mirror of https://github.com/explosion/spaCy.git
2445 lines
337 KiB
Python
2445 lines
337 KiB
Python
# coding: utf8
|
||
from __future__ import unicode_literals
|
||
|
||
ADJECTIVES = set(
|
||
"""
|
||
n-διάστατος µεταφυτρωτικός άβαθος άβαλτος άβαρος άβατος άβαφος άβγαλτος άβιος
|
||
άβλαπτος άβλεπτος άβολος άβουλος άβραστος άβρεχτος άβροχος άβυθος άγαμος
|
||
άγγιχτος άγδαρτος άγδυτος άγευστος άγιος άγλυκος άγλωσσος άγναθος άγναντος
|
||
άγνεστος άγνωμος άγνωρος άγνωστος άγονος άγουρος άγουστος άγραφος άγραφτος
|
||
άγρυπνος άδαρτος άδειος άδειπνος άδενδρος άδεντρος άδετος άδηκτος άδηλος
|
||
άδιωχτος άδολος άδοξος άδοτος άδουλος άδροσος άδωρος άεθνος άεργος άζευκτος
|
||
άζουμος άζυμος άζωστος άηχος άθαφτος άθελος άθεος άθερμος άθηλυς άθικτος
|
||
άθλιος άθολος άθραυστος άθρεπτος άθρεφτος άθρησκος άθυμος άκαιρος άκακος
|
||
άκαπνος άκαρδος άκαρπος άκαυστος άκαυτος άκεντρος άκεφος άκλαυτος άκλητος
|
||
άκλωθος άκλωστος άκομψος άκοσμος άκουρος άκοφτος άκρατος άκριτος άκρος
|
||
άκυρος άκωλος άκων άλαδος άλαλος άλεστος άληκτος άληστος άλικος άλιπος άλιωτος
|
||
άλλαχτος άλογος άλουστος άλπειος άλυπος άλυτος άμαζος άμαθος άμαχος άμεμπτος
|
||
άμεστος άμετρος άμισθος άμισχος άμοιαστος άμοιρος άμορφος άμουσος άμπαλος
|
||
άμωμος άνανδρος άνανθος άναντρος άναρθρος άναρχος άναστρος άναυδος άναυλος
|
||
άνετος άνευρος άνηβος άνθιμος άνθινος άνθυγρος άνιπτος άνισος άνιφτος άνομβρος
|
||
άνοπτος άνοσμος άνοσος άνοστος άνους άντυτος άνυδρος άνωθεν άξαντος άξαφνος
|
||
άξεστος άξιος άξυλος άξυστος άοκνος άοπλος άορνος άοσμος άπαικτος άπαιχτος
|
||
άπας άπαστος άπαστρος άπατος άπατρις άπαυστος άπαυτος άπαχος άπειρος άπειρος
|
||
άπεπτος άπεφθος άπηκτος άπηχτος άπιαστος άπικρος άπιοτος άπιστος άπιωτος
|
||
άπλαστος άπλεκτος άπλερος άπλετος άπλεχτος άπληστος άπλυτος άπνοος άπνους
|
||
άπολις άπονος άπορος άπους άπραγος άπρακτος άπραχτος άπρεπος άπροικος
|
||
άπτερος άπτυχος άπτωτος άπυρος άρατος άραχλος άριος άριστος άρρηκτος άρρην
|
||
άρριζος άρρυθμος άρρωστος άρτιος άσαρκος άσβεστος άσβηστος άσεβος άσειστος
|
||
άσεμνος άσημος άσηπτος άσιαχτος άσιγμος άσιτος άσκαφος άσκαφτος άσκεπος
|
||
άσκεφτος άσκημος άσκοπος άσμιχτος άσοφος άσπαρτος άσπαστος άσπερμος άσπιλος
|
||
άσπλαγχνος άσπλαχνος άσπονδος άσπορος άσπρος άσπρωχτος άστατος άστεγος
|
||
άστεργος άστικτος άστολος άστοργος άστοχος άστρινος άστριφτος άστρωτος άστυλος
|
||
άσφαγος άσφαιρος άσφακτος άσφαλτος άσφαχτος άσφιχτος άσχετος άσχημος άσωστος
|
||
άτακτος άταστος άταφος άταχτος άτεγκτος άτεκνος άτεχνος άτηκτος άτιμος άτιτλος
|
||
άτοκος άτολμος άτονος άτοπος άτρεμος άτρητος άτριφτος άτριχος άτρυγος άτρυπος
|
||
άτρωτος άτσαλος άτσεπος άτυπος άτυχος άυλος άυπνος άφαγος άφαντος άφατος
|
||
άφευκτος άφθαρτος άφθαστος άφθιτος άφθονος άφθορος άφιλος άφκιαστος άφλεκτος
|
||
άφορος άφορτος άφραγκος άφραγος άφρακτος άφραστος άφραχτος άφρονας άφροντις
|
||
άφρυκτος άφρων άφταστος άφτερος άφτιαστος άφτιαχτος άφυλλος άφυλος άφωνος
|
||
άχαρις άχαρος άχλωρος άχνουδος άχολος άχορδος άχραντος άχρηστος άχρονος άχροος
|
||
άχτιστος άχυμος άχωστος άψαλτος άψαχτος άψητος άψηφος άψιλος άψογος άψυκτος
|
||
άωρος άωτος έγγαμος έγγειος έγγραφος έγκαιρος έγκλειστος έγκριτος έγκυος
|
||
έγχορδος έγχρωμος έκδηλος έκδοτος έκθαμβος έκθετος έκθυμος έκκεντρος έκκλητος
|
||
έκνομος έκπαγλος έκπληκτος έκπτωτος έκρυθμος έκτακτος έκτοπος έκτυπος έκφρων
|
||
έλλογος έμβιος έμμεσος έμμετρος έμμηνος έμμισθος έμμονος έμμορφος έμορφος
|
||
έμπιστος έμπλεος έμπρακτος έμπυρος έμφοβος έμφορτος έμφρων έμφυλος έμφυτος
|
||
έναρθρος έναστρος ένδακρυς ένδικος ένδοξος ένζυμος ένθεος ένθερμος ένθετος
|
||
έννομος έννους ένοπλος ένορκος ένοχος ένρινος ένσπερμος ένστικτος ένστολος
|
||
ένταστος έντεχνος έντιμος έντοκος έντονος έντρομος έντυπος ένυδρος έξαλλος
|
||
έξαφνος έξεργο έξεργος έξηχος έξοχος έξτρα έξυπνος έξω έξωμος έπηλυς έρημος
|
||
έρριζος έρρινος έρρυθμος έσχατος έτερος έτοιμος έτυμος έφεδρος έφιππος έφιππος
|
||
έχων έωλος ήδιστος ήμερος ήμισυς ήπιος ήρεμος ήσσων ήσυχος ίλεως ίσαλος
|
||
ίσιος ίσος ίστωρ ίσχαιμος αΐδιος αέναος αέρινος αέριος αήθης αήττητος αίθριος
|
||
αίσιος αβάγιστος αβάδιστος αβάζος αβάπτιστος αβάρετος αβάσιμος αβάσκαντος
|
||
αβάστακτος αβάσταχτος αβάτευτος αβάφτιστος αβέβαιος αβέβηλος αβέλτερος αβέρτος
|
||
αβίωτος αβαθής αβαθμίδωτος αβαθμολόγητος αβαθούλωτος αβαθύρριζος αβαλσάμωτος
|
||
αβανιοκαμένος αβανταδόρικος αβαρής αβαριάτος αβαρικός αβαροσλαβικός
|
||
αβασίλευτος αβγοειδής αβγοκομμένος αβγουλάτος αβγουλωτός αβγωμένος αβδέλυκτος
|
||
αβεβήλωτος αβεβαίωτος αβελόνιαστος αβερνίκωτος αβιογενετικός αβιομηχάνητος
|
||
αβιομηχανοποίητος αβιοτικός αβλάστητος αβλαβέστατος αβλαβής αβλαπτικός αβλεπής
|
||
αβλόγητος αβοήθητος αβολιδοσκόπητος αβομβάρδιστος αβορβόρωτος αβοτάνιστος
|
||
αβουτύρωτος αβούλευτος αβούλητος αβούλωτος αβούρκωτος αβούρτσιστος αβούτηχτος
|
||
αβράδιαστος αβράκωτος αβράχυντος αβρααμικός αβραμιαίος αβροβόστρυχος
|
||
αβρόμιστα αβρόμιστος αβρός αβρόφρων αβυθομέτρητος αβυσσαλέος αβυσσοβενθικός
|
||
αβυσσώδης αβόλευτος αβόρβορος αβύζαχτος αβύθιστος αγάθας αγάλακτος αγάμητος
|
||
αγέλαστος αγέμιστος αγένειος αγέννητος αγένωτος αγέραστος αγέρινος αγέρωχος
|
||
αγαθάρχης αγαθήμερος αγαθαρχικός αγαθιάρης αγαθοβιόλης αγαθοδότης αγαθοεργός
|
||
αγαθομαρία αγαθομαρούσα αγαθομούνης αγαθοπάροχος αγαθοποιός αγαθοπρεπής
|
||
αγαθοπόνηρος αγαθοσύμβουλος αγαθοφανής αγαθοψώλης αγαθούκλας αγαθούλης
|
||
αγαθούτσικος αγαθόβιος αγαθόβουλος αγαθόγνωμος αγαθόδωρος αγαθόκλας
|
||
αγαθόπουλο αγαθόπουλος αγαθός αγαθότροπος αγαθότυπος αγαθόψυχος αγαθώνυμος
|
||
αγαλβάνιστος αγαλμάτινος αγαλματένιος αγαλματώδης αγαλούχητος αγαμογενετικός
|
||
αγανός αγαπημένα αγαπησιάρης αγαπητικός αγαπητός αγαρνίριστος αγαστός αγγίνιο
|
||
αγγειοανοσοβλαστικός αγγειοαποφρακτικός αγγειοβλαστικός αγγειοβριθής
|
||
αγγειογενετικός αγγειογραφικός αγγειοδιασταλτικός αγγειοδραστικός
|
||
αγγειολογικός αγγειοπλαστικός αγγειοσπαστικός αγγειοσυσταλτικός
|
||
αγγειόσπερμος αγγειώδης αγγελικός αγγελοειδής αγγελοκάμωτος αγγελοκαμωμένος
|
||
αγγελομίμητος αγγελοπρόσωπος αγγελοφτιαγμένος αγγελοφτιασμένος αγγελτικός
|
||
αγγελόπλοκος αγγελόψυχος αγγελώνυμος αγγιδιώτικος αγγιχτικός αγγιχτός
|
||
αγγλικός αγγλομαθής αγγλοσαξονικός αγγλοτραφής αγγλόφερτος αγγλόφιλος
|
||
αγγλόφωνος αγδίκιωτος αγειτόνευτος αγελαίος αγελαδένιος αγελαδίσιος αγελαδινός
|
||
αγενής αγερικός αγεροχτυπημένος αγερσανιώτικος αγεφύρωτος αγεωγράφητος
|
||
αγεώργητος αγιάτρευτος αγιοβασιλιάτικος αγιοδημητριάτικος αγιορείτικος
|
||
αγιοτόκος αγιωτικός αγιότοκος αγιώνυμος αγκάθινος αγκαίνιαστος αγκαζέ
|
||
αγκαθερός αγκαθοφόρος αγκαθωτός αγκιστροειδής αγκιστρωτός αγκυλωτός
|
||
αγκυρωτικός αγκύλος αγλαός αγλωσσοφάγωτος αγλύκαντος αγναντιαστός αγνωσιακός
|
||
αγνωστοποίητος αγνός αγνώμων αγνώριστος αγοήτευτος αγονάτιστος αγορίστικος
|
||
αγορανομικός αγοραστικός αγοραστός αγοραφοβικός αγοραφοβικός αγουροξυπνημένος
|
||
αγουρωπός αγράμματος αγρατζούνιστος αγρατσούνιστος αγρεύσιμος αγριλίσιος
|
||
αγριωπός αγριόφωνος αγροίκος αγροβιομηχανικός αγροδίαιτος αγροδιατροφικός
|
||
αγρονομικός αγροτοβιομηχανικός αγροτοδιατροφικός αγροτοκτηνοτροφικός
|
||
αγυάλιστος αγχέμαχος αγχίνους αγχογόνος αγχολυτικός αγχωτικός αγχώδης
|
||
αγωνιστικός αγωνιώδης αγόγγυστος αγύμναστος αγύρευτος αγύριστος αγώγιμος
|
||
αδάμαστος αδάνειστος αδάπανος αδάσυντος αδάσωτος αδέκαρος αδέκαστος αδέξιος
|
||
αδέσποτος αδέψητος αδήλωτος αδήμευτος αδήριτος αδήωτος αδίδακτος αδίδαχτος
|
||
αδίπλωτος αδίστακτος αδίσταχτος αδίχαστος αδίωκτος αδαής αδαμάντινος
|
||
αδαμαντοκόσμητος αδαμαντοποίκιλτος αδαμαντοστόλιστος αδαμαντοφόρος
|
||
αδαμαντόστικτος αδαμιαίος αδαπάνητος αδασκάλευτος αδασμολόγητος αδείλιαστος
|
||
αδειανός αδειούχος αδελέαστος αδελφικός αδελφοκτόνος αδελφός αδεμάτιαστος
|
||
αδενοειδής αδενοπαθής αδενώδης αδερφίστικος αδερφικός αδευτέρωτος
|
||
αδημιούργητος αδημοσίευτος αδηφάγος αδιάβαστος αδιάβατος αδιάβλητος αδιάβροχος
|
||
αδιάδοτος αδιάζευκτος αδιάθετος αδιάκοπος αδιάκριτος αδιάλειπτος αδιάλεχτος
|
||
αδιάλυτος αδιάνθιστος αδιάντροπος αδιάπαυστος αδιάπλαστος αδιάπτωτος
|
||
αδιάρρηκτος αδιάσειστος αδιάσπαστος αδιάσταλτος αδιάστατος αδιάτρητος
|
||
αδιάφθορος αδιάφορος αδιάψευστος αδιέγερτος αδιέξοδος αδιήθητος αδιαίρετος
|
||
αδιαβάθμητος αδιαβίβαστος αδιαβατικός αδιαγούμητος αδιαγούμιστος αδιακήρυκτος
|
||
αδιακανόνιστος αδιακλάδωτος αδιακρίβωτος αδιακόρευτος αδιακόσμητος αδιακώλυτος
|
||
αδιαλόγητος αδιαμέλιστος αδιαμαρτύρητος αδιαμεσολάβητος αδιαμοίραστος
|
||
αδιαμόρφωτος αδιανέμητος αδιανόητος αδιαπέραστος αδιαπαιδαγώγητος αδιαπότιστος
|
||
αδιασάλευτος αδιασάφητος αδιασαφήνιστος αδιασκέδαστος αδιασκεύαστος
|
||
αδιαστρέβλωτος αδιατάρακτος αδιατάραχτος αδιατήρητος αδιατίμητος
|
||
αδιατύπωτος αδιαφέντευτος αδιαφήμιστος αδιαφανής αδιαφιλονίκητος
|
||
αδιαφόρετος αδιαφύλακτος αδιαφύλαχτος αδιαφώτιστος αδιαχώρητο αδιαχώρητος
|
||
αδιεκδίκητος αδιενέργητος αδιερεύνητος αδιευθέτητος αδιευκρίνητος
|
||
αδικαίωτος αδικαιολόγητος αδικομοιρασμένος αδικοπονεμένος αδικοσταυρωμένος
|
||
αδιοίκητος αδιοργάνωτος αδιπικός αδιπλασίαστος αδιχοτόμητος αδιόγκωτος
|
||
αδιόρθωτος αδιόριστος αδιύλιστος αδογμάτιστος αδοκίμαστος αδολίευτος
|
||
αδούλωτος αδρανής αδρανειακός αδρανοβαρυτικός αδρανογόνος αδρασκέλιστος
|
||
αδροδάκτυλος αδρομεγέθης αδρομερής αδρόμισθος αδρός αδρόσιστος αδυνάστευτος
|
||
αδυνατούτσικος αδυσώπητος αδωροδόκητος αδόκητος αδόκιμος αδόλεσχος αδόλωτος
|
||
αδόξαστος αδύναμος αδύνατος αδώρητος αείμνηστος αείφυλλος αειθαλής αεικίνητος
|
||
αειφανής αειφόρος αεράτος αεραγηματικός αεραθλητικός αεραποβατικός αερεπίγειος
|
||
αεριοφόρος αεριούχος αεριτζίδικος αεριώδης αεροΰφαντος αεροβάμων αεροδίνητος
|
||
αεροδρομικός αεροδυναμικός αεροκίνητος αερολιθικός αερολιμενικός αερολόγος
|
||
αεροναυτικός αεροναυτιλιακός αεροναυτιλλόμενος αεροπλανικό αεροπλανικός
|
||
αεροπορικός αεροστατικός αεροστεγής αεροφόρος αεροχτυπημένος αερόβιος
|
||
αερόψυκτος αερώδης αετίσιος αετομάτης αετόμορφος αζάρωτος αζέρικος αζέσταγος
|
||
αζήλευτος αζήμιος αζήτητος αζαχάρωτος αζεμάτιστος αζερικός αζερμπαϊτζανικός
|
||
αζευγάρωτος αζημίωτος αζιμουθιακός αζωγράφητος αζωγράφιστος αζωικός
|
||
αζωτούχος αζύγιαστος αζύγιστος αζύγωτος αζύμωτος αηδής αηδιαστικός
|
||
αηδονόλαλος αηδονόστομος αηδονόφωνος αθάμβωτος αθάμπωτος αθάνατος αθάρρευτος
|
||
αθέλητος αθέμιτος αθέριστος αθέρμαντος αθέσπιστος αθήλαστος αθήλιαστος αθαμβής
|
||
αθειάφιστος αθεμέλιωτος αθεμελίωτος αθεολόγητος αθεράπευτος αθεσμοθέτητος
|
||
αθεϊστικός αθεόφοβος αθεώρητος αθηλύκωτος αθημώνιαστος αθηναίικος
|
||
αθηναϊκός αθησαύριστος αθλητιατρικός αθλητικός αθλομανής αθλοφόρος αθορύβητος
|
||
αθροιστικός αθρυμμάτιστος αθρόος αθυμιάτιστος αθυρόστομος αθωνικός αθωράκιστος
|
||
αθωότης αθόλωτος αθόρυβος αθύμωτος αθώος αθώπευτος αθώρητος αιγαίος αιγαιακός
|
||
αιγαλιώτικος αιγιακός αιγιαλίτης αιγινήτικος αιγοπρόβειος αιγυπτιακός
|
||
αιδήμων αιθέριος αιθαλώδης αιθερικός αιθεριώδης αιθεροβάμων αιθουσονωτιαίος
|
||
αιθυλιούχος αιλουροειδής αιμάτινος αιματηρός αιματικός αιματοβούτηχτος
|
||
αιματολογικός αιματοπότιστος αιματόβρεκτος αιματόβρεχτος αιματόχροος
|
||
αιματώδης αιμοβόρικος αιμοβόρος αιμοδιψής αιμοδυναμικός αιμολυτικός
|
||
αιμομικτικός αιμορραγικός αιμορροφιλικός αιμορροϊκός αιμοσταγής αιμοστατικός
|
||
αιμοφόρος αιμοχαρής αιμοχρωστικός αιμόφιλος αιμόφυρτος αινέσιμος αινετός
|
||
αινιγματώδης αιολικός αιρετός αισθαντικός αισθηματικός αισθησιακός
|
||
αισθησιοκρατικός αισθητήριος αισθητηριακός αισθητικοκινητικός αισθητικός
|
||
αισιόδοξος αισχροκερδής αισχρολογικός αισχρολόγος αισχρός αισχυλικός
|
||
αισχύλειος αισωπικός αισώπειος αιτητικός αιτιάσιμος αιτιακός αιτιατικός
|
||
αιτιοκρατικός αιτιολογικός αιτιοπαθογενετικός αιτιώδης αιτωλικός αιφνίδιος
|
||
αιχμάλωτος αιχμηρός αιωνόβιος αιώνιος ακάθαρτος ακάθεκτος ακάθιστος ακάλεστος
|
||
ακάματος ακάμωτος ακάνθινος ακάπνιστος ακάρπιστος ακάρφωτος ακάτεχος ακάτιος
|
||
ακένωτος ακέραιος ακέραστος ακέριος ακέρωτος ακέφαλος ακήδευτος ακήρατος
|
||
ακήρυχτος ακίβδηλος ακίνδυνος ακίνητος ακαής ακαβάλητος ακαβούρδιστος
|
||
ακαδημαϊκός ακαθάριστος ακαθίδρυτος ακαθιέρωτος ακαθοδήγητος ακαθόριστος
|
||
ακακολόγητος ακαλίγωτος ακαλαίσθητος ακαλαφάτιστος ακαλλιέργητος ακαλλώπιστος
|
||
ακαλοκάρδιστος ακαμάκιαστος ακαμάκιστος ακαμάκωτος ακαμάτης ακαμίνευτος
|
||
ακανθοκυτταρικός ακανθοστεφής ακανθώδης ακανόνιστος ακαπάκωτος ακαπάρωτος
|
||
ακαπήλευτος ακαπίστρωτος ακαπλάντιστος ακαρίκωτος ακαρατόμητος ακαριαίος
|
||
ακαρποφόρητος ακαρύκευτος ακασσιτέρωτος ακατάβρεκτος ακατάβρεχτος ακατάγγελτος
|
||
ακατάδεχτος ακατάκτητος ακατάληκτος ακατάληπτος ακατάλληλος ακατάλυτος
|
||
ακατάπαυτος ακατάρτιστος ακατάσβεστος ακατάσβηστος ακατάστατος ακατάσχετος
|
||
ακατάταχτος ακατάφερτος ακατέβατος ακατέργαστος ακατήχητος ακαταίσχυντος
|
||
ακαταγώνιστος ακαταδίωκτος ακατακρήμνιστος ακατακύρωτος ακαταλαβίστικος
|
||
ακαταλόγιστος ακαταμάχητος ακαταμέτρητος ακατανάλωτος ακατανίκητος ακατανόητος
|
||
ακαταπολέμητος ακαταπόνητος ακατασίγαστος ακατασκεύαστος ακαταστάλακτος
|
||
ακατατόπιστος ακαταφρόνετος ακαταφρόνητος ακαταχώνιαστος ακαταχώρητος
|
||
ακατεδάφιστος ακατεύθυντος ακατεύναστος ακατηγόρητος ακατοίκητος ακατονόμαστος
|
||
ακατράμωτος ακατόρθωτος ακαυτηρίαστος ακαψάλιστος ακερδής ακερικός ακηδής
|
||
ακηλίδωτος ακιδωτός ακλάδευτος ακλήρωτος ακλήτευτος ακλεής ακλείδωτος
|
||
ακλυδώνιστος ακλόνητος ακμάζων ακμαίος ακοίμητος ακοίταχτος ακοιλωματικός
|
||
ακοινοποίητος ακοινώνητος ακολλάριστος ακολουθιακός ακολύμπητος ακομμάτιαστος
|
||
ακονιστικός ακοομετρικός ακοπάνιστος ακορνίζωτος ακορνιζάριστος ακοροΐδευτος
|
||
ακορύφωτος ακοσκίνιστος ακοστολόγητος ακουβάλητος ακουστικός ακουστός
|
||
ακουόμετρο ακούμπωτος ακούνητος ακούραστος ακούρδιστος ακούρευτος ακούρντιστος
|
||
ακούσιος ακράδαντος ακράτητος ακρήμνιστος ακραίος ακραιφνής ακρατής ακριανός
|
||
ακριβοδίκαιος ακριβοθώρητος ακριβολόγος ακριβομίλητος ακριβούτσικος ακριβός
|
||
ακριδοκτόνος ακριμάτιστος ακρινός ακριτικός ακριτόμυθος ακροαματικός
|
||
ακροαστικός ακροβατικός ακρογωνιαίος ακροδεξιός ακροθιγής ακροκεντρικός
|
||
ακροτελεύτιος ακροφωνικός ακρυλικός ακρυστάλλωτος ακρωμιοκλειδικός ακρόλιθος
|
||
ακτέριστος ακτήμονας ακτήμων ακταίος ακτιβιστικός ακτινοβόλος ακτινογραφικός
|
||
ακτινοθεραπευτικός ακτινολογικός ακτινομετρικός ακτινοσκοπικός ακτινοστόλιστος
|
||
ακτινωτός ακτινώδης ακτοπλοϊκός ακτουάριος ακτύπητος ακυβέρνητος ακυκλοφόρητος
|
||
ακυρίευτος ακυρωτικός ακυρώσιμος ακυτταρικός ακωδικοποίητος ακωμώδητος
|
||
ακόλλητος ακόλουθος ακόμιστος ακόνιστος ακόρδωτος ακόρεστος ακόρυφος ακόσμητος
|
||
ακύρωτος ακώλυτος αλάβωτος αλάδωτος αλάθευτος αλάθητος αλάλητος αλάνθαστος
|
||
αλάξευτος αλάργος αλέγρος αλέκιαστος αλέρωτος αλήστευτος αλήτικος αλίμενος
|
||
αλίπαστος αλίχνιστος αλαβάστρινος αλαγάριστος αλαζονικός αλαμπής
|
||
αλανιάρικος αλαργινός αλαργοτάξιδος αλατερός αλατοφόρος αλατούχος αλατόμητος
|
||
αλαφροΐσκιωτος αλαφροκάνταρος αλαφρόμυαλος αλαφρός αλαφρύς αλαφυραγώγητος
|
||
αλβανοσοβιετικός αλβανόφωνος αλγαισθητικό αλγαισθητικός αλγεβρικός αλγεινός
|
||
αλγογόνος αλγοριθμικός αλείαντος αλεηλάτητος αλειτούργητος αλεκτικός αλεξήνεμο
|
||
αλεξίπυρος αλεξίσφαιρος αλεξανδρινός αλεπουδίσιος αλεπτολόγητος αλεστικός
|
||
αλευρίτικος αλευροβιομηχανικός αλευροειδής αλευρούχος αλευρωμένος αλευρώδης
|
||
αλεύκαντος αλεύκαστος αλεύρινος αληθής αληθινός αληθοφανέστερος αληθοφανής
|
||
αλησμόνητος αλιάνιστος αλιβάνιστος αλιγούρευτος αλιευτικός αλιμάριστος
|
||
αλιχούδευτος αλκαλικός αλκαϊκός αλκοολικός αλκοολομετρικός αλκοολούχος
|
||
αλλαντικός αλλαξόπιστος αλλεπάλληλος αλλεργικός αλλεργιογόνος αλλεργιολογικός
|
||
αλληλέγγυος αλληλένδετος αλληλεπιδραστικός αλληλοβοηθητικός αλληλοδιάδοχος
|
||
αλληλοεξοντωτικός αλληλοεπηρεαζόμενος αλληλοεπιδρώμενος αλληλοκεντρικός
|
||
αλληλοπαθής αλληλόφιλος αλληλόχρεος αλλιώτικος αλλογενής αλλοδαπός αλλοεθνής
|
||
αλλοιωτικός αλλοιώσιμος αλλομετρικός αλλοπαθητικός αλλοπαρμένος αλλοπρόσαλλος
|
||
αλλοστερικός αλλοτινός αλλοτριοφάγος αλλοτριοφαγικός αλλοχωριανός αλλόγλωσσος
|
||
αλλόεθνος αλλόθρησκος αλλόκοτος αλλόπιστος αλλότριος αλλότροπος αλλόφρων
|
||
αλλόφωνος αλματώδης αλμυρούτσικος αλμυρός αλογάριαστος αλογήσιος αλογίσιος
|
||
αλογόκριτος αλουλούδιαστος αλουλούδιστος αλουμινένιος αλουστράριστος αλούτερος
|
||
αλπικός αλπινικός αλσατικός αλσώδης αλταζιμουθιακός αλτικός αλτρουιστικός
|
||
αλυσιτελής αλυσοδέσμιος αλυσοειδής αλυσωτός αλυσόδετος αλυτρωτικός αλφαβητικός
|
||
αλφαριθμητικός αλφικός αλχημικός αλχημιστικός αλωνάρης αλωνιάτης αλωνιστικός
|
||
αλόγιαστος αλόγιστος αλύγιστος αλύπητος αλύτρωτος αλώβητος αλώσιμος αμάγευτος
|
||
αμάζευτος αμάθευτος αμάθητος αμάλαγος αμάλαχτος αμάλλιαγος αμάλλιαστος
|
||
αμάντευτος αμάντριστος αμάντρωτος αμάραντος αμάρτυρος αμάσητος αμάτιαστος
|
||
αμάχητος αμέθοδος αμέθυστος αμέριμνος αμέριστος αμέρωτος αμέστωτος αμέταλλος
|
||
αμέτρητος αμήνυτος αμήχανος αμίαντος αμίλητος αμίμητος αμίσθωτος αμαγάριστος
|
||
αμαζονικός αμαζόνειος αμαζόνιος αμαθής αμαθημάτιστος αμακιγιάριστος
|
||
αμαλγαμωτικός αμανίκωτος αμαντάλωτος αμαντάριστος αμαξιτός αμαξωτός
|
||
αμαρκάριστος αμαρτωλός αμαρτύρητος αμασκάρευτος αμαστίγωτος αμαυρός
|
||
αμαύριστος αμβληχρός αμβλυγώνιος αμβλυκόρυφος αμβλυντικός αμβλυωπικός
|
||
αμβλύς αμβλύστομος αμείλικτος αμείλιχτος αμείωτος αμεθόδευτος αμειδίαστος
|
||
αμελής αμελητέος αμερικάνικος αμερικανικός αμερικανοκίνητος
|
||
αμερικανόφιλος αμερόληπτος αμεσίτευτος αμετάβατος αμετάβλητος αμετάγγιστος
|
||
αμετάθετος αμετάκλητος αμετάλαβος αμετάλλακτος αμετάλλαχτος αμετάπειστος
|
||
αμετάπτωτος αμετάτρεπτος αμετάφερτος αμετάφραστος αμεταβίβαστος
|
||
αμεταγύριστος αμετακίνητος αμεταμέλητος αμεταμφίεστος αμεταμόρφωτος
|
||
αμετανόητος αμεταποίητος αμετασχημάτιστος αμετατόπιστος αμεταχείριστος
|
||
αμετροεπής αμιάντινος αμιγής αμικροβιακός αμινοβουτυρικός αμισθοδότητος
|
||
αμλετικός αμμοκίτρινος αμμοστρωμένος αμμουδερός αμμωνιακός αμμωνιούχος αμμώδης
|
||
αμνήμων αμνήστευτος αμνημόνευτος αμνησίκακος αμνησιακός αμνηστεύσιμος αμνιακός
|
||
αμοιβαίος αμοιρολόγητος αμολόγητος αμοντάριστος αμοραλιστικός αμορφοποίητος
|
||
αμούστακος αμπάδι αμπάδικος αμπάλωτος αμπελικός αμπελοοινικός αμπελουργικός
|
||
αμπερομετρικός αμπογιάντιστος αμπογιάτιστος αμπόλιαστος αμυγδαλάτος
|
||
αμυδρός αμυλούχος αμυλώδης αμυντικοβιομηχανικός αμυντικός αμφίαλος αμφίβιος
|
||
αμφίβραχυς αμφίδρομος αμφίθυμος αμφίκοιλος αμφίκυρτος αμφίλογος αμφίπλευρος
|
||
αμφίσημος αμφίστομος αμφιβαρής αμφιβληστροειδής αμφιβραχικός αμφιγραφικός
|
||
αμφιθαλής αμφιθεατρικός αμφιθυμικός αμφικλινής αμφικοιλιακός αμφικτιονικός
|
||
αμφιμονοσήμαντος αμφινευστικός αμφιπαθητικός αμφιπρόστυλος αμφιρρεπής
|
||
αμφιφανής αμφιφυλικός αμφιφυλόφιλος αμφοτερικός αμφοτεροβαρής αμωλώπιστος
|
||
αμόλυβδος αμόλυντος αμόνοιαστος αμόρφωτος αμύητος αμύθητος αμύριστος αμύρωτος
|
||
αμώμητος ανάβαθος ανάβροχος ανάγιαστο ανάγλυφος ανάδελφος ανάδρομος ανάερος
|
||
ανάκατος ανάκουστος ανάλαδος ανάλατος ανάλαφρος ανάλγητος ανάλεστος ανάλλαγος
|
||
ανάλλαχτος ανάλογος ανάμεικτος ανάμειχτος ανάμελος ανάμερος ανάμικτος
|
||
ανάνθιστος ανάντης ανάξιος ανάπηρος ανάπλεκος ανάπλωρος ανάποδος ανάπρυμνος
|
||
ανάπρωρος ανάριθμος ανάριος ανάριχτος ανάρμεγος ανάρμεχτος ανάρμοστος
|
||
ανάρριχτος ανάσκελος ανάσκητος ανάστατος ανάστερος ανάστροφος ανάφεγγος
|
||
ανέγγυος ανέγκλητος ανέγνοιαστος ανέγνωμος ανέγνωρος ανέκδοτος ανέκκλητος
|
||
ανέλεγκτος ανέλπιδος ανέλπιστος ανέμελος ανέμπειρος ανέμπνευστος ανέμυαλος
|
||
ανέντακτος ανένταχτος ανέντιμος ανέξοδος ανέπαγος ανέπαφος ανέραστος ανέρωτος
|
||
ανέσπλαγχνος ανέσπλαχνος ανέστιος ανέτοιμος ανέφελος ανέφικτος ανήθικος
|
||
ανήκουστος ανήλεος ανήλιαγος ανήλιαστος ανήλικος ανήλιος ανήμερος ανήμπορος
|
||
ανήστευτος ανήσυχος ανίατος ανίδεος ανίδρωτος ανίδωτος ανίερος ανίκανος
|
||
ανίσκιος ανίσκιωτος ανίσχυρος αναίμακτος αναίμαχτος αναίρετος αναίσθητος
|
||
αναίτιος αναβαθμίσιμος αναβλητικός αναβολικός αναβράζων αναβραστός
|
||
αναγεννησιακός αναγεννητικός αναγερτός αναγκαίος αναγκαστικός αναγλυφικός
|
||
αναγνωριστικός αναγνωστικός αναγνώσιμος αναγομωμένος αναγουλιαστικός
|
||
αναγωγισμός αναγωγιστικός αναγώγιμος αναδασωτέος αναδεκτός αναδεχτός
|
||
αναδιανεμητικός αναδρομικός αναερόβιος αναζητήσιμος αναζωογονητικός
|
||
αναθεωρητικός αναθηματικός αναιδής αναιμικός αναιρέσιμος αναιρετέος
|
||
αναιρετικός αναισθησιολογικός αναισθητικός αναιτιολόγητος ανακαινιστικός
|
||
ανακατωσούρης ανακατωτός ανακεφαλαιωτικός ανακλαδιστός ανακλαστικός
|
||
ανακλητικός ανακλητός ανακοινώσιμος ανακουφιστικός ανακρεόντειος ανακριβής
|
||
ανακτορικός ανακόλουθος ανακύψιμος αναλγητικός αναληθής αναλημματικός
|
||
αναληπτικός αναλλοίωτος αναλογικός αναλογιστικός αναλυτικός αναλυτικότερος
|
||
αναλφάβητος αναλφαβητικός αναλύσιμος αναλώσιμος αναμαλλιάρης αναμνηστικός
|
||
αναμπάρωτος αναμφίβολος αναμφίλεκτος αναμφίσημος αναμφισβήτητος ανανεωμένος
|
||
ανανεώσιμος ανανθής ανανούριστος αναντίλεκτος αναντίρρητος αναντίστρεπτος
|
||
ανανταπόδεικτος ανανταπόδοτος αναντικατάστατος αναντιπροσώπευτος
|
||
αναξιοπαθής αναξιοπαθών αναξιοποίητος αναξιοπρεπής αναξιόλογος αναξιόπιστος
|
||
αναπάντεχος αναπάντητος αναπαιστικός αναπαλλοτρίωτος αναπαραγωγικός
|
||
αναπασχόλητος αναπαυτικός αναπεπταμένος αναπηρικός αναπλαστικός
|
||
αναπνευστικός αναποδιάρης αναποδιασμένος αναποζημίωτος αναποκατάστατος
|
||
αναπολόγητος αναποτελεσματικός αναποφάσιστος αναποχώριστος αναπροσαρμοζόμενος
|
||
αναπόγραφος αναπόδεικτος αναπόδειχτος αναπόδοτος αναπόδραστος αναπόσπαστος
|
||
αναπόφευγος αναπόφευκτος αναρίθμητος αναριχτός αναρμάτωτος αναρμόδιος
|
||
αναρριχτός αναρροφητικός αναρρωτικός αναρτητέος αναρχικός αναρχοαυτόνομος
|
||
ανασκαφικός ανασκευαστικός ανασκοπικός αναστάσιμος ανασταλτικός ανασταλτός
|
||
αναστεναμένος αναστηλωτικός αναστρέψιμος ανασυνδυασµένος ανασυρτός
|
||
ανασφαλής ανασχετικός ανατάσιμος αναταρασσόμενος ανατιμητικός ανατολίτικος
|
||
