπίζω
|
||
αναρριχώμαι αναρροφώ αναρρώνω αναρτώ αναρτώμαι αναρχούμαι αναρωτιέμαι αναρωτώ
|
||
ανασαλεύω ανασηκώνομαι ανασηκώνω ανασκάβω ανασκάπτομαι ανασκάπτω ανασκάφτω
|
||
ανασκαλώνω ανασκελώνομαι ανασκελώνω ανασκευάζω ανασκιρτώ ανασκολοπίζω ανασκοπώ
|
||
ανασκουμπώνω ανασπάζομαι ανασπώ αναστέλλομαι αναστέλλω αναστήνω ανασταίνομαι
|
||
αναστατώνομαι αναστατώνω αναστενάζω αναστηλώνω αναστομώνω αναστορούμαι
|
||
αναστρέφομαι αναστρέφω αναστυλώνω ανασυγκροτώ ανασυνδέω ανασυνθέτω ανασυνιστώ
|
||
ανασυστήνω ανασυσταίνω ανασχηματίζω ανασύρομαι ανασύρω ανατέλλω ανατέμνω
|
||
αναταράζω αναταράσσω ανατείνω ανατιμολογώ ανατιμώ ανατιμώμαι ανατινάζομαι
|
||
ανατινάσσω ανατοκίζω ανατοποθετώ ανατρέπομαι ανατρέπω ανατρέφω ανατρέχω
|
||
ανατροφοδοτώ ανατσουτσουρώνω ανατυπώνω αναφέρομαι αναφέρω αναφαίνομαι
|
||
αναφλέγω αναφτερώνω αναφυτεύω αναφωνώ αναφύομαι αναχαιτίζω αναχαράζω
|
||
αναχωματίζω αναχωματώνω αναχωνεύω αναχωρώ αναψηλαφώ αναψοκοκκινίζω
|
||
αναψυχώνω αναψύχω ανδρίζομαι ανδραγαθώ ανδραποδίζω ανδρειεύω ανδρειώνομαι
|
||
ανδροκρατούμαι ανδροφέρνω ανδρώνομαι ανδρώνω ανεβάζω ανεβαίνω ανεβοκατεβάζω
|
||
ανεγείρω ανελκύω ανεμίζω ανεμοδέρνομαι ανεμοδέρνω ανεμπαίζω ανενεργοποιώ
|
||
ανεξαρτητοποιώ ανεξικακώ ανερευνώ ανεσαίνω ανεστορούμαι ανευθυνολογώ ανευρίσκω
|
||
ανεφοδιάζω ανησυχώ ανηφορίζω ανηφορώ ανθίζομαι ανθίζω ανθίσταμαι ανθοβολώ
|
||
ανθολογώ ανθοστολίζω ανθοφορώ ανθρακώνω ανθρωπεύω ανθυπομειδιώ ανθώ ανιδρύω
|
||
ανιχνεύω ανιώ ανοίγω ανοηταίνω ανοιγοκλείνω ανοιγοκλειώ ανοικοδομώ ανομοιώνω
|
||
ανορθώνω ανορύσσω ανοσιουργώ ανοσοποιώ ανοστίζω ανοσταίνω ανοστεύω αντέχω
|
||
ανταγαπώ ανταγωνίζομαι ανταδικώ ανταλλάζω ανταλλάσσω ανταμείβω ανταμώνω
|
||
ανταπαιτώ ανταπαντώ ανταπεργώ ανταποδίδω ανταποδίνω ανταποδείχνω ανταποδεικνύω
|
||
ανταπολογούμαι ανταριάζω αντασφαλίζω αντεκδικούμαι αντενδείκνυμαι αντενεργώ
|
||
αντεξετάζω αντεπαναστατώ αντεπεξέρχομαι αντεπιτίθεμαι αντευχαριστώ αντεύχομαι
|
||
αντηχώ αντιβαίνω αντιβγαίνω αντιβουίζω αντιβοώ αντιγνωμώ αντιγράφω αντιγυρίζω
|
||
αντιδιαδηλώνω αντιδιαστέλλω αντιδικώ αντιδονώ αντιδρώ αντιζυγίζω αντιζυγιάζω
|
||
αντικαθίσταμαι αντικαθιστώ αντικαθρεφτίζομαι αντικαθρεφτίζω αντικαταβάλλω
|
||
αντικατοπτρίζομαι αντικατοπτρίζω αντικειμενοποιώ αντικινητροδοτώ αντικρίζω
|
||
αντικόβω αντικόφτω αντιλάμπω αντιλέγω αντιλαλώ αντιλαμβάνομαι αντιλαμπίζω
|
||
αντιλογώ αντιμάχομαι αντιμεταθέτω αντιμετατίθεμαι αντιμετριέμαι αντιμετριούμαι
|
||
αντιμετωπίζομαι αντιμετωπίζω αντιμιλώ αντιπαθώ αντιπαλαίω αντιπαλεύω
|
||
αντιπαρέχω αντιπαραβάλλω αντιπαραθέτω αντιπαρατάσσω αντιπερισπώ αντιπερνώ
|
||
αντιπολιτεύομαι αντιπράττω αντιπροσκαλώ αντιπροσφέρω αντιπροσωπεύω
|
||
αντιρροπίζω αντισκόβω αντιστέκομαι αντισταθμίζω αντιστηρίζω αντιστοιχίζω
|
||
αντιστρέφομαι αντιστρέφω αντιστρατεύομαι αντιστυλώνω αντιτίθεμαι αντιτείνω
|
||
αντιφέγγω αντιφεγγίζω αντιφρονώ αντιφωνώ αντιχαιρετίζω αντιχαιρετώ αντιχτυπώ
|
||
αντραλίζω αντραλεύω αντραλώνω αντρανίζω αντρειεύομαι αντρειεύω αντρειώνω
|
||
αντροφέρνω αντρώνομαι αντρώνω ανυμνώ ανυπομονεύω ανυπομονώ ανυφαίνω ανυψώνομαι
|
||
ανωκυκλώνω ανωνυμογραφώ αξίζω αξαίνω αξιολογούμαι αξιολογώ αξιοποιώ αξιώ
|
||
αξιώνω αοριστολογώ απάγω απάδω απάτα απέρχομαι απέχω απαγγέλλω απαγγέλνω
|
||
απαγκιστρώνομαι απαγκιστρώνω απαγορεύεται απαγορεύω απαγχονίζω απαθανατίζω
|
||
απαισιοδοξώ απαιτούμαι απαιτώ απαλαίνω απαλείφω απαλλάσσομαι απαλλάσσω
|
||
απαλλοτριώνω απαλογέρνω απαλύνω απαμινώνω απανθίζω απανθρακώνομαι απανθρακώνω
|
||
απαντεχαίνω απαντλώ απαντώ απαξιώ απαξιώνω απαρέσκω απαργυρώνω απαριθμώ
|
||
απαρνιούμαι απαρνούμαι απαρτίζομαι απαρτίζω απαρχαιώνω απασβεστώνω απαστράπτω
|
||
απασχολώ απατά απατώ απατώμαι απαυγάζω απαυδώ απαυτώνω απεγκλωβίζω απειθαρχώ
|
||
απεικάζω απεικονίζομαι απεικονίζω απειλώ απεκδέχομαι απεκδύομαι απεκδύω
|
||
απελαύνω απελευθερώνομαι απελευθερώνω απελπίζομαι απελπίζω απεμπλέκω απεμπολώ
|
||
απενεργοποιώ απενοχοποιώ απεξαρτώ απεραντολογώ απεργάζομαι απεργώ
|
||
απευαισθητοποιώ απευθύνομαι απευθύνω απεχθάνομαι απεύχομαι απηχώ απιθώνω
|
||
απισχναίνω απλοποιούμαι απλοποιώ απλουστεύω απλώνομαι απλώνω αποβάλλομαι
|
||
αποβαίνω αποβαρβαρώνω αποβιβάζω αποβιομηχανίζω αποβιώ αποβιώνω αποβλέπω
|
||
αποβουτυρώνω αποβράζω απογίνομαι απογαλακτίζομαι απογαλακτίζω απογειώνω
|
||
απογοητεύομαι απογοητεύω απογράφω απογραφειοκρατικοποιώ απογριφώνω απογυμνώνω
|
||
αποδίδομαι αποδίδω αποδίνω αποδασώνω αποδείχνω αποδεικνύομαι αποδεικνύω
|
||
αποδεκατίζω αποδελτιώνω αποδεσμεύω αποδημώ αποδιαλέγομαι αποδιαλέγω
|
||
αποδιαλύω αποδιαρθρώνω αποδιαφωτίζω αποδιδράσκω αποδιεθνοποιώ αποδιοργανώνω
|
||
αποδιώχνω αποδοκιμάζομαι αποδοκιμάζω αποδομώ αποδραματοποιώ αποδρώ
|
||
αποδυναμώνω αποδύομαι αποεθνικοποιώ αποειδικεύομαι αποενοποιώ αποεπενδύω
|
||
αποζητώ αποζουρλαίνω αποζώ αποθέτω αποθαίνω αποθαλασσώνομαι αποθαλασσώνω
|
||
αποθαυμάζω αποθεματοποιώ αποθερίζω αποθεραπεύω αποθερμαίνω αποθεώνω αποθηκεύω
|
||
αποθηριώνω αποθησαυρίζω αποθνήσκω αποθορυβοποιώ αποθρασύνομαι αποθρασύνω
|
||
αποικίζω αποικοδομώ αποικώ αποκάμνω αποκάνω αποκαθίσταμαι αποκαθαίρω
|
||
αποκαθιστώ αποκαλύπτω αποκαλώ αποκαρδιώνω αποκαρτερώ αποκαρώνω αποκατασταίνω
|
||
αποκερατώνω αποκεφαλίζω αποκηρύττω αποκηρύχνω αποκλίνω αποκλείω αποκληρώνω
|
||
αποκλιμακώνω αποκοιμίζω αποκοιμιέμαι αποκοιμώμαι αποκολλώ αποκομίζω
|
||
αποκορυφώνω αποκοτώ αποκουτιαίνω αποκρίνομαι αποκραίνομαι αποκρατικοποιώ
|
||
αποκρούω αποκρυπτογραφώ αποκρυσταλλώνω αποκρύβω αποκρύπτω αποκτάω αποκτηνώνω
|
||
αποκωδικοποιώ αποκόβομαι αποκόβω αποκόπτομαι αποκόπτω απολήγω απολαβαίνω
|
||
απολαμβάνω απολαύω απολείπομαι απολείπω απολειτουργώ απολεπίζω απολησμονιέμαι
|
||
απολιθώνω απολινώ απολιπαίνω απολιχνίζω απολλύω απολογιέμαι απολογιούμαι
|
||
απολυμαίνω απολυτρώνω απολωλαίνω απολύω απομένω απομαγεύω απομαγνητίζω
|
||
απομακρύνομαι απομακρύνω απομιμούμαι απομνήσκω απομνημονεύω απομονώνω
|
||
απομυζώ απομυθοποιούμαι απομυθοποιώ απομωραίνω απονέμω απονίβω απονίπτω
|
||
αποναζιστικοποιώ αποναρκώνω απονεκρώνω απονευρώνω απονηώνω απονιτρώνω
|
||
απονυχτερεύω αποξέω αποξαίνω αποξενούμαι αποξενώνω αποξεραίνω αποξεχνιέμαι
|
||
αποξεχνώ αποξηλώνω αποξηραίνω αποξυλώνομαι αποξυλώνω αποξύω αποπέμπω αποπίνω
|
||
αποπαγοποιώ αποπαστρεύω αποπατώ αποπειρώμαι αποπερατώνω αποπλένω αποπλέω
|
||
αποπλανώ αποπληρώνω αποπλύνω αποπνέω αποπνίγω αποπνευματώνω αποποινικοποιώ
|
||
αποπολιτικοποιώ αποπροσανατολίζω αποπροσωποποιώ αποπτύω αποπυρηνικοποιώ
|
||
αποπωματίζω απορρέω απορρίπτω απορρίχνω απορροφάω απορροφώ απορροφώμαι
|
||
απορρυπαίνω απορφανίζω απορώ αποσαθρώνω αποσαπίζω αποσαρώνω αποσαφηνίζω
|
||
αποσβήνω αποσβεννύω αποσβολώνομαι αποσβολώνω αποσείω αποσιωπώ αποσκίζω
|
||
αποσκεπάζω αποσκιρτώ αποσκληραίνομαι αποσκληραίνω αποσκληρύνομαι αποσκληρύνω
|
||
αποσκορακίζω αποσκυβαλίζω αποσμήχω αποσοβώ αποσπερματίζω αποσπώ αποσπώμαι
|
||
αποστάζω αποστέλλομαι αποστέλλω αποστέργω αποσταίνω αποσταθεροποιούμαι
|
||
αποσταλάζω αποστασιοποιούμαι αποστατώ αποστεγνώνω αποστειρώνω αποστερεύω
|
||
αποστεώνω αποστηθίζω αποστομώνω αποστρέφομαι αποστρέφω αποστραβώνω
|
||
αποστρακίζομαι αποστρακίζω αποστρατεύω αποστρατικοποιώ αποστρατιωτικοποιώ
|
||
αποσυγχρονίζω αποσυμπιέζω αποσυμφορίζω αποσυμφορώ αποσυναρμολογούμαι
|
||
αποσυνδέω αποσυνθέτω αποσυντίθεμαι αποσυντονίζομαι αποσυσχετίζω αποσφαλματώνω
|
||
αποσχίζομαι αποσχίζω αποσχηματίζω αποσύρομαι αποσύρω αποσώνω αποτάσσω αποτέμνω
|
||
αποτίω αποταμιεύω αποταυρίζομαι αποτείνομαι αποτείνω αποτελειώνω αποτελματώνω
|
||
αποτελώ αποτεφρώνω αποτιμώ αποτινάζω αποτινάσσω αποτοιχίζω αποτολμάω αποτολμώ
|
||
αποτρέπω αποτραβώ αποτρελαίνω αποτριχώνω αποτροπιάζομαι αποτροπιάζω αποτρυγώ
|
||
αποτυγχάνω αποτυμπανίζω αποτυπώνω αποτυχαίνω απουσιάζω αποφέρω αποφαίνομαι
|
||
αποφασίζω αποφεύγω αποφλοιώνω αποφοιτώ αποφορτίζω αποφουρνίζω αποφράζω
|
||
αποφυλακίζω αποχαιρετάω αποχαιρετίζω αποχαιρετιέμαι αποχαιρετώ αποχαλινώνομαι
|
||
αποχαλώ αποχαρακτηρίζω αποχαυνώνομαι αποχαυνώνω αποχετεύω αποχλωριώνω
|
||
αποχρωματίζομαι αποχρωματίζω αποχτάω αποχτενίζω αποχτώ αποχωρίζομαι αποχωρίζω
|
||
αποψιλώνω αποψύχω απρακτώ απροσωποποιώ απωθώ απόζω απόκειμαι απόκειται
|
||
αράζω αρέσκομαι αρέσκω αρέσω αραδιάζω αραθυμώ αραιώνω αραξοβολώ αραχνιάζω
|
||
αργαποχαιρετώ αργοκινώ αργοκοιμάμαι αργολογώ αργοξυπνώ αργοπορώ αργοσαλεύω
|
||
αργοταξιδεύω αργώ αρδεύω αρθρογραφώ αρθρώνω αριβάρω αριθμίζω αριθμούμαι αριθμώ
|
||
αριστεύω αρκιέμαι αρκουδίζω αρκούμαι αρκώ αρμέγω αρμαθιάζω αρματώνω αρμενίζω
|
||
αρμυρίζω αρμόζει αρμόζω αρνεύγω αρνεύω αρνιέμαι αρνιούμαι αρνούμαι αροτριώνω
|
||
αρπάχνω αρπίζω αρπακολλώ αρπώ αρραβωνιάζομαι αρραβωνιάζω αρρεβωνιάζομαι
|
||
αρρωστώ αρταίνω αρτιώνω αρτύζω αρτύνω αρφανεύω αρχίζω αρχαΐζω αρχειοθετώ
|
||
αρχινώ αρχοντεύω αρωματίζω αρόω αρύομαι ασβεστοποιώ ασβεστώνω ασεβώ ασελγαίνω
|
||
ασημώνω ασθενώ ασθμαίνω ασκημίζω ασκημαίνω ασκητεύω ασκούμαι ασκώ ασπάζομαι
|
||
ασταρώνω αστεΐζομαι αστειεύομαι αστειολογώ αστερώνω αστικοποιούμαι αστικοποιώ
|
||
αστοχώ αστράφτω αστραποβολώ αστροφέγγω αστυνομεύω αστυνομοκρατούμαι
|
||
ασφαλίζω ασφαλτοστρώνω ασφαλτώνω ασφυκτιώ ασχάλλω ασχημίζω ασχημαίνω ασχημονώ
|
||
ασωτεύω ατακτώ αταχτώ ατενίζω ατιμάζομαι ατιμάζω ατμίζω ατομικεύω ατονώ ατροφώ
|
||
αττικίζω ατυχώ αυγάζω αυγοκόβω αυθαδιάζω αυθαιρετώ αυθυποβάλλομαι αυλακίζω
|
||
αυλακώνω αυνανίζομαι αυξάνομαι αυξάνω αυξαίνω αυξομειώνομαι αυξομειώνω
|
||
αυτενεργώ αυτιάζομαι αυτοαθωώνομαι αυτοαναιρούμαι αυτοανακηρύσσομαι
|
||
αυτοαξιολογούμαι αυτοαποκαλούμαι αυτοβιογραφούμαι αυτοδεσμεύω αυτοδιαλύομαι
|
||
αυτοδιαψεύδομαι αυτοδικώ αυτοδιοικούμαι αυτοδιορίζομαι αυτοδιπλασιάζομαι
|
||
αυτοελέγχομαι αυτοεξορίζομαι αυτοεπαινούμαι αυτοθαυμάζομαι αυτοθυσιάζομαι
|
||
αυτοκαθαρίζομαι αυτοκαθορίζω αυτοκακολογούμαι αυτοκαταδικάζομαι αυτοκαταργώ
|
||
αυτοκοροϊδεύομαι αυτοκριτικάρομαι αυτοκτονώ αυτοκυβερνιέμαι αυτοκυβερνώμαι
|
||
αυτομαστιγώνομαι αυτοματοποιώ αυτομολώ αυτονομάζομαι αυτονομούμαι
|
||
αυτοπαραπέμπομαι αυτοπαρηγοριέμαι αυτοπαρηγορούμαι αυτοπαρουσιάζομαι
|
||
αυτοπραγματοποιούμαι αυτοπραγματώνομαι αυτοπροβάλλομαι αυτοπροσωπογραφούμαι
|
||
αυτοπυρπολούμαι αυτοσυγκρατούμαι αυτοσυγχαίρομαι αυτοσυντηρούμαι
|
||
αυτοσχεδιάζω αυτοτιμωρούμαι αυτοτιτλοφορούμαι αυτοτραυματίζομαι
|
||
αυτοφωτογραφίζομαι αυτοφύομαι αυτοχαρακτηρίζομαι αυτοχειριάζομαι
|
||
αυτοχρηματοδοτούμαι αυτοϊκανοποιούμαι αυτοϋπονομεύομαι αφήνομαι αφήνω
|
||
αφαιμάσσω αφαιρούμαι αφαιρώ αφαλοκόβω αφανίζω αφαρπάζω αφελληνίζομαι
|
||
αφεντεύω αφερματίζω αφηγούμαι αφηνιάζω αφηρωίζω αφθονώ αφιερώνω αφικνούμαι
|
||
αφιονίζω αφιππεύω αφισοκολλώ αφλογιστώ αφογκράζομαι αφοδεύω αφομοιώνομαι
|
||
αφοπλίζω αφορίζω αφορμίζω αφορμώμαι αφορώ αφοσιώνομαι αφουγκράζομαι αφρίζω
|
||
αφροστεφανώνω αφρουκούμαι αφτιάζομαι αφυγραίνω αφυδατώνομαι αφυδατώνω
|
||
αφυπηρετώ αφυπνίζομαι αφυπνίζω αχαμναίνω αχνίζω αχνοδιαγράφω αχνοτρέμω
|
||
αχνοφωτίζω αχνότρεμος αχολογώ αχρειολογώ αχρηστεύω αχώ αψηφώ αψιδώνω αψιμαχώ
|
||
αψώνω αἰσχροκερδῶ αἰσχρολογῶ βάζω βάλλομαι βάλλω βάνω βάπτω βάφομαι βάφω βέχω
|
||
βαίνω βαβίζω βαβαδίζω βαβαλίζω βαγίζω βαδίζω βαθαίνω βαθμοθετώ βαθμολογώ
|
||
βαθουλώνω βαθύνω βακρύζω βακχίζω βακχεύω βαλαντώνω βαλκανοποιώ βαλσάρω
|
||
βαλτώνω βαπτίζομαι βαπτίζω βαρίσκω βαραίνω βαρβαρίζω βαρβατεύω βαρβατιάζω
|
||
βαριέμαι βαριακούω βαριανασαίνω βαριαναστενάζω βαριεστίζω βαριεστώ
|
||
βαριοκοιμάμαι βαρκούμαι βαρυγκομάω βαρυγκομώ βαρυγκωμάω βαρυγκωμώ βαρυθυμώ
|
||
βαρυκολυώ βαρυπενθώ βαρυστομαχιάζω βαρυφαίνεται βαρύνομαι βαρύνω βαρύχνω βαρώ
|
||
βασίζω βασανίζομαι βασανίζω βασιλεύω βασκάνω βασκαίνω βαστάζω βαστάω βαστιέμαι
|
||
βατεύομαι βατεύω βατσινάρω βατταρίζω βαττολογώ βαυκαλάω βαυκαλίζομαι βαυκαλίζω
|
||
βαφτίζομαι βαφτίζω βγάζω βγάνω βγαίνω βγιάζω βδελύσσομαι βεβαιώνομαι βεβαιώνω
|
||
βεβηλώνω βεγγερίζω βελάζω βελονιάζω βελτιστοποιώ βελτιώνομαι βελτιώνω
|
||
βερνικώνομαι βερνικώνω βηματίζω βιάζομαι βιάζομαι βιαιοπραγώ βιβλιοδετώ
|
||
βιδώνομαι βιδώνω βικιλεξικό:ορισμοί βικιλεξικό:ορισμοί βικιποιώ βιντεοσκοπώ
|
||
βιομηχανοποιώ βιοπορίζομαι βιράρω βιτσίζω βιώνω βκατίζω βλάπτω βλάφτω βλέπομαι
|
||
βλακεύω βλαστάνω βλαστίζω βλασταίνω βλαστημώ βλαστολογώ βλασφημώ βλεπάω
|
||
βλογώ βοήθεια:γρήγορη δημιουργία/ρημ- βοήθεια:διάρθρωση λημμάτων βογκάω
|
||
βογκώ βοηθάω βοηθιέμαι βοηθώ βολίζω βολεί βολεύομαι βολεύω βολιδοσκοπώ
|
||
βολοκοπώ βολτάρω βομβαρδίζω βοσκάω βοσκώ βοστρυχίζω βοστρυχώ βοτανίζω
|
||
βουΐζω βουίζω βουβαίνομαι βουβαίνω βουβιάζω βουκολώ βουλίζομαι βουλίζω
|
||
βουλιάζω βουλιέμαι βουλιμιώ βουλώνομαι βουλώνω βουρβουλακίζω βουρβουλακώ
|
||
βουρλίζω βουρτσίζω βουρώ βουτάω βουτυρώνω βουτώ βούλομαι βοώ βράζω βρέχει
|
||
βρέχω βρίζομαι βρίζω βρίθω βρίσκομαι βρίσκω βραβεύομαι βραβεύω βραδιάζει
|
||
βραδυγλωττώ βραδυπορώ βραδύνω βρακώνομαι βραχνιάζω βραχυκυκλώνω βραχυλογώ
|
||
βρεφοκομώ βρικολακιάζω βρομάω βρομίζω βρομοκοπάω βρομοκοπώ βρομώ βροντάω
|
||
βροντοφωνάζω βροντοφωνώ βροντώ βρυχιέμαι βρυχώμαι βρωμάω βυζάνω βυζαίνω
|
||
βυθάω βυθίζομαι βυθίζω βυθοκορώ βυθομετρώ βυθοσκοπώ βυθώ βυνοποιώ βυσματώνω
|
||
βωμολοχώ βόσκω γένομαι γέρνω γίνομαι γαβγίζω γαβλίζω γαγγραινιάζω
|
||
γαζώνω γαλακτοποιώ γαλακτωματοποιώ γαλβανίζω γαληνεύω γαληνιάζω γαλονάρω
|
||
γαλονοφορώ γαλουχούμαι γαλουχώ γαλώνω γαμάω γαμιέμαι γαμπρίζω γαμώ γανιάζω
|
||
γαντζώνω γανώνω γαργαλάω γαργαλίζω γαργαλεύω γαργαλιέμαι γαργαλώ γαργαρίζω
|
||
γαρνίρω γαστρώνω γατσιάζω γαυριάζω γαυριώ γαϊτανώνω γγαστρώνομαι γγαστρώνω
|
||
γδέρνω γδικιέμαι γδύνω γειτνιάζω γειτονεύω γειώνω γελιέμαι γελοιογραφώ
|
||
γελοιοποιώ γελώ γεμίζω γεμόζω γενικεύομαι γενικεύω γενικολογώ γεννάω γεννιέμαι
|
||
γεννώ γεράζω γεραίρω γερεύω γερνάω γερνώ γεροκομώ γευματίζω γεφυρώνω γεύομαι
|
||
γηράσκω γηροκομώ γητεύω γιαίνω γιανίσκω γιαουρτώνω γιαρατίζω γιατρεύομαι
|
||
γιατροπορεύομαι γιατροπορεύω γιγαντεύω γιγαντώνω γινατεύω γινώσκω γιομάζω
|
||
γιομόζω γιορτάζομαι γιορτάζω γιουτώ γιουχάρω γιουχαΐζω γιώνω γκαβίζω γκαζώνω
|
||
γκαρίζω γκαστρώνω γκεζεράω γκεζερίζω γκιζεράω γκιζερίζω γκλασάρω γκουγκλάρω
|
||
γκρεμίζομαι γκρεμίζω γκρεμοτσακίζομαι γκριζάρω γκρινιάζω γκρουπάρω γκώνω γλακώ
|
||
γλασάρω γλαυκώνω γλαφυραίνω γλείφομαι γλείφω γλεντάω γλεντοκοπάω γλεντοκοπώ
|
||
γλιστράω γλιστρώ γλιτώνω γλυκίζω γλυκαίνομαι γλυκαίνω γλυκοβραδιάζει
|
||
γλυκοκοιμάμαι γλυκοκοιτάζω γλυκοκουβεντιάζω γλυκομιλώ γλυκοσαλίζω γλυκοσαλιάζω
|
||
γλυκοφέγγει γλυκοφιλάω γλυκοφιλώ γλυκοχαράζει γλυμίζω γλυτώνω γλυφίζω γλυφαίνω
|
||
γλωσσοτρώω γλωσσοφιλώ γλύφω γνέθω γνέφω γνοιάζει γνοιάζομαι γνωματεύω
|
||
γνωμολογώ γνωρίζομαι γνωρίζω γνωστεύω γνωστοποιούμαι γνωστοποιώ γογγύζω
|
||
γομώ γομώνω γονατίζω γονιμοποιούμαι γονιμοποιώ γονυπετώ γουβιάζω γουβώνω
|
||
γουρλώνω γουρμάζω γουρουνίζω γουρσουζεύω γουστάρω γράφω γραδάρω
|
||
γραμμογραφώ γραμμοσκιάζω γραμμώνω γραντίζω γραπώνομαι γραπώνω γρασάρω
|
||
γρατζουνίζω γρατζουνώ γρατσουνάω γρατσουνίζω γρατσουνώ γρηγορώ γρικώ γρινιάζω
|
||
γριπώνομαι γροικώ γρονθοκοπώ γρουσουζεύω γρούζω γρυλίζω γρυλλίζω γρύζω γρύζω
|
||
γυαλοκοπώ γυμνάζω γυμνητεύω γυμνώνω γυναικοκρατούμαι γυναικοφέρνω γυρίζω
|
||
γυρνώ γυροφέρνω γυψώνω γωνιάζω δάκνω δένω δέομαι δέρνομαι δέρνω δέχομαι δέω
|
||
δίνομαι δίνω δαγκάνομαι δαγκάνω δαγκώνομαι δαγκώνω δαιμονίζομαι δαιμονίζω
|
||
δαιμονολογώ δαιμονοποιώ δακρυρροώ δακρύζω δακτυλογραφούμαι δακτυλογραφώ δαμάζω
|
||
δανείζομαι δανείζω δανειοδοτώ δαπανώ δαπανώμαι δασκαλεύω δασμολογώ δασύνομαι
|
||
δασώνω δαφνοστεφανώνομαι δαφνοστεφανώνω δαχτυλογραφώ δείχνομαι δείχνω δείχτω
|
||
δειγματίζω δεικνύω δειλιάζω δεινοπαθώ δειπνώ δεκάζω δεκαπλασιάζω δεκαρολογώ
|
||
δελεάζω δεματίζω δεματιάζω δενδροφυτεύω δεντροφυτεύομαι δεντροφυτεύω δεντρώνω
|
||
δεσμεύομαι δεσμεύω δεσπόζω δευτερολογώ δευτερώνω δηγιέμαι δηλητηριάζομαι
|
||
δηλοποιώ δηλώνω δημαγωγώ δημαρχεύω δημαρχώ δημεύω δημηγορώ δημιουργούμαι
|
||
δημοκοπώ δημοκρατούμαι δημοπρατούμαι δημοπρατώ δημοσιεύομαι δημοσιεύω
|
||
δημοσιοποιούμαι δημοσιοποιώ δημοσκοπώ δημοτικίζω δηώ δηώνω διάγω διάζομαι
|
||
διέπω διέρχομαι διίσταμαι διαβάζομαι διαβάζω διαβάλλομαι διαβάλλω διαβαίνω
|
||
διαβεβαιώνω διαβιβάζομαι διαβιβάζω διαβιβρώσκω διαβιώ διαβιώνω διαβλέπω
|
||
διαβουκολώ διαβουλεύομαι διαβρέχω διαβρέχω διαβρώνω διαγγέλλω διαγιγνώσκω
|
||
διαγουμίζομαι διαγουμίζω διαγράφομαι διαγράφω διαγραμμίζω διαγωνίζομαι
|
||
διαδίδομαι διαδίδω διαδίνομαι διαδίνω διαδηλώνω διαδραματίζεται
|
||
διαδραματίζω διαζευγνύω διαζώνω διαθέτω διαθερμαίνω διαθλώ διαθρυλώ διαιρώ
|
||
διαιτητεύω διαιτώ διαιτώμαι διαιωνίζομαι διαιωνίζω διακανονίζω διακατέχομαι
|
||
διακηρύσσω διακηρύττω διακηρύττω διακηρύχνω διακινδυνεύω διακινώ διακλαδίζω
|
||
διακοινώνω διακομίζω διακονεύω διακονώ διακορεύω διακοσμώ διακρίνομαι διακρίνω
|
||
διακτινίζω διακυβερνώ διακυβεύω διακυμαίνομαι διακωδικοποιώ διακωμωδώ
|
||
διακόπτω διαλάμπω διαλέγομαι διαλέγω διαλαλώ διαλαμβάνω διαλανθάνω διαλείπω
|
||
διαλευκαίνω διαλλάσσομαι διαλλάσσω διαλογίζομαι διαλύζω διαλύομαι διαλύω
|
||
διαμένω διαμαρτυρώ διαμαρτύρομαι διαμείβομαι διαμείβω διαμελίζω διαμερίζω
|
||
διαμεσολαβώ διαμετακομίζω διαμετρώ διαμηνύω διαμηχανώμαι διαμιλλώμαι
|
||
διαμορφώνομαι διαμορφώνω διαμφισβητώ διανέμομαι διανέμω διανεμίζω διανεύω
|
||
διανθώ διανοίγω διανοούμαι διανυκτερεύω διανυχτερεύω διανύω διαολίζω
|
||
διαπαιδαγωγώ διαπεραιώνομαι διαπεραιώνω διαπερνάω διαπερνώ διαπιστεύομαι
|
||
διαπιστώνομαι διαπιστώνω διαπλάθω διαπλάσσω διαπλέκω διαπλέω διαπλατύνω
|
||
διαπνέομαι διαπομπεύω διαπορθμεύω διαπορώ διαποτίζω διαπράττω διαπρέπω
|
||
διαπυούμαι διαρθρώνω διαρκώ διαρμίζω διαρπάζω διαρρέω διαρρήχνω διαρρηγνύω
|
||
διασαλεύω διασαφηνίζω διασαφώ διασείω διασκέπτομαι διασκεδάζομαι διασκεδάζω
|
||
διασκευάζω διασκορπίζομαι διασκορπίζω διασκορπώ διασπαθίζω διασπείρω διασπώ
|
||
διαστέλλομαι διαστέλλω διαστίζω διασταυρώνομαι διασταυρώνω διαστρέφω
|
||
διασυμπεριλαμβάνω διασυνδέω διασφαλίζω διασχίζω διασύρω διασώζω διατάζομαι
|
||
διατάσσομαι διατάσσω διατέμνω διατίθεμαι διαταράζω διαταράσσω διατείνομαι
|
||
διατηρούμαι διατηρώ διατηρῶ διατιμώ διατρέφομαι διατρέφω διατρίβω διατρανώνω
|
||
διατυμπανίζω διατυπώνω διαυγάζω διαφέγγω διαφέρομαι διαφέρω διαφαίνομαι
|
||
διαφεύγω διαφημίζομαι διαφημίζω διαφθείρω διαφιλονικώ διαφορίζω
|
||
διαφοροποιώ διαφυλάγω διαφυλάσσω διαφυλάττω διαφωνώ διαφωτίζω διαχέομαι διαχέω
|
||
διαχαράσσω διαχειμάζω διαχειρίζομαι διαχωρίζομαι διαχωρίζω διαχύνω διαψεύδομαι
|
||
διαψύχω διβολίζω διδάσκομαι διδάσκω διεγείρω διεθνοποιούμαι διεθνοποιώ
|
||
διεκδικώ διεκπεραιώνω διεκτραγωδώ διελέγχω διεμβάλλω διεμβολίζω διενεργώ
|
||
διεξάγω διεξέρχομαι διερευνώ διερμηνεύω διερωτώμαι διευθετώ διευθύνομαι
|
||
διευκολύνω διευκρινίζω διευκρινώ διευρύνομαι διευρύνω διηγιέμαι διηγούμαι
|
||
διημερεύω διισχυρίζομαι δικάζω δικαιοδοτώ δικαιολογούμαι δικαιολογώ δικαιούμαι
|
||
δικαιώνω δικηγορώ δικλώ δικρανίζω δικτυώνομαι δικτυώνω διογκούμαι διογκώνομαι
|
||
διοικητικοποιώ διοικούμαι διοικώ διολισθαίνω διομολογώ διοπτεύω διορίζομαι
|
||
διοργανώνομαι διοργανώνω διορθώνομαι διορθώνω διορύσσω διορώ διοχετεύομαι
|
||
διπλαρώνω διπλασιάζομαι διπλασιάζω διπλοκλειδώνω διπλοπαρκάρω διπλοψηφίζω
|
||
διπλώνω διποδίζω δισκοβολώ διστάζω δισχίζω διυλίζω διυλίζω διφωσφορυλιώνω
|
||
διχάζω διχαλώνω διχογνομώ διχογνωμονώ διχογνωμώ διχοτομώ διψάω διψώ διώκομαι
|
||
διώχνω δογματίζω δοκιμάζομαι δοκιμάζω δοκοθέτης δοκώ δολιεύομαι δολιχοδρομώ
|
||
δολοφονώ δολώνω δομώ δονκιχωτίζω δονούμαι δονώ δοξάζομαι δοξάζω δοξαπατρίζω
|
||
δοξολογώ δουλεύομαι δουλεύω δράττομαι δράχνω δρέπω δραματοποιούμαι δραματοποιώ
|
||
δρασκελίζω δρασκελώ δραστηριοποιούμαι δραστηριοποιώ δραχμοποιώ δρεπανίζω
|
||
δρομολογώ δροσίζομαι δροσίζω δροσερεύω δροσολογούμαι δροσολογώ δρω δυναμιτίζω
|
||
δυναστεύω δυσανασχετώ δυσαρεστούμαι δυσαρεστώ δυσθυμώ δυσκολεύομαι δυσκολεύω
|
||
δυσπιστώ δυστοκώ δυστροπώ δυστυχώ δυσφημίζω δυσφημώ δυσφορώ δυσχεραίνω δωρίζω
|
||
δωροδοκώ δωροληπτώ δωρώ δύναμαι δύνομαι δύω δώνω είθισται είμαι εγγίζω
|
||
εγγράφομαι εγγράφω εγγυοδοτώ εγγυούμαι εγγυώμαι εγείρω εγκαθίσταμαι εγκαθιδρύω
|
||
εγκαινιάζω εγκαλούμαι εγκαλώ εγκαρδιώνω εγκαρτερώ εγκαταβιώ εγκαταβιώνω
|
||
εγκαταλείπω εγκατασπείρω εγκατασταίνω εγκεντρίζω εγκιβωτίζω εγκλίνομαι εγκλείω
|
||
εγκλιματίζομαι εγκλιματίζω εγκλωβίζω εγκολλώ εγκολπώνομαι εγκρίνω εγκυμονώ
|
||
εγκωμιάζομαι εγκωμιάζω εγκύπτω εγχέω εγχαράσσω εγχειρίζω εγχειρώ εδέησα
|
||
εδράζω εδραιώνω εδρεύω εθίζω εθελοτυφλώ εθνικοποιούμαι εθνικοποιώ ειδικεύομαι
|
||
ειδοποιούμαι ειδοποιώ ειδωλοποιώ εικάζω εικονίζω εικονογραφώ εικοτολογώ
|
||
ειμί ειρηνεύω ειρωνεύομαι εισάγομαι εισάγω εισέρχομαι εισέχω εισαγγελεύω
|
||
εισακούω εισβάλλω εισδύω εισηγούμαι εισκομίζω εισοδηματοποιώ εισοδιάζω εισορμώ
|
||
εισπνέω εισπράττω εισρέω εισροφώ εισφέρω εισχωρώ εκατοστίζω εκβάλλω εκβαίνω
|
||
εκβαρβαρώνω εκβιάζω εκβιομηχανίζω εκβλαστάνω εκβράζω εκβραχίζω εκγηπεδώνω
|
||
εκδέρω εκδίδομαι εκδίδω εκδασώνω εκδηλώνομαι εκδηλώνω εκδημοκρατίζω εκδημώ
|
||
εκδικιέμαι εκδικούμαι εκδιώκω εκδράμω εκδύω εκθέτω εκθαμβώνω εκθειάζω
|
||
εκθηλύνομαι εκθηλύνω εκθλίβω εκθρονίζομαι εκθρονίζω εκκαθαρίζω εκκαλώ
|
||
εκκενώνω εκκινώ εκκλησιάζομαι εκκοκκίζω εκκολάπτω εκκρίνω εκκρεμώ εκλέγω
|
||
εκλατομώ εκλαϊκεύω εκλείπω εκλεπτύνω εκλιπαρώ εκλογικεύομαι εκλογικεύω εκλύω
|
||
εκμανθάνω εκμαυλίζω εκμεταλλεύομαι εκμηδενίζομαι εκμηδενίζω εκμηχανίζω
|
||
εκμυζώ εκμυστηρεύομαι εκναυλώνω εκνευρίζομαι εκνευρίζω εκπέμπω εκπίπτω
|
||
εκπαιδεύω εκπαραθυρώνω εκπαρθενεύω εκπατρίζομαι εκπηγάζω εκπλέω εκπλήσσομαι
|
||
εκπλήττω εκπλειστηριάζομαι εκπλειστηριάζω εκπληρώνω εκπνέω εκποιούμαι εκποιώ
|
||
εκπονώ εκπορεύομαι εκπορθώ εκπορνεύομαι εκπορνεύω εκπροσωπεύω εκπροσωπούμαι
|
||
εκπτύσσω εκπυρσοκροτώ εκπωματίζω εκρέω εκρήγνυμαι εκριζώνω εκσκάπτω εκσλαβίζω
|
||
εκσπερματώνω εκσπώ εκστασιάζομαι εκστομίζω εκστρατεύω εκσυγχρονίζω
|
||
εκσφενδονίζω εκτίθεμαι εκτίνω εκτίω εκταμιεύω εκτείνομαι εκτείνω εκτελούμαι
|
||
εκτελώ εκτιμώ εκτινάσσω εκτοκίζω εκτονώνομαι εκτονώνω εκτοξεύω εκτοπίζω
|
||
εκτρέπομαι εκτρέπω εκτρέφω εκτραχηλίζομαι εκτραχύνω εκτροχιάζομαι εκτροχιάζω
|
||
εκτυλίσσομαι εκτυλίσσω εκτυπώνομαι εκτυπώνω εκτυφλώνω εκφέρω εκφαυλίζω εκφεύγω
|
||
εκφοβώ εκφορτίζω εκφορτώνω εκφράζομαι εκφράζω εκφυλίζω εκφωνώ εκφόρτιση
|
||
εκφύω εκχέω εκχειλίζω εκχερσώνω εκχιονίζω εκχριστιανίζω εκχυδαΐζω εκχυλίζω
|
||
εκχωρώ εκχύνω εκχύω ελέγχομαι ελέγχω ελίσσομαι ελαιοχρωματίζω ελασματοποιώ
|
||
ελαττώνω ελαφραίνω ελαφρύνω ελαφρώνω ελαχιστοποιούμαι ελαχιστοποιώ ελαύνω
|
||
ελεημονώ ελευθεριάζω ελευθεροκοινωνώ ελευθερώνομαι ελευθερώνω ελεώ ελκύω
|
||
ελληνίζω ελληνογλωττώ ελλιμενίζω ελλοχεύω ελπίζω εμίζω εμβάζω εμβάλλω εμβαθύνω
|
||
εμβολίζω εμβολιάζω εμμένω εμπήγω εμπίπτω εμπαίζω εμπεδώνω εμπεριέχομαι