ανατομικός ανατρέψιμος ανατρεπτικός ανατριχιαστικός ανατροφοδοτικός
|
||
αναφαίρετος αναφλέξιμος αναφλεκτικός αναφομοίωτος αναφορικός αναφρόδιτος
|
||
αναχρονιστικός αναύλωτος αναύξητος ανδρείος ανδρειωμένος ανδρικός
|
||
ανδρολογικός ανδρομόνοικος ανδροπρεπής ανδρωνυμικός ανδρόγυνος ανδρώδης
|
||
ανείδωτος ανείπωτος ανείσπρακτος ανείσπραχτος ανεβάσταγος ανεβατός ανεγγύητος
|
||
ανεγκρατής ανεγχείρητος ανεγχείριστος ανεδαφικός ανειδίκευτος ανειδοποίητος
|
||
ανειλημμένος ανειλικρινής ανειρήνευτος ανεκδήλωτος ανεκδίκαστος ανεκδίκητος
|
||
ανεκδοτικός ανεκδοτολογικός ανεκκαθάριστος ανεκλάλητος ανεκμετάλλευτος
|
||
ανεκπαίδευτος ανεκπλήρωτος ανεκποίητος ανεκτέλεστος ανεκτίμητος ανεκτικός
|
||
ανεκχώρητος ανελέητος ανελαστικός ανελεήμων ανελεύθερος ανελικτικός
|
||
ανελλιπής ανεμογραφικός ανεμοδεικτικός ανεμομετρικός ανεμπόδιστος ανεμόδαρτος
|
||
ανενεργός ανενημέρωτος ανενθρόνιστος ανενόχλητος ανεξάλειπτος ανεξάντλητος
|
||
ανεξέλεγκτος ανεξέλικτος ανεξέταστος ανεξήγητος ανεξίθρησκος ανεξίκακος
|
||
ανεξαίρετος ανεξακρίβωτος ανεξαργύρωτος ανεξερεύνητος ανεξεταστέος ανεξιλέωτος
|
||
ανεξοικείωτος ανεξόφλητος ανεξύμνητος ανεξύπνητος ανεπάγγελτος ανεπάντεχος
|
||
ανεπίγραφος ανεπίδεκτος ανεπίδεχτος ανεπίδοτος ανεπίκαιρος ανεπίκλητος
|
||
ανεπίλυτος ανεπίσημος ανεπίστρεπτος ανεπίστροφος ανεπίτευκτος ανεπίτρεπτος
|
||
ανεπαίσχυντος ανεπανάληπτος ανεπανόρθωτος ανεπαρκής ανεπαχθής ανεπεξέργαστος
|
||
ανεπιβεβαίωτος ανεπιεικής ανεπιθύμητος ανεπικερδής ανεπικύρωτος ανεπιμέλητος
|
||
ανεπιτήδειος ανεπιτήδευτος ανεπιτήρητος ανεπιτυχής ανεπιφύλακτος ανεπούλωτος
|
||
ανεπρόκοφτος ανεπτυγμένος ανερέθιστος ανερεύνητος ανερμάτιστος ανερμήνευτος
|
||
ανερώτευτος ανεσταλμένος ανετοίμαστος ανετυμολόγητος ανευθύγραμμος ανευλαβής
|
||
ανευρυσματικός ανευρυσματώδης ανευφάνταστος ανευχαρίστητος ανεφάρμοστος
|
||
ανεχτίμητος ανεχτικός ανεχτός ανεχόρταγος ανεόρταστος ανεύθυνος ανεύρετος
|
||
ανεύφλεκτος ανηγμένος ανηλεής ανημέρευτος ανημέρωτος ανημέτερος ανηολόγητος
|
||
ανησυχητικός ανηφορικός ανθεκτικός ανθελληνικός ανθελονοσιακός ανθενωτικός
|
||
ανθιδρωτικός ανθικός ανθισμένος ανθοκομικός ανθοστόλιστος ανθοφόρος ανθρακικός
|
||
ανθρακοφόρος ανθρακούχος ανθρακώδης ανθρωπινός ανθρωπιστικός ανθρωπογενής
|
||
ανθρωποκεντρικός ανθρωποκτόνος ανθρωπολογικός ανθρωπομετρικός ανθρωπομορφικός
|
||
ανθρωποφάγος ανθρωπωνυμικός ανθρωπόμορφος ανθρωπόφιλος ανθρώπειος ανθρώπινος
|
||
ανθυποβρυχιακός ανθυψίφωνος ανθόσπαρτος ανθόστρωτος ανθώδης ανιαρός
|
||
ανιθυφαλλικός ανικανοποίητος ανικτερικός ανιμιστικός ανιοβόλος ανιονικός
|
||
ανισομήκης ανισομεγέθης ανισομερής ανισομετρικός ανισοσκελής ανισοσύλλαβος
|
||
ανιστόρητος ανισόβαρος ανισόμερος ανισόπεδος ανισόπλευρος ανισόρροπος
|
||
ανιχνευτικός ανιχνεύσιμος ανιών ανοίκειος ανοίκιαστος ανοδικός
|
||
ανοικοδομητικός ανοικοδομικός ανοικοδόμητος ανοικοκύρευτος ανοικονόμητος
|
||
ανοικτός ανοιξιάτικος ανοιχτομάτης ανοιχτοχέρης ανοιχτοχέρικος ανοιχτόκαρδος
|
||
ανοιχτόχερος ανοιχτόχρωμος ανολοκλήρωτος ανομοιογενής ανομοιοκατάληκτος
|
||
ανομοιωτικός ανομοιόμορφος ανομολόγητος ανονείρευτος ανοξείδωτος ανοργάνωτος
|
||
ανορθολογικός ανορθολογιστικός ανορθωτικός ανορθόγραφος ανορθόδοξος ανοσιακός
|
||
ανοσοθεραπευτικός ανοσοκατασταλτικός ανοσοκατεσταλμένος ανοσολογικός
|
||
ανοσορυθμιστικός ανοσοτροποποιητικός ανοσοφαρμακολογικός ανοσοϊστοχημικός
|
||
ανοχύρωτος ανοϊκός ανούσιος αντάξιος αντάρτικος αντήλιος αντίδικος αντίζηλος
|
||
αντίθετος αντίθρησκος αντίμαχος αντίξοος αντίπαλος αντίπερα αντίρροπος
|
||
αντίστροφος αντίφα αντίχριστος αντίψυχος ανταγωνιστικός ανταλλάξιμος
|
||
αντανακλαστικός ανταπεργιακός ανταποδοτικός ανταποκρίσιμος ανταποκριτικός
|
||
ανταρτικός ανταρτοπολεμικός ανταρτόπληκτος αντασφαλιστικός αντεθνικός
|
||
αντεκπαιδευτικός αντεμετικός αντενεργών αντεπαναστατικός αντεπιστέλλων
|
||
αντεργατικός αντεργκράουντ αντηχητικός αντηχών αντιαγνωστικός αντιαγροτικός
|
||
αντιαθλητικός αντιαιμορραγικός αντιαισθητικός αντιαλγικός αντιαλκοολικός
|
||
αντιαμερικανικός αντιαναπτυξιακός αντιανεμικός αντιανταρτικός
|
||
αντιαρθριτικός αντιαρματικός αντιασφυξιογόνος αντιατομικός αντιατομιστικός
|
||
αντιαφροδισιακός αντιβαλκανικός αντιβασιλικός αντιβενιζελικός αντιβεντετικός
|
||
αντιβιοτικό αντιβιοτικός αντιβλεννορροιακός αντιγαμητικός αντιγλυκαιμικός
|
||
αντιγονορροϊκός αντιγραφικός αντιγριπικός αντιδάνειος αντιδανειακός αντιδεξιός
|
||
αντιδημοτικός αντιδιαβητικός αντιδιαμετρικός αντιδικτατορικός αντιδιουρητικός
|
||
αντιδιφθεριτικός αντιδογματικός αντιδραστικός αντιδυναστικός αντιεθνικός
|
||
αντιεκπαιδευτικός αντιεκρηκτικός αντιεμετικός αντιεμπορευματικός αντιεμπορικός
|
||
αντιεπιστημονικός αντιευρωπαϊκός αντιεφιδρωτικός αντιηλιακός αντιηρωικός
|
||
αντιθεατρικός αντιθερμαντικός αντιθετικός αντιθρησκευτικός αντιθρομβωτικός
|
||
αντιιδρωτικός αντιιικός αντιικός αντιισταμινικός αντικαθεστωτικός
|
||
αντικανονικός αντικανονιστικός αντικαπνιστικός αντικαρκινικός
|
||
αντικαταναλωτικός αντικατασκοπευτικός αντικατασκοπικός αντικαταστάσιμος
|
||
αντικαταστατός αντικειμενικοποιημένος αντικειμενικός αντικειμενοποιημένος
|
||
αντικληρικός αντικοινοβουλευτικός αντικοινωνικός αντικομματικός
|
||
αντικομουνιστικός αντικομφορμιστικός αντικουνουπικός αντικραδασμικός
|
||
αντικριστός αντικρουόμενος αντικυβερνητικός αντικυκλικός αντικυκλωνικός
|
||
αντιλαϊκός αντιλεκτικός αντιληπτικός αντιληπτός αντιλογιστικός αντιλυρικός
|
||
αντιμέτωπος αντιμαχόμενος αντιμεθυστικός αντιμελοδραματικός αντιμεταθετικός
|
||
αντιμεταφυσικός αντιμετωπίσιμος αντιμηνιγγιτικός αντιμικροβιακός
|
||
αντιμιλιταριστικός αντιμνημονιακός αντιμοναρχικός αντιμονιούχος
|
||
αντιμυκητιασικός αντινεοπλασματικός αντινευρικός αντινεφικός αντινομικός
|
||
αντιοικονομικός αντιολισθητικός αντιοξειδωτικός αντιοφικός αντιπαθέστερος
|
||
αντιπαθητικός αντιπαιδαγωγικός αντιπανωλικός αντιπαραγωγικός αντιπαραθετικός
|
||
αντιπαρασιτικός αντιπαρατάξιμος αντιπατριωτικός αντιπειθαρχικός
|
||
αντιπερισπαστικός αντιπηκτικός αντιπιτυριδικός αντιπληθωρικός
|
||
αντιπλημμυρικός αντιπνευματικός αντιπνευμονικός αντιποιητικός αντιπολεμικός
|
||
αντιπολιτευτικός αντιπολιτικός αντιπροεδρικός αντιπροστατευτικός
|
||
αντιπροσωπεύων αντιπροχθεσινός αντιπροχτεσινός αντιπυραυλικός αντιπυρετικό
|
||
αντιπυρηνικός αντιπυρικός αντιρατσιστικός αντιρρευματικός αντιρρητικός
|
||
αντιρυτιδικός αντισεισμικός αντισεξουαλικός αντισημιτικός αντισηπτικός
|
||
αντισκωριακός αντισοβιετικός αντισπασμωδικός αντισταθμίσιμος αντισταθμιστικός
|
||
αντιστατικός αντιστικτικός αντιστιξιακός αντιστρέψιμος αντιστρατιωτικός
|
||
αντιστυλωμένος αντισυλληπτικός αντισυμβαλλόμενος αντισυμβατικός
|
||
αντισυμμοριακός αντισυνδικαλιστικός αντισυνταγματικός αντισυστημικός
|
||
αντιτάνκ αντιτάξιμος αντιτακτός αντιτετανικός αντιτοξικός αντιτορπιλικός
|
||
αντιτράστ αντιτραπεζικός αντιτριβικός αντιτρομοκρατικός αντιτυφικός
|
||
αντιφασιστικός αντιφατικός αντιφεμινιστικός αντιφθισικός αντιφιλελεύθερος
|
||
αντιφλεγμονώδης αντιφλογιστικός αντιφρονών αντιφυλετικός αντιφυλλοξηρικός
|
||
αντιφυσικός αντιφωνικός αντιχαλαζικός αντιχολερικός αντιχριστιανικός
|
||
αντλησιοταμιευτικός αντλητήριος αντλιοφόρος αντούβιανος αντρίκειος αντρίκιος
|
||
αντρείος αντρειωμένος αντρικός αντρωμένος αντρόπιαστος αντωνυμικός αντωπός
|
||
ανυιοθέτητος ανυμνητικός ανυπάκοος ανυπάκουος ανυπέρβλητος ανυπέρθετος
|
||
ανυποθήκευτος ανυπολόγιστος ανυπομόνευτος ανυποστήρικτος ανυποστήριχτος
|
||
ανυποχώρητος ανυποψίαστος ανυπόγραφος ανυπόδητος ανυπόθετος ανυπόθηκος
|
||
ανυπόληπτος ανυπόμονος ανυπόνοιαστος ανυπόστατος ανυπόσχετος ανυπόταγος
|
||
ανυπόταχτος ανυπόφερτος ανυπόφορος ανυσματικός ανυστερόβουλος ανυψωτικός
|
||
ανωφέλετος ανωφέλευτος ανωφέλητος ανωφελής ανωφελώς ανωφερής ανωφερικός
|
||
ανόθευτος ανόμοιος ανόργανος ανόργητος ανόργιστος ανόργωτος ανόρεκτος
|
||
ανόσιος ανότιστος ανύμφευτος ανύπανδρος ανύπαντρος ανύπαρκτος ανύπαρχτος
|
||
ανύποπτος ανύσταγος ανύστακτος ανύσταχτος ανύχτωτος ανώδυνος ανώμαλος ανώνυμος
|
||
ανώτατος ανώτερος ανώφελος αξάκριστος αξάπλωτος αξάφριστος αξέμπλεχτος
|
||
αξέχαστος αξήγητος αξήλωτος αξίδιαστος αξίνιστος αξεδίψαστος αξεδιάκριτος
|
||
αξεδιάλυτος αξεθύμαστος αξεκαθάριστος αξεκόλλητος αξελόγιαστος αξεμάτιαστος
|
||
αξεμυάλιστος αξεπάστρευτος αξεπέραστος αξεπλέρωτος αξεπλήρωτος αξεπούλητος
|
||
αξεσκάλιστος αξεσκέπαστος αξεσκόλιστος αξετίμητος αξετύλιχτος αξεφιτίλιστος
|
||
αξεφούρνιστος αξεχαρβάλωτος αξεχώριστος αξημέρωτος αξιέπαινος αξιέραστος
|
||
αξιαζούμενος αξιαζόμενος αξιακός αξιανάγνωστος αξιογέλαστος αξιοδάκρυτος
|
||
αξιοζήλευτος αξιοθέατος αξιοθαύμαστος αξιοθησαύριστος αξιοθρήνητος
|
||
αξιοκαταφρόνετος αξιοκαταφρόνητος αξιοκατηγόρητος αξιοκρατικός αξιολάτρευτος
|
||
αξιολογικός αξιολογούμενος αξιολογών αξιολύπητος αξιομίμητος αξιομίσητος
|
||
αξιομνημόνευτος αξιοπαρατήρητος αξιοπερίεργος αξιοπεριφρόνητος αξιοποιήσιμος
|
||
αξιοπρεπής αξιοπρόσεκτος αξιοπρόσεχτος αξιοσέβαστος αξιοσημείωτος
|
||
αξιοτράβηχτος αξιωματικός αξιόλογος αξιόμαχο αξιόμαχος αξιόμεμπτος αξιόμισθος
|
||
αξιόπλοος αξιόποινος αξιόπρεπος αξιότιμος αξιόχρεος αξιώτικος αξομολόγητος
|
||
αξονικός αξονοειδής αξονομετρικά αξονομετρικός αξονοσυμμετρικός αξούριστος
|
||
αξόδευτος αξόδιαστος αξόμπλιαστος αξόρκιστος αξόφλητος αξύλευτος αξύλιστος
|
||
αξύριστος αοίδιμος αοριστικός αοριστολογικός αορτικός αορτολαγόνιος
|
||
απάγγειος απάγκειος απάγκιος απάγωτος απάδων απάλιωτος απάνεμος απάνθρωπος
|
||
απάρθενος απάστρευτος απάστωτος απάτητος απάτορας απάτριος απάτωρ απάχικος
|
||
απένθητος απένταρος απέξω απέραντος απέραστος απέριττος απέταλος απέχων
|
||
απίθανος απίκραντος απίσσωτος απίστευτος απίστωτος απαίδευτος απαίνευτος
|
||
απαγής απαγγελτικός απαγκιστρωτικός απαγορευτικός απαγωγικός απαγωγός
|
||
απαζάρευτος απαθής απαιδαγώγητος απαισιόδοξος απαισιόμορφος απαισιότατος
|
||
απαιτητός απαλάμιστος απαλειπτικός απαλλακτικός απαλλαχτικός απαλλοτριώσιμος
|
||
απαλός απαλόχνουδος απανινός απαντητικός απαντλητικός απανωτός απαξάπας
|
||
απαπούτσωτος απαράβαλτος απαράβατος απαράβλητος απαράγγελτος απαράγραπτος
|
||
απαράγραφτος απαράδεκτος απαράδεχτος απαράδοτος απαράθετος απαράκαμπτος
|
||
απαράλειπτος απαράληπτος απαράλλακτος απαράλλαχτος απαράμιλλος απαράσκευος
|
||
απαρέμφατος απαρένθετος απαραίτητος απαραβίαστος απαραγνώριστος
|
||
απαρακάλεστος απαρακάλετος απαρακίνητος απαρακολούθητος απαρακράτητος
|
||
απαραλλήλιστος απαραμείωτος απαραμύθητος απαραπλάνητος απαραποίητος
|
||
απαρασημοφόρητος απαρασκεύαστος απαρατήρητος απαραφύλακτος απαραφύλαχτος
|
||
απαραχάραχτος απαραχώρητος απαρεμπόδιστος απαρεμφατικός απαρενόχλητος
|
||
απαρηγόρητος απαριθμήσιμος απαριθμητός απαρνητικός απαρομοίαστος απαρουσίαστος
|
||
απαρτικός απαρόμοιαστος απαρόρμητος απαρώδητος απασάλειφτος απασπάλιστος
|
||
απασσάλωτος απαστράπτων απασχολήσιμος απατίκωτος απατεώνικος απατηλός
|
||
απαυτός απείθαρχος απείραγος απείρακτος απείραχτος απεγνωσμένος απειθάρχητος
|
||
απειθαρχικός απεικαστικός απεικονισματικός απεικονιστικός απειλητικός
|
||
απειράριθμος απειροδιάστατος απειροελάχιστος απειρομεγέθης απειροπόλεμος
|
||
απειροστός απειροσύνθετος απειρόγαμος απειρόκαλος απειρότεχνος απειρώνυμος
|
||
απεκκριτήριος απεκκριτικός απελέκητος απελαθείς απελασμένος απελαυνόμενος
|
||
απελευθερωτικός απελπιστικός απενθής απεράτωτος απερίγραπτος απερίγραφτος
|
||
απερίθαλπτος απερίσκεπτος απερίσκεφτος απερίσπαστος απερίτεχνος απερίτμητος
|
||
απερίφραστος απερίφραχτος απεραθίτικος απεργιακός απεργοσπαστικός
|
||
απεριγέλαστος απερινόητος απεριοδικός απεριποίητος απεριόριστος απερπάτητος
|
||
απευκταίος απεχθής απηνής απηχητικός απιδόσχημος απιοειδής απισσάριστος
|
||
απισχναντικός απλάνευτος απλάνιστος απλέρωτος απλήγωτος απλήθυντος απλήρωτος
|
||
απλανής απλειστηρίαστος απλημμύριστος απληροφόρητος απλησίαστος απλογραφικός
|
||
απλοποιημένος απλοποιητικός απλοχέρης απλοϊκός απλούμιστος απλούς απλούστερος
|
||
απλωτός απλός απλόχερος απλόχωρος αποίητος αποίκιλτος αποίμαντος αποβατικός
|
||
αποβιώσας αποβλακωτικός αποβλητέος αποβολιμαίος αποβραδινός αποβροχάρης
|
||
απογαλακτισμένος απογεματινός απογευματινός απογοητευτικός απογραμμικός
|
||
αποδέλοιπος αποδαύτος αποδείξιμος αποδειγμένος αποδεικτικός αποδεικτός
|
||
αποδεκτικός αποδεκτός αποδεχτός αποδημητήρια αποδημητικός αποδιοπομπαίος
|
||
αποδοκιμαστικός αποδομήσιμος αποδομητικός αποδοτικός αποδυναμωτικός αποδόσιμος
|
||
αποθήκευτρα αποθαρρυντικός αποθεματικός αποθετήριος αποθετικός αποθεωτικός
|
||
αποθηκευτικός αποθορυβοποιήσιμος αποικιακός αποικιοκρατικός αποικιστικός
|
||
αποκάτω αποκαλυπτήριος αποκαλυπτικός αποκαρδιωτικός αποκατιανός αποκατινός
|
||
αποκεντρωτικός αποκεφαλισθείς αποκλίνων αποκλειστικός αποκληρωτικός
|
||
αποκορυφωτικός αποκριάτικος αποκριτικός αποκρουστικός αποκρυφικός
|
||
αποκτηνωτικός απολέμητος απολέμιστος απολήψιμος απολίτικος απολίτιστος
|
||
απολεπισμένος απολεπιστικός απολεστικός απολιτίκ απολιτικός απολλαπλασίαστος
|
||
απολογιστικός απολυμαντήριος απολυμαντικός απολυτήριος απολυτρωτικός απολυτός
|
||
απομαχικός απομνημονευματικός απομνημονευματογραφικός απομνημονευτικός
|
||
απομονάχος απομοναχός απομονωμένος απομονωτικός απομυελινωτικός απομυζητικός
|
||
απομόναχος απονήρευτος αποναρκωτικός απονεκρωτικός απονευρωτικός απονύχτερος
|
||
αποξηραντικός αποπανινός αποπεμπτικός αποπλανητικός αποπληθωρισμένος
|
||
αποπνικτικός αποπνιχτικός αποπροσανατολιστικός αποριξιμιός απορρέων
|
||
απορριμματοφόρος απορριξιμιός απορριπτέος απορροφητικός απορρυθμιστικός
|
||
αποσαθρωτικός αποσαφηνιστικός αποσβεσθείς αποσβεστικός αποσιωπητικός
|
||
αποσκιαδερός αποσκληρυντικός αποσμηκτικός αποσμητικός αποσοτικοποίητος
|
||
αποσπασματικός αποσπερνός αποστάξιμος αποστέλλων αποσταγματικός
|
||
αποστακτικός αποστατικός αποστεγνωτικός αποστειρωτικός αποστηματώδης
|
||
αποστομωτικός αποστραγγιστικός αποστρατευτέος αποστρατεύσιμος αποσυμφορητικός
|
||
αποσυνδετικός αποσυνθετικός αποσυρτός αποσχιστικός αποτέτοιος αποταμιευτικός
|
||
αποτελειωμένος αποτελεσμένος αποτελεσματικός αποτελματικός αποτελούμενος
|
||
αποτρεπτικός αποτριχωτικός αποτροπαϊκός αποτρόπαιος αποτυπωτικός αποτυχών
|
||
αποφασιστικός αποφατικός αποφθεγματικός αποφοιτήσας αποφοιτών αποφολιδωτικός
|
||
αποφραχτικός αποφώλιος αποχαιρετιστήριος αποχαιρετιστικός αποχαυνωτικός
|
||
αποχετευτικός αποχιονιστικός αποχρεμπτικό αποχρεμπτικός αποχρωσιακός
|
||
αποχυμένος αποχωματώνω αποχωριστικός αποψεσινός αποψιλωτικός αποψινός
|
||
απούλητος απράγμων απραγμάτωτος απραγματοποίητος απρεπής απριλιάτικος
|
||
απριλινός απριόνιστος απροΐδωτος απροάσπιστος απροίκιστος απροβίβαστος
|
||
απρογραμμάτιστος απροδιαίσθητος απροειδοποίητος απροεξόφλητος απροετοίμαστος
|
||
απροκατάληπτος απρολόγητος απρολόγιστος απρομελέτητος απρονόητος
|
||
απροπαράσκευος απροπαρασκεύαστος απροπόνητος απροσάρμοστος απροσάρτητος
|
||
απροσανατόλιστος απροσγείωτος απροσδιόνυσος απροσδιόριστος απροσδόκητος
|
||
απροσκάλεστος απροσκύνητος απροσμάχητος απροσμέτρητος απροσπέλαστος
|
||
απροσποίητος απροστάτευτος απροσχεδίαστος απροσχημάτιστος απροσωπόληπτος
|
||
απροφύλακτος απροφύλαχτος απροχώρητος απρωτοκόλητος απρωτοκόλλητος απρόβλεπτος
|
||
απρόθεσμος απρόθετος απρόθυμος απρόκλητος απρόκοπος απρόκοφτος απρόοπτος
|
||
απρόσβλητος απρόσεκτος απρόσεχτος απρόσημος απρόσθετος απρόσιτος απρόσκλητος
|
||
απρόσληπτος απρόσμενος απρόσοδος απρόσφορος απρόσωπος απρόφερτος απτικός
|
||
απτός απυρπόλητος απυρόβλητος απωανατολικός απωθητικός απωμάτιστος απόβλητος
|
||
απόγειος απόγκρεμνος απόκεντρος απόκληρος απόκοσμος απόκοτος απόκρημνος
|
||
απόλεμος απόλυτος απόμακρος απόμαχος απόμερος απόμονος απόμπευτος απόντιστος
|
||
απόπληκτος απόπληχτος απόρθητος απόρρητος απόσκεπος απόσκιο απόσκιος απότακτος
|
||
απότιστος απότοκος απότολμος απότομος απόφοιτος απύθμενος απύλωτος απύραυλος
|
||
απύρηνος απύρωτος απώγων απών απώτατος απώτερος αράγιστος αράθυμος αράντιστος
|
||
αρέντιγος αρίγωτος αρίφνητος αραβικός αραβόφωνος αραδιαστός αραιοκατοικημένος
|
||
αραιός αραμαϊκός αραξοβολημένος αραποσίτινος αραχνοΰφαντος αραχνοειδής
|
||
αραχνοκεντημένος αραχνοφοβικός αραχνώδης αρβανίτικος αρβανιτοβλάχικος
|
||
αρβαντοβλάχικος αργίτης αργίτικος αργείος αργείτικος αργιλικός αργιλούχος
|
||
αργοκίνητος αργολικός αργοναυτικός αργοξύπνητος αργοτάξιδος αργούτσικος
|
||
αργυρόλευκος αργυρός αργυρόχροος αργυρώνητος αργόμισθος αργός αργόστροφος
|
||
αργόσχολος αρδευτικός αρδεύσιμος αρειανός αρειμάνιος αρεστός αρετολογικός
|
||
αρευστοποίητος αρζαντέ αρθρικός αρθριτικός αρθρογραφικός αρθροσκοπικός
|
||
αριβίστικος αριβιστικός αριθμήσιμο αριθμητικός αριθμητός αριθμοδεικτικός
|
||
αριστερίστικος αριστεροδέξιος αριστεροτίμονος αριστερός αριστερόστροφος
|
||
αριστοτέλειος αριστοτελικός αριστοτεχνικός αριστουργηματικός αριστοφάνειος
|
||
αριστούχος αριφραδής αριός αρκαδικός αρκετός αρκουδίσιος αρκτικός αρκτικός
|
||
αρμενικός αρμενοβυζαντινός αρμενοφόρος αρμονικός αρμοστικός αρμοστός αρμυρός
|
||
αρμόνιος αρμόσιμος αρνίσιος αρναούτης αρνησίθεος αρνησίθρησκος αρνησίπατρις
|
||
αροκάνιστος αρπακολλατζίδικος αρπακτικός αρπαχτικός αρπαχτός αρρίζωτος αρραγής
|
||
αρρενωπός αρρενόφωνος αρρωστιάρης αρρωστιάρικος αρρωστομανής αρρωστοφοβικός
|
||
αρρύπαντος αρσενικοθήλυκος αρσενικούχος αρσενικός αρτίγονος αρτεσιανός
|
||
αρτηριογραφικός αρτηριοσκληρωτικός αρτηριοφλεβικός αρτηριοφλεβώδης
|
||
αρτιγενής αρτιμελής αρτισύστατος αρτύσιμος αρυμοτόμητος αρυτίδωτος αρφανός
|
||
αρχέγονος αρχέτυπος αρχαίος αρχαγγέλινος αρχαιογεωμορφολογικός αρχαιοελληνικός
|
||
αρχαιολατρικός αρχαιολογικός αρχαιομαθής αρχαιομανής αρχαιοπινής αρχαιοπρεπής
|
||
αρχαιόπρεπος αρχαιόσυλος αρχαιότερος αρχαιότροπος αρχαιότροπος αρχαϊκός
|
||
αρχετυπικός αρχηγικός αρχιδάτος αρχιδουκικός αρχιεπισκοπικός αρχιερατικός
|
||
αρχιλόχειος αρχιμήδειος αρχιτεκτονικός αρχολίπαρος αρχομανής αρχοντικός
|
||
αρχοντοχωριάτικος αρωματικός αρωματώδης αρωμουνικός αρύπαντος αρύς αρώσιμος
|
||
ασάλιωτος ασάπιστος ασέληνος ασέλωτος ασήκωτος ασήμαντος ασίγαστος ασίγητος
|
||
ασίκικος ασίμωτος ασίτευτος ασαβάνωτος ασαβούρωτος ασαγήνευτος ασαμάρωτος
|
||
ασαράντιστος ασατίριστος ασαφήνιστος ασαφής ασβάρνιστος ασβεστολιθικός
|
||
ασβεστώδης ασβολερός ασεβής ασεισμικός ασελγής ασελιδοποίητος ασεξουαλικός
|
||
ασημένιος ασημής ασημείωτος ασημοκαπνισμένος ασημόχρωμος ασηπτικός
|
||
ασθενής ασθενικός ασθματικός ασιανός ασιατικός ασιγούρευτος ασιδέρωτος
|
||
ασκάλωτος ασκέπαστος ασκίαστος ασκανδάλιστος ασκαντάλιστος ασκελής ασκεπής
|
||
ασκημομούρικος ασκημούλης ασκημούτσικος ασκητικός ασκιαγράφητος ασκλάβωτος
|
||
ασκοειδής ασκορβικός ασκοτείνιαστος ασκούντητος ασκούπιστος ασκούριαστος
|
||
ασκόνιστος ασκόπευτος ασκόρπιστος ασκότιστος ασμάλτωτος ασμίκρυντος ασμίλευτος
|
||
ασοβάρευτος ασοβάτιστος ασορτί ασουλούπωτος ασούβλιστος ασούρωτος ασούσσουμος
|
||
ασπέδιστος ασπίλωτος ασπαργάνωτος ασπαρτάριστος ασπαστός ασπιδοφόρος
|
||
ασπούδαχτος ασπριδερός ασπρομάλλης ασπροντυμένος ασπροπρόσωπος ασπρουλιάρης
|
||
ασπροφορεμένος ασπρόμαυρος ασπόνδυλος ασσυριακός ασσυροβαβυλωνιακός αστάθμητος
|
||
αστάρωτος αστέγαστος αστέγνωτος αστέναχτος αστέρευτος αστέρινος αστέριωτος
|
||
αστήριχτος αστίλβωτος ασταθής αστακόχρωμος ασταμάτηγος ασταμάτητος
|
||
ασταύρωτος αστείος αστείρευτος αστερέωτος αστεροειδής αστερωτός αστερόεις
|
||
αστεφάνωτος αστεφής αστηλίτευτος αστιατρικός αστιγμάτιστος αστιγματικός
|
||
αστικός αστοίβαστος αστοίβαχτος αστοιχείωτος αστοχισμένος αστράγγιστος
|
||
αστρίφωτος αστραπιαίος αστραποκαμένος αστραπόμορφος αστρατολόγητος
|
||
αστραφτερός αστρικός αστροβριθής αστροθόλωτος αστρολογικός αστρομετρικός
|
||
αστρονομικός αστροσκέπαστος αστροσκεπής αστροστεφάνωτος αστροστόλιστος
|
||
αστροφυσικός αστροφυσικός αστροφώτιστος αστρόγιομος αστρόσπαρτος αστρόφεγγος
|
||
αστυνομικός αστόλιστος αστόμωτος αστόχαστος ασυγκάλυπτος ασυγκέντρωτος
|
||
ασυγκίνητος ασυγκράτητος ασυγκρότητος ασυγχρόνιστος ασυγχρώτιστος ασυγχώνευτος
|
||
ασυγύριστος ασυζήτητος ασυκοφάντητος ασυλλόγιστος ασυμβίβαστος ασυμβούλευτος
|
||
ασυμμάζωχτος ασυμμετρικός ασυμμόρφωτος ασυμπάθητος ασυμπάθιστος ασυμπίεστος
|
||
ασυμπλήρωτος ασυμπτωματικός ασυμπτωτικός ασυμφιλίωτος ασυμφώνητος ασυμψήφιστος
|
||
ασυνάρτητος ασυνάχωτος ασυνήθης ασυνήθιστος ασυνίζητος ασυναίρετος
|
||
ασυναγώνιστος ασυνδιάλλακτος ασυνδιάλλαχτος ασυνδύαστος ασυνείδητος
|
||
ασυνεπής ασυνεχής ασυνθηκολόγητος ασυννέφιαστος ασυντέλεστος ασυντήρητος
|
||
ασυνταύτιστος ασυντρόφευτος ασυντόνιστος ασυνόδευτος ασυνόρευτος ασυρματοφόρος
|
||
ασυσκότιστος ασυσπείρωτος ασυστηματοποίητος ασυσχέτιστος ασυχώρετος ασφάλτινος
|
||
ασφαλής ασφαλίσιμος ασφαλιστήριος ασφαλιστικός ασφαλτικός ασφαλτούχος
|
||
ασφαλτώδης ασφουγγάριστος ασφούγγιστος ασφούγγιχτος ασφράγιστος ασφυκτικός
|
||
ασφυχτικός ασχεδίαστος ασχημάτιστος ασχημομούρης ασχημομούρικος ασχημούλης
|
||
ασχημούτσικος ασχημότερος ασχολίαστος ασωφρόνιστος ασόβαρος ασόδιαστος
|
||
ασύγκλητος ασύγχρονος ασύδοτος ασύλητος ασύλληπτος ασύμβατος ασύμβλητος
|
||
ασύμπτυκτος ασύμπτωτος ασύμφορος ασύμφωνος ασύνακτος ασύναπτος ασύναχτος
|
||
ασύνειδος ασύνετος ασύνορος ασύντακτος ασύνταχτος ασύντμητος ασύντριπτος
|
||
ασύρματος ασύστατος ασύστολος ασύχαστος ασύχναστος ασώματος ασώπαστος ατάιστος
|
||
ατάρακτος ατάραχος ατάραχτος ατάσθαλος ατάστωτος ατέκμαρτος ατέλειωτος
|
||
ατέντωτος ατέρμονας ατέρμονος ατέρμων ατίθασος ατίμητος ατίναχτος αταίριαγος
|
||
αταίριαχτος αταβάνωτος αταβιστικός ατακτοποίητος αταλάντευτος αταλαιπώρητος
|
||
αταξικός αταξινόμητος αταπείνωτος αταρίχευτος αταχτοποίητος αταύτιστος
|
||
ατεζάριστος ατεκμηρίωτος ατελέσφορος ατελής ατελείωτος ατελειοποίητος
|
||
ατελεύτητος ατελώνιστος ατεμάχιστος ατενής ατερμάτιστος ατζαμής ατζαμίδικος
|
||
ατηγάνιστος ατηλεγράφητος ατημέλητος ατιθάσευτος ατιμαστικός ατιμολόγητος
|
||
ατιμώρητος ατιτλοφόρητος ατλάζινος ατλαζένιος ατλαζωτός ατλαντικός ατμήλατος
|
||
ατμοκίνητος ατμοπλοϊκός ατμοσφαιρικός ατμώδης ατοίμαστος ατοιχοκόλλητος
|
||
ατομικός ατομιστικός ατομοκρατικός ατονικός ατοξικός ατοπικός ατοποθέτητος
|
||
ατρίχωτος ατραγούδητος ατραγούδιστος ατρακάριστος ατρακτοειδής ατρατάριστος
|
||
ατριβής ατροποποίητος ατροφικός ατρόμητος ατρόχιστος ατρύγητος ατρύπητος
|
||
ατσάλινος ατσάπιστος ατσίκνιστος ατσαλένιος ατσεκούρωτος ατσιγάριστος
|
||
ατσουρούφλιστος ατσούγκριστος ατσούμπαλος ατσούτσουνος αττικίζων αττικιστικός
|
||
ατυχής ατόλμητος ατόνιστος ατόρνευτος ατός ατόφιος ατύλιχτος ατύπωτος
|
||
αυγινός αυγοειδής αυγουλάτος αυγουλωτός αυγουστιάτικος αυγουστιανός
|
||
αυγόσχημος αυθάδης αυθάδικος αυθαίρετος αυθαδέστατος αυθεντικός αυθυπόστατος
|
||
αυθύπαρκτος αυθύπαρχτος αυλακωτός αυλικός αυλόδουλος αυξητικός αυξομειωτικός
|
||
αυριανός αυστηρός αυστραλέζικος αυστριακός αυτάρεσκος αυτάρκης αυτήκοος
|
||
αυταπάντητος αυταπόδεικτος αυταπόδειχτος αυταρχικός αυτενέργητος αυτενεργός
|
||
αυτεξούσιος αυτεπάγγελτος αυτιστικός αυτοάνοση αυτοάνοσος αυτοακυρωτικός
|
||
αυτοαναφορικός αυτοαπαρνημένος αυτοβιογραφικός αυτογραφικός αυτοδίδακτος
|
||
αυτοδίκαιος αυτοδημιούργητος αυτοδιαχειριστικός αυτοδικαίωτος αυτοδιοίκητος
|
||
αυτοδιοικούμενος αυτοδιορισθείς αυτοδιόριστος αυτοδραστικός αυτοδύναμος
|
||
αυτοεκπληρούμενος αυτοεκφυλιστικός αυτοεξυπηρετούμαι αυτοεξόριστος
|
||
αυτοκέφαλος αυτοκίνητος αυτοκαθοριστικός αυτοκαταστροφικός αυτοκινητικός
|
||
αυτοκινούμενος αυτοκρατορικός αυτοκριτικός αυτοκτονικός αυτοκυβέρνητος
|
||
αυτοκόλλητος αυτοματικός αυτονομιστικός αυτονόητος αυτοπαθής αυτοπαθητικός
|
||
αυτοπροαίρετος αυτοπροωθούμενος αυτοπρόσωπος αυτοσαρκαστικός αυτοσυγκράτητος
|
||
αυτοσχέδιος αυτοσχεδίαστος αυτοτελής αυτοτροφικός αυτοφυής αυτοχειριαστικός
|
||
αυτούσιος αυτόβουλος αυτόγραφος αυτόδηλος αυτόδραση αυτόκλητος αυτόματος
|
||
αυτόμοιος αυτόνομος αυτόνοος αυτόρριζος αυτότροφος αυτόφυτος αυτόφωρος
|
||
αυτόχθων αυχενικό αυχενικός αυχμηρός αφάγωτος αφάνταστος αφάσκιωτος αφάτνωτος
|
||
αφέσιμος αφίλευτος αφίλητος αφίλιωτος αφίμωτος αφαιρέσιμος αφαιρετέος
|
||
αφαιρετός αφακέλωτος αφανάτιστος αφανέρωτος αφανής αφανιστικός αφασικός
|
||
αφγανικός αφεγγής αφειδής αφειδώλευτος αφελής αφεντάδικος αφεντικός αφερέγγυος
|
||
αφετήριος αφετηριακός αφηγηματικός αφηγητικός αφθονοπάροχος αφθώδης
|
||
αφιεραρχημένος αφιερωματικός αφιερωτήριος αφιερωτικός αφιλάνθρωπος αφιλοκερδής
|
||
αφιλονίκητος αφιλοσόφητος αφιλοχρήματος αφιλτράριστος αφιλόκαλος αφιλόκερδος
|
||
αφιλόξενος αφιλόπατρις αφιλόστοργος αφιλότεχνος αφιλότιμος αφκιασίδωτος
|
||
αφοδράριστος αφομοιωτικός αφομοιώσιμος αφοπλιστικός αφοριστικός αφορμάριστος
|
||
αφούντωτος αφούρνιστος αφράτος αφρεσκάριστος αφρικάνικος αφρικανικός
|
||
αφριστός αφροαμερικανικός αφρογέννητος αφροδίσιος αφροδισιακός αφρονημάτιστος
|
||
αφρούρητος αφρυγάνιστος αφρόντιστος αφρόπλαστος αφρώδης αφτιασίδωτος αφυής
|
||
αφυλετικός αφυπνιστικός αφωνόληκτος αφωνόληχτος αφωταγώγητος αφόρετος αφόρητος
|
||
αφόρτωτος αφύλακτος αφύλαχτος αφύσικος αφύτευτος αφύτρωτος αφώτιστος
|
||
αχάλαγος αχάλαστος αχάραγος αχάρακτος αχάραχτος αχάριστος αχίλλειος αχαΐρευτος
|
||
αχαλιναγώγητος αχαμνός αχανής αχαράκωτος αχαρακτήριστος αχαραχτήριστος
|
||
αχαρτοσήμαντος αχαϊκός αχείμαντος αχείμαστος αχειράφετος αχειρίδωτος
|
||
αχειραφέτητος αχειροποίητος αχειροτόνητος αχειρούργητος αχερόντειος αχερόντιος
|
||
αχθοφορικός αχιόνιστος αχλάμυδος αχλεύαστος αχλωρωτικός αχνιστός αχνοφώτιστος
|
||
αχνούδωτος αχνός αχνόφωτος αχορήγητος αχορτάριαγος αχορτάριαστος αχουζούρευτος
|
||
αχρήματος αχρείαστος αχρείος αχρειόγλωσσος αχρειόστομος αχρεώστητος
|
||
αχρησίμευτος αχρησιμοποίητος αχρονολόγητος αχρωμάτιστος αχρωματικός αχρόνιαγος
|
||
αχρόνιστος αχτένιστος αχτιδωτός αχτύπητος αχυρένιος αχυροστρωμένος αχυρώδης
|
||
αχόλιαστος αχόρταγος αχόρταστος αχύλωτος αχώνευτος αχώρετος αχώρητος αχώριστος
|
||
αψήφιστος αψίθυμος αψίκορος αψίχολος αψαλίδιστος αψαχούλευτος αψεγάδιαστος
|
||
αψηλάφητος αψηλός αψιδοειδής αψιδωτός αψιθυμικός αψιμυθίωτος αψιχάλιστος
|
||
αψυχολόγητος αψυχοπόνετος αψύς αψύχραντος αψύχωτος αψώνιστος αόμματος αόρατος
|
||
αύλειος αύξων αύτανδρος βάκρινος βάναυσος βάρβαρος βάρυπνος βάσιμος βάσκανος
|
||
βέβηλος βέλγικος βέλτιστος βένετος βέρος βίαιος βαβυλωνιακός βαβυλώνιος
|
||
βαγαπόντης βαγαπόντικος βαθμιαίος βαθμιδωτός βαθμολογικός βαθμούχος
|
||
βαθουλωτός βαθουλός βαθυγάλανος βαθυκόκκινος βαθυμετρικός βαθυπράσινος
|
||
βαθυσκαφής βαθυστόχαστος βαθύγνωμος βαθύνους βαθύπλουτος βαθύρριζος βαθύς
|
||
βαθύσκιωτος βαθύτατος βαθύτερος βαθύφωνος βαθύχρωμος βακιλικός βακιλόμορφος
|
||
βακούφικος βακτηριακός βακτηριοκτόνος βακτηριολογικός βακτηριοστατικός
|
||
βακχικός βαλβιδοπλαστικός βαλκανικός βαλλιστικός βαλτικός βαλτός βαμβακένιος
|
||
βαμπακερός βαναδιούχος βανδαλικός βαπορίσιος βαπτιστικός βαρήκοος βαραθρώδης
|
||
βαρβαρικός βαρβαρόφωνος βαρελίσιος βαρεσάρης βαρετός βαρηλάτης βαριούχος
|
||
βαρομετρικός βαρυγενετικός βαρυγεννητικός βαρυγομαρκάρης βαρυονική βαρυονικός
|
||
βαρυπενθών βαρυσήμαντος βαρυστόμαχος βαρυτικός βαρυτοαδράνειος
|
||
βαρυτοαδρανικός βαρυχρονικός βαρύγδουπος βαρύθυμος βαρύνων βαρύς βαρύτατος
|
||
βαρύτιμος βαρύτονος βασαλτικός βασανιστικός βασικοκυτταρικός βασικός βασιλικός
|
||
βασιλόφρονας βασιλόφρων βασκαντικός βασταγερός βατραχοειδής βαττολόγος βατός
|
||
βαυαρικός βαφικός βαφτιστικός βαϊοφόρος βγιενικός βδελλάτος βδελυρός βδελυρός
|
||
βεβαιωτικός βεβαιόπιστος βεβαιότατος βεβαιότερη βεβαιότερο βεβαιότερος
|
||
βεβαρυμένος βεγγαλέζικος βεγγαλικός βεδικός βελγικός βελοειδής βελονοειδής
|
||
βελονωτός βελουδένιος βελουτέ βελούδινος βελτιωτικός βελτιόδοξος βελτιώσιμος
|
||
βενεδικτίνος βενετικός βενετσιάνικος βενζινοκίνητος βενζοϊκός βενθικός
|
||
βενθόβιος βενιζελικός βεραμάν βεριτάμπλ βερμπαλιστικός βεροιώτικος βηματικός
|
||
βησιγοτθικός βιαστικός βιβλιακός βιβλιεκδοτικός βιβλιεμπορικός βιβλικός
|
||
βιβλιογραφικός βιβλιοδετικός βιβλιοκριτικός βιβλιομανής βιβλιοπωλικός
|
||
βιδωτός βιενέζικος βιεννέζικος βιετναμέζικος βιετναμικός
|
||
βικτοριανός βιλλαράς βιντεομανής βιντεοσκοπικός βινυλικός βιοαποδομήσιμος
|
||
βιογενής βιογεωγραφικός βιογραφικός βιοδιασπάσιμος βιοδραστικός βιοδυναμικός
|
||
βιοκλιματικός βιολέ βιολετής βιολετί βιολογικός βιομετρικός
|
||
βιομηχανικός βιομηχανοποιήσιμος βιομοριακός βιονικός βιονομικός βιοποιοτικός
|
||
βιοπτικός βιορυθμικός βιοτεχνικός βιοτεχνολογικός βιοτικός βιοφαρμακευτικός
|
||
βιοψυχοκοινωνικός βιοϊατρικός βιρμανικός βισμουθιούχος βιταλιστικός
|
||
βιταμινούχος βιτριολικός βιτσιόζικος βιτσιόζος βιωματικός βιώσιμος βλάστημος
|
||
βλάχικος βλαβερός βλαισόπους βλαισός βλακώδης βλαξ βλαπτικός βλαστητικός
|
||
βλαχικός βλαχομοδάτος βλαχόφωνος βλαψίφρων βλεννογόνος βλεννολυτικός
|
||
βλεννώδης βλεφαριδοφόρος βλεφαρικός βλητικός βλογιάρης βλογιοκομμένος βλοσυρός
|
||
βοδινός βοερός βοηθητικός βοημικός βοιωτικός βολβοειδής βολβόσχημος βολβώδης
|
||
βολικός βολιώτικος βολταϊκός βολφραμιούχος βομβαρδιστικός βομβιδοφόρος
|
||
βομβυκοτροφικός βοοειδής βορβοροφάγος βορβορώδης βορειανατολικός
|
||
βορειοανατολικός βορειοατλαντικός βορειοαφρικανικός βορειοβιετναμικός
|
||
βορειοειρηνικός βορειοελλαδικός βορειοευρωπαϊκός βορειοηπειρωτικός
|
||
βορειοσιατικός βορικό βορινός βοριούχος βοσκήσιμος βοσνιακός βοστρυχοειδής
|
||
βοστρυχώδης βοτανικός βοτανολογικός βοτουλινικός βοτρυοειδής βοτρυώδης
|
||
βουβαλίσιος βουβωνικός βουβωνοκηλικός βουβός βουδικός βουδιστικός βουερός
|
||
βουλγάρικος βουλγαρικός βουλγαρόφωνος βουλευτικός βουλησιαρχικός βουλητικός
|
||
βουνίσιος βουνώδης βουτηχτός βουτυράτος βουτυρένιος βουτυρικός βουτυρώδης
|
||
βοϊδινός βοϊδομάτης βοώδης βραβεύσιμος βραγχιακός βραδιάτικος βραδιανός
|
||
βραδυκίνητος βραδυφλεγής βραδύγλωσσος βραδύκαυστος βραδύνους βραδύς
|
||
βρακοφόρος βραστερός βραστός βραχιολάτος βραχιόνιος βραχμανικός βραχνός
|
||
βραχοσύντριφτος βραχυγραφικός βραχυκατάληκτος βραχυλογικός βραχυμεσοχρόνιος
|
||
βραχυπρόθεσμος βραχυχρόνιος βραχύβιος βραχύινος βραχύκαννος βραχύκερκος
|
||
βραχύς βραχύσωμος βραχύτερος βραχύφωνος βραχύχρονος βραχώδης βρεγμένος
|
||
βρεγματικός βρετανικός βρετονικός βρεφικός βρεφοκομικός βρεφονηπιακός βρεφώδης
|
||
βρογχικός βρογχοκηλικός βρογχοκυψελιδικός βρογχολογικός βρογχοϋπεζωκοτικός
|
||
βρομιάρης βρομιάρικος βρομογούρουνο βρομοπόδαρος βρομόγλωσσος βρομόστομος
|
||
βροντόφωνος βροντώδης βροχερός βροχομετρικός βρυξελλιώτικος βρυώδης βρωμερός
|
||
βρόμικος βρόχινος βρώμικος βρώσιμος βυζαντινολογικός βυζαντινοπρεπής
|
||
βυζαντινότροπος βυθομετρικός βυθοσκοπικός βυρσοδεψικός βυσσινής βυτιοφόρος
|
||
βόειος βόρειος βύθιος βύρσινος βύσσινος γάνωμα γάργαρος γέμελος γέρικος γήινος
|
||
γίντις γαβαθωτός γαγγλιώδης γαγγραινικός γαγγραινώδης γαδολινιούχος γαζωτός
|
||
γαιοκτητικός γαιοφάγος γαιώδης γαλάζιος γαλάριος γαλήνιος γαλίφης γαλίφικος
|
||
γαλαζοπράσινος γαλαζωπός γαλαθηνός γαλακταγωγός γαλακτερός γαλακτικός
|
||
γαλακτοδίαιτος γαλακτοειδής γαλακτοκομικός γαλακτοπαραγωγικός γαλακτοπαραγωγός
|
||
γαλακτοποιός γαλακτοφόρος γαλακτόχρωμος γαλακτώδης γαλαναδιώτικος γαλανομάτης
|
||
γαλανόλευκος γαλανός γαλαξιακός γαλαξιδιώτικος γαλατερός γαλατικός γαλβανιζέ
|
||
γαληνός γαλλικός γαλλιούχος γαλλομαθής γαλλοτραφής γαλλόφιλος γαλλόφωνος
|
||
γαμάτος γαμήλιος γαμπριάτικος γαμψός γαμψώνυχος γαντζωτός γαντοφορεμένος
|
||
γαργαριστός γαργερός γαρμπάτος γαρμπόζος γαστρίμαργος γαστρεντερικός
|
||
γαστρικός γαστρονομικός γαστροοισοφαγικός γατίσιος γατόφιλος γαϊδουρίσιος
|
||
γαϊδουρόφωνος γαϊτανοφρύδης γαϊτανωτός γδυμνός γδυτός γειρτός γειτονικός
|
||
γελαστικός γελαστός γελοίος γελοιογραφικός γελοιώδης γεμάτος γεματούτσικος
|
||
γενάτος γενέθλιος γεναριάτικος γενεαλογικός γενεσιουργικός γενεσιουργός
|
||
γενετικός γενικευτικός γενικεύσιμος γενικολογικός γενικοσχετικός γενικόλογος
|
||
γενναίος γενναιόδωρος γενναιόκαρδος γενναιόφρων γενναιόψυχος γεννητικός
|
||
γενομικός γενόσημος γερακίσιος γεραλέος γερανοφόρος γεραρός γερμανικός
|
||
γερμανομαθής γερμανοτραφής γερμανόφιλος γερμανόφωνος γερογκρινιάρης
|
||
γεροντίστικος γεροντικός γεροντομπασμένος γεροξεκούτης γεροπαράξενος
|
||
γερουσιαστικός γερτός γερός γευστικός γεφυροπαρεγκεφαλιδικός γεφυρωτικός
|
||
γεωγραφικός γεωδαιτικός γεωδυναμικός γεωθερμικός γεωθερμοηλεκτρικός
|
||
γεωλογικός γεωμαγνητικός γεωμετρικός γεωπολιτικός γεωπονικός γεωργικός
|
||
γεωσύγχρονος γεωτεχνικός γεωτρητικός γεωφυσικός γεωχημικός γεωχωρικός γεώδης
|
||
γηθόσυνος γηπεδούχος γηραιός γηραιότερος γηραλέος γηριατρικός γηροκομικός
|
||
γιαγλίδικος γιακουτικός γιαλαντζί γιαλόκλειστος γιαννιτσιώτικος γιαννιώτικος
|
||
γιαχβικός γιαχνιστός γιγάντειος γιγάντιος γιγαντιαίος γιγαντόσωμος γιγαντώδης
|
||
γινωμένος γιομάτος γιορταστικός γιορτερός γιορτιάτικος γιορτινός
|
||
γιούνισεξ γκαβός γκαγκά γκαιμπελικός γκαμσίζης γκανγκστερικός γκανιάν γκαντέμα
|
||
γκαραντί γκαρδιακός γκεμπελικός γκινιαδόρος γκινιόζος γκλαμουράτος γκουρμέ
|
||
γκρίζος γκρενά γκριζογάλανος γκριζομάλλης γκριζομάτης γκριζοπράσινος γκριζωπός
|
||
γκροτέσκ γκροτέσκος γλήγορος γλίσχρος γλίτσιασμα γλαγολιτικός γλαρός γλαυκός
|
||
γληνός γλιστερός γλιτσερός γλιτσιάζω γλιτσιάρικος γλιτσιασμένος γλοιώδης
|
||
γλυκαιμικός γλυκανάλατος γλυκαντικός γλυκερός γλυκοαίματος γλυκομίλητος
|
||
γλυκοπύρηνος γλυκούλης γλυκούτσικος γλυκόηχος γλυκόλαλος γλυκόμορφος
|
||
γλυκόπικρος γλυκόπιοτος γλυκόπνοος γλυκός γλυκόφωνος γλυκύλαλος γλυκύμορφος
|
||
γλυκύφωνος γλυπτικός γλυπτός γλυφούτσικος γλυφός γλωσσάς γλωσσηματικός
|
||
γλωσσολογικός γλωσσομαθής γλωσσοπλαστικός γνήσιος γναθιαίος γναθικός
|
||
γναθοφόρος γναθοχειρουργικός γνευσιακός γνοιαστικός γνωμικός
|
||
γνωμοδοτικός γνωμολογικός γνωρίζον γνωρίζουσα γνωρίζων γνωσιακός
|
||
γνωσιολογικός γνωσιφόρος γνωστικιστικός γνωστικός γνωστός γνωστότατος γνώριμος
|
||
γοητευτικός γονατιστός γονατώδης γονεϊκός γονιδιωματικός γονικός γονιμοποιός
|
||
γονοτυπικός γονοχωριστικός γονυπετής γοργοεπήκοος γοργοκίνητος γοργοπόδαρος
|
||
γοργός γοργόφτερος γοτθικός γοτθισχιδής γουνάτος γουνοφόρος γουρλίδικος
|
||
γουρλομάτικος γουρλού γουρλωτός γουρουνίσιος γουρουνοειδής γουρουνομαθημένος
|
||
γουρσούζης γουρσούζικος γουστόζικος γούνινος γούρικος γούρμος γρήγορος
|
||
γραμματειακός γραμματιζούμενος γραμματικός γραμματισμένος γραμματολογικός
|
||
γραμμογραφικός γραμμοειδής γραμμοσκίαστος γραμμοσκιασμένος γραμμοϊσοδύναμος
|
||
γραμμώδης γρανίτινος γρανιτένιος γρανιτικός γρανιτώδης γραπτός γρατζουνισμένος
|
||
γραφίστικος γραφειακός γραφειοκρατικός γραφικός γραφιστικός γραφολογικός
|
||
γραώδης γρεβενιώτικος γρετίδικος γρινιάρης γριπικός γριπώδης γριφοειδής
|
||
γροιλανδικός γρουσούζης γρουσούζικος γρυπός γυάλινος γυαλένιος γυαλικός
|
||
γυθειάτικος γυμνασιακός γυμναστικός γυμνικός γυμνοσπέρματος γυμνόρριζος γυμνός
|
||
γυμνόσπερμος γυμνόστερνος γυμνόστηθος γυναίκειος γυναικάρεσκος γυναικίσιος
|
||
γυναικείος γυναικολογικός γυναικοπρεπής γυναικωτός γυναικόσπαρτος γυναικόφωνος
|
||
γυριστός γυρομαγνητικός γυψώδης γωνιαίος γωνιακός γωνιοκόρυφος γωνιωτός
|
||
γόνιμος γόρδιος γύφτικος γύψινος δάνειος δάφνινος δέντρινος δέσμιος δέων δήλος
|
||
δίβολος δίβουλος δίγαμος δίγλυφος δίγλωσσος δίγνωμος δίγραμμος δίδυμο δίδυμος
|
||
δίθυρος δίκαιος δίκαιος δίκαννος δίκαρτος δίκλινος δίκλωνος δίκοπος δίκορκος
|
||
δίκορφος δίκροκος δίκυκλος δίκυτος δίκωπος δίλοβος δίμηνος δίμορφος δίμουρος
|
||
δίπατος δίπλα δίπλευρος δίποδος δίπολος δίπορτος δίπρακτος δίπτερος δίπτυχος
|
||
δίπυρος δίριχτος δίσεκτος δίσεχτος δίσημος δίστηλος δίστιχος δίστοιχος
|
||
δίτιμος δίτομος δίτοξο δίτοξος δίτροχος δίφορος δίφυλλος δίφωνος δίχειλος
|
||
δίχηλος δίχρονος δίχρωμος δίχωρος δίωρος δαήμων δαίδαλος δαγκανιάρης δαγκωτός
|
||
δαιμονιακός δαιμονικός δαιμονιώδης δαιμονολατρικός δαιμονολογικός δαιμονομανής
|
||
δαιμονόληπτος δαιμονόπιστος δαιμονόπνευστος δαιμόνιος δακρυγόνος δακρυογόνος
|
||
δακρυόεις δακρυώδης δακρύβρεκτος δακρύβρεχτος δακτυλικός δακτυλιοειδής
|
||
δακτυλιόσχημος δακτυλογραφικός δακτυλόγραφος δαμαλίσιος δαμαλιώτικος
|
||
δαμασκηνής δαμασκηνός δανέζικος δανακιώτικος δανειακός δανεικός δανειοληπτικός
|
||
δανικός δαντελένιος δαντελλωτός δαντελωτός δαντικός δαπανηρός δασικός
|
||
δασκαλικός δασκαλοκεντρικός δασμοβίωτος δασμολογητέος δασμολογικός
|
||
δασοβιομηχανικός δασοκομικός δασολογικός δασονομικός δασοπονικός
|
||
δασοσκέπαστος δασοσκεπής δασωτός δασόβιος δασός δασόφυτος δασύθριξ δασύς
|
||
δασύφυλλος δασώδης δαφνηφόρος δαφνοστεφάνωτος δαφνοστεφής δαφνοστεφανωμένος
|
||
δαφνοφόρος δαχτυλιδένιος δαχτυλικός δαψιλής δείλαιος δεδομενοκεντρικός
|
||
δειγματοληπτικός δεικτικός δειλινός δειλός δειλόψυχος δεινός δεισιδαίμονας
|
||
δεισιδαιμονικός δειχτικός δεκάβαθμος δεκάγωνος δεκάδιπλος δεκάρικος δεκάτομος
|
||
δεκάχρονος δεκάωρος δεκαήμερος δεκαδικός δεκαεξαδικός δεκαεξασέλιδος
|
||
δεκαετής δεκαμελής δεκαμερής δεκαμηνιαίος δεκαοκτάχρονος δεκαοκταετής
|
||
δεκαπενθήμερος δεκαπενταετής δεκαπενταπλάσιος δεκαπεντασύλλαβος
|
||
δεκαπλάσιος δεκαπλός δεκατιαίος δεκατρείς δεκατρισύλλαβος δεκαψήφιος
|
||
δεκεμβριάτικος δεκεμβριανός δεκτικός δεκτός δελεαστικός δελταπτέρυγος
|
||
δελφικός δενδρικός δενδριτικός δενδροειδής δενδροκομικός δενδρόβιος δεντρικός
|
||
δεξής δεξιοτίμονος δεξιοτεχνικός δεξιός δεξιόστροφος δεοντικός δεοντολογικός
|
||
δερμάτινος δερματικός δερματολογικός δερματόδετος δερματώδης δεσμευτικός
|
||
δετικός δετός δευτερεύων δευτεριάτικος δευτεροβάθμιος δευτεροβαπτισμένος
|
||
δευτεροετής δευτεροκλασάτος δευτεροπαθής δευτερόκλιτος δευτερότοκος δεχτός
|
||
δηζελοκίνητος δηκτικός δηλητηριώδης δηλιακός δηλωτικός δημαγωγικός δημαρχιακός
|
||
δημευτικός δημιουργικός δημογραφικός δημοκοπικός δημοκρατικός δημοπρατικός
|
||
δημοσιογραφικός δημοσιολογικός δημοσιονομικός δημοσιοσχετιστικός
|
||
δημοσυνεταιριστικός δημοσυντήρητος δημοτικιστικός δημοτικός δημοφιλής
|
||
δημόσιος δημώδης διάβροχος διάδοχος διάκριτος διάλιθος διάμεσος διάνοικτος
|
||
διάπλατος διάπλοκος διάπυρος διάσημος διάσπαρτος διάστερος διάστικτος
|
||
διάτονος διάτορος διάτρητος διάττοντας διάφανος διάφεγγος διάφοροι διάφορος
|
||
διάχρυσος διάχυτος διήμερος διίστιος διαβαλκανικός διαβατάρικος διαβατήριος
|
||
διαβατός διαβεβαιωτικός διαβητικός διαβητολογικός διαβιβάσιμος διαβιβαστικός
|
||
διαβλητός διαβολεμένος διαβολικός διαβρογχικός διαβρωσιγενής διαβρωτικός
|
||
διαγαλακτικός διαγαλαξιακός διαγενεακός διαγνωστικός διαγραφείς διαγωνάλ
|
||
διαδερμικός διαδημοτικός διαδικαστικός διαδικτυακός διαδογματικός διαδοχικός
|
||
διαδριατικός διαεπαγγελματικός διαζευκτικός διαζευχτικός διαθέσιμος
|
||
διαθετικός διαθηκώος διαθλαστικός διαθρησκειακός διαθωρακικός διαιρέσιμος
|
||
διαιρετικός διαιρετός διαισθαντικός διαισθητικός διαιτητικός διαιώνιος διακαής
|
||
διακεκαυμένος διακεκομμένος διακηρυκτικός διακινήσιμος διακινητικός διακινητός
|
||
διακλαδικός διακοινοτικός διακομματικός διακονικός διακοσάρης διακοσιαπλάσιος
|
||
διακοσμητικός διακρίσιμος διακρανιακός διακρατικός διακριβωτέος διακριβωτικός
|
||
διακρυϊκός διακυβερνητικός διακός διακόσιοι διαλεκτικός διαλεκτός
|
||
διαλεχτός διαλλακτικός διαλλαχτικός διαλογικός διαλογιστικός διαλυτικός
|
||
διαλφαβητικός διαμάντινος διαμήκης διαμαντέ διαμαντένιος διαμαντοκόλλητος
|
||
διαμελιστικός διαμεσολαβητικός διαμεταγωγικός διαμετακομιστικός διαμετρικός
|
||
διαμονητήριος διαμορφωτής διαμορφωτικός διαμπερής διανεμητικός διανθής
|
||
διανοητός διανοουμενίστικος διανυσματικός διαπεραστικός διαπερατός
|
||
διαπιστωτικός διαπλανητικός διαπλαστικός διαπνευστικός διαπολιτισμικός
|
||
διαπραγματεύσιμος διαπρεπής διαπροσωπικός διαπρωκτικός διαπρύσιος διαπτικός
|
||
διαρθρωτικός διαρκής διαρρεύσας διαρρηκτός διαρροϊκός διαρρυθμιστικός
|
||
διασαφηνιστικός διασαφητικός διασκεδαστικός διασκεπτικός διασκευαστικός
|
||
διασταλτικός διασταλτός διαστατός διασταυρούμενος διαστημικός διαστολικός
|
||
διαστρικός διαστροφικός διαστρωματικός διασυμμαχικός διασυμπαντικός
|
||
διασυνδετικός διασυνοριακός διασφαλιστικός διασχίσιμος διασωθείς
|
||
διασωστικός διατακτικός διαταρακτικός διατεταρτημοριακός διατηρήσιμος
|
||
διατμητικός διατονικός διατρητικός διατροπικός διατροφικός διατυμπανισμένος
|
||
διαφανής διαφημιστικός διαφορίσιμος διαφορετικός διαφορικός διαφορτωτικός
|
||
διαφυλετικός διαφυλικός διαφωτιστικός διαφώτιστος διαχειριστικός διαχρονικός
|
||
διαχωρίσιμος διαχωριστικός διγενής διγλώχιν διδάξιμος διδακτέος διδακτικός
|
||
διδακτός διδασκαλικός διδαχτικός διεγέρσιμος διεγερτικός διεγχειρητικός
|
||
διεθνικός διεθνιστικός διεισδυτικός διεκδικήσιμος διεκδικητικός
|
||
διεμφυλικός διεμφυλικός διεξοδικός διεπαφικός διεπιστημονικός διεργεννοιακός
|
||
διερμηνευτικός διεστραμμένος διετής διευθετήσιμος διευθετημένος διευθυντικός
|
||
διευκρινιστικός διζυγωτικός διζυγώτης διζωνικός διηγηματικός διηθήσιμος
|
||
διηθητός διηλεκτρικός διηνεκής διηπειρωτικός διθέσιος διθυραμβικός διιστορικός
|
||
δικάσιμος δικάταρτος δικέφαλος δικαιικός δικαιοκρατικός δικαιοκρατούμενος
|
||
δικαιολογήσιμος δικαιολογητικός δικαιοπάροχος δικαιοπρακτικός δικαιωματικός
|
||
δικαστικός δικατάληκτος δικαϊκός δικηγορίστικος δικηγορικός δικινητήριος
|
||
δικομματικός δικονομικός δικοτυλήδονος δικτατορικός δικτυακός δικτυοκεντρικός
|
||
δικόρυφος δικότυλος διλεκτικός διλημματικός διμέτωπος διμελής διμερής
|
||
διμεταλλικός διμηνίτικος διμηνιαίος διογκωτικός διοικητικός διοικών
|
||
διολισθαίνων διονυσιακός διοπτρικός διοπτροφόρος διορατικός διοργανωτικός
|
||
διοριστήριος διουρηθρικός διουρητικός διοφθαλμικός διοχετεύσιμος διπλάσιος
|
||
διπλανός διπλοβάπτιστος διπλοβαπτισμένος διπλογραφικός διπλοκάρενος
|
||
διπλοπρόσωπος διπλοτρόπιδος διπλοφουρνιστός διπλωματικός διπλωματούχος
|
||
διπλός διπλότυπος διπλόφαρδος διπολικός διπρόσωπος διπτέρυγος διπυριτικός
|
||
δισέλιδος δισήμαντος δισδιάστατος δισθενής δισκογραφικός δισκόβαθμο δισμύριοι
|
||
διστακτικός δισταχτικός δισυπόστατος δισχίλιοι δισχιδής δισύλλαβος διτάξιος
|
||
διττός διυπουργικός διφασικός διφυής διφωσφορυλικός διφωσφορυλιούχος διχαλωτός
|
||
διχειλικός διχοτομικός διχρονίτικος διχτυωτός διψήφιος διψαλέος διωνυμικός
|
||
διώνυμος διώροφος δογματικός δοκησίσοφος δοκιμαστικός δολερός δολιχοκέφαλος
|
||
δομικός δομοκεντρικός δομοστοιχειωτός δονκιχωτιστής δοξαρωτός δοξαστικός
|
||
δοριάλωτος δορυφορικός δοσομετρικός δοτικός δοτός δουλεμπορικός δουλικός
|
||
δουλοπρεπής δουλωτικός δουλόπρεπος δουλόφρων δουνάβιος δούρειος δρακόντειος
|
||
δραματολογικός δραματουργικός δραστήριος δραστικός δραχμικός δραχμοβίωτος
|
||
δραχμολαγνικός δραχμοσυντήρητος δρεπανηφόρος δρεπανοειδής δρεπανοκυτταρικός
|
||
δριμύς δρομαίος δρομικός δροσάτος δροσερός δροσιστικός δρύινος δυαδικός
|
||
δυναμιτιστικός δυναμογόνος δυναμοηλεκτρικός δυναμωτικός δυναστευτικός
|
||
δυνατός δυνητικός δυσάλωτος δυσάρεστος δυσέλεγκτος δυσήκοος δυσήλατος δυσήλιος
|
||
δυσανάγνωστος δυσανάλογος δυσαναπλήρωτος δυσανεκτικός δυσαπόδεικτος
|
||
δυσαρίθμητος δυσαρμονικός δυσβάστακτος δυσβάσταχτος δυσγενής δυσδιάκριτος
|
||
δυσδιοίκητος δυσειδής δυσενδοκρινικός δυσεντερικός δυσεξάλειπτος δυσεξέλεγκτος
|
||
δυσεξίτηλος δυσεξιχνίαστος δυσεπίλυτος δυσεπίσχετος δυσεπίτευκτος
|
||
δυσεπιχείρητος δυσεπούλωτος δυσερμήνευτος δυσεφάρμοστος δυσεύρετος
|
||
δυσηχαγωγός δυσθεράπευτος δυσθερμαγωγός δυσθεώρητος δυσκίνητος δυσκατέργαστος
|
||
δυσκολοβάσταχτος δυσκολονόητος δυσκολοχώνευτος δυσκολόπιστος δυσκρασικός
|
||
δυσλεκτικός δυσλεξικός δυσμάσητος δυσμενής δυσμικός δυσνόητος δυσξήμβλητος
|
||
δυσπαράπλευστος δυσπερίγραπτος δυσπλασικός δυσπροσάρμοστος δυσπρόσβλητος
|
||
δυσπρόφερτος δυσπόρθητος δυστράχηλος δυστυχής δυσφασικός δυσφημιστικός
|
||
δυσφωτικός δυσχερής δυσώδης δυσώνυμος δυτικοευρωπαϊκός δυτικός δυτικότροπος
|
||
δυτικόφρων δυφιoστρεφής δυφιακός δυφιοδιαφανής δυϊκός δυϊστικός δωδεκάγωνος
|
||
δωδεκάκωπος δωδεκάλογος δωδεκάμηνος δωδεκάσκαλμος δωδεκάχρονος δωδεκάωρος
|
||
δωδεκαδάκτυλος δωδεκαδάχτυλος δωδεκαδακτυλικός δωδεκαδικός δωδεκαετής
|
||
δωδεκαμελής δωδεκανησιακός δωδεκαπλάσιος δωδεκαψήφιος δωδωναίος δωρικός
|
||
δόκιμος δόλιος δόλιος δύσβατος δύσερως δύσθυμος δύσκαμπτος δύσκολος δύσληπτος
|
||
δύσμορφος δύσνους δύσοσμος δύσπεπτος δύσπιστος δύσρευστος δύστηκτος δύστηνος
|
||