|
||
εμπιστεύομαι εμπλέκομαι εμπλέκω εμπλουτίζομαι εμπλουτίζω εμπνέω εμποδίζομαι
|
||
εμποιώ εμπορευματοποιούμαι εμπορευματοποιώ εμπορεύομαι εμποτίζω εμπρέπει
|
||
εμφαίνω εμφανίζομαι εμφανίζω εμφατίζω εμφιαλώνω εμφιλοχωρώ εμφορούμαι εμφυσώ
|
||
εμφωλεύω εμψεκάζω εμψυχώνομαι εμψυχώνω εμώ ενάγω ενέχομαι ενέχω ενίσταμαι
|
||
εναγκαλίζομαι εναλλάσσομαι εναλλάσσω ενανθρακώνω εναντιοδρομώ εναντιολογώ
|
||
εναντιώνω εναποθέτω εναποθηκεύω εναπομένω εναπόκειμαι εναπόκειται
|
||
εναρμονίζω ενασκώ ενασμενίζομαι ενασχολούμαι ενατενίζω ενγαλλίζω ενδέχεται
|
||
ενδείκνυμαι ενδημώ ενδιαιτώμαι ενδιατρίβω ενδιαφέρομαι ενδιαφέρω ενδογενοποιώ
|
||
ενδύομαι ενδύω ενεδρεύω ενεργοποιούμαι ενεργοποιώ ενεργώ ενεχυριάζω
|
||
ενηλικιώνω ενημερώνομαι ενημερώνω ενθέτω ενθαρρύνω ενθουσιάζομαι ενθουσιάζω
|
||
ενθρονίζω ενθυλακώνω ενθυμίζω ενθυμούμαι ενθυμώ ενιδρύω ενισχύομαι ενισχύω
|
||
εννοούμαι εννοώ ενοικιάζομαι ενοικιάζω ενοικώ ενοποιούμαι ενοποιώ ενορχηστρώνω
|
||
ενοφθαλμίζω ενοχλούμαι ενοχλώ ενοχοποιούμαι ενοχοποιώ ενσακκίζω ενσαρκώνω
|
||
ενσπείρω ενσταλάζω ενστερνίζομαι ενσφηνώνω ενσωματώνω εντάσσω εντέλλομαι
|
||
εντατικοποιώ ενταφιάζω εντείνω εντοιχίζω εντοπίζω εντρέπομαι εντρίβω
|
||
εντρυφώ εντυπωσιάζομαι εντυπωσιάζω εντυπώνω ενυδατώνω ενυπάρχω ενυπνιάζομαι
|
||
ενωτικεύω ενώνομαι ενώνω εξάγομαι εξάγω εξάπτομαι εξάπτω εξέρχομαι εξέχω
|
||
εξαίρω εξαγγέλλω εξαγγλίζω εξαγιάζω εξαγνίζω εξαγοράζομαι εξαγοράζω
|
||
εξαγριώνω εξαερίζω εξαερώνω εξαθλιώνομαι εξαθλιώνω εξαιρούμαι εξαιρώ
|
||
εξακολουθώ εξακοντίζω εξακριβώνω εξαλείφω εξαλλάσσω εξανίσταμαι εξαναγκάζομαι
|
||
εξανδραποδίζω εξανεμίζομαι εξανεμίζω εξανθρωπίζω εξαντλούμαι εξαντλώ εξαπατάω
|
||
εξαπλασιάζω εξαπλώνομαι εξαπλώνω εξαπολύω εξαποστέλλω εξαργυρώνω εξαρθρώνομαι
|
||
εξαρτάται εξαρτίζω εξαρτιέμαι εξαρτύζω εξαρτώ εξαρτώμαι εξαρχαΐζω εξασθενίζω
|
||
εξασκώ εξασφαλίζω εξατμίζομαι εξατμίζω εξατομικεύω εξαφανίζομαι εξαφανίζω
|
||
εξαχρειώνω εξαϋλώνω εξεγείρομαι εξεγείρω εξειδικεύομαι εξειδικεύω
|
||
εξεικονίζω εξελέγχω εξελίσσομαι εξελίσσω εξελληνίζω εξεμώ εξεργάζομαι
|
||
εξερευνώ εξερευνώμαι εξετάζομαι εξετάζω εξευγενίζω εξευμενίζω εξευρίσκω
|
||
εξευτελίζομαι εξευτελίζω εξηγούμαι εξηγώ εξημερώνομαι εξημερώνω εξιδανικεύω
|
||
εξικνούμαι εξιλεώνομαι εξιλεώνω εξισλαμίζω εξισορροπώ εξιστορώ εξισώνω εξιτάρω
|
||
εξοβελίζω εξογκώνομαι εξογκώνω εξοδεύω εξοικίζω εξοικειώνομαι εξοικειώνω
|
||
εξοκέλλω εξολισθάνω εξολισθαίνω εξολοθρεύω εξομαλίζω εξομαλύνω εξομοιώνω
|
||
εξομολογούμαι εξομολογώ εξονειδίζω εξοντώνομαι εξοντώνω εξονυχίζω εξοπλίζω
|
||
εξοργίζομαι εξοργίζω εξορκίζω εξορμώ εξορύσσομαι εξορύσσω εξοστρακίζομαι
|
||
εξουδετερώνω εξουθενώνομαι εξουθενώνω εξουσιάζω εξουσιοδοτώ εξοφέρω εξοφλούμαι
|
||
εξυβρίζω εξυγιαίνω εξυμνούμαι εξυμνώ εξυπακούεται εξυπηρετούμαι εξυπηρετώ
|
||
εξυφαίνω εξυψώνω εξωθώ εξωραΐζω εξωτερικεύω εορτάζω επάγω επέρχομαι επέστη
|
||
επίκειμαι επίκειται επαίρομαι επαγγέλλομαι επαγρυπνώ επαινούμαι επαινώ επαιτώ
|
||
επακουμβώ επαλείφω επαληθεύομαι επαληθεύω επαμφοτερίζω επανάγω επανέρχομαι
|
||
επαναβλέπω επαναγοράζω επαναδιαπραγματεύομαι επαναδιατάσσω επαναδιατυπώνω
|
||
επαναδιοχετεύω επανακάμπτω επανακαθορίζω επανακρίνω επανακτώ επανακυκλοφορώ
|
||
επαναλαμβάνω επαναλειτουργώ επαναμισθώνω επαναπέμπω επαναπατρίζομαι
|
||
επαναπαύομαι επαναπαύω επαναποστέλλω επαναπροσδιορίζω επαναπροσλαμβάνω
|
||
επαναρχίζω επαναστατικοποιώ επαναστατώ επανασυγκολλώ επανασυγκροτώ
|
||
επανασυναρμολογώ επανασυνδέω επανασχεδιάζω επαναταξινομώ επανατοποθετούμαι
|
||
επαναφέρω επανδρώνομαι επανδρώνω επανεγγράφω επανεγκαθιστώ επανεισάγω
|
||
επανεκλέγω επανεκπαιδεύω επανεμφανίζω επανενεργοποιώ επανεντάσσω επανενώνω
|
||
επανεξετάζω επανεπενδύω επανεπιβεβαιώνω επανιδρύω επανοξειδώνω επανορθώνω
|
||
επαργυρώνω επαρκώ επαυξάνω επαφίεμαι επείγει επείγομαι επείγω επεκτείνομαι
|
||
επελαύνω επεμβαίνω επενδύω επενεργώ επεξεργάζομαι επεξηγώ επερωτώ επευφημώ
|
||
επιβάλλομαι επιβάλλω επιβαίνω επιβαρύνομαι επιβαρύνω επιβεβαιώνομαι
|
||
επιβιβάζομαι επιβιβάζω επιβιώνω επιβλέπω επιβοηθώ επιβουλεύομαι επιβραβεύω
|
||
επιγράφω επιδένω επιδέχομαι επιδίδομαι επιδίδω επιδίνω επιδαψιλεύω
|
||
επιδείχνω επιδεικνύομαι επιδεικνύω επιδεινώνομαι επιδεινώνω επιδημώ επιδικάζω
|
||
επιδιορθώνω επιδιώκω επιδοκιμάζω επιδοτώ επιδράμω επιδρώ επιζητώ επιζώ επιθέτω
|
||
επιθυμώ επικάθημαι επικάθομαι επικαίω επικαθορίζω επικαλούμαι επικαλύπτομαι
|
||
επικαρπώνομαι επικασσιτερώνομαι επικασσιτερώνω επικεντρώνομαι επικεντρώνω
|
||
επικηρώνω επικοινωνικοποιώ επικοινωνώ επικολλώ επικονιάζομαι επικονιάζω
|
||
επικρέμαμαι επικρέμαται επικρίνομαι επικρίνω επικρατεί επικρατώ επικροτώ
|
||
επικυρώνω επικύπτω επιλέγω επιλαμβάνομαι επιλύνω επιλύομαι επιλύω επιμένω
|
||
επιμελούμαι επιμερίζομαι επιμερίζω επιμεταλλώνω επιμετρώ επιμηκύνω επιμολύνω
|
||
επιμορφώνω επινέμω επινεύω επινικελώνω επινοώ επιορκώ επιπάσσω επιπίπτω
|
||
επιπεδώνω επιπλέω επιπλήττω επιπλώνομαι επιπλώνω επιπολάζω επιπωματίζω
|
||
επισείω επισημαίνομαι επισημαίνω επισημοποιούμαι επισημοποιώ επισιτίζω
|
||
επισκευάζομαι επισκευάζω επισκιάζομαι επισκιάζω επισκοπώ επισκοτίζω
|
||
επισπεύδω επιστάζω επιστέφω επιστατώ επιστεγάζω επιστρέφομαι επιστρέφω
|
||
επιστρατεύω επιστρώνω επισυμβαίνω επισυνάπτομαι επισυνάπτω επισφραγίζω
|
||
επισύρω επιτάσσω επιτέλλω επιτίθεμαι επιταχύνομαι επιταχύνω επιτείνω επιτελώ
|
||
επιτηρώ επιτιμώ επιτρέπεται επιτρέπω επιτρέχω επιτροπεύω επιτυγχάνω επιτυχαίνω
|
||
επιφαίνομαι επιφοιτώ επιφορτίζομαι επιφορτίζω επιφυλάσσομαι επιφυλάσσω
|
||
επιχαλκώνω επιχειρηματολογώ επιχειρώ επιχορηγώ επιχρίω επιχρυσώνω επιχρωματίζω
|
||
επιχωριάζω επιχώνω επιψαύω εποικίζω εποικοδομώ εποικώ επονομάζω εποπτεύω
|
||
εποφθαλμιώ εποφθαλμιώμαι εποχούμαι επωάζομαι επωάζω επωμίζομαι επωφελούμαι
|
||
ερανίζομαι εργάζομαι εργοδοτώ εργώ ερείδομαι ερεθίζομαι ερεθίζω ερειπώνομαι
|
||
ερευνώ ερευνώμαι ερεύγομαι ερημοδικώ ερημώνομαι ερημώνω ερματίζω ερμηνεύω
|
||
ερυθριάζω ερυθριώ ερωτεύομαι ερωτοτροπώ ερωτώ ερώμαι εσθίω εσοδεύω εστιάζω
|
||
εσωτερικεύω ετάζω ετεροχρονίζω ετοιμάζομαι ετοιμάζω ετυμολογώ ευαγγελίζομαι
|
||
ευαισθητοποιώ ευαρεστούμαι ευαρεστώ ευγνωμονώ ευδαιμονίζω ευδαιμονώ ευδιάζω
|
||
ευδοκώ ευελπιστώ ευεργετώ ευημερώ ευθετίζω ευθετώ ευθυγραμμίζω ευθυμογραφώ
|
||
ευθυμώ ευθύνομαι ευκαιρώ ευκολύνω ευλαβούμαι ευλογούμαι ευλογώ ευνομούμαι
|
||
ευνοώ ευοδούμαι ευοδώνομαι ευπορώ ευπραγώ ευπρεπίζω ευρίσκομαι ευρίσκω ευρωτιώ
|
||
ευσπλαγχνίζομαι ευσπλαχνίζομαι ευσταθώ ευστοχώ ευτελίζω ευτρεπίζω ευτυχίζω
|
||
ευφραίνομαι ευφραίνω ευφυολογώ ευχαριστιέμαι ευχαριστούμαι ευχαριστώ ευωδιάζω
|
||
ευωχούμαι εφάπτομαι εφέλκω εφαρμόζομαι εφαρμόζω εφελκύω εφεσιβάλλω εφευρίσκω
|
||
εφησυχάζω εφιδρώνω εφιστώ εφοδιάζομαι εφοδιάζω εφοπλίζω εφορεύω εφορμώ
|
||
εχθρεύομαι εχτρεύομαι εύχομαι ζάφτω ζέχνω ζέω ζαβλακώνω ζαβώνω ζαλίζομαι
|
||
ζαλικώνομαι ζαλικώνω ζαλώνομαι ζαλώνω ζαρίζω ζαρώνω ζαχαριάζω ζαχαρώνω
|
||
ζελατινοποιώ ζεματίζω ζεματώ ζεσταίνομαι ζεσταίνω ζεστοκοπιέμαι ζευγαρίζω
|
||
ζεύγω ζεύω ζηλεύω ζηλοτυπώ ζηλοφθονώ ζηλώ ζημιώνομαι ζημιώνω ζητιανεύω
|
||
ζητωκραυγάζω ζητώ ζητῶ ζογκλάρω ζορίζομαι ζορίζω ζουζουνίζω ζουλίζω ζουλεύω
|
||
ζουμάρω ζουπίζω ζουπώ ζουριάζω ζουρλαίνω ζοχαδιάζω ζυγίζω ζυγιάζω ζυγοσταθμίζω
|
||
ζυμώνω ζω ζωγραφίζομαι ζωγραφίζω ζωγραφώ ζωηρεύω ζωντανεύω ζωογονώ ζωοποιώ
|
||
ζώνω ηγεμονεύω ηγουμενεύω ηγούμαι ηδονίζομαι ηδονίζω ηδύνομαι ηθικολογώ
|
||
ηθογραφώ ηθολογώ ηλεκτρίζομαι ηλεκτρίζω ηλεκτροδοτώ ηλεκτρολύω ηλεκτροφορώ
|
||
ηλιάζω ηλικιώνομαι ημερεύω ημερώνω ημιταυτοχρονίζομαι ημπορώ ηνιοχώ ηξεύρω
|
||
ηρεμώ ηρωοοποιούμαι ηρωοποιώ ησυχάζω ηττώμαι ηχοβολίζω ηχογραφώ ηχολογώ ηχώ
|
||
θάβω θάλλω θάλπω θάπτω θάφτω θέλγω θέλω θέτω θέω θίγομαι θίγω θαλασσοδέρνομαι
|
||
θαλασσοκρατώ θαλασσομαχώ θαλασσοπνίγομαι θαλασσοποιώ θαλασσώνω θαμάζω θαμβώνω
|
||
θαμποφέγγω θαμπώνω θανατώνω θαρρεύω θαρρώ θαυμάζω θαυματουργώ θεατρίζω
|
||
θεληματίζω θελιάζω θεμελιώνω θεοδρομώ θεολογώ θεομαχώ θεοποιούμαι θεοποιώ
|
||
θερίζομαι θερίζω θεραπεύομαι θεραπεύω θεριακώνομαι θεριεύω θερμαίνω θερμομετρώ
|
||
θεσιθηρώ θεσμίζω θεσμοθετώ θεσπίζω θεωρητικολογώ θεωρητικοποιώ θεωρούμαι θεωρώ
|
||
θηκαρώνω θηκιάζω θηλάζω θηλιάζω θηλυκώνω θημωνιάζω θηρεύω θησαυρίζομαι
|
||
θητεύω θλίβομαι θλίβω θνήσκω θολώνω θορυβούμαι θορυβώ θρέφω θρασεύω θρασομανώ
|
||
θραύω θρηνολογώ θρηνούμαι θρηνωδώ θρηνώ θρησκεύομαι θριαμβεύω θριαμβολογώ
|
||
θρομβούμαι θρομβώνω θρονιάζομαι θρονιάζω θροώ θρυλώ θρυμματίζομαι θρυμματίζω
|
||
θρύβω θρύπτω θυμάμαι θυμίζω θυματοποιώ θυμιάζω θυμιατίζω θυμούμαι θυμώνω
|
||
θυσιάζομαι θυσιάζω θωπεύω θωράω θωρακίζω θωρώ θύω ιαίνω ιατρεύω ιδανικεύω
|
||
ιδιάζω ιδιοκατοικώ ιδιοποιούμαι ιδιωτεύω ιδιωτικοποιούμαι ιδιωτικοποιώ
|
||
ιδρυματοποιούμαι ιδρυματοποιώ ιδρύω ιδρώνω ιεραρχώ ιερατεύω ιερολογώ ιεροσυλώ
|
||
ιζάνω ιθύνω ικανοποιούμαι ικανοποιώ ικετεύω ιλαρύνω ιντριγκάρω ιονίζω ιππεύω
|
||
ισάζω ισιάζω ισιώνω ισκιώνω ισοβαθμώ ισοδυναμώ ισοζυγίζω ισοζυγιάζω ισοζυγώ
|
||
ισοπεδώνω ισορροπώ ισοσκελίζω ισοσταθμίζω ισοσταθμώ ισοφαρίζω ισοψηφώ ισούμαι
|
||
ιστολογώ ιστορίζω ιστορώ ισχάζω ισχναίνω ισχνεύω ισχυρίζομαι ισχυροποιούμαι
|
||
ισχύω ισώνω ιχνεύω ιχνηλατώ ιχνογραφώ κάβω κάθημαι κάθομαι κάμνω κάμπτω κάνω
|
||
κήδομαι καίγομαι καίγω καίω καβαλικεύω καβαλώ καβαντζάρω καβατζάρω καβγαδίζω
|
||
καβουρντίζω καγχάζω καδράρω καδρονιάζω καζανιάζω καζαντίζω καθάπτω καθέλκω
|
||
καθίσταμαι καθαγιάζομαι καθαγιάζω καθαγνίζω καθαιμάσσω καθαιρώ καθαρίζομαι
|
||
καθαρεύω καθαρογράφω καθαρογραφώ καθελκύω καθετηριάζω καθετοποιώ καθεύδω
|
||
καθηλώνω καθησυχάζω καθιδρύω καθιερώνομαι καθιερώνω καθιζάνω καθικετεύω
|
||
καθοδηγώ καθολικεύω καθομολογώ καθορίζω καθορώ καθοσιώνω καθρεπτίζω
|
||
καθρεφτίζω καθυβρίζω καθυγραίνω καθυποτάζω καθυποτάσσω καθυποχρεώ καθυποχρεώνω
|
||
καινοτομώ καιροσκοπώ καιροφυλακτώ καιροφυλαχτώ κακίζω κακαδιάζω κακαρίζω
|
||
κακαφορούμαι κακιώνω κακοβάζω κακοβάνω κακογαμώ κακογεννώ κακογερνώ
|
||
κακογράφω κακογραφώ κακοδαιμονώ κακοδιοικούμαι κακοδιοικώ κακοδοξώ κακοζωίζω
|
||
κακοθανατίζω κακοκαρδίζω κακοκοιμάμαι κακολογιάζω κακολογώ κακομαθαίνω
|
||
κακομεταχειρίζομαι κακομιλώ κακομοιριάζομαι κακομοιριάζω κακοπέφτω κακοπαίρνω
|
||
κακοπαθώ κακοπαντρεύομαι κακοπαντρεύω κακοπερνώ κακοπληρώνω κακοποιούμαι
|
||
κακοσαρκώνω κακοστομαχιάζω κακοσυνεύω κακοσυνηθίζω κακοσυσταίνω κακοτυχίζω
|
||
κακουργώ κακοφέρνομαι κακοφαίνεται κακοφορμίζω κακοχρονίζω κακοχωνεύω
|
||
κακοψήνω κακό χρόνο να 'χεις καλάρω καλένω καλαΐζω καλαθιάζω καλαθώνω καλακούω
|
||
καλαμπουρίζω καλαρέσω καλαφατίζω καλημερίζομαι καλημερίζω καληνυχτίζω
|
||
καλησπερίζω καλιγώνω καλιμπράρω καλλιγράφω καλλιγραφώ καλλιεργώ καλλιλογώ
|
||
καλλουργώ καλλωπίζω καλλύνω καλλύνω καλμάρω καλμώνω καλοαρέσω καλοβαστώ
|
||
καλοβράζω καλογεννώ καλογερεύω καλογυρεύω καλοδέχομαι καλοεξετάζω καλοζυγίζω
|
||
καλοζώ καλοθανατίζω καλοθυμάμαι καλοθυμούμαι καλοκάθομαι καλοκαιρεύει
|
||
καλοκαιριάζει καλοκαιριάζω καλοκαρδίζω καλοκοιμάμαι καλοκοιτάζω καλολέω
|
||
καλομαθαίνω καλομελετώ καλομεταχειρίζομαι καλομετρώ καλομιλώ καλοναρχώ
|
||
καλοπέφτω καλοπαντρεύομαι καλοπαντρεύω καλοπερνώ καλοπιάνω καλοπληρώνω
|
||
καλοσκαμνίζω καλοστρώνομαι καλοστρώνω καλοσυνεύω καλοσυνηθίζω καλοταΐζω
|
||
καλοτυχίζω καλουμάρω καλουπώνω καλοφαίνομαι καλοχρονίζω καλοχωνεύω καλοψήνομαι