δύστροπος δύστυχος δύσχρηστος δύσχυμος εαρινός εβένινος εβαπορέ εβδομαδιάτικος
|
||
εβδομηκονταετής εβδομηντάχρονος εβραίικος εβραϊκός εγγαρίτικος εγγαστρίμυθος
|
||
εγγενής εγγλέζικος εγγράμματος εγγράψιμος εγγυητικός εγγύτατος εγγύτερος
|
||
εγερτικός εγκάθειρκτος εγκάθετος εγκάρδιος εγκάρσιος εγκαιροφλεγής
|
||
εγκαρδιωτικός εγκατεσπαρμένος εγκεφαλικός εγκεφαλολογικός εγκεφαλονωτιαίος
|
||
εγκληματογόνος εγκληματολογικός εγκλητικός εγκλιτικός εγκρατής εγκριτικός
|
||
εγκωμιαστικός εγκόλλητος εγκόσμιος εγκύκλιος εγχάρακτος εγχειρήσιμος
|
||
εγχειρητικός εγχρήματος εγχώριος εγωιστικός εγωκεντρικός εγωπαθής εδαφιαίος
|
||
εδαφοβελτιωτικός εδαφοκλιματικός εδαφολογικός εδαφοϋδατικός εδεμικός
|
||
εδικός εδραίος εδραιωτής εδώδιμος εθελοντικός εθελούσιος εθελόδουλος
|
||
εθιμικός εθιμοτυπικός εθιστικός εθναρχικός εθνεγερτικός εθνικιστικός
|
||
εθνικοσοσιαλιστικά εθνικοσοσιαλιστικός εθνικός εθνικόφρονας εθνικόφρων
|
||
εθνογραφικός εθνοκεντρικός εθνοκτόνος εθνολογικός εθνοπρεπής εθνοπρόβλητος
|
||
εθνοτικός εθνοφθόρος εθνοφοβικός εθνωφελής εθνόφοβος ειδεχθής ειδησεογραφικός
|
||
ειδητικός ειδικευμένος ειδικοποιημένος ειδικός ειδικότερος ειδοειδικός
|
||
ειδοποιητικός ειδοποιός ειδυλλιακός ειδωλολατρικός εικάζων εικαστικός
|
||
εικονιστικός εικονογραφικός εικονοκλαστικός εικονολατρικός εικονόφιλος
|
||
εικοσάχρονος εικοσαβάθμιος εικοσαετής εικοσαπλάσιος εικοσιτετράωρος
|
||
εικοτολογικός ειλητός ειλικρινής ειρηνευτικός ειρηνικός ειρηνιστικός
|
||
ειρηνοποιός ειρηνοφόρος ειρηνόφιλος ειρωνικός εισαγγελικός εισαγωγικός
|
||
εισακτέος εισηγητικός εισιτήριος εισοδηματικός εισπνευστικός εισπράξιμος
|
||
εισπρακτικός εισρέων εισροϊκός εκάτερος εκατοντάχρονος εκατονταβάθμιος
|
||
εκατονταπλάσιος εκατοστιαίος εκατοχρονίτικος εκατόχρονος εκβιαστικός
|
||
εκδηλωτικός εκδικητικός εκδοτικός εκδρομικός εκδόσιμος εκηβόλος εκθέσιμος
|
||
εκθειαστικός εκθεμελιωτικός εκθετικός εκθλιπτικός εκκαθαρισθής εκκαθαριστικός
|
||
εκκεντροφόρος εκκενωτικός εκκινητήριος εκκλησιαζόμενος εκκλησιαστικός
|
||
εκκολαπτικός εκκρεμής εκκριτικός εκκωφαντικός εκλέξιμος εκλαμπρότατος
|
||
εκλεκτικιστικός εκλεκτικός εκλεκτορικός εκλεκτός εκλεχτός εκλιπών
|
||
εκλογικός εκλογοαπολογιστικός εκλογοθηρικός εκλυτής εκλόγιμος εκμαυλιστικός
|
||
εκμεταλλεύσιμος εκμηδενιστικός εκμισθωτικός εκμυστηρευτικός εκνευριστικός
|
||
εκπέσιμος εκπαιδευτικός εκπεστέος εκπιέζω εκπιπτέος εκπληκτικός εκπνευστικός
|
||
εκπολιτιστικός εκπρόθεσμος εκπτωτικός εκρέων εκρήξιμος εκρηκτικός εκρηξιγενής
|
||
εκροϊκός εκστατικός εκστρατευτικός εκσυγχρονιστικός εκσφενδονισμένος εκτατήρας
|
||
εκτατός εκτελέσιμος εκτελεστικός εκτελεστός εκτελωνιστικός εκτενής εκτιμηθής
|
||
εκτιμητικός εκτονωτικός εκτοξευτικός εκτρωματικός εκτρωτικός εκτυπωτικός
|
||
εκτυφλωτικός εκφερικός εκφοβητικός εκφοβιστικός εκφορητικός εκφορτωτικός
|
||
εκφυλιστικός εκχιονιστικός εκχυδαϊστικός εκχωρητικός εκών ελάσιμος ελάσσων
|
||
ελάχιστος ελέγξιμος ελαιοαπωθητικός ελαιοκομικός ελαιουργικός ελαιοφοβικός
|
||
ελαιόφυτος ελαιώδης ελασμάτινος ελασματοειδής ελασματοποιήσιμος ελαστικός
|
||
ελαττωματικός ελατός ελαφένιος ελαφίσιος ελαφοειδής ελαφρούτσικος ελαφρυντικός
|
||
ελαφρόνους ελαφρός ελαφρύς ελαφρύτερος ελαϊκός ελβετικός ελεήμονας ελεήμων
|
||
ελεγειακός ελεγκάν ελεγκτικολογιστικός ελεγκτικός ελεεινός ελεημονητικός
|
||
ελεητικός ελεκτρίκ ελευθέριος ελευθεριάζων ελευθεριακός ελευθεριοκτόνος
|
||
ελευθεροποιός ελευθερόβουλος ελευθερόστομος ελευθερόφρων ελευσίνιος
|
||
ελεφάντινος ελεφαντένιος ελεύθερος ελεύτερος ελεών ελικοειδής ελικοφόρος
|
||
ελισαβετιανός ελιτίστικος ελιτιστικός ελκτικός ελκυστικός ελκώδης ελλαδικός
|
||
ελλανόδικος ελλειμματικός ελλειπτικός ελλειψοειδής ελληνικός ελληνιστικός
|
||
ελληνοκεντρικός ελληνομαθής ελληνοπρεπής ελληνορωμαϊκός ελληνοτουρκικός
|
||
ελληνόγλωσσος ελληνόκτητος ελληνόμορφος ελληνότροπος ελληνόφοβος ελληνόφωνος
|
||
ελλοβόκαρπος ελλογιμότατος ελλογιμώτατος ελλόγιμος ελονοσιακός ελουβιακός
|
||
ελπιδοφόρος ελπιστικός ελυτικός ελυτροειδής ελόβιος ελώδης εμαγιέ
|
||
εμβληματικός εμβολοφόρος εμβριθής εμβρυακός εμβρυογενής εμβρυοειδής
|
||
εμβρυολογικός εμβρυομητρικός εμβρυοφθόρος εμβρυϊκός εμβρυώδης εμβρόντητος
|
||
εμετικός εμετοκαθαρτικός εμετολογικός εμμανής εμμελής εμμηνοπαυσιακός
|
||
εμμονικός εμπαθής εμπαικτικός εμπειρικός εμπειροπόλεμος εμπερίστατος
|
||
εμπλουτιστικός εμπορευματικός εμπορεύσιμος εμπορικός εμποροκρατικός
|
||
εμπορορραπτικός εμποροϋπαλληλικός εμπράγματος εμπρεσιονιστικός εμπρηστικός
|
||
εμπροσθοβαρής εμπροσθογεμής εμπρόθεσμος εμπρόθετος εμπρόσθιος εμπόλεμος
|
||
εμφανέστατος εμφανής εμφανίσιμος εμφαντικός εμφατικός εμφυλιοπολεμικός
|
||
εμψυχωτικός ενάλιος ενάμισης ενάντιος ενάρετος ενάριθμος ενέγγυος ενέσιμος
|
||
ενήλιξ ενήμερος εναέριος εναίσιμος εναγής εναγώνιος εναλλάξιμος εναλλακτικός
|
||
ενανθρακωτικός εναντιωματικός εναντιόμορφος εναντιότροπος εναργές εναργής
|
||
εναρμονισμένος εναρμόνιος ενδαγγειακός ενδαυλικός ενδεής ενδεδυμένος
|
||
ενδεκασύλλαβος ενδελεχής ενδεχόμενος ενδημικός ενδημοεπιδημικός ενδιάθετος
|
||
ενδιαφέρων ενδικοφανής ενδοαγροτικός ενδοαορτικός ενδοαστρικός ενδοαυλικός
|
||
ενδογενής ενδογλωσσικός ενδοδαπέδιος ενδοδερμικός ενδοδιαδικαστικός
|
||
ενδοεθνικός ενδοεταιρικός ενδοημερήσιος ενδοηπατικός ενδοηπειρωτικός
|
||
ενδοθηλιακός ενδοθωρακικός ενδοιαστικός ενδοκαρδιακός ενδοκλαδικός
|
||
ενδοκοινοτικός ενδοκομματικός ενδοκράνιος ενδοκρανιακός ενδοκρατικός
|
||
ενδοκρινικός ενδοκρινολογικός ενδοκυβερνητικός ενδοκυττάριος ενδοκυτταρικός
|
||
ενδομυϊκός ενδονοσοκομειακός ενδοοικογενειακός ενδοομιλικός ενδοπεϊκός
|
||
ενδοσηραγγώδης ενδοσκοπικός ενδοστεφανιαίος ενδοσυνεδριακός ενδοσχολικός
|
||
ενδοτικός ενδοφθάλμιος ενδοφλέβιος ενδοφλεβικός ενδοχώριος ενδοϋαλοειδικός
|
||
ενδυναμωτικός ενδόμυχος ενδόσιμος ενδότατος ενδότερος ενδώτιος ενεδρευτικός
|
||
ενεργειακός ενεργητικός ενεργητισμός ενεργοβόρος ενεργοποιητικός ενεργός
|
||
ενετικός ενεχυρικός ενεχυροδανειστικός ενεχυρούχος ενεχόμενος ενεός ενζωοτικός
|
||
ενθαρρυντικός ενθετικός ενθουσιασμένος ενθουσιαστικός ενθουσιώδης
|
||
ενθρονιστικός ενθυμητικός ενιαίος ενιαύσιος ενιούσιος ενιστικός ενισχυτικός
|
||
εννεατής εννιάχρονος εννιακοσιοστός εννιακόσιοι εννιαψήφιος εννοιοκρατικός
|
||
εννοιόλεξο ενοικιαστήριος ενοικιοστασιακός ενοποιητικός ενοποιός ενορατικός
|
||
ενοχικός ενοχλητικός ενοχοποιητικός ενστικτώδης ενσυναίσθητος ενσυνείδητος
|
||
ενσύρματος ενσώματος εντάφιος ενταξιακός εντατικός ενταφιαστικός εντεκάχρονος
|
||
εντερικός εντεροπαθογόνος εντεταμένος εντεψίζικος εντομοαπωθητικός
|
||
εντομοκτόνος εντομολογικός εντομοφάγος εντοπίσιμος εντοπιστικός εντροπαλός
|
||
εντυπωσιακός εντυπωτικός εντόπιος ενυπόγραφος ενυπόθηκος ενυπόστατος ενωτικός
|
||
ενύπαρκτος ενύπνιος εξάγωνος εξάεδρος εξάκτινος εξάκωπος εξάμετρος εξάμηνος
|
||
εξάστηλος εξάστιχος εξάστυλος εξάτομος εξάχορδος εξάχρονος εξάωρος εξίτηλος
|
||
εξαίρετος εξαίσιος εξαγγελτήριος εξαγγελτικός εξαγνιστήριος εξαγνιστικός
|
||
εξαγριωτικός εξαγωγικός εξαγωγός εξαγωνικός εξαγώγιμος εξαδάκτυλος εξαδάχτυλος
|
||
εξαετής εξαιρέσιμος εξαιρετέος εξαιρετικός εξαιρετός εξακολουθητικός
|
||
εξακοσιοστός εξακριβωτικός εξακόσιοι εξακύλινδρος εξαλειπτικός εξαμβλωματικός
|
||
εξαμερής εξαμηνίτικος εξαμηνιαίος εξαναγκαστικός εξανθηματικός εξαντλητικός
|
||
εξαπλάσιος εξαπλός εξαργυρώσιμος εξαρθρωτικός εξαρτημένος εξαρτησιογόνος
|
||
εξασέλιδος εξασθενητικός εξασφαλιστικός εξατάξιος εξεζητημένος εξελίξιμος
|
||
εξελικτικός εξερευνητικός εξερχόμενος εξετασιοκεντρικός εξεταστέος
|
||
εξεταστικός εξευγενιστικός εξευμενιστικός εξευτελιστικός εξηγήσιμος εξηγητικός
|
||
εξηκονταετής εξηλασμένος εξημερωτικός εξημερώσιμος εξηντάχρονος εξηνταδικός
|
||
εξιδρωματικός εξιδρωτικός εξιλαστήριος εξιλεωτικός εξισορροπητικός εξισωτικός
|
||
εξοβελιστέος εξολισθητικός εξολοθρευτικός εξομοιωτικός εξομολογητικός
|
||
εξοντωτικός εξονυχιστικός εξοπλιστικός εξοργιστικός εξορκιστικός εξορμητικός
|
||
εξουθενωτικός εξουσιαστικός εξουσιομανής εξουσιοφρενής εξοφερικός εξοφλητέος
|
||
εξοχικός εξπρεσιονιστικός εξτρά εξτραβαγκάν εξτρεμαδουρικός εξτρεμιστικός
|
||
εξυγιαντικός εξυμνητικός εξυπηρετικός εξυπνακίστικος εξυπνότερος εξυψωτικός
|
||
εξωατμοσφαιρικός εξωγήινος εξωγενής εξωδιαδικαστικός εξωδικαστικός εξωεδαφικός
|
||
εξωθερμικός εξωθεσμικός εξωιδρυματικός εξωκοινοβουλευτικός εξωκομματικός
|
||
εξωκυττάριος εξωκυτταρικός εξωλέμβιος εξωλογικός εξωλογιστικός εξωμήτριος
|
||
εξωπολιτικός εξωπραγματικός εξωπυραμιδικός εξωραϊστικός εξωστικός εξωστρεφής
|
||
εξωσυστημικός εξωσχολικός εξωσωματικός εξωτερικός εξωτικός εξωφρενικός
|
||
εξόριστος εξόφθαλμος εξώγαμος εξώδικος εξώθερμος εξώλης εξώπροικος εξώτατος
|
||
εξώφτερνος εοκικός εορτάσιμος εορταστικός εορτινός επάκτιος επάλληλος επάξιος
|
||
επάργυρος επήκοος επίβουλος επίγειος επίγονος επίδικος επίδοξος επίζηλος
|
||
επίκαιρος επίκεντρος επίκληρος επίκοινος επίκουρος επίκτητος επίλεκτος
|
||
επίμαχος επίμεμπτος επίμονος επίμορτος επίμοχθος επίορκος επίπαστος επίπεδος
|
||
επίπλοκος επίπονος επίρραπτος επίσημος επίστεγος επίσωτρος επίτιμος επίτοκος
|
||
επίφθονος επίφοβος επίχαρις επίχριστος επίχρυσος επαίσχυντος επαγγελματικός
|
||
επαγγελτικός επαγωαναγωγικός επαγωγικός επαγωγός επαγώγιμος επαινετέος
|
||
επαινετός επακριβής επακτή επακτός επακόλουθος επαληθευτικός επαληθεύσιμος
|
||
επαναληπτικός επαναπατρίσιμος επαναστατικός επανασυσκευασμένος
|
||
επανορθωτικός επανορθώσιμος επανωτός επαρκής επαρχιακός επαρχικός επαρχιώτικος
|
||
επείγων επείσακτος επεισοδιακός επεκτάσιμος επεκτατικός επενδυμικός
|
||
επεξεργάσιμος επεξεργαστικός επεξηγηματικός επεξηγητικός επετειακός
|
||
επιβατήριος επιβατηγός επιβατικός επιβεβαιωτικός επιβλαβής επιβλητικός
|
||
επιβραδυντικός επιγενετικός επιγενόμενος επιγονατιδικός επιγραμματικός
|
||
επιγραφικός επιδέξιος επιδαπέδιος επιδεής επιδεικτικός επιδειξιμανής
|
||
επιδεκτικός επιδερμικός επιδημητικός επιδημικός επιδημιολογικός επιδιαιτητικός
|
||
επιδιορθώσιμος επιδοκιμαστικός επιδοματικός επιδοσιπαγής επιδραστικός
|
||
επιεικής επιζήμιος επιζήτητος επιζωοτικός επιθαλάσσιος επιθανάτιος επιθετικός
|
||
επιθηλιακός επιθυμητικός επιθυμητός επικήδειος επικίνδυνος επικαθείμενος
|
||
επικατάρατος επικατασκευαστικός επικερδέστερος επικερδής επικλινής
|
||
επικοινωνιακός επικολυρικός επικονιαστικός επικουρικός επικούρειος
|
||
επικρατής επικρατών επικρεμάμενος επικριτικός επικυρίαρχος επικυριαρχικός
|
||
επικυρώσιμος επικός επιλέξιμος επιλήνιος επιλήσμονας επιλήσμων επιλήψιμος
|
||
επιλεκτικός επιληπτικός επιλόχειος επιμήκης επιμελής επιμελητηριακός
|
||
επιμνημόσυνος επιμορφωτικός επινήιος επινίκιος επινεμητικός επινοητικός
|
||
επιπαγής επιπεδομετρικός επιπεδόκοιλος επιπεδόκυρτος επιπληκτικός επιπρόσθετος
|
||
επιπόλαιος επιρρεπής επιρρηματικός επισιτιστικός επισκέψιμος επισκευάσιμος
|
||
επισκληρίδιος επισκοπικός επισπεύδων επιστήθιος επιστημικός επιστημονικοφανής
|
||
επιστολικός επιστολογραφικός επιστρατευτικός επιστρεπτέος επισφαλής
|
||
επισχετικός επισωρευτικός επιτάφιος επιτήδειος επιτακτικός επιτατικός
|
||
επιτελής επιτελικός επιτευκτός επιτεύξιμος επιτιμητικός επιτραπέζιος
|
||
επιτρεπτός επιτροπικός επιτυχής επιτυχημένος επιτυχών επιτόπιος επιτύμβιος
|
||
επιφανειακός επιφανειοδραστικός επιφυλακτικός επιφωνηματικός επιχειρηματικός
|
||
επιχειρησιακός επιχρωματισμένος επιχώριος επιψευδαργυρωμένος εποικιστικός
|
||
επονείδιστος εποξειδικός εποξικός εποπτικός επουλωτικός επουλώσιμος επουράνιος
|
||
εποχιακός εποχικός επτάμηνος επτάστερος επτάστιχος επτάφωτος επτάωρος
|
||
επταετής επτακοσιοστός επτακόσιοι επταμελής επτανησιακός επταπλάσιος
|
||
επταψήφιος επωαστικός επωδικός επωφελής επόμενος επώδυνος επώνυμος εράσμιος
|
||
εραλδικός ερανικός ερανισματικός ερασιτεχνικός ερασμιακός ερατεινός εργάσιμος
|
||
εργασιακός εργασιομανής εργαστηριακός εργατικός εργατοϋπαλληλικός εργοδοτικός
|
||
εργολαβικός εργοληπτικός εργομετρικός εργονομικός εργοστασιακός εργώδης
|
||
ερεθισμένος ερεθιστικός ερειστικός ερευνητικός ερημικός ερημοδικήσας
|
||
εριστικός ερματιστός ερμαφρόδιτος ερμαϊκός ερμηνευτικός ερμηνευόμενος
|
||
ερμητικός ερπετοειδής ερπετομορφικός ερπετόμοφος ερπυστριοφόρος ερρωμένος
|
||
ερυθηματώδης ερυθροειδής ερυθροσταυρικός ερυθρωπός ερυθρόλαιμος ερυθρόλευκος
|
||
ερυθρός ερωτεύσιμος ερωτηματικός ερωτητικός ερωτιάρης ερωτιάρικος ερωτικός
|
||
ερωτοπονεμένος ερωτοχτυπημένος ερωτόληπτος ερώμενος εσθονικός εσκεμμένος
|
||
εσπεραντικός εσπερινός εστεμμένος εστιακός εσχατολογικός εσω-εξωλέμβιος
|
||
εσωκομματικός εσωλέμβιος εσωλογιστικός εσωστρεφής εσωτερικός εσώκλειστος
|
||
εσώτερος εσώψυχος ετήσιος εταιρικός εταστικός ετεροαναφορικός ετεροβίωτος
|
||
ετεροβιωμένος ετεροβιωματικός ετερογενής ετεροειδής ετεροθαλής ετεροκίνητος
|
||
ετερομήκης ετερομερής ετεροσκεδαστικός ετεροσωματικός ετεροφυλόφιλος
|
||
ετερόγλωσσος ετερόδοξος ετερόκεντρος ετερόκλητος ετερόκλιτος ετερόμορφος
|
||
ετερόπτωτος ετερόρρυθμος ετερόσημος ετερότοπος ετερότροφος ετερόφυλος
|
||
ετερόφωτος ετερόχθων ετερόχρονος ετερώνυμος ετησιοποιημένος ετοιματζήδικος
|
||
ετοιμοθάνατος ετοιμοπαράδοτος ετοιμοπόλεμος ετοιμόγεννος ετοιμόλογος
|
||
ετρουσκικός ετσιθελικός ετυμικός ετυμολογικός ευάερος ευάλωτος ευάρεστος
|
||
ευάρμοστος ευέλικτος ευέξαπτος ευήθης ευήκοος ευήλατος ευήλιος ευαίσθητος
|
||
ευαγγελικός ευανάγνωστος ευαπόδεικτος ευαπόκτητος ευβοϊκός ευγενέστερος
|
||
ευγενικός ευγνώμονας ευγνώμων ευδαίμων ευδαιμονικός ευδιάθετος ευδιάκριτος
|
||
ευδιαχώριστος ευδόκιμος ευειδής ευεξάλειπτος ευεξήγητος ευεπίδεκτος ευεπίφορος
|
||
ευερέθιστος ευεργετικός ευερμήνευτος ευετηριακός ευζωνικός ευηλεκτραγωγός
|
||
ευθαρσής ευθερμαγωγός ευθηνός ευθυμογραφικός ευθυμολογικός ευθυνόφοβος
|
||
ευθύβολος ευθύγραμμος ευθύς ευκίνητος ευκαιριακός ευκατάληπτος ευκατάστατος
|
||
ευκλεής ευκλείδειος ευκοίλιος ευκολοβάσταγος ευκολοδιάβαστος ευκολοδιάκριτος
|
||
ευκολονόητος ευκολοπλησίαστος ευκολοχώνευτος ευκολόπαρτος ευκολόπιστος
|
||
ευκρινής ευκτήριος ευκταίος ευλίμενος ευλαβής ευλαβητικός ευλαβικός
|
||
ευλογητός ευλογοφανής ευμάλακτος ευμαθής ευμαρής ευμεγέθης ευμενέστατος
|
||
ευμετάβλητος ευμετάβολος ευμετάδοτος ευμετάπειστος ευμεταχείριστος
|
||
ευνομούμενος ευνοϊκός ευνόητος ευξείνιος ευοίωνος ευπαθής ευπαρουσίαστος
|
||
ευπρεπής ευπροσάρμοστος ευπροσήγορος ευπρόσβλητος ευπρόσδεκτος ευπρόσδεχτος
|
||
ευπρόσωπος ευπόρθητος ευπώλητος ευρετικός ευρηματικός ευριπίδειος ευρυγώνιος
|
||
ευρυμαθής ευρυπρόσωπος ευρωβόρος ευρωενωσιακός ευρωζωνικός ευρωλιγούρης
|
||
ευρωσκεπτικιστικός ευρύς ευρύστερνος ευρύτερος ευρύχωρος ευσεβής ευσεβιστικός
|
||
ευσπλαχνικός ευσταθής ευσταλής ευσταχιανός ευστόμαχος ευσυγκίνητος
|
||
ευσχήμων ευσύνοπτος ευτελής ευτράπελος ευτραφής ευτυχής ευυπόληπτος
|
||
ευφημιστικός ευφλόγιστος ευφορικός ευφραδής ευφραντικός ευφρόσυνος ευφυέστατος
|
||
ευφωνικός ευφωτικός ευχάριστος ευχαριστήριος ευχείρωτος ευχερής ευχετήριος
|
||
ευχητήριος ευωδερός ευωδιαστός ευόφθαλμος ευώδης ευώνυμος εφάμιλλος εφέσιμος
|
||
εφήμερος εφίστιος εφαρμοστέος εφαρμοστικός εφαρμοστός εφαρμόσιμος εφεδρικός
|
||
εφεσίβλητος εφετζίδικος εφετικός εφετινός εφευρετικός εφηβικός εφησυχαστικός
|
||
εφιδρωτικός εφικτός εφοδιασμένος εφοδιαστικός εφοπλιστικός εφορευτικός
|
||
εφτάγερος εφτάδιπλος εφτάμηνος εφτάχορδος εφτάψυχος εφτάωρος εφταήμερος
|
||
εφτακόσιοι εφταμελής εφταμηνίτικος εφταπλάσιος εφταπλός εφτασύλλαβος εχέγγυος
|
||
εχέφρων εχθρικός εψεσινός εωθινός εωσφορικός εόρτιος εύανδρος εύβουλος
|
||
εύγλωττος εύγραμμος εύδιος εύδρομος εύηχος εύθετος εύθικτος εύθραυστος
|
||
εύθυμος εύκαιρος εύκαμπτος εύκολος εύκοσμος εύκρατος εύληπτος εύλογος εύμορφος
|
||
εύορκος εύοσμος εύπεπτος εύπιστος εύπλαστος εύπορος εύρυθμος εύρωστος εύσαρκος
|
||
εύσπλαγχνος εύσπλαχνος εύστοχος εύστροφος εύσχημος εύσωμος εύτακτος εύτηκτος
|
||
εύτονος εύτρωτος εύφημος εύφλεκτος εύφορος εύφωνος εύχαρις εύχρηστος εύχυμος
|
||
εὐάρεστος εὐρύπρωκτος εὐτράπελος ζάμπλουτος ζάπλουτος ζαβολιάρης ζαβός
|
||
ζαμπούνης ζαντός ζαρίφικος ζαρκαδίσιος ζαρομπασμένος ζαφειρένιος ζαχαράτος
|
||
ζαχαροζυμωμένος ζαχαροπλαστικός ζαχαρούχος ζαχαρωτός ζαχαρώδης ζείδωρος
|
||
ζεβλωμένος ζελατινώδης ζεματιστός ζεμπέκικος ζενδικός ζενιθιακός ζενιθικός
|
||
ζερβόδεξος ζερβός ζεστούτσικος ζεστός ζευγαρωτός ζευκτήριος ζευκτός ζευσικός
|
||
ζεύξιμος ζηλευτός ζηλιάρης ζηλότυπος ζηλόφθονος ζημιάρης ζημιογόνος ζημιωμένος
|
||
ζογκλερικός ζοριλίδικος ζορμπαλίδικος ζουγλός ζουμερός ζουμπουρλούδικος
|
||
ζοφερός ζοφώδης ζοχαδιακός ζούδιαρης ζούφιος ζυγοσταθμιστικός ζυγωματικός
|
||
ζυγός ζυμοειδής ζυμολογικός ζυμοτεχνικός ζυμωσιογόνος ζυμωτικός ζυμωτός
|
||
ζωγραφικός ζωγραφιστός ζωδιακός ζωεμπορικός ζωεμπόριο ζωηρός ζωηρόχρωμος
|
||
ζωνικός ζωντανός ζωογονητικός ζωογόνος ζωοδόχος ζωολατρικός ζωολογικός
|
||
ζωοποιός ζωοτεχνικός ζωοτόκος ζωοφοβικός ζωροαστρικός ζωστικός ζωτικός
|
||
ζωόφιλος ζωόφοβος ζωώδης ζόρικος ηβικός ηγγυημένος ηγεμονικός ηγετικός
|
||
ηδονικός ηδονιστικός ηδονοθηρικός ηδονόπληκτος ηδονόχαρος ηδυλόγος ηδυντικός
|
||
ηδύγλωσσος ηδύς ηδύφωνος ηδύφωτος ηθικοδιδακτικός ηθικοθρησκευτικός
|
||
ηθικοκρατικός ηθικολογικός ηθικοπλαστικός ηθικός ηθμοειδής ηθμώδης ηθογραφικός
|
||
ηθολογικός ηθοπλαστικός ηλίθιος ηλεκτραγωγός ηλεκτρεγερτικός ηλεκτρικός
|
||
ηλεκτροανατομικός ηλεκτροβόρος ηλεκτρογόνος ηλεκτροδυναμικός ηλεκτροκίνητος
|
||
ηλεκτρολυτικός ηλεκτρομαγνητικός ηλεκτρομηχανικός ηλεκτρομηχανολογικός
|
||
ηλεκτρονικός ηλεκτροπαραγωγικός ηλεκτροπαραγωγός ηλεκτροπτικός ηλεκτροστατικός
|
||
ηλεκτροφόρος ηλεκτροφώτιστος ηλεκτροχημικός ηλιακός ηλιθιώδης ηλιογέννητος
|
||
ηλιογραφικός ηλιοθερμικός ηλιοκαμένος ηλιοκεντρικός ηλιολατρικός ηλιοστεφής
|
||
ηλιοφώτιστος ηλιοψημένος ηλιόλουστος ηλιόμορφος ηλιόπληκτος ηλιόφιλος
|
||
ηλιόφωτος ηλιόχαρος ηλύσιος ημέτερος ημίγλυκος ημίγυμνος ημίδιπλος ημίκλαστος
|
||
ημίκλιντος ημίλευκος ημίμαυρος ημίπληκτος ημίρρευστος ημίσκληρος ημίτονος
|
||
ημίωρος ημαρτημένος ημεδαπός ημερήσιος ημερινός ημερολογιακός ημερομίσθιος
|
||
ημιάγριος ημιέτοιμος ημιαμφίδρομος ημιαναίσθητος ημιαυτόματος ημιβάρβαρος
|
||
ημιδιάφανος ημιδιανοιχθέν ημιδιαπερατός ημιδιαφανής ημιδιώροφος
|
||
ημιεπίσημος ημιεπαγγελματικός ημιθανής ημικρατικός ημικυκλικός ημικύκλιος
|
||
ημιμαθής ημιορεινός ημιπάρθενος ημιπαράλυτος ημιπαράφρων ημιπερατός
|
||
ημιπολύτιμος ημιπροεδρικός ημιρυμουλκούμενος ημισεληνοειδής ημισφαιρικός
|
||
ημιτελικός ημιυπόγειος ημιφάτνωτος ημιφανής ηπατικός ηπατολογικός ηπειρωτικός
|
||
ηπιότερος ηράκλειος ηρακλείτειος ηρακλειώτικος ηρεμιστικός ηρωικός ηρωινομανής
|
||
ησυχαστικός ηττοπαθής ηφαίστειος ηφαιστειακός ηφαιστειογενής ηφαιστειολογικός
|
||
ηχήεις ηχερός ηχηρός ηχητικός ηχοαπορροφητικός ηχοβολιστικός ηχοβόλος
|
||
ηχομετρικός ηχομιμητικός ηχομονωτικός ηχοποίητος ηχοφοβικός ηχόφοβος ηωζωικός
|
||
θέσμιος θήλυς θαθατζής θαλάσσιος θαλαμοειδής θαλαμωτός θαλασσής θαλασσαιμικός
|
||
θαλασσοβρεγμένος θαλασσοδερμένος θαλασσοφίλητος θαλασσόβρεχτος θαλασσόδαρτος
|
||
θαλασσόχρωμος θαλερός θαλλιούχος θαλπερός θαμαστός θαματουργός θαμβωτικός
|
||
θαμνοειδής θαμνοσκεπής θαμνόβιος θαμνόφυτος θαμνώδης θαμπερός θαμπωτικός
|
||
θανάσιμος θανατερός θανατηφόρος θανατικός θανών θαρραλέος θαρρετός θασίτικος
|
||
θαυμαστικός θαυμαστός θαυματουργικός θαυματουργός θαφτός θεάρεστος θείος
|
||
θεατρικός θεατρινίστικος θεατρομανής θεατρόφιλος θεατός θειαφένιος θειικός
|
||
θειούχος θειότατος θειώδης θεληματικός θελκτικός θελξίνοος θελξίνους
|
||
θεμέλιος θεματικός θεμελιακός θεμελιωτικός θεμελιώδης θεμιτός θεοβάδιστος
|
||
θεογέννητος θεογενής θεοδώρητος θεοειδής θεοκάπηλος θεοκατάρατος θεοκρατικός
|
||
θεολογικός θεομάχος θεομίσητος θεομητορικός θεονήστικος θεοπάλαβος
|
||
θεοσεβής θεοσκεπής θεοσκοτωμένος θεοσκότεινος θεοστεφής θεοτικός θεουργικός
|
||
θεοφίλητος θεοφιλέστατος θεοφιλής θεοφόρος θεοφύλακτος θεοφώτιστος θεράπων
|
||
θεραπεύσιμος θεριζοαλωνιστικός θερινός θεριστικός θερμαγωγός θερμαλιστικός
|
||
θερμαντικός θερμασμένος θερμιδικός θερμιδογόνος θερμιδομετρικός θερμικός
|
||
θερμιώτικος θερμογόνος θερμοδυναμικός θερμοηλεκτρικός θερμοκέφαλος
|
||
θερμομαγνητικός θερμομετρικός θερμομηχανικός θερμομονωτικός θερμοπυρηνικός
|
||
θερμοσκοπικός θερμοτηκόμενος θερμοτροπικός θερμουργός θερμοφιλικός
|
||
θερμοφόρος θερμοχρωματικός θερμόαιμος θερμός θερμόφιλος θερμόφοβος
|
||
θεσμικός θεσμοδίαιτος θεσπέσιος θεσπρωτικός θεσσαλικός θετικιστικός θετικός
|
||
θετός θεωρητικός θεϊκός θεϊστικός θεόγυμνος θεόκλειστος θεόκλητος θεόκουφος
|
||
θεόληπτος θεόμορφος θεόμουρλος θεόπεμπτος θεόπλαστος θεόπνευστος θεόρατος
|
||
θεόσταλτος θεόστενος θεόστραβος θεότρελος θεότυφλος θεόφτωχος θηβαίικος
|
||
θηλαίος θηλαστικός θηλοειδής θηλυγονικός θηλυκός θηλυμανής θηλυπρεπής θηραϊκός
|
||
θηρεύσιμος θηριόμορφος θηριώδης θιβετικός θλαστικός θλιβερός θλιπτικός
|
||
θνησιγενής θνησιμαίος θνητός θολερός θολοειδής θολοσκέπαστος θολοσκεπής
|
||
θολωτός θολός θοριούχος θορυβικός θορυβοποιός θορυβώδης θρήσκος θρακικός
|
||
θρασύδειλος θραψερός θρεπτικός θρεφτικός θρεψερός θρηνητικός θρηνώδης
|
||
θρησκευτικός θρησκευόμενος θρησκομανής θρησκοφοβικός θρησκόληπτος θρησκόφοβος
|
||
θριαμβικός θρομβολυτικός θρομβοστατικός θρομβώδης θρυλικός θρυπτικός
|
||
θυελλώδης θυλακοειδής θυμαρίσιος θυμελικός θυμικός θυμοειδής θυμοσοφικός
|
||
θυμωτσιάρης θυμόσοφος θυμώδης θυρεοειδής θυρεοτρόπος θυρσοφόρος θυσανοειδής
|
||
θυσανόμορφος θωπευτικός θωρακικός θωρακικός θωρακοσκοπικός θωρακοφόρος
|
||
θωρακωτός θωρηκτός ιάσιμος ιάσμινος ιαβέρειος ιαβαϊκός ιακωβιανός ιαματικός
|
||
ιαμβικός ιαπετικός ιαπωνικός ιατρικός ιατροβιολογικός ιατρογενής
|
||
ιατροκεντρικός ιατρομηχανολογικός ιατρονοσηλευτικός ιατροτεχνολογικός
|
||
ιατός ιβηρικός ιβοριανός ιβουάρ ιγμόρειος ιγνυακός ιδανικός ιδεακός ιδεαλίζων
|
||
ιδεατός ιδεογραφικός ιδεοκινητικός ιδεοκρατικός ιδεοληπτικός
|
||
ιδεολογικοπολιτικός ιδεολογικός ιδεοτυπικός ιδεώδης ιδιάζων ιδιαίτατος
|
||
ιδικός ιδιοδεκτικός ιδιοκατοίκητος ιδιοκτησιακός ιδιομεταλλικός ιδιοπαθής
|
||
ιδιοσυντήρητος ιδιοσύστατος ιδιοτελής ιδιοφυής ιδιωματικός ιδιωτικοοικονομικός
|
||
ιδιωφελής ιδιόβουλος ιδιόγραφος ιδιόκλιτος ιδιόκτητος ιδιόμελος ιδιόμορφος
|
||
ιδιότροπος ιδιότυπος ιδιόχειρος ιδιόχρωμος ιδιώνυμος ιδρυματικός ιδρυτικός
|
||
ιδρωτοποιός ιερακοειδές ιερακοειδής ιεραποστολικός ιεραρχικός ιερατικός
|
||
ιεροεξεταστικός ιεροκοκκυγικός ιεροκρατικός ιεροκτόνος ιερολογικός ιεροπρεπής
|
||
ιερουργικός ιερός ιερόσυλος ιεχωβικός ιεχωβιτικός ιζηματογενής ιζηματογόνος
|
||
ιησουιτικός ιθαγενής ιθυφαλλικός ιθύνων ιικός ικάριος ικανοποιητικός ικανός
|
||
ικετήριος ικετευτικός ικετικός ικτερικός ιλαροτραγικός ιλαρυντικός ιλαρός
|
||
ιλιγγιώδης ιλλυρικός ιλουστρασιόν ιλυγενής ιλυώδης ιμερτός ιμιτασιόν
|
||
ιμπρεσιονιστικός ινδιάνικος ινδικός ινδοευρωπαϊκός ινδονησιακός ινδουιστικός
|
||
ινιακός ινολυτικός ινοοπτικός ινοπυριτικός ινώδης ιξώδης ιοβόλος ιογενής
|
||
ιονοσφαιρικός ιοντικός ιοστεφής ιουδαϊκός ιουλιανός ιουνιανός ιουστινιάνειος
|
||
ιππαγωγός ιππευτικός ιππικός ιπποδρομιακός ιπποδρομικός ιπποκράτειος ιπποτικός
|
||
ιρακινός ιρανικός ιρασιοναλιστικός ιριδίζων ιριδικός ιριδιούχος ιριδωτός
|
||
ισάδελφος ισάξιος ισάριθμος ισανώμαλος ισαρχέγονος ισθμιακός ισκιερός
|
||
ισλαμιστικός ισλανδικός ισοβάθμιος ισοβαθής ισοβαρής ισογώνιος ισοδύναμος
|
||
ισοθερμικός ισοκυανικός ισοκόρυφος ισομήκης ισομεγέθης ισομερής ισομορφικός
|
||
ισοπαχής ισοπεδωτικός ισοπληθής ισορροπημένος ισορροπητικός ισοσθενής
|
||
ισοσταθμικός ισοστατικός ισοσύλλαβος ισοταχής ισοτελής ισοτονικός ισοφασικός
|
||
ισπανικός ισπανομαθής ισπανοτραφής ισπανόφωνος ισραηλινός ισραηλιτικός
|
||
ιστιοδρομικός ιστιοπλοϊκός ιστιοφόρος ιστολογικός ιστολυτικός
|
||
ιστορικός ιστοριογραφικός ιστοριοδιφικός ιστοριομετρικός ιστοχημικός
|
||
ισχιακός ισχιαλγικός ισχναντικός ισχνός ισχνόφωνος ισχυογενής ισχυρογνώμονας
|
||
ισχυρός ισχυρότερος ισόβαθμος ισόβαρος ισόβιος ισόθεος ισόθερμος ισόκυρος
|
||
ισόμετρος ισόμοιρος ισόμορφος ισόνομος ισόπαλος ισόπεδος ισόπλευρος ισόποσος
|
||
ισότιμος ισότονος ισόφωνος ισόχρονος ισόψηφος ιταλιάνικος ιταλικός ιταλομαθής
|
||
ιταλόφωνος ιταμός ιχθυηρός ιχθυοβόρος ιχθυογενετικός ιχθυοειδής ιχθυολογικός
|
||
ιχθυοτροφικός ιχθυοφάγος ιχθυόεις ιχθύμορφος ιχνηλάσιμος ιχνηλατήσιμος
|
||
ιχνογραφικός ιψενικός ιωαννιώτικος ιωδιούχος ιωνικός ιόνιος ιόχρους ιώβειος
|
||
ιώνιος κάγκανος κάθετος κάθιδρος κάθυγρος κάκιστος κάκοσμος κάλλιος κάλλιστος
|
||
κάρυνος κάτασπρος κάτισχνος κάτω κάτωχρος κέδρινος κέρινος κίβδηλος κίκινος
|
||
καίριος καβάφικος καβαλιστικός καβαλιώτικος καβαφικός καββαλιστικός
|
||
καβδιανός καβοντορίτικος καβουρδισμένος καβουρδιστός καβουρντισμένος
|
||
καβύλος καγκελωτός καγκελόφραχτος καδμείος καδοφόρος καζουιστικός καημενούλης
|
||
καθάριος καθήμενος καθαιρετικός καθαρευουσιάνικος καθαροδευτεριάτικος
|
||
καθαρτήριος καθαρτικός καθαρόαιμος καθαρός καθεδρικός καθεστωτικός καθηγητικός
|
||
καθημερνός καθησυχαστικός καθιερωτικός καθιστικός καθιστός καθοδηγητικός
|
||
καθολικός καθοριστικός καθυστερημένος καινοζωικός καινοπρεπής καινοτόμος
|
||
καινοφανής καινούργιος καινούριος καινός καινότροπος καιρικός καιροσκοπικός
|
||
κακάσχημος κακέκτυπος κακέμφατος κακαριστός κακεντρεχής κακοήθης
|
||
κακογέννητη κακογεννήτρα κακογράφος κακογραμμένος κακοδαίμων κακοδιάθετος
|
||
κακοδούλευτος κακοζώητος κακοθάλασσος κακοθάνατος κακοκαμωμένος κακολόγος
|
||
κακομαθημένος κακομοίρα κακομοίρης κακομοίρικος κακομοιρασμένος κακομοιρούλης
|
||
κακοντυμένος κακοξυσμένος κακοπίχερος κακοποιητικός κακοποιός κακοπράγμων
|
||
κακοπόδαρος κακορίζικος κακοσήμαδος κακοσούρης κακοστρωμένος κακοστόμαχος
|
||
κακοτράχαλος κακοχώνευτος κακτοειδής κακόβολος κακόβουλος κακόβραστος
|
||
κακόγλωσσος κακόγνωμος κακόγουστος κακόδοξος κακόζηλος κακόηχος κακόθυμος
|
||
κακόκεφος κακόλογος κακόμοιρος κακόμορφος κακόνομος κακόπιστος κακόπραγος
|
||
κακόσαρκος κακόσημος κακόστομος κακόσχημος κακότεχνος κακότροπος κακότυχος
|
||
κακόφωνος κακόχυμος κακόψυχος κακώνυμος καλάμινος καλαίσθητος καλαβρέζικος
|
||
καλαισθητικός καλαμένιος καλαματιανός καλαμοειδής καλαμοπόδαρος
|
||
καλαμποκένιος καλαμποκίσιος καλαμπόρτζος καλαμωτός καλαμώδης καλειδοσκοπικός
|
||
καλλίγραμμος καλλίκνημος καλλίκομος καλλίμορφος καλλίνικος καλλίπυγος
|
||
καλλίτερος καλλίφωνος καλλιγραφικός καλλιεπής καλλιεργήσιμος καλλιεργητικός
|
||
καλλιμάρμαρος καλλιπάρειος καλλιρροϊκός καλλιτεχνικός καλλωπιστικός καλοήθης
|
||
καλοβαλμένος καλογερίστικος καλογερικός καλογραμμένος καλοδιάθετος
|
||
καλοθάλασσος καλοθρεμμένος καλοκάγαθος καλοκαιριάτικος καλοκαιρινός
|
||
καλοκαρδιστικός καλολογικός καλομίλητος καλομαγειρεμένος καλομοίρης
|
||
καλοντυμένος καλοξυρισμένος καλοξυσμένος καλοπίχερος καλοπροαίρετος
|
||
καλορίζικος καλοστεκάμενος καλοστεκούμενος καλοσυνάτος καλοσχεδιασμένος
|
||
καλοτάξιδος καλοταϊσμένος καλοτυπωμένος καλοφορεμένος καλοφούρτουνος
|
||
καλοφόρετος καλούτσικος καλπαστικός καλπονοθευτικός καλπουζάνικος καλυβόσπιτο
|
||
καλυκοειδής καλυκοφόρος καλυμνιώτικος καλυπτήριος καλωδιακός καλόβολος
|
||
καλόβραστος καλόγεννος καλόγλωσσος καλόγνωμος καλόγουστος καλόδεχτος
|
||
καλόμοιρος καλόπιστος καλός καλόστρωτος καλότροπος καλότυχος καλόχυμος καλών
|
||
καμαρωτός καματερός καμηλίσιος καμινευτικός καμπίσιος καμπανιστός καμπανοειδής
|
||
καμπούρικος καμπριολέ καμπυλοειδής καμπυλωτός καμπυλόγραμμος καμπόσος καμπύλος
|
||
καναδέζικος καναδικός κανακεμένος καναρινής κανδηλανάπτης κανελής κανηφόρος
|
||
κανιστροειδής κανναβένιος κανονικός κανονισμένος κανονιστικός καντιανός
|
||
καουμπόικος καουτσουκένιος καπακωτός καπηλευτικός καπηλικός καπιταλιστικός
|
||
καπναγωγός καπνεργατικός καπνικός καπνιστικός καπνιστός καπνοβόρος καπνογόνος
|
||
καπούτ καπριτσιόζος καπριτσόζος καραβίσιος καραγκιόζικος καραγκούνικος
|
||
καραμπινάτος καραφλός καραϊβικός καρβονικός καρβουνιάρικος καρδιαγγειακός
|
||
καρδιοαναπνευστικός καρδιογραφικός καρδιοειδής καρδιολογικός καρδιοπνευμονικός
|
||
καρδιοχειρουργικός καρδιτσιώτικος καρδιόσχημος καρκινιάρης καρκινικός
|
||
καρκινοειδής καρκινολυτικός καρκινοπαθής καρκινωματώδης καρκινώδης καρλής
|
||
καρμίρικος καρναβαλίστικος καρναβαλικός καρντέ καροτής καρπερός καρπιαίος
|
||
καρποφόρος καρσινός καρστικός καρτερικός καρτεσιανός καρτοκινητός
|
||
καρυδάτος καρυδένιος καρφωτός καρχηδονιακός καρχηδονικός καρωτικός κασιδιάρης
|
||
κασμιρικός κασσιτέρινος καστανέρυθρος καστανομάλλης καστανόξανθος καστανός
|
||
καστόρι καστόρινος κατάβρεκτος κατάδηλος κατάδρομος κατάθαμβος κατάκλειστος
|
||
κατάκοπος κατάκορφος κατάκρυος κατάλευκος κατάλληλος κατάλοιπος κατάμαυρος
|
||
κατάμονος κατάντης κατάξανθος κατάξερος κατάξηρος κατάπικρος κατάπληκτος
|
||
κατάπλωρος κατάπρυμος κατάπτυστος κατάρατος κατάρρυτος κατάσκιος κατάσπαρτος
|
||
κατάστερος κατάστικτος κατάστιχτος κατάφορτος κατάφρακτος κατάφυτος κατάφωρος
|
||
κατάχλομος καταβλητικός καταγάλανος καταγέλαστος καταγγελτικός καταγραφικός
|
||
καταδεχτικός καταδικάσιμος καταδικαστέος καταδικαστικός καταδικός
|
||
καταδιωκτικός καταδιωχτικός καταδολιευτικός καταδρομικός καταδυναστευτικός
|
||
καταθετικός καταθλιπτικός καταιγιδοφόρος καταιγιστικός κατακίτρινος
|
||
κατακαίνουριος κατακαημένος κατακλυσμιαίος κατακλυσμικός κατακριτέος
|
||
κατακόκκινος κατακόρυφος καταλανικός καταληκτικός καταληπτικός καταληπτός
|
||
καταλογιστός καταλυτικός καταμήνιος καταμαγεύω καταμόναχος καταναγκαστικός
|
||
κατανεμητέος κατανοητός κατανυκτικός κατανυχτικός καταπειστικός καταπιεστικός
|
||
καταπληχτικός καταποδιαστός καταπονητικός καταπράσινος καταπραϋντικός
|
||
καταραμένος καταρρακτώδης καταρροϊκός κατασβεστικός κατασκέπαστος
|
||
κατασκοπευτικός κατασκότεινος κατασταλακτός κατασταλαχτός κατασταλτικός
|
||
καταστρεπτικός καταστροφικός κατασχέσιμος κατασχετήριος κατασχετός
|
||
κατατεθείς κατατονικός κατατοπιστικός κατατυραννικός καταφανής καταφατικός
|
||
καταφώτιστος καταχαρούμενος καταχθόνιος καταχρηστικός καταχτητικός
|
||
καταψυκτικός κατεβατός κατεδαφιστικός κατεργάρης κατεργάρικος κατεργάσιμος
|
||
κατερχόμενος κατευθυντήριος κατευναστικός κατεχόμενος κατηγορηματικός
|
||
κατηγορικός κατηφής κατηφορικός κατηχητήριος κατηχητικός κατιονικός
|
||
κατοικίδιος κατοπινός κατοπτευτικός κατοπτρικός κατορθωτός κατουρλιάρης
|
||
κατοχυρωτικός κατσανάτος κατσαρομάλλης κατσαρωτός κατσαρός κατσικίσιος
|
||
κατσικοπόδαρος κατσικοπόδης κατσούφης κατσούφικος κατωφερής κατόχρονος
|
||
κατώτερος καυδιανός καυκάσιος καυλιάρης καυλιάρικος καυλόσχημος καυστικός
|
||
καυτός καυχησιάρης καυχησιάρικος καφέ καφασωτός καφεδής καφενόβιος καφετής
|
||
καφεϊνούχος καφκικός καχεκτικός καχύποπτος καψαλιστός καψερός καψοκαλύβας
|
||
καύσιμος κβαντικός κβαντοδυναμικός κβαντοδυφιακός κβαντομηχανικός
|
||
κειμενικός κεκαθαρμένος κεκαλυμμένος κεκηρυγμένος κεκλιμένος κεκοιμημένος
|
||
κελτικός κεντητός κεντρικοποιημένος κεντρικός κεντροαριστερός κεντροβαρής
|
||
κεντρομόλος κεντροφιλελεύθερος κεντροφόρος κεντρόφυγος κεντρόφυξ κεντρώος
|
||
κενός κενόσοφος κενόσπουδος κεράδικο κεράτινος κερένιος κεραμιδής κεραμιδωτός
|
||
κεραμιώτικος κεραμοσκεπής κεραμωτός κερασένιος κερασής κερασφόρος κερατένιος
|
||
κεραυνοβόλος κεραυνόπληκτος κεραύνιος κερδομανής κερδοσκοπικός κερδοφόρος
|
||
κερκοειδής κερκοφόρος κερκυραίικος κερκυραϊκός κεφάτος κεφαλίσιος κεφαλαίος
|
||
κεφαλαιοκρατικός κεφαλαιοποιηθείς κεφαλαιοποιητικός κεφαλαιουχικός κεφαλαιώδης
|
||
κεφαλικός κεφαλληνιακός κεφαλλονίτικος κεφαλομετρικός κεχηνώς κεχριμπαρένιος
|
||
κηδεμονικός κηδευτικός κηκογόνος κηπευτικός κηπευτός κηπεύσιμος κηπουρικός
|
||
κηροπλαστικός κηρωτός κηρώδης κητοειδής κιβωτιοφόρος κιβωτιόσχημος κιβωτοειδής
|
||
κιναισθητικός κινδυνολογικός κινδυνώδης κινεζικός κινηματική κινηματογραφικός
|
||
κινησιοθεραπευτικός κινητήριος κινητικός κινητός κιονίτης κιονοειδής κιρκάδιος
|
||
κιρκαδιανός κιρκαδικός κιρρωτικός κιρσώδης κισσοστεφής κιτρικός κιτρινιάρης
|
||
κιτρινόμαυρος κιτρινόφαιος κιτρινόχρους κιτς κιτσαριό κιτσοβόγκ κλέφτικος
|
||
κλαδευτικός κλαδικός κλαδωτός κλανιάρης κλαρωτός κλασικός κλασματικός
|
||
κλαυτός κλαψιάρης κλαψιάρικος κλειδωτός κλεινός κλεις κλειστός κλειτοριδικός
|
||
κλεπτώνυμος κλεφτός κλεψίγαμος κλεψίτυπος κλεψιμαίικος κλημάτινος κληματένιος
|
||
κληρονομικός κληρονομούμενος κληρωσάμενος κληρωτός κλητήριος κλητικός κλητός
|
||
κλιμακοποιημένος κλιμακοφόρος κλιμακτηρικός κλιμακωτός κλιματικός
|
||
κλιματολογικός κλινήρης κλινικός κλιτικός κλιτός κλοπιμαίος κλούβιος κλωστικός
|
||
κλωστοϋφαντουργικός κνημαίος κνημιαίος κοίλος κογχοειδής κοζάκικος κοζανίτικος
|
||
κοιλιακός κοιλιόδουλος κοιλόκυρτος κοιμήσης κοιμήσικος κοιμητηριακός
|
||
κοινοβιακός κοινοβουλευτικός κοινολεκτικός κοινοπρακτικός κοινοσυντήρητος
|
||
κοινωνιακός κοινωνικοασφαλιστικός κοινωνικοεπαγγελματικός κοινωνικοοικονομικός
|
||
κοινωνικοπολιτικός κοινωνικοπολιτιστικός κοινωνικοπρακτικός κοινωνικός
|
||
κοινωνιολογικός κοινωνιονομικός κοινωφελής κοινός κοινότοπος κοινότυπος
|
||
κοιταματολογικός κοκάλινος κοκέτης κοκαλένιος κοκαλιάρης κοκαϊνομανής
|
||
κοκκινομάλλης κοκκινοτρίχης κοκκινωπός κοκκιώδης κοκκολιθοφόρος κοκκομετρικός
|
||
κοκκυγικός κοκκώδης κοκορόμυαλος κολάσιμος κολακευτικός κολασμένος κολεγιακός
|
||
κολλητικός κολλητός κολλοειδής κολλώδης κολοβός κολοκυθένιος κολονάτος
|
||
κολπατζίδικος κολπικός κολποειδής κολποκοιλιακός κολυμβητικός κολυμπητός
|
||
κομματιαστός κομματικός κομμουνιστικός κομμωτικός κομουνιστικός κομπαστικός
|
||
κομπλέ κομπλεξικός κομπλιμεντόζος κομπογιαννίτικος κομπορρήμων
|
||
κομφορμιστικός κομψευόμενος κομψοεπής κομψός κονδυλοφόρος κονδυλώδης
|
||
κονισαλέος κοντακιανός κοντινός κοντοκουρεμένος κοντομάνικος κοντοπίθαρος
|
||
κοντοφάρδουλος κοντοχωριανός κοντούλης κοντούτσικος κοντυλένιος
|
||
κοντόθωρος κοντόκαννος κοντόμερος κοντόμυαλος κοντόουρος κοντόπαχος κοντόπνοος
|
||
κοντότερος κοντόφθαλμος κοντόχοντρος κοντόχρονος κοντύτερος κοπαδιάρης
|
||
κοπαδιαστός κοπανιστός κοπιαστικός κοπιώδης κοπρολάγνος κοπροφάγος κοπτερός
|
||
κοράλλινος κορακάτος κορακοζώητος κοραλλένιος κοραλλιογενής κοραλλιοειδής
|
||
κορδωτός κορεατικός κορινθιακός κοριτσίστικος κοροϊδίστικος κοροϊδευτικός
|
||
κορτιζονούχος κορτικοειδής κορυβαντικός κορυνηφόρος κορυφαίος κορφιάτικος
|
||
κορωπιώτικος κοσμαγάπητος κοσμηματογραφικός κοσμητικός κοσμικός κοσμιότατος
|
||
κοσμοβριθής κοσμογονικός κοσμογραφικός κοσμογυρισμένος κοσμοζωικός
|
||
κοσμοκρατορικός κοσμολογικός κοσμοξάκουστος κοσμοπολίτικος κοσμοπολιτικός
|
||
κοσμοσωτήριος κοσμοϊστορικός κοστοβόρος κοτίσιος κοτζάμ κοτσανάτος κοτσονάτος
|
||
κουκλίστικος κουκλοθεατρικός κουκουλάρικος κουλοχέρης κουλτουριάρης
|
||
κουλός κουμανταδόρικος κουμπωτός κουνιστός κουραστικός κουρδικός κουρδιστός
|
||
κουρελής κουρελιάρης κουρευτικός κουρλός κουρμπαριστός κουρουπιαστός κουρού
|
||
κουσελιάρης κουστουμαρισμένος κουτοπόνηρος κουτούτσικος κουτρούλης
|
||
κουτσαβάκικος κουτσοβλαχικός κουτσομπολίστικος κουτσομπόλικος κουτσονούρης
|
||
κουτσοχέρης κουτσός κουτός κουφικός κουφιοκέφαλος κουφονησιώτικος κουφωτός
|
||
κουφόνους κουφός κοφτερός κοφτός κοχλιαίος κοχλιακός κοχλιοειδής κοχλιοφόρος
|
||
κούτσικος κούφιος κούφος κράτιστος κρίθινος κρίσιμος κραδαστικός κρανένιος
|
||
κρανιδιώτικος κρανιοεγκεφαλικός κρανιολογικός κρανιομετρικός κρανιοπροσωπικός
|
||
κρανοειδής κρανοφόρος κρασάτος κραταιός κρατερός κρατικοδίαιτος
|
||
κρατικός κρατοκεντρικός κραυγαλέος κρεάτινος κρείσσων κρεατής κρεατερός
|
||
κρεατωμένος κρεμανταλάδικος κρεμαστός κρεμεζής κρεμώδης κρεοφάγος κρημνώδης
|
||
κρητιδικός κρητιδικός κρητικός κριθαρένιος κριθαρίσιος κρικοειδής κρικωτός
|
||
κρινένιος κρινοδάκτυλος κρινοδάχτυλος κρινοειδής κρινόλευκος κρισογόνος
|
||
κριόμορφος κροατικός κροκάτος κροκαλοπαγής κροκοβαφής κροκοδείλιος
|
||
κροκοειδής κροκωτός κροσσάρω κροσσωτός κροταφιαίος κροταφικός κροταφογναθικός
|
||
κρουσιφλεγής κρουσταλλένιος κρουστικός κρουστός κρυερός κρυμμένος κρυοσκοπικός
|
||
κρυοσυντηρημένος κρυούτσικος κρυπτογαμικός κρυπτογραφικός κρυπτολογικός
|
||
κρυστάλλινος κρυσταλλένιος κρυσταλλικός κρυσταλλογραφικός κρυσταλλοειδής
|
||
κρυσταλλώδης κρυφτός κρυφός κρυψίβουλος κρυψίγαμος κρυψίνους κρυόμπλαστος
|
||
κρόκινος κρόνιος κρύος κρύφιος κτηματικός κτηματοκεντρικός κτηματομεσιτικός
|
||
κτηνοτροφικός κτηνοφοβικός κτηνόμορφος κτηνώδης κτηριακός κτηριολογικός
|
||
κτητορικός κτιριακός κτιστός κτιτορικός κτυπητός κυανωπός κυανόλευκος κυανός
|
||
κυβερνήσιμος κυβερνητικός κυβερνοαναζητήσιμος κυβικός κυβιστικός κυβοειδής
|
||
κυκλαδίτικος κυκλαδικός κυκλικός κυκλοειδής κυκλοθυμικός κυκλοπυριτικός
|
||
κυκλοφοριακός κυκλοφορικός κυκλωνικός κυκλωτικός κυκλόσχημος κυκλώπειος
|
||
κυλινδροειδής κυλινδρωτός κυλιστός κυλιόμενος κυλλός κυματικός κυματιστός
|
||
κυματογόνος κυματοειδής κυματώδης κυνηγάρης κυνηγετικός κυνηγιάρικος κυνικός
|
||
κυπαρίσσινος κυπαρίσσινος κυπαρισσένιος κυπελλοειδής κυπελλούχος κυπελλόσχημος
|
||
κυπραίικος κυπραίος κυπριακός κυπριώτικος κυρίαρχος κυρηναϊκός κυριακάτικος
|
||
κυριαρχικός κυριλέ κυριλλικός κυριολεκτικός κυρτός κυρωτικός κυστεοκολπικός
|
||
κυστικός κυστοειδής κυτοπλασματικός κυτταρικός κυτταρογόνος κυτταροειδής
|
||
κυτταρολυτικός κυτταροπλασματικός κυτταροστατικός κυφωτικός κυφός κυψελοειδής
|
||
κωδωνοειδής κωλοπετσωμένος κωλόφαρδος κωματώδης κωμιακίτικος κωμικοτραγικός
|
||
κωνικός κωνοειδής κωνοφόρος κωπήλατος κωπήρης κωπηλατικός κωφάλαλος κωφός
|
||
κόκκινος κόλουρος κόμοδος κόσμιος κύκλιος κύκνειος κύριος κώος κώτικος λάβρος
|
||
λάγνος λάιτ λάλος λάσκος λέσβιος λίγος λίθινος λίμπερο λίχνος λαίμαργος
|
||
λαβυρινθώδης λαγαρός λαγωχειλικός λαγόκαρδος λαγόνιος λαδής λαδί λαδερός
|
||
λαθρεμπορικός λαθρόβιος λαθρόγαμος λαιλαπώδης λαιμικός λακανικός λακαρισμένος
|
||
λακωνικός λαλίστατος λαλητός λαμαρινένιος λαμιακός λαμιώτικος λαμπαδηφόρος
|
||
λαμπερός λαμπριάτικος λαμπροφόρος λαμπρός λαμπρόφωνος λαξευτός λαογραφικός
|
||
λαοκρατικός λαομίσητος λαοπρόβλητος λαοσωτήριος λαοφίλητος λαοφιλής
|
||
λαπλασιανός λαρισαϊκός λαρυγγικός λαρυγγολογικός λαρυγγόφωνος λασιθιώτικος
|
||
λασπολόγος λασπώδης λαστιχένιος λατεριτικός λατινικός λατινοαμερικανικός
|
||
λατινογραφημένος λατινοπρεπής λατομικός λατρευτικός λατρευτός λαφρύς λαχανί
|
||
λαχταριστός λαϊκίστικος λαϊκιστικός λαϊκός λαϊκότροπος λείος λεβέντικος
|
||
λεβεντόκορμος λεγκάτο λειαντικός λειμώνιος λειπανάβατος λειράτος λειτουργικός
|
||
λειχηνοειδής λειχηνόμορφος λειχούδης λειψανάβατος λειψερός λειψός λεκανοειδής
|
||
λεκτικός λεμβουχικός λεμονάτος λεμονής λεμφαδενικός λεμφατικός λεμφικός
|
||
λεμφοκυτογόνος λεμφοκυτταρικός λεμφοφόρος λενινιστικός λεξαριθμικός
|
||
λεξικολογικός λεξικός λεξιλογικός λεοντόθυμος λεοντόκαρδος λεοντόμορφος
|
||
λεπιδοφόρος λεπιδωτός λεπιδόσχημος λεπρωτικός λεπρός λεπταίσθητος
|
||
λεπτοδουλεμένος λεπτοκαμωμένος λεπτοκυρτωτός λεπτολογικός λεπτολόγος
|
||
λεπτομερής λεπτομερειακός λεπτοτεχνικός λεπτοφυής λεπτούτσικος λεπτόγαιος
|
||
λεπτόκοκκος λεπτόκυρτος λεπτόπαχος λεπτόρρευστος λεπτός λεπτόσωμος λεπτότεχνος
|
||
λεπτόφωνος λεπτύκυρτος λερναίος λερός λεσβιακός λεττονικός λευκαδίτικος
|
||
λευκαντικός λευκαυγής λευκοκυτταρικός λευκοντυμένος λευκοπυρώμενος
|
||
λευκορωσικός λευκοσιδηρούς λευκοφορεμένος λευκοφόρος λευκωματικός
|
||
λευκωματούχος λευκωματώδης λευκός λευκός λευκόφαιος λευκόχρους λευτικός
|
||
λευχείμων λεωνιδιώτικος λεωφορειακός λεόντειος λεύκινος λεύτερος ληθαργικός
|
||
ληξιαρχικός ληξιπρόθεσμος ληξουριώτικος λησμονιάρης ληστευμένος ληστρικός
|
||
λιανικός λιανός λιαστός λιβαδίσιος λιβαδικός λιβανικός λιβανωτός λιβιδινικός
|
||
λιγδερός λιγδιάρης λιγδιάρικος λιγνιτοφόρος λιγνός λιγοήμερος λιγοζώητος
|
||
λιγοσέλιδος λιγοστός λιγουρευτός λιγούρης λιγυρός λιγυρόφωνος λιγωμένος
|
||
λιγόλεπτος λιγόλογος λιγόπιστος λιγότερος λιγόφαγος λιγόχρονος λιγόψυχος
|
||
λιθαγωγός λιθανθρακοφόρος λιθογλυφικός λιθογραφικός λιθογόνος λιθοδομικός
|
||
λιθοκόλλητος λιθομετέωρος λιθομετεωριτικός λιθοσφαιρικός λιθοτομικός λιθοτόμος
|
||
λιθόβλητος λιθόδμητος λιθόκτιστος λιθόστρωτος λιθόχτιστος λικνιστικός λιλά
|
||
λιμάρης λιμάρικος λιμενικός λιμενοβιομηχανικός λιμνίσιος λιμναίος λιμνόβιος
|
||
λιμπιστικός λιμώδης λινομέταξος λινοτυπικός λινόδετος λινός λινόχρους λιξούρης
|
||
λιονταρόψυχος λιοπερίχυτη λιπανάβατος λιπαντικός λιπαρός λιπιδαιμικός
|
||
λιποδιαλυτός λιποειδής λιποθυμικός λιπόβαρος λιπόθυμος λιπόσαρκος λιπόψυχος
|
||
λιτοδίαιτος λιτός λιχουδιάρης λιχουδιάρικος λιχούδης λιχούδικος λιόκαλος
|
||
λιόχαρος λογαριθμικός λογικοφανής λογικός λογισθείς λογιστικός λογιότατος
|
||
λογογραφικός λογοκρατικός λογοκριτικός λογοτεχνικός λογχοειδής λογχοφόρος
|
||
λοιμικός λοιμογόνος λοιμωξιολογικός λοιμό λοιμώδης λοιπός λονδρέζικος
|
||
λοξός λουδοβίκειος λουθηρανικός λουθηρανός λουκούλλειος λουλακάτος λουλακής
|
||
λουλουδένιος λουλουδιστά λουλουδιστός λουλούδινος λουξ λουριδωτός λουσάτος
|
||
λουόμενος λοφώδης λούγκο λούμπεν λούτος λούτρινος λυγερόκορμος λυγερός
|
||
λυγμικός λυγουριώτικος λυδικός λυκόμορφος λυμφατικός λυπηρός λυπητερός
|
||
λυρικός λυσίκομος λυσίπονος λυσιγόνος λυσιτελής λυσσάρης λυσσάρικος λυσσαλέος
|
||
λυσσιάρικος λυσσόδηκτος λυσσώδης λυτρωτικός λυτρώσιμος λυτός λωβιάρης λωλός
|
||
λωτοφάγος λόγιος λύγινος λύγκειος λύδιος μάγκικος μάλλινος μάξι μάταιος
|
||
μέγας μέγιστος μέλαινα μέλας μέλινος μέλλων μέσα μέσος μέτριος μήλειος μήλινος
|
||
μίνι μίσανδρος μίσθαρνος μίσθιος μαβής μαγγανευτικός μαγγανιούχος μαγειρευτός
|
||
μαγευτικός μαγιάτικος μαγικός μαγκούφης μαγματικός μαγματογενής μαγνησιούχος
|
||
μαγνητογυρικός μαγνητοηλεκτρικός μαγνητοθερμικός μαγνητοστατικός μαδαροκέφαλος
|
||
μαζικός μαζοχιστικός μαζωχτός μαθηματικός μαθησιακός μαθητευόμενος μαθητικός
|
||
μαιάνδριος μαιανδρικός μαιευτικός μαιονίδης μακάβριος μακάριος μακαρίτης
|
||
μακαριστός μακεδονίτικος μακεδονικός μακιαβελικός μακραίων μακραίωνος μακρινός
|
||
μακροβίοτος μακροκάνης μακροκατάληκτος μακροκοσμικός μακρολαίμης μακρολόγος
|
||
μακρομάλλης μακρομαλλούσα μακρομοριακός μακροοικονομικός μακροπρόθεσμος
|
||
μακροπόδαρος μακροσκελής μακροσκοπικός μακρουλός μακροχέρης μακροχρόνιος
|
||
μακρυμάνικος μακρόβιος μακρόθυμος μακρόινος μακρόπνοος μακρόπνους μακρόπους
|
||
μακρόστενος μακρόσυρτος μακρόφωνος μακρόχειρ μακρόχρονος μακρύκαννος
|
||
μακρύς μακρύτερος μακό μαλακισμένος μαλακοτρίφτης μαλακούτσικος μαλακτικός
|
||
μαλαματένιος μαλαχτικός μαλαϊκός μαλγασικός μαλθακός μαλλιαρός μαλλοβάμβακος
|
||
μαλλομέταξος μαλλωτός μαλτέζικος μαμμόθρεπτος μαμμόθρεφτος μαμούχαλος μανάτος
|
||
μανδαλωτός μανιάτικος μανιακός μανικός μανιοκαταθλιπτικός μανιχαϊκός μανιώδης
|
||
μαντευτικός μαντζουριανός μαντηλοφόρος μαντικός μανός μαξιμαλιστικός
|
||
μαοϊκός μαραγκούδικο μαραζιάρης μαραζιάρικος μαραθώνιος μαρασμώδης
|
||
μαργαριτοφόρος μαργαρώδης μαργιόλης μαργιόλικος μαρινάτος μαρκέ μαρμάρινος
|
||
μαρμαροειδής μαρμαρυγιακός μαρμαρόστρωτος μαρξιστικός μαροκινός μαρουσιώτικος
|
||
μαρτιάτικος μαρτυριάρης μαρτυριάρικος μαρτυρικός μασητήριος μασκέ μασκοφόρος
|
||
μαστιγοφόρος μαστιγωτικός μαστικός μαστιχοφόρος μαστοειδής μαστορικός
|
||
μαστούρης μαστροδούλεφτος μασχαλιαίος ματ ματαβιβάσιμος ματαιόδοξος
|
||
ματαιόφρονας ματαιόφρων ματαριστικός ματεριαλιστικός ματζόβολος ματζόρε ματσό
|
||
μαυριτανικός μαυρογάλανος μαυρογένης μαυροκίτρινος μαυρομάλλης μαυρομάνικος
|
||
μαυροντυμένος μαυροφορεμένος μαυροφόρος μαφιόζικος μαχητικός μαχητός
|
||
μαϊμουδίσιος μαϊμουδίστικος μαύρος μείζων μείζων μείων μεγάθυμος μεγάλος
|
||
μεγάτιμος μεγακέφαλος μεγαλειώδης μεγαλεπήβολος μεγαλιθικός μεγαλοαστικός
|
||
μεγαλογράμματος μεγαλοδύναμος μεγαλοκαμωμένος μεγαλομάτης μεγαλομανής
|
||
μεγαλοπαρασκευιάτικος μεγαλοπράγμων μεγαλοπρεπής μεγαλορρήμων μεγαλοσχήμων
|
||
μεγαλοφάνταστος μεγαλοφυής μεγαλοϊδεάτικος μεγαλοϊδεατικός μεγαλούτσικος
|
||
μεγαλόθυμος μεγαλόκαρδος μεγαλόπνευστος μεγαλόπρεπος μεγαλόστομος μεγαλόσχημος
|
||
μεγαλόφθαλμος μεγαλόφρων μεγαλόφωνος μεγαλόψυχος μεγαλύτερος μεγαλώνυμος
|
||
μεγαρίτικος μεγεθικός μεγεθυντικός μεζεκλήδικος μεζεκλίδικος μεθανίτικος
|
||
μεθεπόμενος μεθευρετικός μεθεόρτιος μεθοδευτικός μεθοδικός μεθοδολογικός
|
||