|
||
καλοψυχίζω καλούμαι καλπάζω καλπονοθεύω καλυτερεύω καλωδιώνω καλωσορίζω
|
||
καλύπτω καλώ καλῶ καμακίζω καμακιάζω καμακώνω καμαρώνομαι καμαρώνω καματεύω
|
||
καμινιάζω καμμύζω καμμύω καμνώ καμουφλάρω καμπανίζω καμπουριάζω καμπυλώνω
|
||
κανακίζω κανακεύω κανονίζομαι κανονίζω κανοναρχώ κανονιοβολώ καπακώνω καπαρώνω
|
||
καπελώνω καπηλεύομαι καπιστρώνω καπιτονάρω καπλαντίζω καπνίζω καραβοτσακίζομαι
|
||
καραμελιάζω καραμελώνομαι καραμελώνω καρατάρω καρατομώ καραφλιάζω καρβουνιάζω
|
||
καρδαμώνω καρδιοχτυπώ καρικώνω καρκινοβατώ καρναγιάρω καρπίζω καρπαζώνω
|
||
καρπολογώ καρποφορώ καρπούμαι καρπώνομαι καρτελοποιώ καρτερεύω καρτερώ
|
||
καρυκεύω καρφιτσώνομαι καρφιτσώνω καρφώνομαι καρφώνω καρώνω κασελιάζω
|
||
κασσιτερώνομαι κασσιτερώνω κατάγομαι κατάγω κατάκειμαι κατάσχομαι κατάσχω
|
||
κατέχομαι κατέχω καταβάλλομαι καταβάλλω καταβαίνω καταβαραθρώνω καταβιβάζω
|
||
καταβοδώνω καταβολίζω καταβολεύω καταβολιάζω καταβρέχομαι καταβρέχω
|
||
καταβροχθίζω καταβυθίζω καταγίνομαι καταγγέλλω καταγελώ καταγιγνώσκω
|
||
καταγοητεύω καταγράφομαι καταγράφω καταδέχομαι καταδίδω καταδίνω καταδαμάζω
|
||
καταδεικνύω καταδημαγωγώ καταδικάζω καταδιώκω καταδολιεύομαι καταδυναστεύω
|
||
καταζητούμαι καταζητώ καταθέτω καταθλίβω καταθορυβώ κατακάθημαι κατακάθομαι
|
||
κατακαθίζω κατακεραυνώνω κατακερματίζομαι κατακερματίζω κατακιτρινίζω
|
||
κατακλίνομαι κατακλείνω κατακλύζομαι κατακλύζω κατακοκκινίζω κατακουράζω
|
||
κατακρίνομαι κατακρίνω κατακρατώ κατακραυγάζω κατακρεουργώ κατακρημνίζω
|
||
κατακτώ κατακτώμαι κατακυριεύω κατακυρώνω κατακόβω κατακόπτω καταλάμπω
|
||
καταλήγω καταλαβαίνω καταλαγιάζω καταλαλώ καταλαμβάνω καταλασπώνω καταλείπω
|
||
καταληστεύω καταλογίζω καταλογογραφώ καταλυπώ καταλύω καταλώ καταμαρτυρώ
|
||
καταμαυρίζω καταμερίζω καταμετρώ καταμηνύω καταμοσχεύω κατανέμω καταναγκάζω
|
||
καταναλώνομαι καταναλώνω καταναυμαχώ κατανεύω κατανικώ κατανοώ καταντρέπομαι
|
||
καταντροπιάζω καταντώ καταξεραίνω καταξεσκίζω καταξεσχίζω καταξηραίνω
|
||
καταξοδεύομαι καταξοδεύω καταξοδιάζω καταπέμπω καταπέφτω καταπίνω καταπίπτω
|
||
καταπείθω καταπιάνομαι καταπιέζω καταπικραίνω καταπλέω καταπλήσσω καταπλήττω
|
||
καταπληγώνω καταπλημμυρίζω καταπλημμυρώ καταπλύνομαι καταπνίγω καταπολεμάω
|
||
καταπολεμώ καταπολεμώμαι καταπονούμαι καταποντίζω καταπονώ καταπραΰνομαι
|
||
καταπτοώ καταπτύω καταργώ καταριέμαι καταριθμώ καταρρέω καταρρίπτω
|
||
καταρρακώνω καταρροφώ καταρτίζω καταρώμαι κατασβήνω κατασημαίνω κατασιγάζω
|
||
κατασκευάζομαι κατασκευάζω κατασκηνώνομαι κατασκηνώνω κατασκιάζω κατασκονίζω
|
||
κατασκορπίζω κατασκοτώνομαι κατασκοτώνω κατασπαράζω κατασπαράσσω κατασπαταλώ
|
||
καταστέλλω καταστίζω κατασταίνω κατασταλάζω καταστενοχωρώ καταστερίζω
|
||
καταστρέφω καταστρατηγώ καταστροφολογώ καταστρώνω κατασυκοφαντώ κατασυντρίβω
|
||
κατασφαγιάζω κατασχάζω κατασωτεύω κατατάσσομαι κατατάσσω κατατέμνω κατατίθεμαι
|
||
καταταράζω καταταράσσω κατατείνω κατατεμαχίζω κατατοπίζομαι κατατοπίζω
|
||
κατατρίβομαι κατατραυματίζω κατατρομάζω κατατροπώνω κατατρυπώ κατατρύχω
|
||
κατατρώω κατατσακίζω κατατυραννώ καταυγάζω καταυλίζομαι καταφέρνω καταφέρομαι
|
||
καταφαίνομαι καταφεύγω καταφθάνω καταφιλῶ καταφρονώ καταφτάνω καταχέζω
|
||
καταχειροκροτώ καταχερίζω καταχεριάζω καταχνιάζει καταχρεώνομαι καταχρώμαι
|
||
καταχωνιάζω καταχωρίζω καταχωρώ καταχώνομαι καταχώνω καταψηφίζω καταψύχω
|
||
καταϋποχρεώνω κατεβάζω κατεβαίνω κατεδαφίζω κατειρωνεύομαι κατενθουσιάζω
|
||
κατεργάζομαι κατερειπώνω κατευθύνομαι κατευθύνω κατευνάζω κατευοδώνω
|
||
κατηγοριοποιούμαι κατηγοριοποιώ κατηγορούμαι κατηγορώ κατηφορίζω κατηχώ
|
||
κατισχύω κατοικίζω κατοικοεδρεύω κατοικώ κατολισθαίνω κατολοφύρομαι κατονομάζω
|
||
κατοπτρίζω κατορθώνω κατοστίζω κατουριέμαι κατουρώ κατοχυρώνω κατρακυλάω
|
||
κατραμώνω κατραπακιάζω κατσαβιδώνω κατσαδιάζω κατσαρώνω κατσιάζω κατσικώνομαι
|
||
κατσουφιάζω καυκιέμαι καυλαντίζω καυλοκοιτάω καυλώνω καυτηριάζω καυχησιολογώ
|
||
καφασώνω καψαλίζω καψώνω κβαντίζω κείμαι κείρομαι κείρω κείτομαι κελαδώ
|
||
κελαηδώ κελαρύζω κελαϊδάω κελαϊδώ κελεύω κεντράρω κεντρίζω κεντρώνω κεντώ
|
||
κεραμιδώνω κερατώνω κεραυνοβολώ κεραυνώνω κερδίζομαι κερδίζω κερδαίνω κερδεύω
|
||
κερματίζω κερνάω κερνώ κερώνω κεφαλαιοποιώ κεφαλαλγώ κεφαλοπονώ κηδεμονεύω
|
||
κηκίω κηλιδώνω κηπεύω κηρύσσομαι κηρύσσω κηρύττομαι κηρύττω κιαλάρω κιβδηλεύω
|
||
κιθαρίζω κιθαρωδώ κιμαδιάζω κινδυνεύω κινδυνολογώ κινηματογραφούμαι
|
||
κινητοποιούμαι κινητοποιώ κινητροδοτούμαι κινητροδοτώ κινούμαι κιντυνεύω κινώ
|
||
κιτρινίζω κλάνω κλέβω κλέπτω κλέπτω κλέφτω κλίνω κλαίγομαι κλαίγω κλαίω
|
||
κλαδεύω κλαδώνω κλαουρίζω κλαρώνω κλασαυχενίζομαι κλασικίζω κλατάρω
|
||
κλαψουρίζω κλείνω κλειδαμπαρώνω κλειδαριθμώ κλειδομανταλώνω κλειδώνομαι
|
||
κλειώ κληροδοτώ κληρονομούμαι κληρονομώ κληρώνω κλητεύομαι κλητεύω κλικάρω
|
||
κλιμακώνομαι κλιμακώνω κλονίζομαι κλονίζω κλοτσάω κλοτσώ κλουβιάζω κλουβιαίνω
|
||
κλωθογυρίζω κλωνοποιώ κλωσώ κλωτσώ κλώζω κλώθω κνίζω κοάζω κοίτομαι κογιονάρω
|
||
κοιλαίνω κοιλοπονώ κοιμάμαι κοιμίζω κοιμούμαι κοινολογώ κοινοποιούμαι
|
||
κοινωνικοποιώ κοινωνώ κοιτάζομαι κοιτάζω κοιτώ κοκαλιάζω κοκαλώνω κοκκαλώνω
|
||
κοκκοποιώ κοκορίζω κοκορεύομαι κολάζω κολακεύω κολαντρίζω κολατσίζω κολαφίζω
|
||
κολεκτιβοποιώ κολεχτιβοποιώ κολλάρω κολλάω κολλαρίζω κολλώ κολοβώνω κολυμπάω
|
||
κολώ κομίζω κομματίζομαι κομματιάζω κομματοσκυλιάζω κομουνίζω κομπάζω κομπιάζω
|
||
κομπλιμεντάρω κομποδένω κομπορρημονώ κομπώνω κομψεύομαι κονεύω κονιοποιώ
|
||
κονιορτοποιώ κονομάω κονσερβοποιώ κονταίνω κοντανασαίνω κονταροχτυπιέμαι
|
||
κοντοζυγώνω κοντοστέκομαι κοντοστέκω κοντράρω κοντραστάρω κοντροκρατώ
|
||
κοπάζω κοπανίζω κοπανώ κοπιάζω κοπιάρω κοπιώ κοπρίζω κοπροσκυλιάζω κοπροσκυλώ
|
||
κορακιάζω κορδακίζομαι κορδακίζω κορδελιάζω κορδώνομαι κορδώνω κορεννύομαι
|
||
κορεύω κοριάζω κορνάρω κορνιζάρω κορνιζώνω κοροϊδεύω κορτάρω κορυβαντιώ
|
||
κορυφώνομαι κορυφώνω κορφολογώ κορώνω κοσίζω κοσεύω κοσκινίζω κοσμώ κοστάρω
|
||
κοστολογώ κοτάω κοτσάρω κοτώ κουβαλάω κουβαλώ κουβαριάζω κουβεντιάζω κουβιαίνω
|
||
κουδουνίζω κουζουλαίνω κουκουλώνομαι κουκουλώνω κουλάρω κουλαίνω κουλαντρίζω
|
||
κουλουριάζω κουμαντάρω κουμπαριάζω κουμπώνω κουνάω κουνιέμαι κουντώ κουνώ
|
||
κουράζω κουράρω κουρδίζομαι κουρδίζω κουρελιάζω κουρεύομαι κουρεύω
|
||
κουρνιάζω κουρντίζω κουρσεύω κουρταλώ κουτιαίνω κουτουλίζω κουτουλώ κουτουπώνω
|
||
κουτρουβαλώ κουτρώ κουτσαίνω κουτσοκαταφέρνω κουτσομπολεύω κουτσομπολιάζω
|
||
κουτσοπερπατώ κουτσουλίζω κουτσουλώ κουτσουρεύω κουφίζω κουφαίνω κουφοβράζω
|
||
κοφινιάζω κοφώνω κοχλάζω κοχλιώνω κοψομεσιάζομαι κοψομεσιάζω κοψοχολιάζω κράζω
|
||
κρέμομαι κρέμουμαι κρένω κρίνομαι κρίνω κραίνω κραδαίνω κρασάρω κρασοπίνω
|
||
κραταιώνω κρατιέμαι κρατικοποιούμαι κρατικοποιώ κρατούμαι κρατύνω κρατώ
|
||
κρεβατώνομαι κρεβατώνω κρεμάω κρεμιέμαι κρεμνώ κρεμώ κρεουργώ κρεοφαγώ κρεπάρω
|
||
κρηπιδώνω κρησαρίζω κριθαρίζω κριματίζομαι κριματίζω κριτικάρω κριτσανίζω
|
||
κροταλίζω κροτώ κρουσταλλιάζω κρουστοϋφαίνω κρούω κρυολογώ κρυπτογραφώ
|
||
κρυσταλλώνω κρυφακούω κρυφογελώ κρυφοκαίω κρυφοκαμαρώνω κρυφοκοιτάζομαι
|
||
κρυφοκοιτάω κρυφοκοιτιέμαι κρυφοκοιτώ κρυφομιλώ κρυφοσμίγω κρυώνω κρύβομαι
|
||
κρύπτω κρώζω κτίζω κτενίζω κτερίζω κτηνοβατώ κτυπάω κτυπιέμαι κτυπώ κτώμαι
|
||
κυβερνάω κυβερνιέμαι κυβερνώ κυβερνώμαι κυβεύω κυκλοφορώ κυκλώνω κυλάω κυλίω
|
||
κυλινδρώνω κυλινδώ κυλώ κυμαίνομαι κυματίζω κυμβαλίζω κυνηγώ κυοφορώ κυριαρχώ
|
||
κυριεύω κυριολεκτώ κυριολεχτώ κυρτώνω κυρώ κυρώνω κωδικοποιώ κωδωνίζω
|
||
κωκύω κωλοβαράω κωλοβαρώ κωλοκάθομαι κωλοφιλώ κωλυσιεργώ κωλύομαι κωλύω κωλώνω
|
||
κωπηλατώ κωφεύω κόβομαι κόβω κόπτομαι κόπτω κόφτω κύκλω κύπτω κύρω λάμνω λάμπω
|
||
λέγω λέω λήγω λαβαίνω λαβατώνω λαβώνω λαγαρίζω λαγγεύω λαγιάζω λαγνοκοιτώ
|
||
λαγοκοιμάμαι λαγχάνω λαδομπογιαντίζω λαδομπογιατίζω λαδώνω λαθεύω λαθρακιάζω
|
||
λαθροταξιδεύω λακίζω λακτίζω λακωνίζω λακώ λαλώ λαμβάνομαι λαμβάνω λαμινάρω
|
||
λαμπικάρω λαμποκοπάω λαμποκοπώ λαμπρύνω λαμπυρίζω λαναρίζω λανθάνω λανσάρω
|
||
λαπαδιάζω λαρυγγίζω λασκάρω λασπιάζω λασποκυλιέμαι λασπολογώ λασπώνω λατινίζω
|
||
λατρεύω λαφιάζω λαφυραγωγώ λαχαίνω λαχανιάζω λαχταρίζω λαχταρώ λαϊκίζω λείπω
|
||
λεβάρω λεηλατώ λειαίνω λειτουργιέμαι λειτουργούμαι λειτουργώ λειχηνιάζω
|
||
λειώνω λεκιάζω λεξιθηρώ λεξικογραφώ λεοντοποιώ λεπταίνω λεπτολογώ λεπτύνω
|
||
λερώνω λεσβιάζω λευκάζω λευκαίνω λευκοφορώ λευτερώνω λευχειμονώ λημεριάζω
|
||
λημματολογώ λησμονάω λησμονώ ληστεύω ληστοκρατούμαι λιάζομαι λιάζω λιανίζω
|
||
λιανοκόβω λιβανίζω λιβελογραφώ λιγδιάζω λιγδώνω λιγνεύω λιγοθυμώ λιγοστεύω
|
||
λιγοψυχώ λιγώνομαι λιγώνω λιθοβολώ λιθογραφώ λιθοδομώ λιθολογώ λιθοστρώνω
|
||
λικνίζω λιμάζω λιμάρω λιμνάζω λιμοκτονώ λιμπίζομαι λιμώττω λιντσάρω λιοτρίβω
|
||
λιποθυμάω λιποθυμώ λιποτακτώ λιποταχτώ λιποψυχώ λιτανεύω λιχνίζω λιχνεύομαι
|
||
λιώνω λογίζομαι λογαριάζομαι λογαριάζω λογγώνω λογιάζομαι λογιάζω λογιέμαι
|
||
λογικεύω λογιοτατίζω λογογραφώ λογοδοτώ λογοκλέπτω λογοκλοπώ λογοκρίνω
|
||
λογοπαικτώ λογοφέρνω λογυρνάω λογχίζω λογχεύω λοιδορώ λοξεύω λοξοδρομώ
|
||
λουλουδίζω λουλουδιάζω λουπάρω λουσάρω λουσαρίζω λουστράρω λουφάζω λουφάρω
|
||
λούζω λούω λυγίζω λυγιέμαι λυγώ λυμαίνομαι λυντσάρω λυπάμαι λυπούμαι λυποῦμαι
|
||
λυσσάζω λυσσιάζω λυσσομανώ λυσσώ λυτρώνομαι λυτρώνω λωβιάζω λωλαίνω λύνομαι
|
||
λύω μάμνω μάχομαι μέλει μέλλω μέλπω μέμφομαι μένω μίσγω μαίνομαι μαγαρίζω
|
||
μαγγώνομαι μαγγώνω μαγειρεύομαι μαγειρεύω μαγεύομαι μαγεύω μαγκεύω μαγκώνω
|
||
μαγνητίζω μαγνητοσκοπούμαι μαγνητοσκοπούμαι μαγνητοσκοπώ μαγνητοφωνώ μαδάω
|
||
μαζεύομαι μαζεύω μαζώνω μαζώχνω μαθαίνω μαθεύομαι μαθητεύω μαθητιώ μαιεύομαι
|
||
μακαρίζω μακαρονίζω μακελεύω μακιγιάρομαι μακιγιάρω μακραίνω μακρηγορώ
|
||
μακροθυμώ μακρολογώ μακρύνω μαλάζω μαλάσσω μαλαγρώνω μαλακίζομαι μαλακώνομαι
|
||
μαλαματοκαπνίζομαι μαλαματοκαπνίζω μαλαματώνω μαλαμοκαπνίζω μαλθακώνω μαλλιάζω
|
||
μαλώνω μανίζω μανατζάρω μανθάνω μανιάζω μανικώνω μανιπουλάρω μανιώνω
|
||
μαντάρω μανταλώνω μαντατεύω μαντεύω μαντιλοδένομαι μαντρίζω μαντρώνω
|
||
μαραίνομαι μαραίνω μαραγκιάζω μαραζιάζω μαραζώνω μαργώνω μαρινάρω μαρκάρω
|
||
μαρκαλίζω μαρκαλώ μαρμαίρω μαρμαρώνω μαρσάρω μαρτυράω μαρτυρώ μασάω μασιέμαι
|
||
μασουλάω μασουλίζω μασουλιέμαι μασουλώ μασουρίζω μαστίζω μαστιγώνω μαστιχώνω
|
||
μαστουριάζω μαστουρώνω μασώ μασώμαι ματίζω ματαέρχομαι ματαβλέπω ματαγυρίζω
|
||
ματαιοδοξώ ματαιολογώ ματαιοπονώ ματαιοφρονώ ματαιώνω ματιάζω ματοκυλίζω
|
||
ματώνω μαυλάω μαυλίζω μαυρίζω μαυρολογώ μαυροφορώ μαχαιρώνομαι μαχαιρώνω
|
||
μαϊνάρω μαϊστραλίζω μεγαλαυχώ μεγαληγορώ μεγαλοπιάνομαι μεγαλοποιούμαι
|
||
μεγαλοπραγμονώ μεγαλορρημονώ μεγαλουργώ μεγαλοφέρνω μεγαλοφρονώ μεγαλύνω
|
||
μεγαλώνω μεγεθύνω μεγιστοποιούμαι μεγιστοποιώ μεθάω μεθερμηνεύω μεθοδεύω
|
||
μεθορμίζω μεθύσκομαι μεθύσκω μεθύω μεθώ μειγνύω μειδιώ μειοδοτώ μειονεκτώ
|
||
μειοψηφώ μειώνω μελαίνω μελαγχολώ μελανειμονώ μελανηφορώ μελανιάζω μελανώνω
|
||
μελετώ μελετώμαι μελοδραματοποιώ μελοποιώ μελωδώ μελώνω μεμψιμοιρώ μερίζω
|
||
μερεμετίζω μερεύω μεριάζω μερικεύω μεριμνώ μεροληπτώ μερώνω
|
||
μεσημεριάζει μεσημεριάζω μεσιτεύω μεσοκόβω μεσολαβώ μεσουρανώ μεστώνω μεσώ
|
||
μετέρχομαι μετέχω μεταβάλλομαι μεταβάλλω μεταβαίνω μεταβαπτίζω μεταβιβάζω
|
||
μεταβολίζω μεταγγίζομαι μεταγγίζω μεταγλωττίζομαι μεταγλωττίζω μεταγράφομαι
|
||
μεταγραμματίζω μεταγυρίζω μεταδίδομαι μεταδίδω μεταδίνω μεταδιεγείρω μεταθέτω
|
||
μετακινούμαι μετακινώ μετακομίζω μεταλαβαίνω μεταλαμβάνω μεταλαμπαδεύω
|
||
μεταλλάσσομαι μεταλλάσσω μεταλλεύω μεταμελούμαι μεταμισθώνω μεταμορφώνομαι
|
||
μεταμοσχεύομαι μεταμοσχεύω μεταμφίεση μεταμφιέζομαι μεταμφιέζω μεταναστεύω
|
||
μετανοώ μεταπίπτω μεταπείθομαι μεταπείθω μεταπηδώ μεταπλάθω μεταπλάσσω
|
||
μεταποιώ μεταπουλάω μεταπουλώ μεταπωλούμαι μεταπωλώ μεταραιώνω μεταρρυθμίζομαι
|
||
μεταρσιώνομαι μεταρσιώνω μετασκευάζομαι μετασκευάζω μετασταθμεύω
|
||
μεταστοιχειώνω μεταστρέφομαι μεταστρέφω μεταστρατοπεδεύω μετασχηματίζομαι
|
||
μετατάσσομαι μετατάσσω μετατίθεμαι μετατοπίζομαι μετατοπίζω μετατρέπω
|
||
μεταφέρνω μεταφέρομαι μεταφέρω μεταφορτώνω μεταφράζομαι μεταφράζω
|
||
μεταφυτεύω μεταχειρίζομαι μεταχρωματίζω μετεγγράφομαι μετεγγράφω
|
||
μετεκπαιδεύω μετεμφυτεύομαι μετεμψυχώνομαι μετεμψυχώνω μετενσαρκώνομαι
|
||
μετενσωματώνω μετεξελίσσομαι μετεπιβιβάζω μετεωρίζομαι μετεωρίζω μετοικίζω
|
||
μετονομάζομαι μετονομάζω μετουσιώνω μετοχετεύω μετράω μετριάζομαι μετριάζω
|
||
μετριοφρονώ μετρώ μεφιτίζω μηδίζω μηδενίζομαι μηδενίζω μηκύνω μηκώμαι μηλοβολώ
|
||
μηνύομαι μηνύω μηνώ μηρυκάζω μηχανεύομαι μηχανογραφώ μηχανοποιώ
|
||
μηχανοργανώνω μηχανορραφώ μηχανώμαι μιαίνομαι μιαίνω μικιάρω μικραίνω
|
||
μικροδείχνω μικρολογώ μικροπαντρεύομαι μικροπαντρεύω μικροφέρνω μικρύνω μιλάω
|
||
μιλώ μιμούμαι μινάρω μινυρίζω μιξάρω μισανοίγω μισεύω μισθοδοτώ μισθώνομαι
|
||
μισοκοιμάμαι μισοτελειώνω μισούμαι μισώ μνέσκω μνημονεύομαι μνημονεύω
|
||
μνηστεύομαι μνηστεύω μοιάζω μοιράζομαι μοιράζω μοιραίνω μοιρολογώ μοιχεύω
|
||
μολέρνω μολεύομαι μολεύω μολογώ μολυβώνω μολύνομαι μολύνω μομιοποιώ μονάζω
|
||
μονιάζω μονιμοποιούμαι μονιμοποιώ μονογράφομαι μονογράφω μονογραφώ μονοδρομώ
|
||
μονολογώ μονομαχώ μονοπωλούμαι μονοπωλώ μοντάρω μοντερνίζω μονώνομαι μονώνω
|
||
μορφοποιούμαι μορφοποιώ μορφοτυπώ μορφώνομαι μορφώνω μοσκοβολώ μοσκομυρίζω
|
||
μοστράρω μοσχεύω μοσχοβολώ μοσχομυρίζω μοσχοπληρώνω μοσχοπουλιέμαι μοσχοπουλώ
|
||
μουγγαίνω μουγκαίνομαι μουγκαίνω μουγκανίζω μουγκρίζω μουδιάζω μουζώνομαι
|
||
μουκανίζω μουλαρώνω μουλιάζω μουλώνω μουλώχνω μουμιοποιούμαι μουμιοποιώ
|
||
μουνουχίζω μουντάρω μουνταίνω μουντζαλώνομαι μουντζαλώνω μουντζουρώνομαι
|
||
μουντζώνομαι μουντζώνω μουραίνω μουρλαίνομαι μουρλαίνω μουρμουράω μουρμουρίζω
|
||
μουρτζουφλώ μουσκεύομαι μουσκεύω μουσκλιάζω μουσουργώ μουστώνω μουτεύω
|
||
μουτρώνω μουφλουζεύω μουχλιάζω μουχρώνει μουχρώνω μοχθώ μοχλεύω μοχτώ μπάζω
|
||
μπήγω μπήζω μπήχνω μπαίνω μπαγδαντίζω μπαγδατίζω μπαγιατίζω μπαγιατεύω
|
||
μπαζώνω μπαινοβγαίνω μπακιρώνω μπαλαμουτιάζω μπαλαντζάρω μπαλσαμώνω μπαλωτάρω
|
||
μπαλώνω μπαμπακιάζω μπαμπουλώνω μπανίζω μπανιάρομαι μπανιάρω μπανιαρίζω
|
||
μπαρκάρω μπαρουτιάζω μπασταρδεύομαι μπασταρδεύω μπαστουρώνω μπατάρω μπατίρω
|
||
μπατιρίζω μπατσίζω μπαφιάζω μπαϊλντίζω μπαϊλντώ μπεγλερίζω μπεγλερώ μπεζεράω
|
||
μπεκρολογάω μπεκρολογώ μπεκροπίνω μπεκρουλιάζω μπεμπεκίζω μπερδεύομαι μπερδεύω
|
||
μπιζάρω μπιμπικιάζω μπιμπιλώνω μπινεύω μπιρμπιλίζω μπιτίζω μπιφτεκώνω
|
||
μπλέκω μπλαβίζω μπλανσάρω μπλαστρώνομαι μπλαστρώνω μπλοκάρω μπλοφάρω
|
||
μπογιατίζομαι μπογιατίζω μποδίζω μπολεύω μπολιάζομαι μπολιάζω μπολικαίνω μπορώ
|
||
μποσκάρω μποτζάρω μποτιλιάρω μποτσάρω μπουγαδιάζω μπουγελώνω μπουζουριάζω
|
||
μπουκετάρω μπουκώνομαι μπουκώνω μπουμπουκιάζω μπουμπουνίζει μπουμπουνίζω
|
||
μπουρδουκλώνομαι μπουρδουκλώνω μπουρινιάζω μπουσουλάω μπουσουλίζω μπουσουλώ
|
||
μποχάρω μποϊκοτάρω μποϋκοτάρω μπρουμουτίζω μυγιάζομαι μυζώ μυθιστοριογραφώ
|
||
μυθογραφώ μυθολογώ μυθοποιούμαι μυθοποιώ μυκτηρίζω μυκώμαι μυξιάζω μυξοκλαίω
|
||
μυρίζομαι μυρίζω μυριαναστενάζω μυρμηγκιάζω μυρμηκιώ μυρώνω μυσταγωγώ μυστρίζω
|
||
μυωπάζω μυώ μωλωπίζομαι μωλωπίζω μωραίνομαι μωραίνω μωρολογώ μωρουδίζω μύρομαι
|
||
νέμομαι νέμω νέω νίβομαι νίβω νίπτω νίφτω νανουρίζομαι νανουρίζω ναρκισσεύομαι
|
||
ναρκοθετώ ναρκώνομαι ναρκώνω ναυαγώ ναυλοχώ ναυλώνομαι ναυλώνω ναυμαχώ
|
||
ναυπηγοκατασκευαστικός ναυπηγούμαι ναυπηγώ ναυτίλλομαι ναυτολογώ νεάζω
|
||
νεανίζω νεκατσιώ νεκρανασταίνομαι νεκρανασταίνω νεκροστολίζω νεκροφιλώ
|
||
νεκρώνω νεοσσεύω νεροβράζω νερουλιάζω νερώνω νετάρω νευριάζω νεφελοβατώ
|
||
νεωλκώ νεωτερίζω νεύω νηνεμώ νηολογώ νηπιάζω νηπιοβαπτίζω νηστεύω νιαουρίζω
|
||
νικιέμαι νικώ νικῶ νιτροποιώ νιώθω νιώνω νογάω νογώ νοηματοδοτώ νοθεύομαι
|
||
νοιάζει νοιάζομαι νοικιάζομαι νοικιάζω νοικοκερεύω νοικοκυρεύομαι νοικοκυρεύω
|
||
νομίζω νομαρχώ νοματίζω νομιμοποιούμαι νομιμοποιώ νομισματοποιώ νομοθετούμαι
|
||
νοούμαι νοσηλεύομαι νοσηλεύω νοσταλγώ νοστιμίζω νοστιμεύομαι νοστιμεύω
|
||
νοσώ νοτίζω νουθετώ νουνίζω νοώ νταβραντίζω νταγιαντίζω νταγιαντώ ντακέρνω
|
||
νταντεύω νταραβερίζομαι ντελαλώ ντελαπάρω ντεμπουτάρω ντεραπάρω ντερλικώνω
|
||
ντοπάρω ντουμανιάζω ντουμπλάρω ντουφεκίζομαι ντουφεκίζω ντουχιουντίζω
|
||
ντρεσάρω ντροπιάζομαι ντροπιάζω ντύνομαι ντύνω ντώνω νυγματίζω νυκτερεύω
|
||
νυμφεύομαι νυμφεύω νυμφοστολίζω νυστάζω νυφοστολίζω νυχιάζω νυχτερεύω
|
||
νυχτοπερπατώ νυχτώνει νυχτώνομαι νυχτώνω νωχελεύω ξέρω ξέω ξαίνω ξαγγρίζω
|
||
ξαγκιστρώνομαι ξαγκιστρώνω ξαγναντεύω ξαγορεύω ξαγρυπνώ ξαδιαντροπεύομαι
|
||
ξαλέθω ξαλαφρώνω ξαλεγράρω ξαλλάζω ξαλμυρίζω ξαμολάω ξαμολιέμαι ξαμολώ ξαμώνω
|
||
ξανάρχομαι ξανάφτω ξαναβάζω ξαναβάφω ξαναβγάζω ξαναβλέπω ξαναβράζω ξαναβρίσκω
|
||
ξαναγαπώ ξαναγεμίζω ξαναγεννιέμαι ξαναγεννιούμαι ξαναγράφω ξαναγυρίζω
|
||
ξαναδίνω ξαναδείχνω ξαναδιαβάζω ξαναδοκιμάζω ξαναενώνω ξαναεφαρμόζω
|
||
ξαναζωντανεύω ξαναθυμάμαι ξαναθυμίζω ξανακάνω ξανακαλώ ξανακερδίζω
|
||
ξανακοιμάμαι ξανακούω ξανακτίζω ξανακτυπώ ξανακυκλοφορώ ξανακυλώ ξαναλέγω
|
||
ξαναλογαριάζω ξαναμιλώ ξαναμοιράζω ξαναμπαίνω ξαναμωραίνομαι ξανανάβω
|
||
ξανανιώνω ξανανταμώνω ξαναξεκινώ ξαναπέφτω ξαναπαίρνω ξαναπαντρεύομαι
|
||
ξαναπιάνω ξαναπληρώνω ξαναρίχνω ξαναρχίζω ξαναρχινώ ξαναρωτώ ξανασαίνω
|
||
ξανασπρώχνομαι ξαναστήνω ξαναστρώνω ξανατοποθετούμαι ξανατρέχω ξανατυπώνω
|
||
ξαναφέρνω ξαναφαίνομαι ξαναφεύγω ξαναφορμάρω ξαναφορτώνω ξαναφορώ ξαναφουντώνω
|
||
ξαναχρησιμοποιώ ξαναχτίζω ξαναχτυπώ ξαναϋιοθετώ ξανεμίζω ξανθίζω ξανθαίνω
|
||
ξανοίγω ξανταίνω ξαντιμεύω ξαπλάρω ξαπλώνομαι ξαπλώνω ξαπολνώ ξαπολώ
|
||
ξαποστέλνω ξαποσταίνω ξαραχνιάζω ξαργώ ξαρματώνω ξαρμυρίζω ξαρραβωνιάζω
|
||
ξαστερώνω ξαστοχώ ξαφνίζω ξαφνιάζομαι ξαφνιάζω ξαφρίζω ξεαποφασίζω ξεβάφω
|
||
ξεβγάζομαι ξεβγάζω ξεβγάνω ξεβγαίνω ξεβιδώνω ξεβιράρω ξεβλασταρώνω ξεβλαστώνω
|
||
ξεβουλώνω ξεβουτυρώνω ξεβράζω ξεβρακώνω ξεβρομίζω ξεγίνομαι ξεγαντζώνω
|
||
ξεγελιέμαι ξεγελώ ξεγεννώ ξεγιβεντίζω ξεγλιστρώ ξεγνοιάζω ξεγοφιάζω ξεγράφω
|
||
ξεγυμνώνω ξεγυρίζω ξεδένω ξεδίνω ξεδιακρίνω ξεδιαλέγω ξεδιαλύνω ξεδικιούμαι
|
||
ξεδιψώ ξεδολώνω ξεδοντιάζομαι ξεδοντιάζω ξεζαλίζομαι ξεζαλίζω ξεζεύω ξεζουμάρω
|
||
ξεζώνω ξεθάβω ξεθάφτω ξεθαμπώνω ξεθαρρεύω ξεθεμελιώνω ξεθεώνω ξεθηκαρώνω
|
||
ξεθολώνω ξεθυμαίνω ξεθυμώνω ξεκάνω ξεκίνα ξεκαβαλικεύω ξεκαθαρίζω ξεκακιώνω
|
||
ξεκαλουπώνω ξεκαλτσώνω ξεκαμπίζω ξεκαπακώνω ξεκαπελώνω ξεκαπιστρώνω ξεκαπνίζω
|
||
ξεκαρφιτσώνω ξεκαρφώνω ξεκατινιάζω ξεκινάω ξεκινώ ξεκλέβω ξεκλειδώνομαι
|
||
ξεκληρίζομαι ξεκληρίζω ξεκλωσώ ξεκοιλιάζομαι ξεκοιλιάζω ξεκοκαλίζομαι
|
||
ξεκολλώ ξεκουμπίζομαι ξεκουμπώνομαι ξεκουμπώνω ξεκουράζομαι ξεκουράζω
|
||
ξεκουρντίζω ξεκουτιαίνω ξεκουφαίνω ξεκρίνω ξεκρεμώ ξεκωλώνω ξεκόβω ξεκόφτω
|
||
ξελαγαρίζω ξελαιμιάζομαι ξελαιμιάζω ξελακκώνω ξελαμπικάρω ξελαρυγγίζομαι
|
||
ξελασκάρω ξελασπώνω ξελαφάσω ξελαφρώνω ξελειτουργώ ξελεπίζω ξελεπιάζω
|
||
ξελιγώνω ξελογγώνω ξελογιάζω ξεμένω ξεμαγαρίζω ξεμαθαίνω ξεμακραίνω ξεμαλλιάζω
|
||
ξεμασκαλίζω ξεμασκαρεύω ξεματιάζω ξεμαυλίζω ξεμεσημέριασμα ξεμεσημεριάζω
|
||
ξεμοναχιάζω ξεμοντάρω ξεμουδιάζω ξεμουχλιάζω ξεμπαρκάρω ξεμπαστουρώνω
|
||
ξεμπλέκω ξεμπλοκάρω ξεμπουκάρω ξεμπρατσώνομαι ξεμπροστιάζω ξεμυαλίζω
|
||
ξεμυτίζω ξεμυτώ ξεμωραίνομαι ξεμωραίνω ξενίζω ξεναγούμαι ξεναγώ ξενερίζω
|
||
ξενηλατώ ξενιτεύομαι ξενοδουλεύω ξενοιάζω ξενοικιάζω ξενοκοιμάμαι
|
||
ξενοκοιτάζω ξενοκρατούμαι ξενοπλένω ξενοράβω ξεντερίζω ξεντύνομαι ξεντύνω
|
||
ξενυχιάζω ξενυχτάω ξενυχτίζω ξενυχτώ ξεπέφτω ξεπαίρνομαι ξεπαγιάζω ξεπαγώνω
|
||
ξεπαλουκώνω ξεπαραδιάζω ξεπαραλώ ξεπαρθενεύω ξεπαρθενιάζω ξεπαστρεύω
|
||
ξεπατώνομαι ξεπατώνω ξεπεζεύω ξεπερνώ ξεπετάγομαι ξεπετιέμαι ξεπετώ ξεπηδώ
|
||
ξεπλέκω ξεπλένομαι ξεπλένω ξεπλανεύω ξεπλατίζω ξεπληρώνω ξεπλύνω
|
||
ξεποδαριάζω ξεπορτίζω ξεπουλώ ξεπουπουλιάζω ξεπροβάλλω ξεπροβαίνω ξεπροβαδίζω
|
||
ξεπροβοδίζω ξεπροβοδώ ξεπροβοδώνω ξερίχνω ξεραίνομαι ξεραίνω ξεριζώνομαι
|
||
ξερνάω ξερνοβολώ ξερνώ ξεροβήχω ξεροκαταπίνω ξεροκοκκινίζω ξεροσταλιάζω
|
||
ξεροψήνομαι ξεροψήνω ξεσέρνω ξεσαβουρώνω ξεσαλώνω ξεσαμαρώνω ξεσβερκιάζομαι
|
||
ξεσελώνω ξεσηκώνομαι ξεσηκώνω ξεσκάζω ξεσκάω ξεσκίζομαι ξεσκίζω ξεσκαλίζω
|
||
ξεσκαρτάρω ξεσκατίζω ξεσκατώνω ξεσκεπάζω ξεσκλαβώνω ξεσκολίζω ξεσκονίζω
|
||
ξεσκουντώ ξεσκουριάζω ξεσκουφώνομαι ξεσκουφώνω ξεσπάζω ξεσπάω ξεσπαθώνω
|
||
ξεσποριάζω ξεσπώ ξεσταχυάζω ξεστηθώνομαι ξεστηθώνω ξεστολίζω ξεστομίζω
|
||
ξεστραβώνω ξεστρατίζω ξεστρώνομαι ξεστρώνω ξεσυνερίζομαι ξεσυννεφιάζω
|
||
ξεσφίγγω ξεσφραγίζω ξεσχίζω ξεσύρω ξεταπώνω ξετελεύω ξετεντώνω ξετιμώ ξετινάζω
|
||
ξετρελαίνω ξετρυπάω ξετρυπώνω ξετσιπώνομαι ξετυλίγομαι ξετυλίγω ξευτελίζω
|
||
ξεφαντώνω ξεφεύγω ξεφιτιλίζω ξεφιτιλώ ξεφλουδίζομαι ξεφλουδίζω ξεφορμάρω
|
||
ξεφορτώνω ξεφουρνίζω ξεφουσκώνομαι ξεφουσκώνω ξεφράζω ξεφτίζω ξεφτιλίζομαι
|
||
ξεφτώ ξεφυλλίζω ξεφυσώ ξεφυτρώνω ξεφωνίζω ξεφωνώ ξεχάνω ξεχέζω ξεχαρβαλώνομαι
|
||
ξεχειλίζω ξεχειλώνω ξεχειμάζω ξεχειμωνιάζω ξεχειρίζω ξεχερσώνω ξεχνάω
|
||
ξεχνώ ξεχολιάζω ξεχοντρίζω ξεχορταριάζω ξεχρεώνομαι ξεχρεώνω ξεχωνιάζω
|
||
ξεχύνομαι ξεχύνω ξεχώνομαι ξεχώνω ξεψαρώνω ξεψαχνίζω ξεψειρίζω ξεψυχώ ξεϊδρώνω
|
||
ξεύρω ξηγώ ξηλώνω ξημαρίζω ξημεροβραδιάζομαι ξημερώνει ξημερώνομαι ξημερώνω
|
||
ξιδιάζω ξινίζω ξιπάζομαι ξιπάζω ξιπολιέμαι ξιφομαχώ ξιφουλκώ ξοδεύομαι ξοδεύω
|
||
ξολοθρεύω ξομολογιέμαι ξομολογώ ξομπλιάζω ξορκίζω ξουραφίζω ξοφλάω ξυλίζω
|
||
ξυλιάζω ξυλογραφώ ξυλοκοπώ ξυλουργώ ξυλοφορτώνομαι ξυλοφορτώνω ξυπνώ
|
||
ξυπολυέμαι ξυρίζω ξυραφίζομαι ξυραφίζω ξυστρίζω ξωμένω ξύνομαι ξύνω ξύπνα ξύω
|
||
οβελίζομαι οβελίζω ογκανίζω ογκούμαι ογκώμαι ογκώνομαι ογκώνω ογραίνω οδεύω
|
||
οδηγούμαι οδηγώ οδοιπορώ οδοστρώνω οδύρομαι οζονίζω οζοντίζω
|
||
οιακίζω οιακοστροφώ οικίζω οικειοποιούμαι οικειούμαι οικειώνομαι οικοδομούμαι
|
||
οικοκυρεύω οικονομώ οικοπεδοποιώ οικουρώ οικτίρω οικώ οιμώζω οιστρηλατούμαι
|
||
οιωνίζομαι οιωνοσκοπώ οκνεύω οκνώ οκταπλασιάζω ολιγοπιστώ ολιγοστεύω ολιγοψυχώ
|
||
ολισθαίνω ολοκληρώνομαι ολοκληρώνω ολολύζω ολοφύρομαι ομαδοποιώ ομαλίζω
|
||
ομαλοποιώ ομαλύνω ομιλώ ομνύω ομογνωμονώ ομοδοξώ ομοιάζω ομοιοκαταληκτώ
|
||
ομοιώνω ομολογώ ομονοώ ομορφαίνω ομοσιτώ ομοφηφώ ομοφρονώ ομοφωνώ ομπυάζω
|
||
ομόνω ονειδίζω ονειρεύομαι ονειριάζομαι ονειροβατώ ονειροπολώ ονειρώττω
|
||
ονομάζω ονοματίζω ονοματοθετώ ονοματοποιώ οντουλάρω οξειδοφωσφορυλιώνω
|
||
οξειδώνω οξεοποιώ οξιδώνομαι οξιδώνω οξυγονοκολλώ οξυγονώ οξυγονώνω οξυτονώ
|
||
οπαλίζω οπισθογραφώ οπισθοδρομώ οπισθοχωρώ οπλίζομαι οπλίζω οπλομαχώ οπλοφορώ
|
||
ορέγομαι ορίζομαι ορίζω οραματίζομαι οργίζομαι οργίζω οργανώνομαι οργανώνω
|
||