μεθυλικός μεθυστικός μεθόριος μεικτός μειλίχιος μειοδοτικός μειονεκτικός
|
||
μειχτός μειωτέος μειωτικός μειόκαινος μελάγχρους μελάτος μελένιος μελής
|
||
μελίφθογγος μελίχρυσος μελαγχολικός μελαγχρωστικός μελαμψός μελανίτικος
|
||
μελανηφόρος μελανωπός μελανόδερμος μελανόμορφος μελανός μελανόφθαλμος
|
||
μελαψός μελετηρός μελετητικός μελικός μελισσοκομικός μελισσοτροφικός
|
||
μελιστάλακτος μελιστάλαχτος μελιταίος μελιτζανής μελιτοφόρος μελιτόχρους
|
||
μελιχρός μελλοθάνατος μελλοντικός μελλούμενος μελοδραματικός μελωδικός μελό
|
||
μεμπτός μεμψίμοιρος μενεξεδένιος μενεξεδής μενεξελής μενετός μενσεβικικός
|
||
μεξικανικός μερακλίδικος μεραρχιακός μεριδιούχος μερικός μερισματούχος
|
||
μεροληπτικός μερσεριζέ μερωνυμικός μεσάτος μεσήλικος μεσήλιξ μεσίστιος μεσαίος
|
||
μεσανατολικός μεσεγγυητικός μεσευρωπαϊκός μεσημβρινός μεσημεριάτικος
|
||
μεσιακός μεσιανός μεσιτικός μεσοαστικός μεσοβέζικος μεσοβδομαδιάτικος
|
||
μεσογειακός μεσοδακτύλιος μεσοζωικός μεσοκοιλιακός μεσοκολπικός μεσοκυρτωτός
|
||
μεσολαβητικός μεσολογγίτικος μεσομακροπρόθεσμος μεσομακροχρόνιος μεσομοριακός
|
||
μεσοπλεύριος μεσοπολεμικός μεσοποτάμιος μεσοπρόθεσμος μεσοσπονδύλιος
|
||
μεσοτονικός μεσοφυλικός μεσοφωνηεντικός μεσοχρόνιος μεσσηνιακός μεσσιανικός
|
||
μεσόβιος μεσόγαιος μεσόγειος μεσόκοπος μεσόκυρτος μετάλλινος μετάξινος
|
||
μετάρσιος μετέπειτα μετέωρος μεταβατικός μεταβιβάζων μεταβιβάσιμος
|
||
μεταβιομηχανικός μεταβλητός μεταβολικός μεταβυζαντινός μεταγγίσιμος
|
||
μεταγραφειοκρατικός μεταγραφικός μεταγωγικός μεταδημοκρατικός μεταδοτικός
|
||
μεταεισαγωγικός μεταθέσιμος μεταθανάτιος μεταθεραπευτικός μεταθετικιστικός
|
||
μεταθετός μεταιχμιακός μετακαπιταλιστικός μετακεντρικός μετακινήσιμος
|
||
μετακλασικός μετακλητός μετακοινοβουλευτικός μετακρατικός μεταλαμπαδεύσιμος
|
||
μεταλλευτικός μεταλλικός μεταλλογενετικός μεταλλογραφικός μεταλλοειδής
|
||
μεταλλουργικός μεταλλοφόρος μεταλυκειακός μεταμαγικός μεταμεσημβρινός
|
||
μεταμνημονιακός μεταμοντέρνος μεταμοντερνιστικός μεταμορφικός μεταμορφωσιγενής
|
||
μεταμορφώσιμος μεταμφιεσμένος μεταναισθητικός μεταναστευτικός μετανιτσεϊκός
|
||
μεταξάς μεταξένιος μεταξοΰφαντος μεταξοειδής μεταξοκλωστικός μεταξοπαραγωγός
|
||
μεταπασχαλινός μεταπλαστικός μεταπλαστό μεταπλαστός μεταποιήσιμος
|
||
μεταπολεμικός μεταπολιτευτικός μεταπρατικός μεταπτωτικός μεταρηματικός
|
||
μεταρρυθμιστικός μεταρσιωτικός μετασεισμικός μετασκευαστικός μετασταθής
|
||
μετασυναπτικός μετασχηματιστικός μετασχολικός μετατρέψιμος μετατραυματικός
|
||
μεταφερτός μεταφορικός μεταφράσιμος μεταφραστέος μεταφραστικός μεταφυσικός
|
||
μεταχειρισμένος μεταχρονολογημένος μεταψυχικός μεταψυχροπολεμικός μετεκλογικός
|
||
μετεξεταστέος μετεπιθετικός μετευρετικός μετεωρίτικος μετεωρικός μετεωριτικός
|
||
μετεωρολογικός μετεωροσκοπικός μετουσιαστικός μετοχικός μετρήσιμος μετρητικός
|
||
μετριαστικός μετρικός μετριοπαθής μετριόφρονας μετριόφρων μετρολογικός
|
||
μετωνυμικός μετωπιαίος μετωπικός μετωποκροταφικός μεφιστοφελικός μεφιτικός
|
||
μηδαμινός μηδενικός μηδενιστικός μηδικός μηλίτης μηλικογαλακτικός μηλικός
|
||
μηλοφόρος μημειακός μηνιαίος μηνιγγικός μηνιγγιτικός μηνοειδής μηνυτήριος
|
||
μηρυκαστικός μητριαρχικός μητρικός μητρολογικός μητροπολιτικός μητρωνυμικός
|
||
μηχανικός μηχανιστικός μηχανογραφικός μηχανοκίνητος μηχανολογικός
|
||
μηχανουργικός μηχανοφόρος μηχανόβιος μιαρός μιασματικός μιγαδικός μιθριδατικός
|
||
μικρασιατικός μικροαερόφιλος μικροαστικός μικροβιακός μικροβιοκτόνος
|
||
μικροβιομηχανικός μικροβιοφόρος μικρογράμματος μικρογραφικός μικροδάκτυλος
|
||
μικροκάμωτος μικροκέφαλος μικροκαμωμένος μικροκατεργάρης μικροκομματικός
|
||
μικρολόγος μικρομέγαλος μικρομεσαίος μικρομετρικός μικρομούρης
|
||
μικροπαραγοντικός μικροπαραταξιακός μικροπολιτικός μικροπρεπής μικροπρόσωπος
|
||
μικροσκοπικός μικροτεχνικός μικροφιλόδοξος μικροφιλότιμος μικροφυής μικροχαρής
|
||
μικρούλης μικρούλικος μικρούτσικος μικρόβιος μικρόγλωσσος μικρόθυμος
|
||
μικρόμυαλος μικρόνους μικρός μικρόστομος μικρόσχημος μικρόσωμος μικρότερος
|
||
μικρόφωνος μικρόχαρος μικρόψυχος μικτοβαρής μικτός μιλανέζικος μιλιμετρέ
|
||
μιλιότονος μιμηματικός μιμητικός μιμικός μινιμαλιστικός μινιόν μινωικός μινόρε
|
||
μισάνοιχτος μισάρικος μισαλλόδοξος μισελληνικός μισερός μισητός μισθοδίαιτος
|
||
μισθολογικός μισθοσυντήρητος μισθοφορικός μισθωτικός μισθωτός μισθόβιος
|
||
μισικός μισοάδειος μισογεμάτος μισοδουλεμένος μισοκαμένος μισοξαπλωμένος
|
||
μισοπεθαμένος μισοψημένος μισόγυμνος μισόκλειστος μισόξενος μισός μισότρελος
|
||
μιτροειδής μιχτός μνημειώδης μνημονιακός μνημονικός μνημοσυναισθηματικό
|
||
μνησίκακος μοβ μοβόρικος μοβόρος μογγολικός μοδάτος μοιραίος μοιραστικός
|
||
μοιρολατρικός μοιρόγραφτος μοιχικός μολασικός μολασσικός μολδαβικός
|
||
μολυβένιος μολυβής μολυβδαινιούχος μολυβδούχος μολυβδόχρους μολυντικός
|
||
μολύβδινος μονάζων μονάκριβος μονάλμπουρος μονάρμπουρος μονάχος μονέλικος
|
||
μονήρης μοναδιαίος μοναδικός μοναρχικός μοναστηρίσιος μοναστηριακός μοναστικός
|
||
μοναχικός μοναχός μονεμβασιώτικος μονεταριστικός μονιάτικος μονιστικός
|
||
μονοαπευθυντικός μονοατομικός μονοβλαστικός μονογαμικός μονογενής
|
||
μονοεδρικός μονοερωτικός μονοετής μονοζυγωτικός μονοζυγώτης μονοθάλαμος
|
||
μονοθεϊστικός μονοκάταρτος μονοκέρατος μονοκατάληκτος μονοκινητήριος
|
||
μονοκομματικός μονοκοτυλήδονος μονοκρυσταλλικός μονοκυτταρικός μονοκόκαλος
|
||
μονοκότυλος μονοκύλινδρος μονοκύτταρος μονολεκτικός μονολεχτικός μονολιθικός
|
||
μονολογικός μονομανής μονομελής μονομερής μονομερίτικος μονομεριάτικος
|
||
μονομετοχικός μονοπέταλος μονοπίθανος μονοπαραγωγικός μονοπαραταξιακός
|
||
μονοπλοειδής μονοποικιλιακός μονοπρόσωπος μονοπυρηνικός μονοπωλιακός
|
||
μονοπύρηνος μονοσάνδαλος μονοσάνταλος μονοσέπαλος μονοσήμαντος μονοσεξουαλικός
|
||
μονοστιβαδικός μονοσυλλαβικός μονοσύλλαβος μονοτάξιος μονοτονικός μονοτοπικός
|
||
μονοτόκος μονοφασικός μονοφυής μονοφυσιτικός μονοφωνικός μονοχρωματικός
|
||
μονοψωνιακός μονοϋβριδικός μονοϋδρικός μοντέρνος μοντερνιστικός μοντεσσοριανός
|
||
μονόγαμος μονόγλωσσος μονόκαννος μονόκιλος μονόκλιτος μονόκλωνος μονόκωπος
|
||
μονόπατος μονόπλευρος μονόπολος μονόπους μονόπρακτος μονόπτερος μονόριχτος
|
||
μονόσημος μονόσπερμος μονόστηλος μονόστιχος μονότομος μονότονος μονότοξος
|
||
μονόφθαλμος μονόφθογγος μονόφρων μονόφυλλος μονόφωνος μονόχηλος μονόχνοτος
|
||
μονόχορδος μονόχρωμος μονόχωρος μονώνυχος μονώροφος μοραϊτικος μοργανατικός
|
||
μορσικός μορτιτικός μορφικός μορφινομανής μορφογενετικός μορφολογικός
|
||
μορφοσυντακτικός μορφωματικός μορφωτικός μοσκαναθρεμμένος μοσκαρίσιος
|
||
μοσχαρήσιος μοσχαρίσιος μοσχοβίτικος μοσχοβόλος μοσχομυριστός μουγγός μουγκός
|
||
μουλαρίσιος μουλλωχτός μουλωχτός μουντζούρης μουντιαλικός μουντρούχος μουντός
|
||
μουρμουριστός μουρμούρης μουρντάρης μουρντάρικος μουρόχαυλος μουσάτος
|
||
μουσαντένιος μουσειακός μουσειολογικός μουσικοθεατρικός μουσικοκριτικός
|
||
μουσικός μουσκφός μουσοτραφής μουσουλμανικός μουστέριος μουσόληπτος μουσόφιλος
|
||
μουχρός μοχθηρός μοχλικός μούλικος μούλος μούτικος μούτος μπάνικος μπάσος
|
||
μπάσταρδος μπέικος μπέλος μπαγάσικος μπαγαμπόντικος μπαγαπόντης μπαγαπόντικος
|
||
μπαγιονέτ μπακάλικος μπακαλίστικος μπακιρένιος μπακλαβαδωτός μπαλαρινέ
|
||
μπαμπακένιος μπαμπακερός μπανάλ μπας κλας μπασκετικός μπασμένος μπαστάρδικος
|
||
μπατάλικος μπατακτσής μπαταξής μπαταχτσής μπεζ μπεηλίδικος μπεκιάρικος
|
||
μπεμπέ μπεμπεδίστικος μπερεκετιλήδικος μπερεκετλήδικος μπερεκετλίδικος
|
||
μπερκετλίδικος μπερμπάντικος μπερξονικός μπεϋζιανή μπεϋζιανός μπηχτός
|
||
μπινιάρης μπιρμπιλομάτης μπιστικός μπλάβος μπλαζέ μπλαμπλάς μπλε μπλεμαρέν
|
||
μποέμικος μπολσεβίκικος μπολσεβικικός μπορετός μπορντελιάρης μπουγιόζικος
|
||
μπουμπουνοκέφαλος μπουφόνικος μπούζι μπραιζέ μπρεζέ μπριόζος μπροσέ μπροστινός
|
||
μπρούμυτος μπρούντζινος μπρούσικος μπρούσκος μπρούτζινος μπόλικος μπόσικος
|
||
μυαλγικός μυαλωμένος μυασθενικός μυατροφικός μυγδαλάτος μυγιάγγιχτος μυελικός
|
||
μυελοειδής μυελώδης μυζητικός μυθικός μυθιστορηματικός μυθιστορικός
|
||
μυθογραφικός μυθολογικός μυθομανής μυθοπλαστικός μυθοποιητικός μυθώδης
|
||
μυκηναϊκός μυκητοειδής μυκητοκτόνος μυκητολογικός μυκητώδης μυκονιάτικος
|
||
μυλένιος μυλλωμένος μυξαδενικός μυξιάρης μυξώδης μυοδερματικός μυοκτόνος
|
||
μυοσυντονιστικός μυριάκριβος μυριαρίφνητος μυριοστός μυριστικός μυριόνεκρος
|
||
μυριόστομος μυριόφωνος μυρμηγκικός μυρμηκικός μυροβόλος μυροφόρος μυρτοειδής
|
||
μυρωδάτος μυρωδικός μυσαρός μυστήριος μυσταγωγικός μυστακοφόρος μυστηριακός
|
||
μυστικιστικός μυστικοπαθής μυστικός μυτερός μυωπικός μυϊκός μυώδης
|
||
μωβ μωροπίστευτος μωροφιλόδοξος μωρόπιστος μωρός μωρόσοφος μωσαϊκός μόνιμος
|
||
μόνος μόρσιμος μόρτικος μόσχειος μύξης μύριοι μύρτινος μύχιος μώνυχος νέγρικος
|
||
νέτος νήδυμος νήνεμος ναβάχο ναζιάρης ναζιάρικος ναζιστικός ναζωραίος
|
||
νανομελής νανοτεχνολογικός νανουριστικός νανουριστός νανοφυής νανοφυία
|
||
νανώδης ναξιακός ναξιώτικος ναπολεόντειος ναπολιτάνικος ναρκαλιευτικός
|
||
ναρκομανής ναρκωτικός ναρκωτισμός ναστός νατουραλιζέ νατουραλιστικός νατοϊκός
|
||
ναυαγοσωστικός ναυαγό ναυαγός ναυαρχικός ναυκληρικός ναυλομεσιτικός
|
||
ναυπηγήσιμος ναυπηγικός ναυπηγοεπισκευαστικός ναυπλιώτικος ναυταθλητικός
|
||
ναυτικός ναυτιλιακός ναυτιλλόμενος ναυτιών ναυτολογήσιμος ναυτολογικός
|
||
νεαντερτάλειος νεαρός νεαττικός νεγκλιζέ νεγροειδής νεκρικός νεκρογέννητος
|
||
νεκροδόχος νεκροφάγος νεκροφαγικός νεκροφανής νεκροφοβικός νεκρωτικός νεκρός
|
||
νεκρόφιλος νεκρόψυχος νεκρώσιμος νεοέλθων νεοανθρωπιστικός νεοαποικιοκρατικός
|
||
νεοαφιχθείς νεογέννητος νεογενής νεογιλός νεογνικός νεογνολογικός νεογοτθικός
|
||
νεοδίδακτος νεοδιόριστος νεοεβραϊκός νεοελληνικός νεοεμπρεσιονιστικός
|
||
νεοκαπιταλιστικός νεοκλασικός νεολαιίστικος νεολαμπής νεολατινικός νεολιθικός
|
||
νεομνημονιακός νεοναζιστικός νεονικοτινοειδής νεοπαγής νεοπαγανιστικός
|
||
νεοπλασματικός νεοπλατωνικός νεορεαλιστικός νεορομαντικός νεοσκαφής
|
||
νεοτουρκικός νεοτόκος νεοφανής νεοφασιστικός νεοφερμένος νεοφιλελεύθερος
|
||
νεοφροϋδικός νεοφυής νεοφυτικός νεοφύτευτος νεοφώτιστος νεοϊμπρεσιονιστικός
|
||
νεραϊδογέννητος νεραϊδογεννημένος νεραϊδοπαρμένος νεριτικός νεροκαμένος
|
||
νερόβραστος νερόχαρος νερώνειος νετρονικός νευραλγικός νευραξονικός
|
||
νευρασθενικός νευρειληματικός νευριαστικός νευρικός νευροαναπτυξιακός
|
||
νευροεκφυλιστικός νευροενδοκρινολογικός νευροληπτικός νευρολογικός νευρομυικός
|
||
νευροπαθής νευροπαθητικός νευροπαθολογικός νευροφυτικός νευροψυχιατρικός
|
||
νευροψυχολογικός νευρωνικός νευρωσικός νευρωτικός νευρώδης νευτόνιος
|
||
νεφάριος νεφελοβάμων νεφελοειδής νεφελοσκέπαστος νεφελοσκεπής νεφελώδης
|
||
νεφοσκεπής νεφοσκοπικός νεφοϋπολογιστικός νεφράτος νεφραγγειακός νεφραλγικός
|
||
νεφριδικός νεφρικός νεφριτικός νεφροειδής νεφρολιθικός νεφρολογικός νεφροπαθής
|
||
νεωτερικός νεωτεριστικός νεόβγαλτος νεόδμητος νεόκοπος νεόκτιστος νεόνυμφος
|
||
νεόπτωχος νεότατος νεότερος νεότευκτος νεότοκος νεόφερτος νεόφυτος νεόχτιστος
|
||
νεώτερος νηκτικός νηλεής νημάτινος νηματοειδής νηματοποιητικός νηματώδης
|
||
νηπενθής νηπιακός νηπιώδης νηπτικός νησιωτικός νησιώτικος νησοπυριτικός
|
||
νηστικός νηφάλιος νηόμορφος νιγηριανός νικέλινος νικήσιμος νικελιούχος
|
||
νικηφόρος νικοτινικός νικοτινοειδής νιοβιούχος νιογέννητος νιος νιοστός
|
||
νισυριώτικος νιτρικός νιτροκυτταρινικός νιτρώδης νιτσεϊκός νιχιλιστικός
|
||
νιόπαντρος νιόφερτος νιώτικος νοήμονας νοήμων νοεμβριάτικος νοεμβριανός νοερός
|
||
νοησιαρχικός νοητικός νοητός νοθογενής νοικοκυρίστικος νοκ-άουτ νομαδικός
|
||
νομικίστικος νομικοπολιτικός νομικοταξικός νομικοτεχνικός νομικός
|
||
νομιμοφανής νομιμόφρων νομιναλιστικός νομισματικός νομισματοκοπικός
|
||
νομοθετικός νομοκατεστημένος νομοκρατούμενος νομολογικός νομοπαρασκευαστικός
|
||
νομοτελειακός νομοτελεστικός νομοτεχνικός νομότυπος νοολογικός νορβηγικός
|
||
νορμανδικός νοσηλευτικός νοσηρός νοσογόνος νοσοκομειακός νοσοκομειοκεντρικός
|
||
νοσομανής νοσοφόρος νοσταλγικός νοστιμούλης νοστιμούλικος νοστιμούτσικος
|
||
νοτερός νοτιανατολικός νοτινός νοτιοαμερικανικός νοτιοανατολικός
|
||
νοτιοατλαντικός νοτιοαφρικανικός νοτιοβιετναμικός νοτιοδυτικός νοτιοειρηνικός
|
||
νοτιοκορεατικός νουνεχής ντέρτικος ντίβα νταμαρήσιος νταμαρίσιος νταμωτός
|
||
νταντελωτός ντεκαποτάμπλ ντεκαφεϊνέ ντεκλαρέ ντεκλασέ ντεκουπαριστός
|
||
ντεμοντέ ντενεκεδένιος ντεπασέ ντετερμινιστικός ντεψίζης ντεϊστικός ντηνιακός
|
||
ντιστεγκές ντοπέ ντουμ-ντουμ ντουμπλ φας ντούζικος ντούρος ντρέτος ντρίτος
|
||
ντρεξουδιάρης ντροπαλός ντροπιάρης ντροπιαστικός ντόμπρος ντόπιος νυκτερινός
|
||
νυκτός νυμφαίος νυμφικός νυμφομανής νυν νυσταλέος νυφιάτικος νυφικός νυχάτος
|
||
νυχτιάτικος νυχτόβιος νωδός νωθρός νωπός νωτιαίος νωχελής νωχελικός νόβιαλ
|
||
νόμιμος νόστιμος νότιος νύκτιος νύχτιος ξάγρυπνος ξάστερος ξέγνοιαστος
|
||
ξέθαρρος ξέθωρος ξέμακρος ξέμπαρκος ξέμπλεκος ξένιος ξένοιαστος ξένος ξέντυτος
|
||
ξέπλεγος ξέπλεκος ξέπλεχτος ξέπνοος ξέσκεπος ξέστηθος ξέστρωτος ξέφραγος
|
||
ξέφυλλος ξέφωτος ξέχειλος ξέχωρος ξίκικος ξαγκαθιά ξακουσμένος ξακουστός
|
||
ξανθοκόκκινος ξανθομάλλα ξανθομάλλης ξανθομάλλικο ξανθομούστακος ξανθοτρίχης
|
||
ξανθωπός ξανθόμαλλος ξανθός ξανθότριχος ξαντικός ξαντός ξαπλωμένος ξαπλωτός
|
||
ξασπρουλιάρης ξαφνικός ξεβούλωτος ξεβράκωτος ξεγάνωτος ξεγυριστός ξεγύμνωτος
|
||
ξεδιάντροπος ξεδοντιάρης ξεθεωτικός ξεθηλύκωτος ξεκάθαρος ξεκάλτσωτος
|
||
ξεκαπάκωτος ξεκαπέλωτος ξεκαπίστρωτος ξεκαρδιστικός ξεκαύλωτος ξεκλείδωτος
|
||
ξεκουτιάρης ξεκούδουνος ξεκούμπωτος ξεκούραστος ξεκούρδιστος ξεκούρντιστος
|
||
ξεκρέμαστος ξεκωλιάρης ξεκόλλητος ξεμέθυστος ξεμαλλιάρης ξεμαλλιασμένος
|
||
ξεματιασμένος ξεμπράτσωτος ξενέρωτος ξενηστικωμένος ξενικός ξενοίκιαστος
|
||
ξενοκίνητος ξενοκρατικός ξενομανής ξενοπρεπής ξενοφανής ξενοφοβικός
|
||
ξενόγλωσσος ξενόδουλος ξενότροπος ξενόφερτος ξενόφιλος ξενόφοβος ξενόφωνος
|
||
ξερικός ξεροκέφαλος ξεροψημένος ξερός ξεσέλωτος ξεσαβούρωτος ξεσαμάρωτος
|
||
ξεσκέπαστος ξεσκούφωτος ξεστός ξετσίπωτος ξεφούσκωτος ξεχαρβάλωτος
|
||
ξεχασιάρης ξεχτένιστος ξεχωριστός ξεψάρωτος ξημαρισμένος ξηραντικός
|
||
ξηρός ξηρόφιλος ξιδάτος ξινισμένος ξινούτσικος ξινόγλυκος ξινός ξιπασιάρης
|
||
ξιφήρης ξιφοειδής ξιφοφόρος ξομπλιαστός ξορκισμένος ξούτσκος ξυλάρμενος
|
||
ξυλεμπορικός ξυλογλυπτικός ξυλογραφικός ξυλοειδής ξυλοπόδαρος ξυλοσκέπαστος
|
||
ξυλοφάγος ξυλοχρωστικός ξυλόγλυπτος ξυλόσοφος ξυλόστρωτος ξυλόφρακτος ξυλώδης
|
||
ξυπνός ξυπόλητος ξυπόλυτος ξυριστικός ξυστικός ξυστός ξωτικός ξύλινος ξύπνιος
|
||
ξώφτερνος οβάλ οβελιαίος ογαμικός ογδοηκονθήμερος ογδοηκονταετής ογδοντάχρονος
|
||
ογκομετρικός ογκωδέστερος ογκώδης ογλήγορος ογρός οδηγητικός οδηγικός οδικός
|
||
οδομετρικός οδοντιατρικός οδοντικός οδοντογραφικός οδοντοειδής
|
||
οδοντοπρόφερτος οδοντορραγικός οδοντοτεχνικός οδοντοφατνιακός οδοντοφόρος
|
||
οδοντόφωνος οδοποιητικός οδυνηρός οδυσσειακός οδωνυμικός οζαινικός οζαινώδης
|
||
οζοντομετρικός οζώδης οθνείος οθωμανικός οθωνικός οθώνειος οιακοφόρος οιδαλέος
|
||
οιδιπόδειος οικήσιμος οικείος οικειοθελής οικιακός οικιστικός οικογενειακός
|
||
οικοδίαιτος οικοδομήσιμος οικοδομικός οικοδομοτεχνικός οικολογικός
|
||
οικονομικός οικονομολογικός οικονομοτεχνικός οικονόμος οικοσημικός
|
||
οικοτεχνικός οικοτουριστικός οικουμενικός οικουρός οικτίρμων οικτρός οικόσιτος
|
||
οινοβαρής οινοβαφής οινοειδής οινολογικός οινομανής οινομετρικός οινοπαραγωγός
|
||
οινοπνευματοποιήσιμος οινοπνευματούχος οινοπνευματώδη οινοπνευματώδης
|
||
οινοχαρής οινόφιλος οινώδης οισοφάγειος οισοφαγικός οιστρήλατος οκαδιάρικος
|
||
οκνός οκτάγωνος οκτάεδρος οκτάμηνος οκτάπλευρος οκτάπους οκτάστηλος οκτάστιχος
|
||
οκτάτευχος οκτάτομος οκτάφωνος οκτάχορδος οκτάχρονος οκτάωρος οκταήμερος
|
||
οκταδικός οκταετής οκτακοσιοστός οκτακόσιοι οκταμελής οκταπλάσιος οκταπλούς
|
||
οκτασέλιδος οκτασύλλαβος οκταψήφιος οκταώροφος οκτωβριάτικος οκτωβριανός
|
||
ολάκερος ολάνοιχτος ολάρφανος ολάσπρος ολέθριος ολίγιστος ολίγος ολιγάνθρωπος
|
||
ολιγαρκής ολιγαρχικός ολιγοέξοδος ολιγοήμερος ολιγοβαρής ολιγογράμματος
|
||
ολιγοδάπανος ολιγοδίαιτος ολιγοδύναμος ολιγοεδρικός ολιγοετής ολιγοκτήμων
|
||
ολιγομελής ολιγομερής ολιγοπράγμων ολιγοσέλιδος ολιγοστός ολιγοσύλλαβος
|
||
ολιγοφάγος ολιγοχρήματος ολιγοχρόνιος ολιγόζωος ολιγόθερμος ολιγόκαρδος
|
||
ολιγόκοσμος ολιγόλεπτος ολιγόλογος ολιγόνους ολιγόπιστος ολιγόσιτος
|
||
ολιγόστιχος ολιγόταστος ολιγότεκνος ολιγόχρονος ολιγόψυχος ολιγόωρος ολικός
|
||
ολιστικός ολλανδέζικος ολλανδικός ολοήμερος ολογάλανος ολογλήγορος ολογραφικός
|
||
ολοζώντανα ολοζώντανος ολοκάθαρος ολοκαίνουργος ολοκαίνουριος ολοκληρωμένος
|
||
ολοκληρώσιμος ολοκλησικός ολοκυκλικός ολοκόκκινος ολομέταξος ολομέτωπος
|
||
ολομερής ολομόναχος ολονύκτιος ολονύχτιος ολοπαγής ολοπαθής ολοπράσινος
|
||
ολοπόρφυρος ολοσκέπαστος ολοσκότεινος ολοστρόγγυλος ολοστόλιστος ολοσυστημικός
|
||
ολοφάνερος ολοφανής ολοφυρόμενος ολυμπιακός ολυνθιακός ολόασπρος ολόγεμος
|
||
ολόγιομος ολόγλυκος ολόγλυφος ολόγραφος ολόγυμνος ολόγυρος ολόδροσος ολόημερος
|
||
ολόθυμα ολόθυμος ολόιδιος ολόισος ολόκαρδος ολόκλειστος ολόκληρος ολόκορμος
|
||
ολόλευκος ολόμαλλος ολόμαυρος ολόμοιος ολόξανθος ολόξενος ολόπλευρος ολόπρωτος
|
||
ολόσκεπος ολόστεγνος ολόστρωτος ολόσωμος ολόφρεσκος ολόφωτος ολόχαρος
|
||
ολόχρωμος ολόψυχος ολύμπιος ομήλικος ομήλιξ ομήρειος ομαδικός ομαλός ομηρικός
|
||
ομιχλιασμένος ομιχλώδης ομοαξονικός ομογάλακτος ομογάλαχτος ομογάστριος
|
||
ομογενειακός ομογενοποιημένος ομογονεϊκός ομογραφικός ομοεθνής ομοειδής
|
||
ομοετής ομοζυγωτικός ομοζυγώτης ομοιογενής ομοιοεπαγγελματικός ομοιοκάταρκτος
|
||
ομοιοκατάληχτος ομοιομερής ομοιοπαθής ομοιοπαθητικός ομοιοπολικός
|
||
ομοιοτροπικός ομοιούσιος ομοιωματικός ομοιόβαθμος ομοιόγραφος ομοιόθερμος
|
||
ομοιόπτωτος ομοιόσχημος ομοιότροπος ομοιότυπος ομοιόφωνος ομοιόχρονος
|
||
ομοκεντρικός ομολογητικός ομολογιακός ομολογιούχος ομομήτριος ομοούσιος
|
||
ομοπλαστικός ομορφοφτιαγμένος ομορφότατος ομορφότερος ομοσκεδαστικός
|
||
ομοταγής ομοτράπεζος ομοτυπικός ομοφοβικός ομοφυλοφιλικός ομοφυλόφιλος
|
||
ομπρελοειδής ομφάλιος ομφαλικός ομφαλοειδής ομφαλοκυστικός ομφαλοπλακουντιακός
|
||
ομφαλώδης ομόγλωσσος ομόγονος ομόγραφος ομόδικος ομόδοξος ομόζυγος ομόηχος
|
||
ομόθυμος ομόκεντρος ομόλογος ομόρριζος ομόρρυθμος ομόσημος ομόσιτος ομόσπονδος
|
||
ομότιμος ομότιτλος ομότοιχος ομότονος ομότροπος ομότροφος ομότυπος ομόφρων
|
||
ομόφωνος ομόχρονος ομόχρωμος ομόψηφος ομόψυχος ομώνυμος ονδουρικός
|
||
ονειρευτός ονειρικός ονειρογέννητος ονειροκριτικός ονειροπαρμένος
|
||
ονειροπολικός ονειροπόλος ονειρωκτικός ονειρόπλαστος ονειρώδης ονικός ονλάιν
|
||
ονομαστικός ονομαστός ονοματικός ονοματοκρατικός ονοματολογικός ονοματοποίητος
|
||
οντολογικός οντουλέ ονυχαίος ονυχοειδής ονυχοφόρος οξένιος οξαλικός οξεάντοχος
|
||
οξειδωτικός οξειδώσιμος οξιδωτικός οξιδώσιμος οξικός οξιτανικός οξονικός
|
||
οξυγονικός οξυγονούχος οξυγώνιος οξυδερκής οξυκέφαλος οξυκόρυφος οξυμετρικός
|
||
οξύγναθος οξύθυμος οξύινος οξύληκτος οξύμαχος οξύμωρος οξύνους οξύρρυγχος οξύς
|
||
οξύφυλλος οξύφωνος οξύχηος οπάκ οπίσθιος οπαίος οπαλιοειδής οπαλιόχρους
|
||
οπιομανής οπιοφάγος οπιούχος οπισθοβατικός οπισθογεμής οπισθοδρομικός
|
||
οπισθοφύλακας οπισθοχωρητικός οπισθόβουλος οπισθόγραφος οπιώδης οπλομαχητικός
|
||
οπορτουνιστής οπορτουνιστικός οπτικοακουστικός οπτικός οπτιμιστικός οπτός
|
||
οπωροφόρος οπώδης ορατικός ορατός οργίλος οργανικός οργανογενής
|
||
οργανογραφικός οργανογόνος οργανοειδής οργανοληπτικός οργανολογικός
|
||
οργανοχημικός οργανωτικοδιοικητικός οργανωτικός οργανώσιμος οργασμικός
|
||
οργιστικός οργιώδης οργώσιμος ορειβατικός ορεινός ορειχάλκινος ορειχαλκόχρους
|
||
ορεξάτος ορεογραφικός ορεομετρικός ορεσίβιος ορεχτικός ορθάνοιχτος
|
||
ορθογραφικός ορθογώνιος ορθοδοντικός ορθοεπής ορθολογικός ορθολογιστικός
|
||
ορθοπαιδικός ορθοπεδικός ορθοπρωκτικός ορθοπτικός ορθοπυριτικός ορθοσκοπικός
|
||
ορθρινός ορθόβουλος ορθόδοξος ορθόδρομος ορθός ορθόστοιχος ορθότοπος οριακός
|
||
ορισμένος ορισματικός οριστέος οριστικός ορκοδοτικός ορκωτός ορμέμφυτο
|
||
ορμητικός ορμογόνος ορμονικός ορμονολογικός ορνιθοειδής ορνιθοκομικός
|
||
ορνιθόμορφος ορνιθόμυαλος ορνιθόρρυγχος οροαιματώδης ορογενετικός ορογραφικός
|
||
ορολογικός ορομετρικός οροφιαίος ορτός ορυκτογεωλογικός ορυκτογραφικός
|
||
ορυκτοτεχνικός ορυκτός ορφανικός ορφανός ορφικός ορφνός ορχηστικός ορχηστρικός
|
||
ορχιτικός ορώδης οσκαρικός οσμήρης οσμανικός οσμηγόνος οσμηρός οσμικός
|
||
οσμογόνος οσμομετρικός οσπριοειδής οσπριοφάγος οστέινος οστεοαρθρικός
|
||
οστεογόνος οστεοειδής οστεολογικός οστεολυτικός οστεομετρικός οστεομυελικός
|
||
οστεοφόρος οστεωδυνικός οστεωτικός οστεόμορφος οστεώδης οστικός οστρακοειδής
|
||
οστρακόδερμος οστρακώδης οστρογοτθικός οσφραντικός οσφρητικός οσφυαλγικός
|
||
οσφυϊκός οτρηρός ουαλικός ουαλονικός ουγγαρέζικος ουγγρικός ουδέτερος
|
||
ουδετερόφιλος ουκρανικός ουλόθριξ ουλώδης ουμανιστικός ουνιταριανός ουνιτικός
|
||
ουραίος ουραλοαλταϊκός ουρανής ουρανικός ουρανισκόφωνος ουρανοβάμων
|
||
ουρανογραφικός ουρανοκατέβατος ουρανομήκης ουρανόπεμπτος ουρανόσταλτος
|
||
ουρηθρικός ουρηθροεντερικός ουρηθροκολπικός ουρηθροσκοπικός ουρητηροκολπικός
|
||
ουρητικός ουρικός ουρογεννητικός ουροδόχος ουρολάγνος ουρολογικός
|
||
ουροποιογεννητικός ουροσκοπικός ουρουγουανικός ουροφόρος ουσιαστικός ουσιώδης
|
||
ουτοπικός ουτοπιστικός οφειλετικός οφθαλμιατρικός οφθαλμικός οφθαλμολογικός
|
||
οφθαλμοφανής οφθαλμοφανώς οφιοειδής οφιολιθικός οφιόδηκτος οφλάιν οφτός
|
||
οχηματαγωγός οχλαγωγικός οχληρός οχλοκρατικός οχτάγωνος οχτάεδρος οχτάμηνος
|
||
οχτάστηλος οχτάστιχος οχτάστυλος οχτάτομος οχτάχρονος οχτάωρος οχταήμερος
|
||
οχτακοσιοστός οχτακόσιοι οχταμελής οχταπλάσιος οχταπλός οχτασύλλαβος
|
||
οχτωβριανός οχυρωματικός οχυρωτικός οχυρός οψίπλουτος οψιγενής οψιμαθής ούλος
|
||
οὐσιαστικός πάγιος πάγκαλος πάγκοινος πάλλευκος πάμπλουτος πάμπολλοι πάμφθηνος
|
||
πάμφωτος πάναγνος πάνδημος πάνινος πάνοπλος πάνσεπτος πάνσοφος πάρεργος