οργώ οργώνομαι οργώνω ορειχαλκώνω ορθιάζω ορθογραφώ ορθοποδίζω ορθοποδώ
|
||
ορθοτονώ ορθοφρονώ ορθώνομαι ορθώνω οριζοντιώνομαι οριζοντιώνω οριοθετούμαι
|
||
οριστικοποιούμαι οριστικοποιώ ορκίζομαι ορκίζω ορκοδοτώ ορκωμοτώ ορμάω ορμίζω
|
||
ορμηνεύω ορμώ ορμώμαι οροθετώ ορρωδώ ορτσάρω ορφανίζω ορφανεύω ορχούμαι ορύσσω
|
||
ορώ οσμίζομαι οστεοποιώ οστεώνομαι οστεώνω οσφραίνομαι ουρανοβατώ ουριοδρομώ
|
||
ουρώ ουσιαστικοποιούμαι οφείλομαι οφείλω οχεύω οχλοκρατούμαι οχταπλασιάζω
|
||
οχυρώνω πάγω πάλλομαι πάλλω πάσχω πάω πέλω πέμπομαι πέμπω πένομαι πέποιθα
|
||
πέρδομαι πέτομαι πέφτω πήζω πίνω πίπτω πίπτω παίζομαι παίζω παίρνομαι παίρνω
|
||
πααίνω παγαίνω παγανίζω παγιδεύομαι παγιδεύω παγιοποιώ παγιώνομαι παγιώνω
|
||
παγοδρομώ παγοποιώ παγουδιάζω παγουδιώ παγώνω παζαρεύω παθαίνω παθητικοποιώ
|
||
παθοπλαντάζω παιανίζω παιγνιδίζω παιδαγωγώ παιδεύω παιδιακίζω παιδιαρίζω
|
||
παιδοποιώ παιζογελώ παινεύομαι παινεύω παινώ παιχνιδίζω παιχνιδιαρίζω πακετάρω
|
||
πακτώνω παλαίω παλαβώνω παλαιώνομαι παλαιώνω παλαμίζω παλαντζάρω παλεύω
|
||
παλινδρομώ παλιννοστώ παλινορθώνομαι παλινορθώνω παλινωδώ παλιώνομαι παλιώνω
|
||
παλουκώνω πανάρω πανίζω πανηγυρίζω πανθομολογούμαι πανιάζω πανικοβάλλομαι
|
||
πανουκλιάζω παντέχω παντελονιάζω παντρεύομαι παντρεύω παντρολογιέμαι
|
||
παντρολογώ παξιμαδιάζω παπαγαλίζω παπαδοκρατούμαι παπαριάζω παπλώνω
|
||
παπουτσώνω παράγομαι παράγω παράκειμαι παρέλκω παρέρχομαι παρέχομαι παρέχω
|
||
παραέχω παραβάλλομαι παραβάλλω παραβαίνω παραβαραίνω παραβαρύνω παραβγαίνω
|
||
παραβλάπτω παραβλέπομαι παραβράζω παραγίνομαι παραγγέλλομαι παραγγέλλω
|
||
παραγεμίζομαι παραγεμίζω παραγεράζω παραγερνώ παραγιομίζω παραγκωνίζομαι
|
||
παραγνωρίζομαι παραγνωρίζω παραγοντοποιούμαι παραγοντοποιώ παραγράφομαι
|
||
παραγραμματίζω παραδέρνω παραδέχομαι παραδίδεται παραδίδομαι παραδίδω
|
||
παραδειγματίζομαι παραδειγματίζω παραδειγματολογώ παραδιαβάζω παραδοξολογώ
|
||
παραείμαι παραζαλίζω παραζεσταίνομαι παραζεσταίνω παραθέτω παραθαρρεύω
|
||
παραθερίζω παραθερμαίνομαι παραθερμαίνω παραθυμώνω παραινώ παραιτούμαι παραιτώ
|
||
παρακάθομαι παρακάμπτω παρακάνω παρακαλούμαι παρακαλώ παρακαταθέτω παρακεντώ
|
||
παρακινούμαι παρακινώ παρακλαδεύω παρακμάζω παρακοιμάμαι παρακοιμούμαι
|
||
παρακολουθώ παρακούω παρακρατούμαι παρακρατώ παρακωλύομαι παρακωλύω παραλέω
|
||
παραλαμβάνομαι παραλαμβάνω παραλαντίζω παραλείπω παραληρώ παραλλάζω
|
||
παραλλάσσω παραλληλίζομαι παραλληλίζω παραλογίζομαι παραλογιάζω παραλύω
|
||
παραμακραίνω παραμακρύνω παραμελώ παραμερίζομαι παραμερίζω παραμετροποιώ
|
||
παραμονεύω παραμορφώνω παραμπαίνω παραμπουκώνω παραμυθιάζομαι παραμυθιάζω
|
||
παραμυθούμαι παρανομάζω παρανομιάζω παρανομώ παρανοώ παρανυστάζω παραξενεύομαι
|
||
παραξενιάζω παραξηλώνω παραξοδεύομαι παραξοδεύω παραξοδιάζω παραπέμπομαι
|
||
παραπέφτω παραπίνω παραπαίρνω παραπαίω παραπατώ παραπαχαίνω παραπείθω παραπετώ
|
||
παραπλέω παραπλανιέμαι παραπλανώ παραπλανώμαι παραπληροφορούμαι παραπληροφορώ
|
||
παραποιώ παραπονιέμαι παραπονιούμαι παραπονούμαι παραρίχνω παραρρέω
|
||
παρασέρνω παρασημαίνω παρασημοφορούμαι παρασημοφορώ παρασιτώ παρασιωπώ
|
||
παρασκευάζω παρασπονδώ παραστέκομαι παραστέκω παρασταίνω παραστρατίζω
|
||
παρασύρομαι παρασύρω παρατάσσομαι παρατάσσω παρατίθεμαι παρατείνω
|
||
παρατεντώνω παρατηρώ παρατηρῶ παρατιέμαι παρατιμονιάζω παρατρέπω παρατρέχω
|
||
παρατραβώ παρατρώγω παρατρώω παρατυγχάνω παρατυπώ παρατυπώνω παρατώ παραφέρνω
|
||
παραφθείρω παραφορτώνομαι παραφορτώνω παραφουντώνω παραφουσκώνομαι
|
||
παραφράζω παραφρονώ παραφυλάγω παραφυλάω παραφωνάζω παραφωνώ παραχέζω
|
||
παραχαράσσομαι παραχαράσσω παραχαϊδεύω παραχειμάζω παραχοντραίνω παραχωρούμαι
|
||
παραχώνομαι παραχώνω παραψένω παραψήνω παραωριμάζω παρεδρεύω παρεισάγω
|
||
παρεισφρέω παρεκβαίνω παρεκκλίνω παρεκτείνω παρεκτρέπομαι παρελαύνω
|
||
παρελκύω παρεμβάλλομαι παρεμβάλλω παρεμβαίνω παρεμπίπτω παρεμποδίζω παρεμφαίνω
|
||
παρενθέτω παρεννοώ παρενοχλούμαι παρενοχλώ παρεντίθεμαι παρεξηγιέμαι
|
||
παρεξηγώ παρεπιδημώ παρερμηνεύομαι παρερμηνεύω παρετυμολογώ παρευρίσκομαι
|
||
παριστάνω παριστώ παρκάρω παρκετάρω παρλάρω παροικώ παρομοιάζω παρομοιώνω
|
||
παροξύνω παροπλίζω παροργίζω παρορμώ παρορμώμαι παρορώ παροτρύνω παρουσιάζομαι
|
||
παροχετεύομαι παροχετεύω παρωδούμαι παρωδώ παρωθώ πασάρω πασέρνω πασαλείβω
|
||
πασκάζω πασκίζω πασπαλίζομαι πασπαλίζω πασπατεύγω πασπατεύω πασσαλώνω
|
||
παστρεύγω παστρεύω παστώνω πασχάζω πασχίζω πατάσσομαι πατάσσω πατάω πατεντάρω
|
||
πατικώνω πατινάρω πατριαρχεύω πατριαρχώ πατρονάρω πατσίζω πατσαβουριάζομαι
|
||
παττίζω πατώ πατώνω παφλάζω παχαίνω παχνιάζω παχτώνω παχύνω παύομαι παύω
|
||
πείθω πεδικλώνομαι πεδικλώνω πεδιλώνω πεζεύω πεζογραφώ πεζοδρομώ πεζολογώ
|
||
πεζοπορώ πεθαίνω πεθυμώ πειθαναγκάζομαι πειθαναγκάζω πειθαρχώ πεινάω πεινώ
|
||
πειράζω πειραματίζομαι πειρατεύω πειρώμαι πεισματώνω πεισμώνω πελαγίζω
|
||
πελαγώνω πελεκάω πελεκίζω πελεκιέμαι πελεκώ πελιδνούμαι πενηνταρίζω πενθηφορώ
|
||
πενταπλασιάζω πεντοβολώ περίκειμαι περαίνω περαιώνω περατώνω περδικλώνω
|
||
περεχύνω περεχώ περηφανεύομαι περιάγω περιάπτω περιέρχομαι περιέχω περιίπταμαι
|
||
περιαλείφω περιαρπάζω περιαυγάζω περιαυτολογώ περιβάλλομαι περιβάλλω περιβλέπω
|
||
περιγαμώ περιγελώ περιγλύφω περιγράφομαι περιγράφω περιδένω περιδιαβάζω
|
||
περιδινώ περιδρομιάζω περιελίσσομαι περιελίσσω περιεργάζομαι περιζωννύω
|
||
περιηγούμαι περιθάλπω περιθωριοποιούμαι περιθωριοποιώ περικάμπτω περικαλύπτω
|
||
περικείρω περικλαδεύω περικλείνω περικλείομαι περικλείω περικλύζομαι περικλύζω
|
||
περικυκλώνομαι περικυκλώνω περικόβω περικόπτω περιλάμπω περιλαβαίνω
|
||
περιλαμβάνω περιλούζω περιλούω περιμένω περιμαζεύω περιμαζώνω περιμαντρώνω
|
||
περιορίζομαι περιορίζω περιπίπτω περιπαίζω περιπατώ περιπλέκομαι περιπλέκω
|
||
περιπλανιέμαι περιπλανώμαι περιποιέμαι περιποιούμαι περιποιώ περιπολώ
|
||
περιρράπτω περιρρέω περιρραίνω περισκοπώ περισπώ περισσεύω περιστέλλω
|
||
περιστοιχίζω περιστρέφομαι περιστρέφω περισυλλέγω περισυνάγω περισφίγγω
|
||
περισώζω περισώνω περιτέμνω περιταφρώ περιτειχίζω περιτοιχίζω περιτρέχω
|
||
περιττεύω περιττολογώ περιττώνω περιτυλίγω περιυβρίζω περιφέρομαι περιφέρω
|
||
περιφράζω περιφράσσω περιφρονώ περιφρουρώ περιχέω περιχαράζομαι περιχαράζω
|
||
περιχαράσσω περιχαρακώνομαι περιχαρακώνω περιχρίω περιχρυσώνω περιχύνω περιχώ
|
||
περνιέμαι περνοδιαβαίνω περνώ περονιάζω περπατώ περώ πετάγομαι πεταλουδίζω
|
||
πεταρίζω πετιέμαι πετροβολώ πετρώνω πετσιάζω πετσικάρω πετσοκόβω πετσώνω
|
||
πετώ πηγάζω πηγαίνω πηγαινοέρχομαι πηγαινοφέρνω πηγαινόρχομαι πηδάω πηδαλιουχώ
|
||
πηδώ πηκτωματοποιώ πηλαλάω πηλαλώ πηλοβατώ πιάνομαι πιάνω πιέζομαι πιέζω
|
||
πιθανεύομαι πιθανολογώ πιθηκίζω πιθυμώ πιθώνω πικάρω πικαρίζω πικρίζω
|
||
πικραίνω πικραναστενάζω πικροκαρδίζω πιλαλάω πιλαλώ πιλατεύω πιλοτάρω πιλοφορώ
|
||
πιπίζω πιπερίζω πιπερώνω πιπιλίζω πιπιλώ πιπώνω πιρουνιάζω πισκαλώ πισσώνομαι
|
||
πιστεύω πιστοδοτώ πιστολίζω πιστοποιούμαι πιστοποιώ πιστοχρεώνω πιστώνω
|
||
πισωδρομώ πιτηδεύομαι πιτσιλάω πιτσιλίζω πιτσιλώ πλάθομαι πλάθω πλάσσω πλάττω
|
||
πλέκω πλένομαι πλένω πλέχω πλέω πλήττομαι πλήττω πλαγιάζω πλαγιοδετώ
|
||
πλαγιοδρομώ πλαγιοποδίζω πλαγιοφυλάσσω πλαγιοφυλακώ πλαισιώνομαι πλαισιώνω
|
||
πλακοστρώνω πλακουτσώνω πλακώνομαι πλακώνω πλαλώ πλανάρω πλανίζομαι πλανίζω
|
||
πλανεύω πλανιέμαι πλαντάζω πλαντώ πλανώ πλανώμαι πλασάρομαι πλασάρω
|
||
πλαστικοποιώ πλαστογραφούμαι πλαστογραφώ πλαστοπροσωπώ πλαστουργώ πλαταίνω
|
||
πλατειάζω πλατσουκώνω πλατσουρίζω πλατύνω πλειοδοτώ πλειονοψηφώ πλειοψηφώ
|
||
πλεονάζω πλεονεκτώ πλερώνω πλευρίζω πλευριτώνομαι πλευριτώνω πλευροκοπώ
|
||
πληγώνομαι πληγώνω πληθαίνω πληθύνω πληκτρολογούμαι πληκτρολογώ πλημμυρίζω
|
||
πληροφορούμαι πληροφορώ πληρώ πληρώνομαι πληρώνω πλησιάζω πλιατσικολογώ
|
||
πλισάρω πλοηγώ πλοιαρχώ πλουμίζω πλουτίζω πλουταίνω πλουτώ πλωρίζω πλύνω πνέω
|
||
πνίγω πνευστιώ ποδένω ποδίζω ποδηγετούμαι ποδηγετώ ποδηλατώ ποδοβολώ ποδοκροτώ
|
||
ποδοπατιέμαι ποδοπατούμαι ποδοπατώ ποζάρω ποθώ ποικίλλω ποιμαίνομαι ποιμαίνω
|
||
ποινικοποιούμαι ποινικοποιώ ποιούμαι ποιώ πολεμάω πολεμώ πολεμῶ πολεοδομούμαι
|
||
πολιορκούμαι πολιορκώ πολιτεύομαι πολιτικολογώ πολιτικοποιούμαι πολιτικοποιώ
|
||
πολλαίνω πολλαπλασιάζομαι πολλαπλασιάζω πολτοποιούμαι πολτοποιώ πολυαγαπώ
|
||
πολυγραφούμαι πολυγραφώ πολυκαιρίζω πολυλογώ πολυμιλώ πολυνομίζω πολυξοδιάζω
|
||
πολυπικραίνω πολυπραγμονώ πολυταξιδεύω πολυτεντώνω πολυτονίζω πολυφορτώνω
|
||
πολυχρονάω πολυχρονίζω πολώνομαι πολώνω πομπάρω πομπεύω πομπιάζω πονηρεύομαι
|
||
πονθιάζω πονοκεφαλιάζω πονοκεφαλώ πονοῦμαι ποντάρω ποντίζομαι ποντίζω
|
||
πονώ πονῶ πορίζομαι πορίζω πορδίζω πορεύομαι πορεύω πορθώ πορνεύω πορνογραφώ
|
||
πορτοκαλίζω πορφυρίζω πορφυρώνω ποσάρω ποσοτικοποιώ ποστάρω ποσταίρνω ποτάζω
|
||
ποτίζω πουδράρω πουλάω πουλεύω πουλιέμαι πουλώ πουμώνω πουντιάζω πουριάζω
|
||
πουστίζω πουτανίζω πουτσίζω πράττω πρέπει πρέπω πρήζομαι πρήζω πρήσκω πραΰνω
|
||
πραγματοποιούμαι πραγματοποιώ πραγματώνομαι πραγματώνω πρασινίζω πρατιγάρω
|
||
πρεσάρω πρεσβεύω πριμάρω πριμοδοτούμαι πριμοδοτώ πριονίζομαι πριονίζω
|
||
προάγομαι προάγω προέλκω προέρχομαι προέχει προαίνω προαγγέλλω προαγοράζω
|
||
προαιρούμαι προαισθάνομαι προαλείφομαι προαναγγέλλω προανακρίνω προανακρούω
|
||
προαναφλέγω προαπαγορεύω προαπαιτώ προαπαντώ προαποβιώνω προαποστέλλω
|
||
προαποφασίζω προασκώ προασπίζομαι προασπίζω προασφαλίζω προαφαιρώ προβάλλομαι
|
||
προβάρω προβαίνω προβαδίζω προβιβάζομαι προβιβάζω προβλέπομαι προβλέπω
|
||
προβληματίζω προβοδίζω προβοδώνω προβοκάρω προβούλομαι προγευματίζω προγεύομαι
|
||
προγκάρω προγκάω προγκίζω προγράφω προγραμματίζομαι προγραμματίζω προγυμνάζω
|
||
προδίνω προδιαγράφομαι προδιαγράφω προδιαθέτω προδιατίθεμαι προδικάζω
|
||
προειδοποιούμαι προειδοποιώ προεικάζω προεισπράττω προεκβάλλω προεκλέγω
|
||
προεκτυπώνω προελέγχω προελαύνω προεμβάζω προενεργώ προεξάγω προεξάρχω
|
||
προεξοφλώ προετοιμάζομαι προετοιμάζω προηγούμαι προθερμαίνομαι προθερμαίνω
|
||
προικίζω προικοδοτώ προικοθηρώ προκάθημαι προκάνω προκαθορίζω προκαλούμαι
|
||
προκαλώ προκαταβάλλω προκαταλαμβάνω προκαταρτίζω προκατασκευάζω προκηρύσσω
|
||
προκινδυνεύω προκρίνομαι προκρίνω προκόβω προκόφτω προκύπτω προλέγω προλαβαίνω
|
||
προλειαίνω προλογίζω προμαντεύω προμαχώ προμελετώ προμηθεύομαι προμηθεύω
|
||
προμηνώ προμισθώνω προμοτάρω προνευστάζω προνεύω προνοώ προξενεύω προξενώ
|
||
προοιμιάζομαι προοιμιάζομαι προοιωνίζομαι προοιωνίζω προορίζομαι προορίζω
|
||
προπέμπω προπίνω προπαίρνω προπαγανδίζω προπαιδεύω προπαρασκευάζομαι
|
||
προπαροξύνω προπηλακίζω προπλάθω προπληρώνομαι προπληρώνω προπονώ προπορεύομαι
|
||
προσάγω προσάπτω προσέρχομαι προσέχω προσήκει προσαγορεύω προσαιγιαλώνομαι
|
||
προσαράζω προσαράσσω προσαρμόζομαι προσαρμόζω προσαρτώ προσαρτώμαι
|
||
προσαυξάνω προσαυξαίνω προσβάλλομαι προσβάλλω προσβέλνω προσβλέπω
|
||
προσγειώνω προσγράφω προσδένω προσδέχομαι προσδίδω προσδίνω προσδιορίζω
|
||
προσδοκώ προσεγγίζω προσεδαφίζομαι προσεδαφίζω προσελκύω προσεπικαλώ
|
||
προσεταιρίζομαι προσεύχομαι προσηκώνομαι προσηλιάζω προσηλυτίζω προσηλώνομαι
|
||
προσημαίνω προσημειώνω προσθέτω προσθαλασσώνομαι προσθαλασσώνω προσθαφαιρώ
|
||
προσκαλώ προσκλίνω προσκολλώ προσκολλώμαι προσκομίζω προσκρούω προσκτώμαι
|
||