|
||
πάρθιος πάριος πάρωρος πάτριος πένθιμος πέτρινος πέτσικος πέτσινος πήλινος
|
||
πίβουλος πίσω πίτσικος παγανιστικός παγγερμανιστικός παγερός παγετωνικός
|
||
παγιωτής παγιωτοπικός παγκάκιστος παγκαλόμορφος παγκατευθυντικός
|
||
παγκρεατικός παγκρητικός παγκυπριακός παγκόσμιος παγοδρομικός παγοθραυστικός
|
||
παγχαλκιδικός παγωμένος παγόπληκτος παζαρίσιος παζαριάτικος παθητικοεπιθετικός
|
||
παθιάρης παθιάρικος παθογόνος παθολογικός παθολογοανατομικός παθοπλάνταχτος
|
||
παιδαγωγικός παιδαριώδης παιδεραστικός παιδευτικός παιδιάστικος παιδιάτικος
|
||
παιδιακίστικος παιδιατρικός παιδικός παιδοκομικός παιδολογικός παιδομετρικός
|
||
παινεσιάρης παιχνιδιάρης παιχνιδιάρικος πακιστανικός παλίλλογος παλίμβουλος
|
||
παλίμψηστος παλίνδρομος παλαίτυπος παλαίφατος παλαβός παλαιικός
|
||
παλαιογεωγραφικός παλαιογραφικός παλαιοεθνολογικός παλαιοζωικός
|
||
παλαιοκομματικός παλαιολιθικός παλαιοντολογικός παλαιοπωλικός
|
||
παλαιστίνιος παλαιστικός παλαιστινιακός παλαιός παλαιότατος παλαιότερος
|
||
παλαμικός παλαμοειδής παλαμοκροτώ παλαμοσχιδής παλατιανός παλικαρίσιος
|
||
παλινδρομικός παλιομοδίτικος παλιομουράτος παλιρροιακός παλιρροϊκός παλιός
|
||
παλλακωνικός παλλαμιακός παλλαϊκός παλληκαρίσιος παλμικός παμβαλκανικός
|
||
παμμέγιστος παμμαγνησιακός παμμακεδονικός παμμαύρος παμμεσηνιακός παμπάλαιος
|
||
παμπειραϊκός παμπελοποννησιακός παμπληθής παμπόνηρος παμφάγος πανάγαθος
|
||
πανάθλιος πανάκριβος πανάμωμος πανάρχαιος πανάσχημος πανάχραντος πανέ
|
||
πανένδοξος πανέξυπνος πανέρημος πανέρμος πανέτοιμος πανίερος πανίσχυρος
|
||
παναθηναϊκός παναιτωλικός πανακαρνανικός παναμερικανικός παναμώμητος
|
||
παναραβικός παναργολικός παναρκαδικός πανασιατικός παναττικός παναφρικανικός
|
||
πανδημικός πανδραμαϊκός πανεδεσσαϊκός πανεθνικός πανελλήνιος πανελλαδικός
|
||
πανεπιστημιακός πανεργατικός πανευβοϊκός πανευδαίμων πανευρωπαϊκός πανευτυχής
|
||
πανηγυρικός πανηγυριώτικος πανηλειακός πανηλικιακός πανηπειρωτικός
|
||
πανθεσσαλικός πανθεϊστικός πανθρακικός πανικόβλητος πανινός πανιώνιος
|
||
πανομοιότυπος πανοραματικός πανοραμικός πανορθοδοξιακός πανορθόδοξος
|
||
πανουκλιασμένος πανούργος πανσεβάσμιος πανσερραϊκός πανσλαβικός πανσλαβιστικός
|
||
παντέρημος παντέρμος παντελής παντελεήμων παντοίος παντοδαπός παντοδύναμος
|
||
παντοθενικός παντοκατευθυντικός παντοκρατορικός παντομιμικός παντοτινός
|
||
παντοφλέ παντοφοβικός παντρεμένος πανωλόβλητος πανόδετος πανόμοιος πανόσιος
|
||
πανώριος παπίσιος παπαγαλίστικος παπαδίστικος παπανδρεϊκός παπικός
|
||
παπουτσωμένος παππουδίστικος παπυρικός παπυρογραφικός παπυρολογικός παπύρινος
|
||
παράβυστος παράγωγος παράγωνος παράδοξος παράθυρος παράκαιρος παράκεντρος
|
||
παράκουος παράκτιος παράλιος παράλληλος παράλογος παράλος παράλυτος παράμερος
|
||
παράνθιος παράνομος παράνους παράξενος παράουρος παράπλευρος παράπλευστος
|
||
παράσπονδος παράταιρος παράτολμος παράτονος παράτροπος παράτυπος παράφορος
|
||
παράφωνος παράχορδος παρένθετος παρέστιος παρήγορος παρήκοος παρήλικος
|
||
παρήμερος παρίσθμιος παραίτιος παραβαλβιδικός παραβατικός παραβιωτικός
|
||
παραβρασμένος παραγγελιοδοχικός παραγγελτικός παραγεμιστός παραγοντίστικος
|
||
παραγωγίσιμος παραγωγικός παραδασόβιος παραδείσιος παραδειγματικός
|
||
παραδεισιακός παραδεκτός παραδεχτός παραδοξολόγος παραδοσιακός παραδοτέος
|
||
παραδόπιστος παραεκκλησιαστικός παραθαλάσσιος παραθεριστικός παραθετικός
|
||
παραινετικός παραισθησιογόνος παραισθητικός παρακάτω παρακαλεστικός
|
||
παρακαλετός παρακαμπτήριος παρακαμπτικός παρακατιανός παρακείμενος
|
||
παρακεντέδικος παρακεντρικός παρακινδυνευτικός παρακινητικός παρακλαδικός
|
||
παρακλινικός παρακμάζων παρακμιακός παρακοιμώμενος παρακρατικός παραλίμνιος
|
||
παραληρητικός παραλιακός παραλλακτικός παραλληλεπίπεδος παραλληλόγραμμος
|
||
παραλογιστικός παραλυτικός παραμήτριος παραμαγνητικός παραμακρύς παραμεθόριος
|
||
παραμεσόγειος παραμετρικός παραμετροποιήσιμος παραμητρικός παραμικρός
|
||
παραμυθένιος παραμυθητικός παραμόνιμος παρανεφρικός παρανιός παρανοειδής
|
||
παρανοϊκός παραξόνιος παραπανήσιος παραπανίσιος παραπανιστός παραπειστικός
|
||
παραπλήσιος παραπλανητικός παραπληκτικός παραπληρωματικός παραπολιτικός
|
||
παραπονιάρικος παραποτάμιος παραρίνιος παραρρίνιος παραρρίνιων παραρριξιμιός
|
||
παρασημαντικός παρασημοφορημένος παρασιτικός παρασιτοκτόνος παρασιτολογικός
|
||
παρασκηνιακός παρασούσουμος παρασπονδυλικός παραστατικός παραστρατιωτικός
|
||
παρασυγγενικός παρασυμπαθητικός παρασύνθετος παρατακτικός παραταξιακός
|
||
παρατετραμμένος παρατηρητικός παρατυφικός παραφιλικός παραφραστικός παραφυλία
|
||
παραφυλλωματικός παραφυσικός παραχειμαστικός παραχριστιανικός παραχωρητικός
|
||
παραϊατρικός παρδαλός παρείσακτος παρεγκεφαλιδικός παρεγχυματικός
|
||
παρειακός παρεκβατικός παρεκκλίνων παρελθοντικός παρελκυστικός παρελκόμενος
|
||
παρεμφατικός παρεμφερής παρενδυτικός παρενθετικός παρενοχλητικός παρεντερικός
|
||
παρεξηγησιάρης παρεπίδημος παρεπιδημών παρεστιγμένος παρετυμολογικός
|
||
παρηγορητικός παρηχητικός παρθένος παρθενικός παρθενωπός παρθικός παριανός
|
||
παρισινός παρλιακός παρμένος παρνασσιακός παροδικός παροιμιακός παροιμιώδης
|
||
παροντικός παροξυντικός παροξυσμικός παροξύτονος παρορμητικός παροτρυντικός
|
||
παροχετευτικός παρρησιαστικός παρτιζάνικος παρτσακλός παρυδάτιος παρωδιακός
|
||
παρόμοιος παρόμοιος παρόχθιος παρών παρώνυμος πασέ πασίγνωστος πασίδηλος
|
||
πασαλίδικος πασιφανής πασιφιστικός πασπάτης πασπαλισμένος πασπαλιστός
|
||
πασσαλόκτιστος πασσαλόπηκτος παστρικός παστός πασχαλιάτικος πασχαλινός
|
||
πατεντάτος πατερναλιστικός πατητός πατικωμένος πατμιακός πατραϊκός
|
||
πατρικός πατρινός πατριωτικός πατρογονικός πατρολογικός πατροπαράδοτος
|
||
πατρωνυμικός πατρώος πατσόκοιλος παυσίλυπος παυσίπονος παφιλένιος
|
||
παχουλός παχυλός παχυντικός παχύδερμος παχύρρευστος παχύς παχύσαρκος παχύσκος
|
||
παχύτερος παχύφυλλος πείσμων πεδιλωτός πεδινός πεζικός πεζογραφικός
|
||
πεζολογικός πεζοναυτικός πεζοπορικός πεζοπόρος πεζόμορφος πεζός πεθαμένος
|
||
πειθήνιος πειθαρχικός πειναλέος πειραιώτικος πειρακτικός πειραματικός
|
||
πειραχτικός πειραϊκός πεισιθάνατος πεισματάρης πεισματάρικος πεισματικός
|
||
πειστικός πειστικότερος πελάγιος πελαγίσιος πελαγικός πελαγοδρόμος πελασγικός
|
||
πελατοκεντρικός πελεκητός πελεκυφόρος πελελός πελιδνός πελματιαίος πελματικός
|
||
πελώριος πεμπταίος πεμπτιάτικος πεμπτουσιώδης πενηντάρης πενηντάρικος
|
||
πενηνταπεντάχρονος πενθήμερος πενθερικός πενθημιμερής πενιέ πενιχρός
|
||
πεντάγωνος πεντάδιπλος πεντάεδρος πεντάκλιτος πεντάκλωνος πεντάκλωστος
|
||
πεντάλεπτος πεντάμετρος πεντάμηνος πεντάμορφος πεντάξενος πεντάπλευρος
|
||
πεντάπρακτος πεντάπυλος πεντάρικος πεντάρφανος πεντάσημος πεντάστιχος
|
||
πεντάτομος πεντάφυλλος πεντάφωνος πεντάφωτος πεντάχορδος πεντάχρονος
|
||
πεντάωρος πενταήμερος πενταβρωμιούχος πενταγωνικός πενταγώνιος πενταδάκτυλος
|
||
πενταδικός πενταετής πεντακάθαρος πεντακοσιοστός πεντακόσιοι πεντακόσοι
|
||
πενταμερής πεντανικός πεντανόστιμος πενταπέταλος πενταπλάσιος πενταπλούς
|
||
πεντασύλλαβος πενταψήφιος πεντελίσιος πεντελικός πεντηκονθήμερος
|
||
πεντοζάλης πεντόκλιτος πεπιεσμένος πεπλανημένος πεπολιτισμένος πεπονοειδής
|
||
πεπρωμένος πεπτικός περήφανος περίακτος περίβλεπτος περίγλυφος περίδακρυς
|
||
περίδοξος περίεργος περίκλειστος περίκομψος περίλαμπρος περίλειστος περίλυπος
|
||
περίοπτος περίπλοκος περίπτερος περίπτυστος περίπυστος περίσκεπτος περίσκιος
|
||
περίσσος περίστρεπτος περίστυλος περίτεχνος περίτμητος περίτονος περίτρανος
|
||
περίφημος περίφοβος περίφρακτος περίφραχτος περίφροντις περίχαρος περίχρυσος
|
||
περαστικός περαστός περατός περβολάρικος περβολαρίσιος περγαμηνοειδής
|
||
περιαιρετός περιαλγής περιαρθρικός περιαστικός περιαυγής περιαυτολόγος
|
||
περιβαλλοντικός περιβαλλοντολογικός περιβολάρικος περιβολίσιος περιβολαρίσιος
|
||
περιγάμητος περιγέλαστος περιγελαστικός περιγεννητικός περιγραφικός
|
||
περιδεής περιεδρικός περιεκτικός περιεμφραγματικός περιεχτικός περιζήτητος
|
||
περιθηλαίος περιθωριακός περικαλλής περικαρδικός περικαρπιακός περικαρπικός
|
||
περικλεής περιλάλητος περιλαμπής περιληπτικός περιλιμπανόμενος περιμάχητος
|
||
περιμητρικός περιοδεύον περιοδικός περιοδοντικός περιορίσιμος περιοριστικός
|
||
περιουσιακός περιοχικός περιούσιος περιπαθής περιπαικτικός περιπαιχτικός
|
||
περιπετειώδης περιπλανητικός περιποιητικός περιπολικός περιπόθητος περιρρέων
|
||
περισκωληκοειδικός περισπούδαστος περισσευάμενος περισσευούμενος περισσός
|
||
περισταλτικός περιστασιακός περιστατικός περιστερίσιος περιστροφικός
|
||
περιτραχήλιος περιττοδάκτυλος περιττολόγος περιττοσύλλαβος περιττωματικός
|
||
περιφανής περιφερής περιφερειακός περιφερικός περιφλεγής περιφραστικός
|
||
περιφρονητικός περιχαρής περιχυτός περιώνυμος περμανάντ περονιαίος περονοφόρος
|
||
περπατάρης περσικός περσινός περσότερος περυσινός πεσιμιστικός πεσμένος
|
||
πεταλοειδής πεταλωτικός πεταλωτός πεταχτούλης πεταχτός πετεινόμυαλος πετρένιος
|
||
πετραρχικός πετρελαιοειδής πετρελαιοκίνητος πετρελαιοπιθανός πετρελαιοφόρος
|
||
πετρογενετικός πετρογραφικός πετροφυής πετροχημικός πετρωτός πετρόλ πετρόψυχος
|
||
πετσένιος πετσετέ πετσετένιος πετυχημένος πευκόφυτος πεόμορφος πεόσχημος
|
||
πηγαίος πηγαδίσιος πηδαλιουχούμενος πηδητικός πηδηχτός πηκτικός πηκτός
|
||
πηλώδης πηροδάκτυλος πηρομελής πηχεοκαρπικός πηχτός πηχυαίος πιανιστικός
|
||
πιδέξιος πιεζοηλεκτρικός πιεσμένος πιεστικός πιεστός πιθανικός
|
||
πιθανοστατιστικός πιθανοτικός πιθανός πιθηκικός πιθηκοειδής πιθηκόμορφος
|
||
πικέ πικραμένος πικραντικός πικρικός πικροαίματος πικροθρήνητος πικρούτσικος
|
||
πικρόγλωσσος πικρόκαρδος πικρός πικρόχολος πικτουρέσκ πιλοτικός πινακογραφικός
|
||
πινδαρικός πιπεράτος πιπιλιστός πιρουνάτος πισινός πισσωτός πιστευτός
|
||
πιστοληπτικός πιστοποιητικός πιστούχος πιστωτικός πιστός πιστότερος πισώπλατος
|
||
πιτσιλιστός πιτσιλωτός πιτυριδικός πιτυρούχος πιωμένος πιότερος πλάγιος πλάνης
|
||
πλέριος πλήθιος πλήρης πλίθινος πλίνθινος πλαγιαστός πλαγινός πλαγιοδετημένος
|
||
πλαγκτονικός πλαδαρός πλακάτος πλακέ πλακομύτης πλακουτσωτός πλακουτσός
|
||
πλακόστρωτος πλακώδης πλανεμένος πλανερός πλανημένος πλανητικός πλανητοειδής
|
||
πλανόδιος πλασαριστός πλασματικός πλασμωδιακός πλαστικοποιητικός πλαστικός
|
||
πλαστός πλατειαστικός πλατινέ πλατινένιος πλατινοειδής πλατσουκωτός
|
||
πλατυκέφαλος πλατυκυρτωτός πλατυμέτωπος πλατυπόδαρος πλατυπύθμενος
|
||
πλατωνικός πλατύγυρος πλατύκερως πλατύκυρτος πλατύποδας πλατύπους πλατύρρινος
|
||
πλατύστερνος πλατύστομος πλατύσωμος πλατύτερος πλατύφυλλος πλατύχωρος πλαϊνός
|
||
πλείων πλείων πλειοδοτικός πλειοψηφικός πλειόμορφος πλεκτικός πλεκτός
|
||
πλεονασματικός πλεοναστικός πλεονεκτικός πλευρικός πλευριτικός πλευροκοπικός
|
||
πλεχτικός πλεχτός πλεύσιμος πληγωτικός πληθικός πληθυντικός πληθυσμιακός
|
||
πληθωρικός πληθωριστικός πληκτικός πληκτροφόρος πλημμελής πλημμεληματικός
|
||
πληρεξούσιος πληροφοριακός πληροφορικός πληρωτέος πληρωτικός πλησίος
|
||
πλησιέστερος πλησιοπαράλληλος πλησιφαής πλησιόχωρος πληχτικός πλινθοδομικός
|
||
πλινθόκτιστος πλιότερος πλοηγικός πλοιοκεντρικός πλουμιστός πλουραλιστικός
|
||
πλουτοκρατικός πλουτολογικός πλουτοπαραγωγικός πλουτοφόρος πλουτώνιος πλοϊκός
|
||
πλυντήριος πλυντικός πλωριός πλωτικός πλωτός πλόιμος πνευματικός
|
||
πνευματοκτόνος πνευματώδης πνευμονικός πνευμονογαστρικός πνευμονογραφικός
|
||
πνευστός πνιγηρός πνιχτικός πνιχτός ποδήρης ποδαράτος ποδηλατικός ποδικός
|
||
ποδοκνημικός ποδοσφαιρικός ποζάτος ποζολανικός ποθεινός ποθεινότατος ποθερός
|
||
ποιητικός ποικίλος ποικιλτικός ποικιλόγραμμος ποικιλόθερμος ποικιλόμορφος
|
||
ποικιλόσχημος ποικιλότροπος ποικιλόφωνος ποικιλόχρωμος ποικιλώνυμος
|
||
ποιμαντορικός ποιμενίς ποιμενικός ποινικός ποιοτικός πολέμιος πολίτικος
|
||
πολεμιστήριος πολεμοκάπηλος πολεμοπαθής πολεμοποιός πολεμοχαρής πολεμόχαρος
|
||
πολεομορφικός πολεοτικός πολικός πολιομυελιτικός πολιορκητικός πολιτειακός
|
||
πολιτικοδικαστικός πολιτικοδιοικητικός πολιτικοκοινωνικός πολιτικομανής
|
||
πολιτικοστρατιωτικός πολιτικός πολιτισμένος πολιτισμικός πολιτιστικός πολιός
|
||
πολλαπλασιαστικός πολλαπλός πολλοστός πολτοειδής πολτώδης πολυάνθρωπος
|
||
πολυάστερος πολυάσχολος πολυέλεος πολυέξοδος πολυήμερος πολυαίματος πολυαίωνος
|
||
πολυαγγειακός πολυαισθητηριακός πολυακόρεστος πολυανδρικός πολυανθής
|
||
πολυαρχικός πολυβάλβιδος πολυβασανισμένος πολυγαμικός πολυγαστρικός
|
||
πολυγραφικός πολυγραφότατος πολυγωνικός πολυδάκρυτος πολυδάκτυλος πολυδάπανος
|
||
πολυδαίδαλος πολυδιάστατος πολυδιαστρωματωμένος πολυδόξαστος πολυδύναμος
|
||
πολυεθνικός πολυειδής πολυεπιστημονικός πολυεστερικός πολυεστιακός πολυετής
|
||
πολυεύσπλαγχνος πολυεύσπλαχνος πολυζήλευτος πολυζήτητος πολυζηλεμένος
|
||
πολυηχής πολυθέλγητρος πολυθεϊκός πολυθεϊστικός πολυθρήνητος πολυθρύλητος
|
||
πολυκάτεχος πολυκέλαδος πολυκέφαλος πολυκαιρίτικος πολυκαιρινός
|
||
πολυκεντρικός πολυκερδής πολυκλαδικός πολυκομματικός πολυκριτηριακός
|
||
πολυκυστικός πολυκυτταρικός πολυκύλινδρος πολυκύμαντος πολυκύτταρος
|
||
πολυλεκτικός πολυλογάδικος πολυμέριμνος πολυμέτωπος πολυμήχανος πολυμαθής
|
||
πολυμερής πολυμερικός πολυμεταβλητός πολυμετοχικός πολυμορφικός πολυνησιακός
|
||
πολυξακουσμένος πολυοζώδης πολυουρεθανικός πολυουρικός πολυπέταλος
|
||
πολυπαθής πολυπαραγοντικός πολυπαραμετρικός πολυπαραταξιακός πολυπλάνητος
|
||
πολυπληθής πολυπλόκαμος πολυποίκιλος πολυπολιτισμικός πολυπονεμένος
|
||
πολυπραγματικός πολυπρόσωπος πολυπυρηνικός πολυπόθητος πολυπύρηνος πολυσέλιδος
|
||
πολυσήμαντος πολυσκελής πολυστένακτος πολυσυλλεκτικός πολυσυμπαντικός
|
||
πολυσύλλαβος πολυσύνδετος πολυσύνθετος πολυσύχναστος πολυτάλαντος πολυτάραχος
|
||
πολυτασικός πολυτελής πολυτεχνικός πολυτμήματος πολυτμηματικός πολυτομικός
|
||
πολυτοπικός πολυτροπικός πολυτόκος πολυφάγος πολυφίλητος πολυφασικός πολυφυής
|
||
πολυφωνικός πολυχρήματος πολυχρόνιος πολυψήφιος πολυωνυμικός πολυύμνητος
|
||
πολυώροφος πολφικός πολωνέζικος πολωνικός πολωτικός πολύαιμος πολύανδρος
|
||
πολύαστρος πολύβλαστος πολύβοος πολύβουλος πολύβουος πολύγαμος πολύγλωσσος
|
||
πολύγνωρος πολύγονος πολύγραμμος πολύγωνος πολύδακρυς πολύδεντρος πολύδροσος
|
||
πολύεδρος πολύηχος πολύθρησκος πολύκαρπος πολύκλαδος πολύκλαυστος πολύκλαυτος
|
||
πολύκροτος πολύλαλος πολύλογος πολύμορφος πολύμοχθος πολύνευρος πολύξερος
|
||
πολύπαθος πολύπειρος πολύπλευρος πολύπλοκος πολύποδος πολύπονος πολύπορος
|
||
πολύπτυχος πολύπτωτος πολύριζος πολύρριζος πολύς πολύσαρκος πολύσημος
|
||
πολύσπορος πολύστηλος πολύστικτος πολύστιχος πολύστροφος πολύστυλος
|
||
πολύταστος πολύτεκνος πολύτεχνος πολύτιμος πολύτμητος πολύτοκος πολύτομος
|
||
πολύτριχος πολύτροπος πολύυδρος πολύφερνος πολύφημος πολύφθογγος πολύφροντις
|
||
πολύφωνος πολύφωτος πολύχορδος πολύχρονος πολύχρυσος πολύχρωμος πολύχυμος
|
||
πολύωρος πομπικός πομπώδης πονεμένος πονεσιάρης πονετικός πονηρός ποντιακός
|
||
ποντικοκτόνος ποντικοφαγωμένος ποντιφικός ποντοπόρος πονόκαρδος πονόψυχος
|
||
πορευτικός ποριστικός ποριώτικος πορνικός πορνογραφικός πορνό ποροσκοπικός
|
||
πορτογαλέζικος πορτογαλικός πορτοκαλής πορτοκαλί πορτοκαλόχρους πορφυρένιος
|
||
πορφυρογέννητος πορφυρός πορφυρόχρους πορφυρόχρωμος πορώδης ποσέ ποσαπλάσιος
|
||
ποσοστιαίος ποσοστιαίως ποσοστικός ποσοτικοποιήσιμος ποσοτικός ποτάμιος
|
||
ποταμογενής ποταμοχειμάρρειος ποταπός ποτιστικός πουπουλένιος πουριτανικός
|
||
πουτανίστικος πουτανιάρης πούρος πούστικος ποώδης πράος πράσινος πρίμος
|
||
πραγματιστικός πραγματογνωστικός πραγματοκρατικός πραγματολογικός
|
||
πραιτορικός πραιτωρικός πρανής πραξεολογικός πραξικοπηματικός πρασινογάλαζος
|
||
πρασινομάτης πρασινωπός πραχτικός πραϋντικός πρεβεζιάνικος πρεμνοφυής
|
||
πρεσβευτικός πρεσβυγενής πρεσβυτικός πρεσβυωπικός πρεσβύτερος πρεσοκομμένος
|
||
πριάπειος πριβέ πριγκιπικός πριμιτιβιστικός πρινένιος πριονιστός πριονοειδής
|
||
πρισματικός πρισματοειδής πριστή πριστός προαγοραστικός προαγωγικός
|
||
προαιρετικός προαιώνιος προακτέος προανακριτικός προαντιπροσωπευτικός
|
||
προβατίσιος προβατικός προβεβηκώς προβενσιανός προβηγκιανός προβλέψιμος
|
||
προβληματικός προβληματιστικός προβληματογόνος προβλητέος προβοκατόρικος
|
||
προβοσκιδοφόρος προβουλκανισμένος προγάμιος προγαμιαίος προγενέστερος
|
||
προγναθικός προγνωρίζων προγνωστικός προγνώμων προγονικός προγονολατρικός
|
||
προγραμματικός προγραμματιστικός προδημοκρατικός προδικαστικός προδοτικός
|
||
προδυναστικός προεγχειρητικός προεδρικός προεδροδημοκρατικός προειδοποιητικός
|
||
προεισπραττόμενος προεκλογικός προεκτοπιστικός προελληνικός προεμμηνορροϊκός
|
||
προεξαγγελτικός προεξοφλήσιμος προεξοφλητέος προεξοφλητικός προεξοφλητός
|
||
προεπενδυτικός προερωτικός προεφηβικός προεόρτιος προηγούμενος προθεατρικός
|
||
προθετικός προθυμότερος προθωρακικός προικιάτικος προικώος προκάρδιος προκάτ
|
||
προκαλυπτικός προκαπιταλιστικός προκαταβολικός προκατακλυσμιαίος
|
||
προκατασκευαστικός προκβαντικός προκεχωρημένος προκλασικός προκλητικός
|
||
προκλινής προκοίλης προκολομβιανός προκριματικός προκυκλικός προλεταριακός
|
||
προλογικός προμήκης προμεσημβρινός προμεταμοσχευτικός προμετωπίδιος
|
||
προμηθευτικός προμηθεϊκός προμινωικός προμνημονιακός προνοητικός προνοιακός
|
||
προνομιούχος προνομοθετημένος προνοσοκομειακός προξενικός προοδευτικός
|
||
προοπτικός προορατικός προοριστικός προπέρσινος προπαγανδιστικός
|
||
προπαρασκευαστικός προπαροξύτονος προπατορικός προπεμπτήριος προπεμπτικός
|
||
προπεριτοναϊκός προπερσινός προπερυσινός προπετής προπηλακιστικός προπληρωτέος
|
||
προπονητικός προσάνεμος προσάντης προσήλιος προσήλυτος προσήνεμος προσίστιος
|
||
προσαρμοσμένος προσαρμοστικός προσαρμόσιμος προσαυξητικός προσβάσιμος
|
||
προσβεβλημένος προσβλημένος προσβλητικός προσδιοριστικός προσδόκιμος
|
||
προσειλημμένος προσεκτικός προσεξουαλικός προσεταιριστικός προσεχής
|
||
προσηγορικός προσηλιακός προσηλυτίσιμος προσηλυτιστικός προσημασμένος προσηνής
|
||
προσθετικός προσθετός προσθιοπίσθιος προσιτός προσκαιρινός προσκείμενος
|
||
προσκυνηματικός προσλημμένος προσληπτέος προσληπτικός προσληφθείς προσοδοφόρος
|
||
προσοφθάλμιος προσπελάσιμος προσποιητικός προσποιητός προστήσας προστακτικός
|
||
προστατευόμενος προστατικός προσταχτικός προστερνίδιο προστιθέμενος
|
||
προσυλλογιστικός προσυμβατικός προσυμπτωματικός προσυμπτωματολογικός
|
||
προσυνταξιοδοτικός προσφιλής προσφυής προσφυγικός προσχηματικός προσχωματικός
|
||
προσχωτικός προσωδιακός προσωκρατικός προσωπιδοφόρος προσωπικός
|
||
προσωπογραφικός προσωποκεντρικός προσωπομετρικός προσωποπαγής προσωρινός
|
||
προτακτικός προτελευταίος προτελωνειακός προτεραίος προτερόχρονος
|
||
προτεταμένος προτιθέμενος προτιμησιακός προτιμητέος προτιμότερος προτρεπτικός
|
||
προυχοντικός προυχρόνιος προφέρσιμος προφανής προφαντός προφητικός προφορικός
|
||
προφυλακτικός προφυλαχτικός προφυματικός προχειρολόγος προχθεσινός
|
||
προχτεσινός προχωρητικός προχώ προψεσινός προωθητικός προωστήριος προωστικός
|
||
προϊστορικός προϋπάρχων προϋφιστάμενος πρυμήσιος πρυμιός πρυμνήσιος πρυμναίος
|
||
πρυμνόδετος πρυτανικός πρωθυπουργικός πρωθυπουργοκεντρικός
|
||
πρωθύστερος πρωινός πρωκτικός πρωκτολογικός πρωραίος πρωρατικός πρωσικός
|
||
πρωτάρης πρωτάρικος πρωταγωνιστικός πρωταπριλιάτικος πρωταρχικός
|
||
πρωτευουσιάνικος πρωτευουσιάνος πρωτεϊκός πρωτεϊνικός πρωτεϊνούχος πρωτινός
|
||
πρωτοβάθμιος πρωτοβυζαντινός πρωτογέννητος πρωτογενής πρωτογεωμετρικός
|
||
πρωτοελλαδικός πρωτοετής πρωτοκαιρίτικος πρωτοκλασάτος πρωτοκορινθιακός
|
||
πρωτομαγιάτικος πρωτομαρτιάτικος πρωτομινωικός πρωτονικός πρωτοπαθής
|
||
πρωτοποριακός πρωτοσέλιδος πρωτοσύστατος πρωτοτάξιδος πρωτοταγής πρωτοτόκος
|
||
πρωτοφανέρωτος πρωτοφανής πρωτοφανήσιμος πρωτοφόρετος πρωτοχρονιάτικος
|
||
πρωτυτερινός πρωτόβαλτος πρωτόβγαλτος πρωτόγεννος πρωτόγερος πρωτόγνωρος
|
||
πρωτόδικος πρωτόθετος πρωτόκλητος πρωτόκλιτος πρωτόλειος πρωτόλουβος
|
||
πρωτόπειρος πρωτόπιαστος πρωτότοκος πρωτότυπος πρωτόφαντος πρωτόχυτος
|
||
πρόβειος πρόβιος πρόγναθος πρόδηλος πρόδρομος πρόθυμος πρόνοος πρόξενος
|
||
πρόσγειος πρόσεδρος πρόσηβος πρόσθετος πρόσθιος πρόσκαιρος πρόστυλος πρόστυχος
|
||
πρόσφορος πρόσχαρος πρότερος πρότυπο:παραθετικά πρότυπο:παραθετικά
|
||
πρότυπος πρόχειλος πρόχειρος πρόωρος πρύμος πρώην πρώιμος πρώτιστος πτεροειδής
|
||
πτερυγοειδής πτερυγωτός πτερωτός πτερόεις πτηνοτροφικός πτητικός πτιλωτός
|
||
πτυκτός πτυχιακός πτυχιούχος πτυχωσιγενής πτυχωτός πτωματικός πτωτικός
|
||
πτωχικός πτωχοπροδρομικός πτωχός πτωχόταστος πυγαίος πυγμαίος πυγμαχικός
|
||
πυελοουρητηρικός πυθαγόρειος πυθικός πυκνογραμμένος πυκνοδομημένος
|
||
πυκνοκατοικημένος πυκνομετρικός πυκνωτικός πυκνόρρευστος πυκνός πυκνόφυλλος
|
||
πυλαίος πυλωρικός πυογόνος πυορροϊκός πυράντοχος πυρίκαυστος πυρίμαχος
|
||
πυραμιδικός πυραμιδοειδής πυραμιδωτός πυραμοειδής πυρασφαλιστικός πυραυλικός
|
||
πυραυλοφόρος πυργιώτικος πυργοεδής πυργοειδής πυργωτός πυρετικός πυρετογόνος
|
||
πυρηναϊκός πυρηνικός πυρηνοειδής πυρηνοκίνητος πυριγενής πυριτικός πυριτιούχος
|
||
πυροβατικός πυροβολικός πυρογενής πυρογραφικός πυροδοτικός πυροηλεκτρικός
|
||
πυροκλαστικός πυροκυτταρινικός πυρολατρικός πυρολιθικός πυρολυτικός
|
||
πυρομανής πυρομαχικός πυρομεταλλουργικός πυρομετρικός πυροπαθής πυροσβεστικός
|
||
πυροφορικός πυρπολικός πυρρόθριξ πυρρόξανθος πυρρός πυρρόχρους πυρφόρος
|
||
πυρόπληκτος πυρώδης πυώδης πωγωνάτος πωγωνοφόρος πόντιος πόσιμος πότιμος
|
||
πύξινος πύρινος πύρρειος πώρινος ράθυμος ρέζιγος ρέμπελος ρέστος ραβδοειδής
|
||
ραβδοφόρος ραβδωτός ραβινικός ραγδαίος ραγιάδικος ραδιενεργός ραδινός
|
||
ραδιογωνιομετρικός ραδιοηλεκτρικός ραδιοηλεκτρολογικός ραδιοθεραπευτικός
|
||
ραδιομετεωρολογικός ραδιοναυτιλιακός ραδιοπειρατικός ραδιοπυρηνικός
|
||
ραδιοτεχνικός ραδιοτηλεγραφικός ραδιοτηλεοπτικός ραδιοτηλεφωνικός ραδιοφαρικός
|
||
ραδιοφωνικός ραδιοχημικός ραδιοϊσοτοπικός ραδιούργος ραδιούχος ραιβοσκελής
|
||
ραιβός ραιτορομανικός ρακένδυτος ρακοφόρος ραμφοειδής ραμφοφόρος ραμφόστομος