προσκυρώνω προσκόπτω προσλαβαίνω προσλαμβάνομαι προσλαμβάνω προσλιμενίζομαι
|
||
προσμαρτυρώ προσμειδιώ προσμετρώ προσμοιάζω προσομοιάζω προσονομάζω
|
||
προσορμίζω προσπέφτω προσπίπτω προσπαθώ προσπελάζω προσπερνώ προσποιούμαι
|
||
προσράπτω προσροφώ προσροφώμαι προσσεληνώνω προστάζω προστίθεμαι προστατεύω
|
||
προστρέχω προστρίβω προστυχαίνω προστυχεύω προσυδατώνω προσυλλογίζομαι
|
||
προσυπογράφω προσφέρομαι προσφέρω προσφεύγω προσφωνώ προσχεδιάζω προσχηματίζω
|
||
προσχώνω προσωπογραφώ προσωποκρατώ προσωποληπτώ προσωποποιούμαι προσωποποιώ
|
||
προτίθεμαι προτείνω προτειχίζω προτελευτώ προτιμολογώ προτιμώ προτονίζω
|
||
προτρέπω προτρέχω προφέρω προφασίζομαι προφητεύω προφθάνω προφτάνω προφταίνω
|
||
προφυλάγω προφυλάσσομαι προφυλάσσω προφυλάω προφυλακίζω προχέω προχειρίζω
|
||
προχρονολογώ προχωράω προχωρώ προωθώ προϊδεάζω προϋπάρχω προϋπαντώ προϋπηρετώ
|
||
προϋποθέτω προϋπολογίζω προϋποτίθεται προϋπόσχομαι προϋφίσταμαι πρυμάρω
|
||
πρυματσάρω πρυμνοδετώ πρυτανεύω πρωθυπουργεύω πρωταγωνιστώ πρωταρχίζω
|
||
πρωτεύω πρωτοανοίγω πρωτοβάζω πρωτοβγάζω πρωτοβγαίνω πρωτοβλέπω πρωτογεννώ
|
||
πρωτοδοκιμάζω πρωτοεμφανίζομαι πρωτοθυμάμαι πρωτοκαθίζω πρωτοκολλώ πρωτολέω
|
||
πρωτομαθαίνω πρωτομιλώ πρωτοπηγαίνω πρωτοπιάνω πρωτοπορώ πρωτοστατώ πρωτοτρώγω
|
||
πρωτοφορώ πρωτοφτάνω πρόγκημα πρόκειται πρόσκειμαι πτήσσω πτίσσω πταίω
|
||
πτερυγίζω πτερώνω πτοούμαι πτοώ πτοῶ πτυελίζω πτυχώνω πτωχαίνω πτωχεύω πτύω
|
||
πυγμαχώ πυκνοκατοικούμαι πυκνοφυτεύω πυκνώνω πυορροώ πυρέσσω πυρακτώνομαι
|
||
πυργώνω πυρηνοποιώ πυριτιοποιώ πυροβολώ πυροδοτώ πυρπολούμαι πυρπολώ πυρπολῶ
|
||
πωλούμαι πωλώ πωματίζω πωρώνομαι πωρώνω ράβω ράνω ράπτω ρέβω ρέγομαι ρέγχω
|
||
ρέω ρίπτω ρίχνομαι ρίχνω ρίχτω ραΐζω ραίνω ραβδίζω ραβδομαχώ ραβδοσκοπώ
|
||
ραγίζω ραγολογώ ραδιοτηλεφωνώ ραδιουργώ ραθυμώ ρακιτζίζω ρακοσυλλέγω ρακοφορώ
|
||
ραμολίρω ραμφίζω ραντίζω ραπάρω ραπίζω ραπώνω ραφινάρω ραχατεύω ρεγουλάρω
|
||
ρεζιλεύω ρεκάζω ρεκλαμάρω ρελιάζω ρεμβάζω ρεμεντζάρω ρεμετζάρω ρεμιντζάρω
|
||
ρεμπελεύω ρεμπετεύω ρεπάρω ρεστάρω ρετουσάρω ρευματοδοτούμαι ρευματοδοτώ
|
||
ρευστοποιώ ρεφάρω ρεφενίζω ρεύγομαι ρεύομαι ρεύω ρηγνύω ρημάζω ρημάσω ρημώνω
|
||
ρητινώνω ρητορεύω ριγώ ριγώνω ριζοβολώ ριζοδοντιάζω ριζολογώ ριζοσπαστικοποιώ
|
||
ρικνούμαι ρικνώνομαι ρικνώνω ριμάρω ρινίζω ριπίζω ριπτάζομαι ρισκάρω
|
||
ροβολάω ροβολώ ρογιάζω ροδίζω ροδανίζω ροδοκοκκινίζω ροζιάζω ροζονάρω
|
||
ροκάρω ροκανίζω ρολάρω ρομαντζάρω ρουθουνίζω ρουμπώνω ρουπώνω ρουσφετολογώ
|
||
ρουφιανεύω ρουφώ ρουχουνίζω ροφώ ροχαλίζω ρυάζομαι ρυθμίζω ρυμοτομώ ρυμουλκώ
|
||
ρυπαίνω ρυπαρογραφώ ρυτιδιάζω ρυτιδώνω ρωθωνίζω ρωτακίζω ρωτώ ρώομαι σάζω
|
||
σέπομαι σέρνομαι σέρνω σήπομαι σίζω σαβανώνω σαβουριάζω σαβουρώνω σαγίζω
|
||
σακατεύω σακιάζω σακουλεύομαι σακουλιάζω σαλαγώ σαλεύγω σαλεύω σαλιάζω
|
||
σαλιώνω σαλντώ σαλπάρω σαλπίζω σαλτάρω σαμαρώνομαι σαμαρώνω σαμπανιάζω
|
||
σανιδώνω σαπίζω σαπουνίζω σαπωνοποιώ σαραβαλιάζω σαρακιάζω σαρακοστίζω
|
||
σαραντίζω σαρανταρίζω σαρκάζω σαρκώνω σαρώνω σασιρντίζω σαστίζω σατινάρω
|
||
σαφηνίζω σαχλαμαρίζω σαχλιάζω σαψαλιάζω σαϊτεύω σβένω σβήνομαι σβήνω σβανάρω
|
||
σβαρνώ σβολιάζω σβολώνω σβουρίζω σβω σβωλιάζω σγουραίνω σγουρώνω σείομαι σείω
|
||
σεγκοντάρω σειέμαι σειώ σεκλεντίζομαι σεκλεντίζω σεκλετίζομαι σεκλετίζω
|
||
σελαγίζω σελεμίζω σελεμιάζω σεληνιάζομαι σελιδοποιούμαι σελιδοποιώ σελιδώνω
|
||
σεμνολογώ σεμνύνομαι σενιάρω σεντονιάζω σεντράρω σερβίρομαι σερβίρω σεργιανάω
|
||
σερφάρω σετάρω σηκώνομαι σηκώνω σημαίνω σημαδεύω σημαιοστολίζω σηματοδοτώ
|
||
σημειώνω σιάζω σιάχνω σιαλίζω σιαλώνω σιγάζω σιγοβράζω σιγοβρέχει σιγοκαίω
|
||
σιγομουρμουρίζω σιγοντάρω σιγοπίνω σιγοτραγουδώ σιγουράρω σιγουρεύομαι
|
||
σιγοψιθυρίζω σιγώ σιδερώνω σιμώνω σινιάρω σιργουλεύγω σιροπιάζω σιτίζω σιτεύω
|
||
σιχτιρίζω σιωπώ σκάβω σκάζω σκάνω σκάπτω σκάφτω σκάω σκέπτομαι σκέπτω σκέπω
|
||
σκίζομαι σκίζω σκαλίζω σκαλεύω σκαλώνω σκαμπάζω σκαμπανεβάζω σκαμπιλίζω
|
||
σκανδαλοθηρώ σκανδαλολογώ σκανταγιάρω σκανταλίζω σκανταλιάρω σκαντζάρω
|
||
σκαπετίζω σκαπετώ σκαπουλάρω σκαρίζω σκαρδαμύσσω σκαριφίζω σκαριφώ σκαρτάρω
|
||
σκαρφίζομαι σκαρφαλώνομαι σκαρφαλώνω σκαρώνω σκατώνω σκαφιδιάζω σκαφιδώνω
|
||
σκεδάζω σκεπάζομαι σκεπάζω σκεπαρνίζω σκερτσάρω σκευάζω σκευωρώ σκηνογραφώ
|
||
σκηνώ σκιάζω σκιαγραφώ σκιαμαχώ σκιρτώ σκιτσάρω σκλαβώνω σκληρίζω σκληραίνω
|
||
σκληρύνω σκολάζω σκολιώ σκολνώ σκολοπίζω σκονίζομαι σκονίζω σκοντάβω σκοντάφτω
|
||
σκοπώ σκοράρω σκορακίζω σκορπάω σκορπίζομαι σκορπίζω σκορπώ σκοτίζομαι σκοτίζω
|
||
σκοτεινιάζω σκοτιδιάζω σκοτοδινιώ σκοτώνομαι σκοτώνω σκουληκιάζω σκουντάω
|
||
σκουντουφλώ σκουντώ σκουπίζομαι σκουπίζω σκουραίνω σκουριάζω σκουροφέρνω
|
||
σκούζω σκρολάρω σκυθρωπάζω σκυθρωπιάζω σκυλεύω σκυλιάζω σκυλοβαριέμαι
|
||
σκυλοτρώγομαι σκυροδετώ σκωληκιώ σκύβω σκώπτω σμίγω σμαλτώνω σμικρύνω
|
||
σμιλεύω σμπαραλιάζω σνιφάρω σνομπάρω σοβαντίζω σοβαρεύομαι σοβαρεύω σοβαρολογώ
|
||
σοβεντάρω σοβερτάρω σοβώ σοδεύω σοδιάζω σοδομίζω σοκάρομαι σοκάρω σολιάζω
|
||
σονάρω σοροπιάζω σορτάρω σοτάρω σουβαντίζω σουβλίζω σουλαντίζω σουλαντώ
|
||
σουλατσέρνω σουλουπώνομαι σουλουπώνω σουμάρω σουπάρω σουρίζω σουραυλίζω
|
||
σουρομαδιέμαι σουρομαδώ σουρομαλλιάζω σουρουπώνει σουρτουκεύω σουρώνω
|
||
σουσουμιάζω σουτάρω σουφρώνω σοφάρω σοφίζομαι σοφιλιάζω σοφιστεύομαι σούρνω
|
||
σπάζω σπάνω σπάω σπέρνω σπαζοκεφαλιάζω σπαθίζω σπανίζω σπαράζομαι σπαράζω
|
||
σπαργώ σπαρταράω σπαρταρίζω σπαρταρώ σπαταλιέμαι σπαταλώ σπείρω σπεδίζω
|
||
σπερμολογώ σπεύδω σπιθίζω σπιθοβολώ σπικάρω σπιλώνω σπινθηρίζω σπινθηροβολώ
|
||
σπιουνάρω σπιουνεύω σπιουνιάρω σπιρουνίζω σπιρουνιάζω σπιτώνω σπλαχνίζομαι
|
||
σπογγίζω σποριάζω σπορκαρίζομαι σπουδάζω σπουδαιολογώ σπουδαρχώ σπρώχνομαι
|
||
σπυριάζω σπω στάζω στέκομαι στέκω στέλνω στένω στέργω στέφω στήνομαι στήνω
|
||
στίζω στίλβω σταβλίζω σταδιοδρομώ σταδιοποιώ σταθεροποιούμαι σταθεροποιώ
|
||
σταθμεύω σταλάζω σταλίζω σταλιάζω σταματώ σταμπάρω στανιάρω στασιάζω
|
||
σταυροδοτώ σταυροκοπιέμαι σταυροκοπούμαι σταυροφορώ σταυρώνω σταφιδιάζω
|
||
σταχολογώ σταχτιάζω σταχτώνω σταχυάζω σταχυολογούμαι σταχυολογώ σταχώνω στείβω
|
||
στεγανοποιούμαι στεγανοποιώ στεγνώνω στειλιαρώνω στειρεύω στειροποιώ στειρώνω
|
||
στελεχώνω στελιάζω στενάζω στεναχωράω στεναχωριέμαι στεναχωρώ στενεύω
|
||
στενοχωριέμαι στενοχωρώ στερεοποιούμαι στερεοποιώ στερεοτυπώ στερεοτυπώνω
|
||
στερεώνομαι στερεώνω στεριώνω στερούμαι στερφεύω στερώ στεφανηφορώ
|
||
στεφανώνω στηθοδέρνομαι στηθοκοπιέμαι στηθοσκοπώ στηλιτεύω στηλώνω στημονιάζω
|
||
στηρίζω στιγματίζω στιλβώνω στιλιζάρω στιμάρω στιχουργώ στλεγγίζω στοιβάζω
|
||
στοιχίζω στοιχειοθετώ στοιχειώνω στοιχηματίζω στοιχώ στοκάρω στολίζομαι
|
||
στολοδρομώ στομαχιάζω στομφάζω στομώνω στοπάρω στορίζω στουκάρω στουμπίζω
|
||
στουπώνω στοχάζομαι στοχεύω στρέγω στρέφομαι στρέφω στρίβω στραβίζω
|
||
στραβολαιμιάζω στραβομουτσουνιάζω στραβοπατώ στραβώνω στραγγίζω στραγγαλίζω
|
||
στραμπουλώ στραπατσάρω στραταρίζω στρατεύομαι στρατηγώ στρατιωτικοποιώ
|
||
στρατολογούμαι στρατολογώ στρατοπεδεύω στρατουλίζω στρατωνίζομαι στρατωνίζω
|
||
στρεσάρω στρεψοδικώ στριγκλίζω στριμώχνομαι στριμώχνω στριφογυρίζω στριφογυρνώ
|
||
στροβιλίζομαι στροβιλίζω στρογγυλαίνω στρογγυλεύω στρογγυλοκάθομαι
|
||
στρογγυλώνω στρουθοκαμηλίζω στροφοδινούμαι στρώνομαι στρώνω στυλώνω στυπώνω
|
||
στύβω στύφω συβάζω συγγενεύω συγγηράσκω συγγράφω συγκαίγομαι συγκαίομαι
|
||
συγκαλύπτω συγκαλώ συγκατέχω συγκαταβαίνω συγκατακλίνομαι συγκαταλέγω
|
||
συγκαταριθμώ συγκατατάσσω συγκατατίθεμαι συγκατοικώ συγκεκριμενοποιούμαι
|
||
συγκεντρώνομαι συγκεντρώνω συγκεράζομαι συγκεράζω συγκερνώ συγκεφαλαιώνω
|
||
συγκινώ συγκλίνω συγκλείω συγκληρονομώ συγκλονίζω συγκοινωνώ συγκολλιέμαι
|
||
συγκομίζω συγκρίνομαι συγκρίνω συγκρατιέμαι συγκρατούμαι συγκρατώ συγκροτώ
|
||
συγκυβερνώ συγκωδωνίζω συγκόπτομαι συγυρίζομαι συγυρίζω συγχέω συγχαίρω
|
||
συγχρονίζω συγχρωτίζομαι συγχωνεύομαι συγχωνεύω συγχωρώ συγχύζομαι συγχύζω
|
||
συζευγνύω συζητώ συζώ συκοφαντώ συλλέγω συλλαβίζω συλλαβαίνω συλλαμβάνω
|
||
συλλογίζομαι συλλογιέμαι συλλογούμαι συλλυπούμαι συλούμαι συλώ συμβάλλομαι
|
||
συμβαίνει συμβαίνω συμβαδίζω συμβασιλεύω συμβιβάζομαι συμβιβάζω συμβιώνω
|
||
συμβολαιογραφώ συμβολοποιώ συμβουλεύομαι συμβουλεύω συμμαζεύομαι συμμαζεύω
|
||
συμμαθητεύω συμμαχώ συμμειγνύω συμμερίζομαι συμμετέχω συμμορφώνομαι συμμορφώνω
|
||
συμπάσχω συμπίνω συμπίπτω συμπαθώ συμπανηγυρίζω συμπαραθέτω συμπαρασέρνω
|
||
συμπαραστέκω συμπαρασύρω συμπαρατάσσομαι συμπαρομαρτώ συμπεθερεύω συμπεθεριάζω
|
||
συμπεριλαμβάνω συμπεριφέρομαι συμπηγνύω συμπιάνω συμπιέζομαι συμπιέζω συμπιλώ
|
||
συμπλέκομαι συμπλέκω συμπλέω συμπληρώνω συμπολεμώ συμπολιτεύομαι συμπονώ
|
||
συμποσιάζω συμποσούμαι συμπράττω συμπροεδρεύω συμπροφέρω συμπρωταγωνιστώ
|
||
συμπτύσσω συμπυκνώνομαι συμπυκνώνω συμπώ συμφέρει συμφέρω συμφεροντολογώ
|
||
συμφοιτώ συμφράζομαι συμφωνώ συμφύομαι συμφύρομαι συμφύρω συμψηφίζω συνάγω
|
||
συνάζω συνάπτω συνάρχω συνάω συνέλκω συνέρχομαι συνέχομαι συνέχω συνίσταμαι
|
||
συναγείρω συναγελάζομαι συναγωνίζομαι συναδελφώνομαι συναθλούμαι συναθροίζω
|
||
συναιρώ συναισθάνομαι συνακολουθώ συνακροώμαι συναλλάζω συναλλάσσομαι
|
||
συναναστρέφομαι συναντιέμαι συναντώ συναπαντιέμαι συναπαντώ συναπαρτίζω
|
||
συναποκομίζω συναποτελώ συναποφασίζω συναρθρώνω συναριθμώ συναρμολογούμαι
|
||
συναρμόζω συναρπάζω συναρτώ συναρτώμαι συνασπίζομαι συνασπίζω συναχώνομαι
|
||
συνδέομαι συνδέω συνδαυλίζω συνδειπνώ συνδιαλέγομαι συνδιαλλάσσω
|
||
συνδικάζω συνδικαλίζομαι συνδράμω συνδυάζω συνεγείρω συνεδριάζω
|
||
συνειδητοποιώ συνεισφέρω συνεκπαιδεύω συνεκτιμώ συνεκφέρω συνεκφωνώ
|
||
συνενώνομαι συνενώνω συνεξετάζω συνεορτάζω συνεπάγομαι συνεπαίρνω συνεπικουρώ
|
||
συνερίζομαι συνεργάζομαι συνεργώ συνετίζω συνεταιρίζομαι συνευθύνομαι
|
||
συνεφέλκω συνεφέρνω συνεφελκύω συνεχίζω συνηγορώ συνηθίζω συνηχώ συνθέτω
|
||
συνθηματολογώ συνθλίβομαι συνθλίβω συνιστώ συνιστώμαι συννεφιάζω συνοδεύομαι
|
||
συνοδοιπορώ συνοικίζω συνοικώ συνομιλώ συνομολογώ συνονθυλεύω συνορίζομαι
|
||
συνουσιάζομαι συνοφρυώνομαι συνοψίζω συντάσσομαι συντάσσω συντέμνω συντήκω
|
||
συνταγογραφώ συνταιριάζω συνταξιδεύω συνταξιοδοτούμαι συνταξιοδοτώ συνταράζω
|
||
συνταυλίζω συνταυτίζομαι συνταυτίζω συντείνω συντελεύω συντελώ συντηρούμαι
|
||
συντηρῶ συντομεύω συντονίζω συντρέχω συντρίβομαι συντρίβω συντροφεύω συντρώγω
|
||
συντυγχάνω συντυχάννω συντυχαίνει συντυχαίνω συνυπάρχω συνυπηρετώ συνυποβάλλω
|
||
συνυπολογίζω συνυπόσχομαι συνυφαίνω συνωθούμαι συνωθώ συνωμοτώ συνωνυμώ
|
||
συνωστίζομαι συρίζω συρματοποιώ συρράπτω συρρέω συρρικνώνομαι συρρικνώνω
|
||
συσκευάζω συσκοτίζω συσπειρώνω συσπουδάζω συσπώ συσπώμαι συσσωματώνω συσσωρεύω
|
||
συστέλλω συσταχώνομαι συσταχώνω συστεγάζομαι συστηματοποιώ συστοιχώ συστρέφω
|
||
συσφίγγω συσχετίζομαι συσχετίζω συχνάζω συχναναστενάζω συχνοβλέπω συχνορωτάω
|
||
συχωρώ συχύζω σφάζω σφάλλω σφίγγω σφαγιάζω σφαδάζω σφαλίζω σφαλνώ σφαλώ
|
||
σφεντονώ σφετερίζομαι σφηνώνω σφιχτοδένω σφουγγίζω σφουγγαρίζω σφραγίζω σφριγώ
|
||
σφυράω σφυρίζω σφυρηλατώ σφυροκοπώ σφυρώ σφύζω σχάζω σχίζω σχεδιάζω
|
||
σχεδιογραφώ σχετίζομαι σχετίζω σχετλιάζω σχηματίζομαι σχηματίζω σχηματοποιώ
|
||
σχοινομετρώ σχολάζω σχολαστικίζω σχολιάζω σχολνώ σχολώ σωληνώνω σωματοποιούμαι
|
||
σωπαίνω σωρεύομαι σωρεύω σωριάζω σωροβολιάζομαι σωφρονίζω σύγκειμαι σύρνω σύρω
|
||
σώζω σώνω τάζομαι τάζω τάσσομαι τάσσω τέμνομαι τέμνω τέρπομαι τέρπω τήκω
|
||
τίκτω τίλλω τίλλω τίνω ταΐζω ταβανώνω ταγίζω ταγγίζω ταγκίζω ταγκιάζω
|
||
ταιριάζω τακάρω τακτοποιούμαι τακτοποιώ ταλαιπωρούμαι ταλαιπωρώ ταλανίζω
|
||
ταλαντεύω ταλαντώνομαι ταλιαρίζω ταμαχιάζω ταμιεύω ταμπονάρω ταμπουρώνω
|
||
τανυέμαι τανυούμαι τανύζω τανύομαι τανύω ταξιδεύω ταξιθετώ ταξινομώ
|
||
ταπεινώνω ταπετσάρω ταπώνω ταράζομαι ταράζω ταράσσω ταρακουνώ ταρατσώνω
|
||
ταριχεύομαι ταριχεύω ταστώνω ταυριάζω ταυτίζομαι ταυτίζω ταυτογνωμονώ
|
||
ταυτολογώ ταυτοποιώ ταχταρίζω ταχτοποιώ ταχυδακτυλουργώ ταχυδρομώ ταχυμεταφέρω
|
||
ταχύνω τείνω τεζάρω τειχίζω τειχομαχώ τεκμαίρομαι τεκμηριώνομαι τεκμηριώνω
|
||
τεκνοποιώ τεκταίνομαι τελαρώνω τελειοποιώ τελειώνομαι τελειώνω τελεσιδικώ
|
||
τελετουργώ τελευτώ τελεύω τελματώνομαι τελματώνω τελωνίζω τελώ τεμαχίζω
|
||
τεμπηχιάζω τεντώνομαι τεντώνω τερατολογώ τερερίζω τερετίζω τερηδονίζομαι
|
||
τερματίζω τερώ τεσσαρακοστίζω τεστάρω τετραβρωμιώνω τετραγωνίζω τετραπλασιάζω
|
||
τετρατομώ τετραφθοριώνω τετραφωσφοριώνω τετραφωσφορυλιώνω τετραχλωριώνω
|
||
τεχνάζομαι τεχνοκρατικοποιώ τεχνολογώ τεχνουργώ τζαζεύω τζαμώνω τζαρτζάρω
|
||
τζιριτώ τζογάρω τηγανίζω τηλεγραφώ τηλεκατευθύνω τηλεφορτώνω τηλεφωνιέμαι
|
||
τηλεφωνώ τηλεχειρίζομαι τηλεψηφίζω τηράω τιθασεύω τιμάω τιμαρεύω τιμολογώ
|
||
τιμονιάζω τιμωρώ τιμώ τιμώμαι τινάζομαι τινάζω τιτιβίζω τιτλοδοτώ τιτλοφορώ
|
||
τοιχίζω τοιχογραφώ τοιχογυρίζω τοιχοδομώ τοιχοκολλώ τοκίζω τολμώ τολμώμαι
|
||
τονώνω τοξεύω τοπογραφώ τοποθετούμαι τοποθετώ τοπομαχώ τορεύω τορνάρω τορνεύω
|
||
τουαλεταρίζομαι τουλουμιάζω τουμπάρω τουμπανίζω τουμπανιάζω τουρκεύω
|
||
τουρλώνω τουρτουρίζω τουφεκίζω τρέμω τρέπω τρέφομαι τρέφω τρέχω τρίβομαι τρίβω
|
||
τραβατζάρω τραβερσάρω τραβερσώνω τραβιέμαι τραβολογάω τραβολογώ τραβώ
|
||
τραγικοποιούμαι τραγικοποιώ τραγουδώ τραγωδοποιώ τραινάρω τρακάρω τρακέρνω
|
||
τραμπουκάρω τρανεύω τραντάζω τρανώνω τραπεζώνω τρατάρω τρατέρνω τραυλίζω
|
||
τραυματίζω τραχηλίζω τραχύνω τρεκλίζω τρελαίνομαι τρελαίνω τρεμομανιάζω
|
||
τρεμουλιάζω τρεμοφέγγω τρενάρω τριβελίζω τριβολίζω τριγυρίζω τριγυρνάω
|
||
τριγωνομετρώ τριηραρχώ τρικλίζω τρικυμίζω τριπλάρω τριπλασιάζω τριποδίζω
|
||
τριτεγγυώμαι τριτεύω τριτώνω τριφωσφορυλιώνω τριχοτομώ τρολάρω τρομάζω
|
||
τρομοκρατώ τρομπάρω τροπολογώ τροποποιούμαι τροποποιώ τροπώνω τροφοδοτώ
|
||
τροχίζω τροχαλώ τροχοδρομώ τροχοπεδιλοδρομώ τροχοπεδώ τρυγλοδυτώ τρυγώ τρυπάω
|
||
τρυπώ τρυπώνω τρυφεραίνω τρυφώ τρωγαλίζω τρωγοπίνω τρύζω τρώγομαι τρώγω τρώω
|
||
τσακίζομαι τσακίζω τσακώνομαι τσακώνω τσαλαβουτώ τσαλακώνομαι τσαλακώνω
|
||
τσαλαπετεινίζω τσαμπουκαλεύομαι τσαμπουνάω τσαμπουνίζω τσαμπουνώ τσαντίζομαι
|
||
τσαπίζω τσατάρω τσατίζομαι τσατίζω τσεκάρω τσεκουρώνω τσεπώνω τσευδίζω
|
||
τσιγκλάω τσιγκλώ τσιγκουνεύομαι τσικνίζω τσιλημπουρδάω τσιλημπουρδίζω
|
||
τσιληπουρδίζω τσιληπουρδώ τσιληπουρδῶ τσιλλώ τσιμεντάρω τσιμπάω τσιμπιέμαι
|
||
τσιμπολογάω τσιμπολογώ τσιμπουκώνω τσιμπώ τσινώ τσιρίζω τσιρλίζω τσιρλώ
|
||
τσιτσιρίζω τσιτώνω τσοντάρω τσουβαλιάζω τσουγκρίζω τσουγκρανίζω τσουλώ τσουρλώ
|
||
τσουτσουρώνω τσούζω τυγχάνω τυλίγομαι τυλίγω τυλίσσω τυλιγαδιάζω τυλώνω
|
||
τυπάζω τυποκλοπώ τυποποιώ τυπώνω τυραγνώ τυραννεύω τυραννώ τυρβάζω τυροκομώ
|
||
τυφεκίζω τυφλώνω τυφλώττω τυχαίνω τυχαιογράφημα τυχαιογραφία τυχαιογραφίζω
|
||
τύπτω υαλογραφώ υαλοποιώ υβρίζω υβριδίζω υγιαίνω υγραίνομαι υγραίνω υγροποιώ
|
||
υδατώνω υδρεύομαι υδρεύω υδρογονώνω υδροδοτώ υδρολύω υδροχρωματίζω υιοθετώ
|
||
υλακτώ υλοποιούμαι υλοποιώ υλοτομώ υμνογραφώ υμνολογώ υμνούμαι υμνωδώ υμνώ
|
||
υπάγω υπάρχω υπέρκειμαι υπέχω υπαγορεύω υπαινίσσομαι υπακούω υπαναχωρώ
|
||
υπαντώ υπατεύω υπείκω υπεισέρχομαι υπεκκαίω υπεκμισθώνω υπεκφεύγω υπενδύω
|
||
υπενοικιάζω υπεξάγω υπεξαιρώ υπερέχω υπερίπταμαι υπεραίρομαι υπεραίρω
|
||
υπερακοντίζω υπεραμύνομαι υπερανακτώ υπεραντισταθμίζω υπεραπλουστεύω
|
||
υπερασπίζω υπεραυξάνω υπερβάλλω υπερβαίνω υπερεκκρίνω υπερεκπληρώνω
|
||
υπερεκτιμώ υπερεκχειλίζω υπερεντείνω υπερεπαρκώ υπερευχαριστώ υπερηφανεύομαι
|
||
υπερθερμαίνομαι υπερθερμαίνω υπεριδρώνω υπερισχύω υπερκαλύπτομαι υπερκαλύπτω
|
||
υπερκερώ υπερμαχώ υπερνικώ υπερπηδώ υπερπληρώνω υπερπροστατεύω υπερσιτίζω
|
||
υπερτερώ υπερτιμολογώ υπερτιμώ υπερυψώνω υπερφαλαγγίζω υπερφορτίζω
|
||
υπερφορτώνω υπερφουσκώνομαι υπερφουσκώνω υπερχειλίζω υπερχρεώνομαι υπερχρεώνω
|
||
υπερψηφίζω υπερωριμάζω υπηρετώ υπνοβατώ υπνωτίζομαι υπνωτίζω υπνώνω υπνώττω
|
||
υποβάλλομαι υποβάλλω υποβαθμίζω υποβαστάζω υποβιβάζω υποβλέπω υποβοηθούμενος
|
||
υποβόσκω υπογειώνω υπογράφω υπογραμμίζω υποδένομαι υποδένω υποδέχομαι
|
||
υποδείχνω υποδεικνύω υποδηλώνω υποδιαιρώ υποδουλώνω υποδύομαι υποεκτιμώ
|
||
υποθέτω υποθερμαίνω υποθηκεύω υποκαθίσταμαι υποκαθιστώ υποκαιώ
|
||
υποκινώ υποκλέπτω υποκλίνομαι υποκρίνομαι υποκρούω υποκρύπτομαι υποκρύπτω
|
||
υπολήπτομαι υπολαμβάνω υπολανθάνω υπολείπομαι υπολειτουργώ υπολογίζομαι
|
||
υπομένω υπομειδιώ υπομιμνήσκω υπομισθώνω υπομνηματίζω υπομονεύω υπομοχλεύω
|
||
υπονοώ υπονυστάζω υποπίπτω υποπληθύνομαι υποπτεύομαι υπορράπτω υποσημαίνω
|
||
υποσιτίζω υποσκάβω υποσκάπτω υποσκελίζω υποσκιάζω υποστέλλω υποστασιοποιώ
|
||
υποστρέφω υποστυλώνω υποτάσσομαι υποτάσσω υποτίθεται υποτιμώ υποτιμώμαι
|
||
υποτονίζω υποτονθορύζω υποτρέμω υποτρίζω υποτροπιάζω υπουργεύω υπουργώ υποφέρω
|
||
υποχονδριάζω υποχοντριάζω υποχρεούμαι υποχρεώνομαι υποχρεώνω υποχωρώ
|
||
υποψιάζω υπτιάζω υπόκειμαι υπόσχομαι υστερολογώ υστερώ υφέρπω υφίσταμαι υφαίνω
|
||
υψηλοφρονώ υψώνομαι υψώνω φάσκω φέγγω φέρνομαι φέρνω φέρομαι φέρω φαίνεται
|
||
φαίνω φαγουρίζω φαγώνομαι φαιδρολογώ φαιδρύνω φακελώνω φακιολίζω φακκώ φαλίρω
|
||
φαλιρίζω φαλκιδεύω φαλλίρω φαλλοθρέφω φαλτσάρω φαμπρικάρω φανίζομαι
|
||
φανατίζω φανερώνομαι φανερώνω φαντάζομαι φαντάζω φαντασιοκοπώ φαρδαίνω φαρδύνω
|
||
φαρμακώνομαι φαρμακώνω φασίζω φασκελώνομαι φασκελώνω φασκιώνω φασώνομαι φασώνω
|
||
φαφλατάρω φαφλατίζω φαφουτιάζω φαφουτιαίνω φείδομαι φεγγίζω φεγγαριάζομαι
|
||
φεγγοβολώ φεγγοβολῶ φεγγρίζω φειδωλεύομαι φελιάζω φελώ φενακίζω φερμάρω
|
||
φεσώνω φευγατίζω φεύγω φηκαρώνω φημίζομαι φθάνω φθέγγομαι φθίνω φθείρομαι
|
||
φθείρω φθειαρμίζω φθειρίζω φθειριώ φθηναίνω φθινοπωριάζει φθισιώ φθονώ
|
||
φιδοσέρνομαι φιλάω φιλεύω φιλιέμαι φιλιώνω φιλμάρω φιλοδοξώ φιλοδωρώ φιλοκαλώ
|
||
φιλονικώ φιλοξενούμαι φιλοξενώ φιλοσοφώ φιλοτεχνώ φιλοτιμούμαι φιλοτιμώ
|
||
φιλτράρω φιλώ φιλῶ φιμώνομαι φιμώνω φινίρω φιξάρω φιστικώνω φισφιρίζω
|
||
φκιάνω φκιασιδώνω φλέγομαι φλέγω φλεβίζω φλεβοτομώ φλεγμαίνω φλερτάρω φληναφώ
|
||
φλογίζω φλογοβολώ φλογώνω φλοισβίζω φλοκιάζω φλομιάζω φλομώνω φλυαρώ φοβάμαι
|
||
φοβερίζω φοβούμαι φοδράρω φοδραρίζω φοιτώ φονεύω φοντράρω φοντραρίζω φοριέμαι
|
||
φοροδιαφεύγω φορολογούμαι φορολογώ φορτίζομαι φορτίζω φορτσάρω φορτώνομαι
|
||
φορώ φουλάρω φουμάρω φουμέρνω φουντάρω φουντώνω φουρκίζω φουρνίζω φουρτουνιάζω
|
||
φουσκαλιάζω φουσκώνομαι φουσκώνω φουχτώνω φράζω φράσσω φρίσσω φρίττω
|
||
φραγκεύω φραγκογλωττώ φρακάρω φρεζάρω φρενάρω φρενιάζω φρεσκάρω φριζάρω
|
||
φρικιάζω φρικιώ φριμάζω φριμάσσομαι φροκαλίζω φροκαλώ φρονηματίζω φρονιμεύω
|
||
φρονώ φρονῶ φρουμάζω φρουρούμαι φρουρώ φρυάζω φρυγανίζω φρύγω φτάνω φταίω
|
||
φταρνίζομαι φτεριάζω φτερνίζομαι φτερνοκοπώ φτεροκοπώ φτερουγίζω φτερουγώ
|
||
φτηναίνω φτιάνω φτιάχνομαι φτιάχνω φτιασιδώνομαι φτιασιδώνω φτουρώ φτυαρίζω
|
||
φτωχαίνω φτωχοποιώ φτύνομαι φτύνω φυγαδεύω φυγοδικώ φυγοκεντρίζω φυγομαχώ
|
||
φυλάγομαι φυλάγω φυλάσσομαι φυλάσσω φυλάω φυλακίζομαι φυλακίζω φυλακώνω
|
||
φυλλοβολώ φυλλομαδώ φυλλομετρώ φυλλορροώ φυλλοφορώ φυραίνω φυρώ φυσάω φυσομανώ
|
||
φυσῶ φυτεύω φυτοζοώ φυτοζωώ φυτρώνω φχαριστιέμαι φωλεύω φωλιάζω φωνάζω φωνασκώ
|
||
φωρώμαι φωσφατώνω φωσφορίζω φωσφορυλιώνω φωτάω φωτίζομαι φωτίζω φωταγωγώ
|
||
φωτογραφίζομαι φωτογραφίζω φωτογραφώ φωτοσκιάζω φωτοσυνθέτω φωτοτυπώ φύομαι
|
||
χάνομαι χάνω χάσκω χάφτω χέζομαι χέζω χέω χαίνω χαίρομαι χαίρω χαδεύω χαζεύω
|
||
χαζολογώ χαιρεκακώ χαιρετίζω χαιρετώ χακάρω χαλάω χαλαλίζω χαλαρώνω χαλβαδιάζω
|
||
χαλικοστρώνω χαλικώνω χαλιναγωγώ χαλιναγωγῶ χαλιναρώνω χαλινώνω χαλκεύω
|
||
χαλνώ χαλυβδώνω χαλυβοποιώ χαλυβώνω χαλώ χαλώνω χαμαλικεύω χαμηλώνω χαμογελώ
|
||
χαμοσέρνω χαμπαρίζω χαμπαριάζω χαντακώνω χαντράρω χαπακώνω χαπιάρω χαράζω
|
||
χαρίζομαι χαρίζω χαρακτηρίζομαι χαρακτηρίζω χαρακώνομαι χαρακώνω χαραμίζω
|
||
χαριεντίζομαι χαριτολογώ χαρμανιάζω χαροκοπώ χαροπαλεύω χαροποιώ χαρτζιλικώνω
|
||
χαρτοδένω χαρτοδετούμαι χαρτοδετώ χαρτοκλέβω χαρτοκλέπτω χαρτοπαίζω
|
||
χαρτώνω χαρχαλεύω χασισώνω χασκαρίζω χασκογελώ χασμουριέμαι χασομερώ
|
||
χαυνώνω χαχανίζω χαϊδεύω χαϊδολογώ χειμάζομαι χειμωνιάζει χειρίζομαι χειραγωγώ
|
||
χειροδικώ χειροκροτώ χειρονομώ χειρονομῶ χειροπεδώ χειροτερεύω χειροτεχνώ
|
||
χειροτονώ χειρουργοῦμαι χειρουργώ χειρουργῶ χερακώνω χεριάζω χεροβολιάζω
|
||
χερουκλώνω χερσώνω χηρεύω χιάζω χιλιάζω χιμίζω χιμώ χιονίζει χιονίζω χιονοβολώ
|
||
χλαπακιάζω χλευάζω χλιαίνω χλιμιντρίζω χλιμιντρώ χλοΐζω χλοάζω χλομιάζω
|
||
χλωμιάζω χλωριώνω χλωροφορμίζω χνοάζω χνουδιάζω χολεριάζω χολεριώ χολιάζω
|
||
χολοσκάνω χολοσκάω χολώνω χοντραίνω χοντροδουλεύω χοντρύνω χορδίζω χορεύω
|
||
χορηγῶ χορογραφώ χοροπηδώ χοροστατώ χορταίνω χορταριάζω χουγιάζω χουζουρεύω
|
||
χουφτώνω χουχουλίζω χουχουλιάζω χοχλάζω χοχλακίζω χοχλακιάζω χοχλακώ χρήζω
|
||
χρίω χραίνω χρειάζομαι χρεμετίζω χρεοκοπώ χρεοπιστώνω χρεωκοπώ χρεωστώ
|
||
χρεώνω χρηματίζομαι χρηματίζω χρηματοδοτώ χρηματολογώ χρησιμεύω
|
||
χρησιμοποιώ χρησμοδοτώ χρησμολογώ χρονίζω χρονιάζω χρονογραφώ χρονολογώ
|
||
χρονοτριβώ χρυσίζω χρυσοβάφω χρυσοδένω χρυσοκεντώ χρυσοπλέκω χρυσοπληρώνω
|
||
χρυσοστολίζω χρυσώνω χρωματίζομαι χρωματίζω χρωματογραφώ χρωστάω χρωστώ χτίζω
|
||
χτικιάζω χτυπάω χτυπιέμαι χτυποκαρδίζω χτυπώ χυδαΐζω χυδαιολογώ χυλοποιώ
|
||
χυμώ χωλαίνω χωματίζω χωνεύω χωράω χωρίζομαι χωρίζω χωρατεύω χωριατεύω
|
||
χωροθετώ χωρομετρώ χωροσταθμώ χωρώ χύνομαι χύνω χώνομαι χώνω ψάλλομαι ψάλλω
|
||
ψάχνω ψέγω ψέλνω ψένω ψήνομαι ψήνω ψήχω ψαθώνω ψακώνω ψαλαφώ ψαλιδίζω ψαλιδώνω
|
||
ψαρεύομαι ψαρεύω ψαρώνω ψαχουλεύομαι ψαχουλεύω ψαύω ψεγαδιάζω ψειρίζω ψειριάζω
|
||
ψεκάζω ψελλίζω ψευδίζω ψευδαργυρώνω ψευδοαπασχολούμαι ψευδολογώ ψευδομαρτυρώ
|
||
ψευτίζω ψευταγαπώ ψευτοαπασχολούμαι ψευτοζώ ψευτοπερνώ ψεύδομαι ψηλαρμενίζω
|
||
ψηλαφώ ψηλώνω ψηφάω ψηφίζομαι ψηφίζω ψηφιοποιώ ψηφοθετώ ψηφοθηρώ ψηφοφορώ ψηφώ
|
||
ψιθυρίζεται ψιθυρίζω ψιλοβρέχει ψιλογνέθω ψιλοδουλεύω ψιλοκοσκινίζω
|
||
ψιλοκόβω ψιλολογώ ψιλορωτώ ψιλοσυμπαθώ ψιλοτρώω ψιλοτσιμπώ ψιλούμαι ψιλοῦμαι
|
||
ψιμυθιώνομαι ψιττακίζω ψιχαλίζει ψιχαλίζω ψιψιρίζω ψοφάω ψοφολογώ ψοφώ ψυλλίζω
|
||
ψυλλιάζω ψυχαγωγώ ψυχαγωγῶ ψυχαναγκάζω ψυχαναλύω ψυχανεμίζομαι ψυχογραφώ
|
||
ψυχολογώ ψυχομαχώ ψυχοπιάνομαι ψυχοπλακώνομαι ψυχοπλακώνω ψυχοπονώ ψυχορραγώ
|
||
ψυχραίνω ψυχρηλατώ ψυχώνω ψωμίζομαι ψωμίζω ψωμοζητώ ψωμοζώ ψωμοτρώγω ψωμώνω
|
||
ψωνίζω ψωριάζω ψύχομαι ψύχω ωδίνω ωδινώμαι ωθούμαι ωθώ ωραιοποιούμαι ωραιοποιώ
|
||
ωρύομαι ωτακουστώ ωτοσκοπώ ωφελούμαι ωφελώ ωχραίνω ωχριώ όζω όψομαι ἀδικῶ
|
||
ἀκροῶμαι ἀλέθω ἀμελῶ ἀναπτερυγιάζω ἀναπτερώνω ἀναπτερώνω ἀνασαίνω ἀναταράσσω
|
||
ἀναφτερουγίζω ἀναφτερουγιάζω ἀναφτερώνω ἀναχωρίζω ἀντιμετρῶ ἀράζω ἀφοδεύω
|
||
""".split()
|
||
)
|