|
||
ραπτικός ρασιοναλιστικός ρατσιστικός ραφινάτος ραφινέ ραφτικός ραχατλίδικος
|
||
ραχιτικός ραχοειδής ραψωδικός ρεαλιστικός ρεβανσιστικός ρεβιζιονιστικός
|
||
ρεζερβέ ρεθεμνιώτικος ρεθυμνιώτικος ρεμβώδης ρεμπέτικος ρεολογικός ρεοστατικός
|
||
ρεπουμπλικανικός ρετροσπεκτιβικός ρετρό ρετσινάτος ρευματικός ρευματοειδής
|
||
ρευματώδης ρευστομηχανικός ρευστοποιήσιμος ρευστός ρεφλέξ ρεφορμιστικός
|
||
ρηγματώδης ρημαδιακός ρηματικός ρηξιγενής ρηξικέλευθος ρητινικός ρητινοφόρος
|
||
ρητινώδης ρητορικός ρητός ρηχός ριγέ ριγανάτος ριγηλός ριγωτός ριζίτικο
|
||
ριζικάρης ριζικός ριζιμιός ριζοειδής ριζομορφικός ριζοσπαστικός ριζοτροπικός
|
||
ριζόμορφος ριζώδης ρικνός ριναίος ρινικός ρινολαρυγγικός ρινολογικός
|
||
ρινοσκοπικός ρινοφαρυγγικός ρινόφωνος ριπίταστος ριπαίος ριπιδίταστος
|
||
ριπιδωτός ριπιδόταστος ριχτός ριψοκίνδυνος ρογιάτικος ροδής ροδίτικος ροδαλός
|
||
ροδοειδής ροδοζυμωμένος ροδοζύμωτος ροδοκόκκινος ροδομάγουλος ροδομύριστος
|
||
ροδοπεριχυμένος ροδοστεφάνωτος ροδοστεφής ροδοστεφανωμένος ροδοψημένος
|
||
ροδόχρους ροδόχρωμος ροζ ροζέ ροζιάρης ροζιάρικος ροζιασμένος ρομ ρομανικός
|
||
ρομβικός ρομβοειδής ρομβωτός ρομποτικός ρομφαιοφόρος ροπαλοφόρος ροταριανός
|
||
ρουκετοφόρος ρουμάνικος ρουμανικός ρουμελιώτικος ρουμπινής ρουνικός ρουστίκ
|
||
ρουτινιέρικος ρουφηχτός ροφητός ρούσικος ρούσος ρυγχοειδής ρυγχοφόρος ρυγχωτός
|
||
ρυθμιστής ρυθμιστικός ρυμοτομικός ρυπαντικός ρυπαρός ρυπογόνος ρυτιδιασμένος
|
||
ρωμαίικος ρωμαιοκαθολικός ρωμαλέος ρωμανικός ρωμαντικός ρωμαϊκό ρωμαϊκός
|
||
ρωσομαθής ρωσόφιλος ρόδινος ρόδιος ρόπαλο ρώσικος σάπιος σάρκινος σέκος σένιος
|
||
σέρβικος σέρτικος σίγουρος σίτινος σίφνιος σαββατιάτικος σαββατιανός
|
||
σαββατογεννημένος σαβουρολάγνος σαγηνευτικός σαγκριώτικος σαδιστικός
|
||
σαθρός σαικσπηρικός σαιξπηρικός σακάτικος σακοειδής σακουλίσιος σακχαροειδής
|
||
σακχαρώδης σαλιάρης σαλικυλικός σαλπιγγικός σαλπιγγοειδής σαλός σαμαρειτικός
|
||
σαματατζίδικος σαμιακός σαμιώτικος σαμπανιζέ σανατορικός σανιδένιος
|
||
σανιδωτός σανιδόφραχτος σανσκριτικός σαντορινιός σαντορινιώτικος σαξ σαξονικός
|
||
σαουδικός σαπρογόνος σαπροφάγος σαπροφυτικός σαπρός σαπφείρινος σαπφειροειδής
|
||
σαπωνοειδής σαράφικος σαρακοστιάτικος σαρακοστιανός σαρακοφαγωμένος
|
||
σαρανταήμερος σαρδελοφάγος σαρδόνιος σαρκαστικός σαρκερός σαρκικός σαρκοβόρος
|
||
σαρκοειδής σαρκοφάγος σαρκοφαγικός σαρκωματώδης σαρκώδης σαρωτικός σασκίνης
|
||
σατινέ σατινένιος σατιρικός σατούρνιος σατράπικος σατραπικός σατυρικός
|
||
σαφέστερος σαφής σαφηνής σαφηνιστικός σαφρακιασμένος σαχλός σβέλτος σβεστός
|
||
σβουνοπασάλειφτος σβουριχτός σβωλιαστός σγουρομάλλης σγουρόμαλλος σγουρός
|
||
σεβασμιότατος σεβασμιώτατος σεβαστικός σεβαστός σεβνταλίδικος σειληνικός
|
||
σειραϊκός σειριακός σειρόδετος σεισμικός σεισμογενής σεισμογραφικός
|
||
σεισμολογικός σεισμομετρικός σεισμοπαθής σεισμόπληκτος σειστός σεκταριστικός
|
||
σελασφόρος σεληναίος σεληνιακός σεληνιούχος σεληνογραφικός σεληνοειδής
|
||
σεληνοτοπογράφος σεληνοτοπογραφικός σεληνοφώτιστος σεληνόφωτος σελωτός
|
||
σεμιναριακός σεμνολόγος σεμνοπρεπής σεμνός σεμνότυφος σεμπρικός σενεγαλέζικος
|
||
σενιάν σεντεφένιος σεξιστικός σεξολογικός σεξομανής σεξουαλικός σεξπιρικός
|
||
σεπτεμβριάτικος σεπτεμβριανός σεπτός σερέτικος σεραφικός σερβικός
|
||
σερβοκροατικός σερνάμενος σερνικοθήλυκος σερνικός σερπετός σερραίικος
|
||
σερσέμης σερσέμικος σεχταριστικός σηκωτός σημαδευτός σημαδιακός
|
||
σημαντικός σημαντικότατος σημασιολογικός σηματοτεχνικός σημειακός
|
||
σημειολογικός σημειωτέος σημειωτικός σημειωτός σημερινός σημερνός σημιτικός
|
||
σηρικός σηροτροφικός σησαμόπαστος σητειακός σηψαιμικός σηψιγόνος σθεναρός
|
||
σιαλαγωγός σιαλικός σιαλογόνος σιαλοφόρος σιαλώδης σιαμέζικος σιαμαίος
|
||
σιβηρικός σιβυλλικός σιγαλός σιγαλόφωνος σιγανός σιγηλός σιγμοειδής σιδεράτος
|
||
σιδεροκέφαλος σιδερωτός σιδερός σιδερόφραχτος σιδηροδέσμιος σιδηροδρομικός
|
||
σιδηροπαγής σιδηροπενικός σιδηρουργικός σιδηρούς σιδηρούχος σιδηρόφραχτος
|
||
σικ σικάτος σικέ σικελικός σιληνικός σιλοφόρος σιμιγδαλένιος σιμοτινός
|
||
σιμός σιναλεζικός σιναπούχος σιναϊτικός σινιέ σινικός σινοελληνικός
|
||
σινοσοβιετικός σιντεφένιος σιούτος σιροπιαστός σισύφειος σιτάρκης σιταγωγός
|
||
σιταρίσιος σιταροειδής σιταρόχρωμος σιτευτός σιτικός σιτοπαραγωγικός σιτοφόρος
|
||
σιφνέικος σιφνιώτικος σιφωνιάτικος σιχαμερός σιχασιάρης σιωνιστικός σιωπηλός
|
||
σκάνταλος σκάρτος σκέτος σκαδιώτικος σκαιός σκακιστικός σκαληνός σκαλιστικός
|
||
σκαλωτός σκαμπρόζικος σκαμπρόζος σκανδαλιάρης σκανδαλιάρικος σκανδαλιστικά
|
||
σκανδαλοθηρικός σκανδαλολογικός σκανδαλοπλόκος σκανδαλοποιός σκανδαλώδης
|
||
σκανδιναυϊκός σκανδόγλωσσος σκανταλιάρης σκανταλιάρικος σκαπτικός σκαπτός
|
||
σκαρφαλωτός σκαστός σκατένιος σκατιάρης σκατοκέφαλος σκατολογικός σκατοφάγος
|
||
σκαυϊκός σκαφευτικός σκαφιδωτός σκαφοειδής σκαφτικός σκαφτός σκεβρός
|
||
σκελετικός σκελετολογικός σκελετωμένος σκελετώδης σκεπαστικός σκεπαστός
|
||
σκεπτικός σκεπός σκερτσόζα σκερτσόζικος σκερτσόζος σκευαγωγός σκευομορφικός
|
||
σκηνικός σκηνογραφικός σκηνοθετικός σκηπτούχος σκιάθιος σκιαγραφικός σκιαζάρης
|
||
σκιερός σκιστός σκιτζίδικος σκιόφιλος σκιόφοβος σκιώδης σκληραγωγημένος
|
||
σκληρογόνος σκληροκέφαλος σκληροκόκαλος σκληρομετρικός σκληροπυρηνικός
|
||
σκληρυντικός σκληρωτικός σκληρόδερμος σκληρόκαρδος σκληρόπετσος σκληρός
|
||
σκληρόφλουδος σκληρόφυλλος σκληρόψυχος σκληρώδης σκοινένιος σκολιάτικος
|
||
σκολιωτικός σκοπελίτικος σκοπευμένος σκοπευτικός σκορβουτικός σκορδόπιστος
|
||
σκοροφαγωμένος σκορπιστός σκοταδερός σκοταδιστικός σκοτεινούτσικος σκοτεινός
|
||
σκοτικός σκοτοενεργειακός σκοτοϋλικός σκοτσέζικος σκοτωμένος σκουλάτος
|
||
σκουληκιάρικος σκουληκομυρμηγκοτρυποειδής σκουληκοφαγωμένος σκουντημένος
|
||
σκουροκόκκινος σκουροπράσινος σκουρόχρωμος σκουφάτος σκούρος σκυθικός
|
||
σκυλίσιος σκυλοδόντης σκυλοκέφαλος σκυλομούρης σκυλόψυχος σκυρωτός σκυφτός
|
||
σκωληκοφάγος σκωληκόβρωτος σκωπτικός σκωτικός σκωτσέζικος σκόπιμος σκόρπιος
|
||
σκύτινος σλάβικος σλαβικός σλαβόφιλος σλαβόφωνος σλαυόφιλος σλοβακικός
|
||
σμαράγδινος σμαραγδένιος σμαραγδοειδής σμαραγδόχρους σμηγματικός σμηγματογόνος
|
||
σμηκτικός σμικρός σμιλευτός σμιχτοφρύδης σμιχτός σμυριδεργατικός σμυριδικός
|
||
σμυρναϊκός σμυρνιώτικος σνομπ σνομπιστικός σοβαροφανής σοβαρός σοβαρότερος
|
||
σοβινιστικός σοβράνος σοδομικός σοδομιτικός σοκαριστικός σοκινιανός σοκολά
|
||
σοκολατής σοκολατούχος σολομώντειος σολωμικός σολώνιος σομφός σομφώδης σομόν
|
||
σορβικός σοροπιαστός σος σοσιαλδημοκρατικός σοσιαλιστικός σουβλερός σουβλιστός
|
||
σουδανέζικος σουδανικός σουηδέζικος σουηδικός σουλιώτικος σουλτανικός
|
||
σουμερικός σουμπρετίστικος σουνιτικός σουξεδιάρης σουρεαλιστικός σουρλωτός
|
||
σουσαμάτος σουσαμένιος σουσαμωτός σουσουδίστικος σουφικός σοφιστικός
|
||
σοφολογιώτατος σοφόκλειος σοφός σοϊλής σοϊλίδικος σοϊλίτικος σούκο σούμπιτος
|
||
σπάνιος σπάρτινος σπάταλος σπέσιαλ σπαγγοραμένος σπαγγοραμμένος σπαγκοραμμένος
|
||
σπαθοειδής σπαθωτός σπανιότατος σπανιότερος σπανός σπαρακτικός σπαραξικάρδιoς
|
||
σπαραχτικός σπαργωτός σπαρταριστός σπαρτιάτικος σπαρτιατικός σπαρτικός σπαρτός
|
||
σπασμωδικός σπασμώδης σπαστικός σπειροειδής σπειρωτός σπερματαγωγός
|
||
σπερματογόνος σπερματοδίκαιος σπερματοδόχος σπερματοκτόνος σπερματολογικός
|
||
σπερματοτοξικός σπερματοφάγος σπερματοφόρος σπερματούχος σπερμικός σπερμογόνος
|
||
σπερμολογικός σπερμοτοξικός σπερμοφάγος σπερμοφυής σπερμοφόρος σπερνός
|
||
σπηλαίος σπηλαιολογικός σπηλαιόβιος σπηλαιώδης σπιθαμιαίος σπιλωτικός
|
||
σπινθηροβόλος σπινθηρογραφικός σπιράλ σπιρτόζος σπιτίσιος σπιτικός σπλαγχνικός
|
||
σπλαγχνολογικός σπλαχνικός σπληνιάρης σπληνικός σπληνογραφικός σπληνολογικός
|
||
σπογγογενής σπογγοειδής σπογγώδης σπονδειακός σπονδυλικός σπονδυλωτός σπορ
|
||
σποριάρης σποριάρικος σπορογόνος σπορτίφ σπουδαίος σπουδαιοφανής σπουδασμένος
|
||
σπουδαχτικός σπυριάρης σπυρωτός σπόριμος σπόρκος σράναν στάσιμος στέρεος
|
||
σταβέντο σταβέτ σταγονομετρικός σταδιακός σταδιομετρικός σταθεροποιητικός
|
||
σταθμητός στακτός σταλακτικός σταλακτός σταλαχτός σταλινικός σταλινοειδής
|
||
σταμνόσχημος σταμπάτος σταμπωτός στανιαρισμένος στανικός σταράτος σταρένιος
|
||
σταρόχρωμος στασιαστικός στατικός στατιστικοποιήσιμος στατιστικός
|
||
σταυρανθής σταυρεπίστεγος σταυρικός σταυροαναστάσιμος σταυροειδής
|
||
σταυροπηγιακός σταυρωτός σταυρόσχημος σταυρότυπος σταυρώσιμος σταφιδικός
|
||
σταφυλοκοκκικός σταχτής σταχτερός σταχτοκίτρινος σταχτόχρωμος στεάτινος
|
||
στεατικός στεατοπυγικός στεατώδης στεγάσιμος στεγανωτικός στεγανός στεγαστικός
|
||
στεγνός στενάχωρος στενογραφικός στενοκέφαλος στενομέτωπος στενοπρόσωπος
|
||
στενόθωρος στενόκαρδος στενόμακρος στενόμυαλος στενόπορος στενός στενόστομος
|
||
στενόφυλλος στενόχωρος στενόψυχος στερεογραφικός στερεοελλαδίτικος
|
||
στερεοσκοπικός στερεοστατικός στερεοτακτικός στερεοτατικός στερεοτυπικός
|
||
στερεοφωτογραφικός στερεοχημικός στερεοχρωμικός στερεοϊσομερής στερεωτικός
|
||
στερεότυπος στερητικός στεριανός στερνίσιος στερνικός στερνοκλειδικός
|
||
στερνός στερρός στεφανηφόρος στεφανιαίος στεφανωτός στηθικός στηθοσκοπικός
|
||
στηρικτικός στητός στιβαρός στιγματικός στιγμιαίος στικτός στιλάτος
|
||
στιλιστικός στιλπνός στιπλ στιφρός στιφτός στιχηρός στιχογραφικός
|
||
στιχουργικός στοιβαχτός στοιχειακός στοιχειοθετικός στοιχειοχυτικός
|
||
στολοδρομικός στοματικός στοματογναθοπροσωπικός στοματολογικός στοματολόγος
|
||
στομαχικός στομφώδης στοργικός στουμπιστός στουμπουλός στουπένιος στοχαστικός
|
||
στράπλες στραβικός στραβοδίβολος στραβοκάνης στραβοκέφαλος στραβολαίμης
|
||
στραβοπόδης στραβός στραβόταστος στραγγαλιστικός στραγγιστικός στραγγιστός
|
||
στραταρχικός στρατεύσιμος στρατηγικός στρατιωτικός στρατογεμής στρατοκρατικός
|
||
στρατόκαβλος στρατόκαυλος στρεβλός στρεμματικός στρεπτοκοκκικός στρεπτός
|
||
στριγκός στριμμένος στριμωχτός στριμόκωλος στριφογυριστός στριφτός
|
||
στροβιλοειδής στροβοσκοπικός στρογγυλοπρόσωπος στρογγυλοφέγγαρος
|
||
στρογγυλόμακρος στρογγυλός στροντιούχος στρουμπουλός στρουμφολογικός
|
||
στρυφνός στρωματοποιημένος στρωτός στρόγγυλος στυγερός στυγνός στυπτικός
|
||
στυφούτσικος στυφτικός στυφός στωικός στωικότερος στωμύλος συβαριτικός
|
||
συγγενικός συγγνωστός συγγραφικός συγκάτοχος συγκαιρινός συγκαταβατικός
|
||
συγκατανευτικός συγκείμενος συγκεντρωμένος συγκεντρωτικός συγκεφαλαιωτικός
|
||
συγκινησιακός συγκινητικός συγκλίνων συγκλητικός συγκλονιστικός συγκοινωνιακός
|
||
συγκολλητικός συγκρίσιμος συγκρητικός συγκριτικός συγκρουσιακός συγκυβερνητέος
|
||
συγκυριακός συγχαρητήριος συγχρονικός συγχρονιστικός συγχυσμένος συγχυτικός
|
||
συγχωρητήριος συγχωρητικός συζευγμένος συζευκτικός συζητήσιμος συζητητικός
|
||
συζυγικός συθέμελος συκοφαντικός συλλήψιμος συλλαβικός συλλαβιστικός
|
||
συλλαβογραφικός συλλεκτικός συλλεχτικός συλληπτήριος συλλογικός συλλογισμένος
|
||
συλλυπητήριος συμέμελος συμβασιοκρατικός συμβασιούχος συμβατικός συμβατός
|
||
συμβιωτικός συμβολαιακός συμβολαιογραφικός συμβολικός συμβουλατορικός
|
||
συμμέτοχος συμμαζεμένος συμμαχικός συμμεταβλητός συμμετοχικός συμμετρικός
|
||
συμμορίτικος συμμοριτικός συμμοριόπληκτος συμμορφούμενος συμπαγής συμπαθής
|
||
συμπαθητικός συμπαντικός συμπαράγωγος συμπαραταξικός συμπεθερικός
|
||
συμπεριφορικός συμπεριφοριστικός συμπιεσμένος συμπιεστικός συμπιεστός
|
||
συμπλεκτικός συμπλεχτικός συμπληρωματικός συμπληρωτικός συμπολημερής
|
||
συμπονετικός συμποσιακός συμποσιαστικός συμποτικός συμπτωματικός
|
||
συμπυκνωτικός συμπότης συμπύρηνος συμφασικός συμφεροντολογικός συμφερτικός
|
||
συμφορητικός συμφραστικός συμφυής συμφυρματικός συμφυτικός συμφωνημένος
|
||
συμφωνόληκτος συμφωνόλητκος συμψηφιστικός συμψιφησθείς συνάλληλος συνένοχος
|
||
συναίτιος συναγωνιστικός συναδελφικός συναινετικός συναιρόμενος
|
||
συναισθητικός συνακόλουθος συναλλάξιμος συναλλαγματικός συναλλακτικός
|
||
συναπτικός συναπτός συναρμόδιος συναρπαστικός συναρτησιακός συνασπιστικός
|
||
συνδεσμικός συνδεσμοπλαστικός συνδετήριος συνδετικός συνδιαλλακτικός
|
||
συνδικαλιστικός συνδρομητικός συνδυαστικός συνεγγυητικός συνειδησιακός
|
||
συνειρμικός συνεκδοχικός συνεκτικός συνεπής συνεπικουρούμενος συνεπικρατών
|
||
συνεργατικός συνεργικός συνεσταλμένος συνεστραμμένος συνεταιρικός
|
||
συνετός συνεχής συνεχόμενος συνηθέστερος συνηθισμένος συνημμένος συνηχητικός
|
||
συνθετικός συνθηματικός συνθηματολογικός συννεφώδης συνοδευτικός συνοδικός
|
||
συνοικιακός συνολικός συνομήλικος συνομετρικός συνομοσπονδιακός
|
||
συνονόματος συνοπτικός συνοριακός συντάξιμος συνταγματικός συνταγογραφικός
|
||
συνταξιοδοτικός συνταρακτικός συνταραχτικός συνταχτικός συντελεστικός
|
||
συντεχνιακός συντηρητικός συντμημένο συντομογραφικός συντομότερος
|
||
συντριπτικός συντροφιαστός συντροφικός συνυπεύθυνος συνωμοσιολογικός
|
||
συνωνυμικός συνώνυμος συριακός συριανός συριγγώδης συριζαϊκός συριστικός
|
||
συρματένιος συρματόπλεκτος συρματόπλεχτος συρταρωτός συρτός συσσωρευτικός
|
||
συσταλτός συστατικός συστημένος συστηματικός συστημικός συστολική συστολικός
|
||
συσχετιστικός συφερτικός συφιλιδικός συφοριασμένος συχνός συχνότερος σφαγίτιδα
|
||
σφαδαστικός σφαιρικός σφαιροειδής σφακιώτικος σφαλερός σφαλιστός
|
||
σφαχτός σφηνοειδής σφηνωτός σφιγκτός σφικτός σφιχτοχέρης σφιχτόκωλος σφιχτός
|
||
σφοδρότερος σφουγγαράδικος σφραγιστικός σφραγιστός σφριγηλός σφυγμικός
|
||
σφυριχτός σχεδιαστικός σχεδιοποιημένος σχετικιστικός σχετικός σχετλιαστικός
|
||
σχιζοειδής σχιζοφρενής σχιζοφρενικός σχισματικός σχισμοειδής σχιστολιθικός
|
||
σχιστός σχοίνινος σχοινοβατικός σχοινοτενής σχολάζων σχολαστικός σχολιαστικός
|
||
σχωρεμένος σωβινιστικός σωκρατικός σωληνοειδής σωληνωτός σωματειακός
|
||
σωματικός σωματολογικός σωματομετρικός σωματοτρόπος σωματώδης σωρευτικός
|
||
σωροπυριτικός σωσίβιος σωστικός σωστός σωτήριος σωτηριολογικός σωφρονιστικός
|
||
σόλο σόλοικος σύγκαιρος σύγκορμος σύγχρονος σύκινος σύμμεικτος σύμμειχτος
|
||
σύμμορφος σύμπας σύμπηκτος σύμπλοκο σύμπλοκος σύμφορος σύμφυρτος σύμφυτος
|
||
σύνθετος σύννομος σύννους σύνολος σύνοφρυς σύντομος σύντονος σύνωρος σύξυλος
|
||
σύσπαστος σύσσωμος σύστοιχος σύψυχος σώος σώφρων τάλας τάλε κουάλε τάχιστος
|
||
τέλειος τέως τίμιος τίτσιρος ταβερνόβιος ταγγός ταγκός ταγμένος ταγματικός
|
||
ταζέτικος ταινιοειδής ταινιωτός ταινιόμορφος ταινιόπλεκτος ταιριαστός τακερός
|
||
τακτικός τακτικότερος τακτός ταλαίπωρος ταλαντευτικός ταλαντούχος ταλμουδικός
|
||
ταμαχκιάρης ταμειακός ταμειολογιστικός ταμιακός ταμιευτικός ταναγραίος τανικός
|
||
ταξιδιάρης ταξιδιάρικος ταξιδιωτικός ταξιδιώτικος ταξικός ταξινομικός
|
||
ταπεινός ταπεινόφρονας ταπεινόφρων ταραχοποιός ταραχώδης ταριχευμένος
|
||
ταριχευτός ταρσικός ταρτάρ τασμανικός ταστωτός ταστός ταταρικός ταυροειδής
|
||
ταυρόμορφος ταυτάριθμος ταυτογράμματος ταυτολογικός ταυτολόγος ταυτομερές
|
||
ταυτοπρόσωπος ταυτόαιμος ταυτόσημος ταυτόφωνος ταυτόχρονος ταυτώνυμος ταφικός
|
||
ταχινός ταχτικός ταχυβόλος ταχυγραφικός ταχυδακτυλουργικός ταχυδρομικός
|
||
ταχυεργός ταχυθάνατος ταχυκίνητος ταχυκαής ταχυμετρικός ταχυπόρος ταχύγλωσσος
|
||
ταχύπλοος ταχύπορος ταχύπους ταχύρρυθμος ταχύρυθμος ταχύς ταχύτερος
|
||
ταύρειος τεζαριστός τεθνεώς τεθωρακισμένος τεκμαρτός τεκμηριωτικός
|
||
τεκτονικός τεκτοπυριτικός τελειοθηρικός τελειοποιήσιμος τελειοποιημένος
|
||
τελειωμένος τελειωτικός τελεολογικός τελεσίδικος τελεσιγραφικός τελεστικός
|
||
τελετουργικός τελευταίος τελικός τελματικός τελματόβιος τελματώδης τελολογικός
|
||
τεμπέλης τεμπέλικος τεναγώδης τενεκεδένιος τενιστικός τεντωτός τεντώσιμος
|
||
τεξανός τεράστιος τερατογονικός τερατογόνος τερατοειδής τερατολογικός
|
||
τερατώδης τερβιούχος τερεφθαλικός τερματικός τερμιτοξενία τερμιτοφιλία
|
||
τερμιτόφιλος τερνερική τερνερικός τερπνός τερψίθυμος τερψιλαρύγγιο
|
||
τερώδης τεσσαράγωνος τεσσαρακάντουνος τεσσαρακονθήμερος τεσσαρακονταετής
|
||
τεσσαρακοστός τεσσεροκάντουνος τεταγμένος τετανικός τετανοειδής τεταρταίος
|
||
τεταρτογενής τεταρτοκυκλικός τετράβαθμος τετράβιβλος τετράγκωνος τετράγλωσσος
|
||
τετράγραμμος τετράγωνος τετράδιπλος τετράδραχμος τετράεδρος τετράθυρος
|
||
τετράιχνος τετράκαννος τετράκερος τετράκιλος τετράκλαστος τετράκλιμος
|
||
τετράκλιτος τετράκλωνος τετράκνημος τετράκολπος τετράκορφος τετράκρουνος
|
||
τετράκυκλος τετράκωπος τετράλεκτος τετράλιτρος τετράλοφος τετράμετρος
|
||
τετράμοιρος τετράμορος τετράμορφος τετράξανθος τετράξονος τετράοδος τετράορος
|
||
τετράπαχος τετράπεδος τετράπηχος τετράπλαστος τετράπλατος τετράπλεθρος
|
||
τετράπλοκος τετράποδος τετράπολος τετράπορος τετράπορτος τετράπρακτος
|
||
τετράπτερος τετράπτιλος τετράπτυχος τετράπτωτος τετράπυλος τετράπυργος
|
||
τετράριθμος τετράρραβδος τετράρριζος τετράρρινος τετράρριχτος τετράρρυθμος
|
||
τετράσειρος τετράσημος τετράσκαλμος τετράστεγος τετράστερος τετράστηλος
|
||
τετράστοιχος τετράστομος τετράστοος τετράστροφος τετράστυλος τετράσχιστος
|
||
τετράσωμος τετράτεκνος τετράτομος τετράτονος τετράτροπος τετράτροχος
|
||
τετράυνος τετράφαλος τετράφατσος τετράφθαλμος τετράφορος τετράφυλλος
|
||
τετράφωνος τετράφωτος τετράχειρος τετράχηλος τετράχορδος τετράχρονος
|
||
τετράχυτρος τετράχωρος τετράψηλος τετράψιδος τετράωρος τετράωτος τετραέμβολος
|
||
τετραΰφαντος τετρααιθυλικός τετρααιθυλιούχος τετρααλογονούχος
|
||
τετρααρσενικούχος τετραβάθμιδος τετραβάλβιδος τετραβαρής τετραβορικός
|
||
τετραβρωμικός τετραβρωμιούχος τετραβρωμιωμένος τετραγράμματος τετραγωνικός
|
||
τετραδάκτυλος τετραδάχτυλος τετραδιάτικος τετραδικός τετραδύστυχος
|
||
τετραεθνής τετραετής τετραετηρικός τετραζυγής τετραζωτούχος τετραθέσιος
|
||
τετραθειούχος τετρακάμαρος τετρακάναλος τετρακέρατος τετρακέφαλος
|
||
τετρακισχίλιοι τετρακλαδικός τετρακοσιοστός τετρακτινωτός τετρακυκλικός
|
||
τετρακόρωνος τετρακόσιοι τετρακόσοι τετρακόχλιος τετρακύλινδρος τετραλεκτικός
|
||
τετραμεθυλικός τετραμεθυλιούχος τετραμεθυλιωμένος τετραμελής τετραμερής
|
||
τετραμηνιάτικος τετραμηνιαίος τετραμιγής τετρανιτρικός τετρανιτρωμένος
|
||
τετρανύκτιος τετραξονικός τετραξωνικός τετραοίδιος τετραπάλαιστος τετραπάλαμος
|
||
τετραπέδιλος τετραπέρατος τετραπέταλος τετραπήχης τετραπίστονος
|
||
τετραπερασμένος τετραπηχυαίος τετραπλάσιος τετραπλέλικος τετραπληγικός
|
||
τετραπλούς τετραπλός τετραπολικός τετραπολιτειακός τετραπρόσωπος τετραπτέρυγος
|
||
τετραπτερύγιος τετραπυρολικός τετραπόταμος τετραπύργιος τετραπύρηνος
|
||
τετρασέλιδος τετρασέπαλος τετρασθενής τετρασκελής τετρασπίθαμος τετραστάδιος
|
||
τετραστρέμματος τετρασύλλαβος τετρασώματος τετρατάξιος τετρατομικός τετραυγής
|
||
τετραφάρμακος τετραφθορικός τετραφθοριούχος τετραφτέρουγος τετραφυής
|
||
τετραφωσφορικός τετραφωσφορούχος τετραφωσφορυλικός τετραφωσφορυλιούχος
|
||
τετραχλωρικός τετραχλωριούχος τετραχορδικός τετραψήφιος τετραωνυμικός
|
||
τετραϋδροφολικός τετραϋπόστατος τετραόργυιος τετραώνυμος τετραώροφος
|
||
τεφροειδής τεφρός τεφρώδης τεχνητός τεχνικοεφοδιαστικός τεχνικός τεχνοκρατικός
|
||
τεχνολογικός τεχνοοικονομικός τεχνουργικός τεχνόμορφος τζαμένιος τζαμπέ
|
||
τζαμωτός τζαναμπέτα τζαναμπέτης τζιμάνι τζιν τζιώτικος τζούφιος τηγανητός
|
||
τηκτικός τηλαυγής τηλεγραφικός τηλεκατευθυνόμενος τηλεκινητικός τηλεμετρικός
|
||
τηλεοπτικός τηλεορασόπληκτος τηλεπαθητικός τηλεπικοινωνιακός τηλεσκοπικός
|
||
τηλεφωνικός τηλεφωτογραφικός τηλεχειριζόμενος τηνιακός τιγροειδής τιμαλφής
|
||
τιμαριωτικός τιμητικός τιμοκρατικός τιμολογιακός τιμωρητέος τιμωρητικός
|
||
τιρκουάζ τιτάνιος τιτανικός τιτανιούχος τιτλομανής τιτλούχος τμηματικός
|
||
τμητός τοιχογραφικός τοιχοκολλητός τοκογλυφικός τοκοφόρος τοκοχρεολυτικός
|
||
τομέα τομαρένιος τομεακός τομεοποιημένος τομογραφικός τονικός τονούμενος
|
||
τοξικολογικός τοξικομανής τοξικοφόρος τοξικός τοξινικός τοξινοειδής
|
||
τοξοβόλος τοξοειδής τοξοφόρος τοξωτός τοπιακός τοπικιστικός τοπικός
|
||
τοπογραφικός τοποκεντρικός τοπομαχικός τοποστατικός τοπωνυμικός τορευτικός
|
||
τορνευτικός τορνευτός τοροειδής τορπιλικός τορπιλοβλητικός τορπιλοειδής
|
||
τοσοδούλης τοσοδούλικος τοσουλάκης τοσούλης τοσούτσικος τοτεμικός
|
||
τουλουμίσιος τουρανικός τουριστικός τουρκικός τουρκμενικός τουρκογενής
|
||
τουρκομαθής τουρκομερίτης τουρκομερίτικος τουρκοπατημένος τουρκοσπορίτης
|
||
τουρκόφωνος τουρλωτός τουρτουριάρης τουφωτός τοχαρικός τούλινος τούρκικος
|
||
τράγιος τρέχων τρήση τρίβηλο τρίβηλος τρίβραχυς τρίγαμος τρίγλυφος τρίγλωσσος
|
||
τρίδιπλος τρίδυμος τρίεδρος τρίεθνος τρίκλινος τρίκλιτος τρίκλωνος τρίκορφος
|
||
τρίλεπτος τρίμερος τρίμετρος τρίμηνος τρίμορφος τρίξιμο τρίπατος τρίπλευρος
|
||
τρίπρακτος τρίπραχτος τρίριχτος τρίσβαθος τρίσημος τρίστηλος τρίστιχος
|
||
τρίτομος τρίτροχος τρίφυλλος τρίφωνος τρίχινος τρίχορδος τρίχρονος τρίχρωμος
|
||
τραβεστί τραβηχτικός τραβηχτός τραγίσιος τραγανιστός τραγανός τραγελαφικός
|
||
τραγοειδής τραγοπόδαρος τραγοπώγων τραγουδιστικός τραγουδιστός τραγόμορφος
|
||
τρακαδόρικος τρακικοκωμικός τρακτερωτός τραμπουκικός τραμπούκικος τρανς
|
||
τρανσεξουαλικός τρανσπαράν τρανταχτός τρανός τραπατσούλης τραπεζικός
|
||
τραπεζιτικός τραπεζοασφαλιστικός τραπεζοειδής τραπεζομεσιτικός
|
||
τραπεζόεδρος τραυλός τραυλός τραυματικός τραυματολογικός τραχειακός
|
||
τραχειοτομικός τραχηλάτος τραχηλιαίος τραχηλικός τραχηλισμός τραχωματικός
|
||
τραχύς τραχύφωνος τρεις τρελούτσικος τρελός τρεμάμενος τρεμουλιάρης
|
||
τρεμουλιαστός τρεχάμενος τρεχάτος τρεχούμενος τρηματώδης τριάρμενος τριήμερος
|
||
τριαδικός τριαινοειδής τριακονθήμερος τριακονταετής τριακονταπλάσιος
|
||
τριακοσιοπλάσιος τριακοσιοστός τριακόσιοι τριακόσοι τριανδρικός τριαντάρης
|
||
τριανταφυλλένιος τριανταφυλλής τριανταφυλλί τριβρωμιούχος τριβόμενος τριγενής
|
||
τριγλώχινος τριγυρινός τριγωνικός τριγωνομετρικός τριεθνής τριετής τριζάτος
|
||
τρικάταρτος τρικέφαλος τρικαλινός τρικαλιώτικος τρικατάληκτος τρικινητήριος
|
||
τρικομματικός τρικούβερτος τρικυμιώδης τρικόρυφος τριλεκτικός τριμελής
|
||
τριμηνιαίος τριούσιος τριπάλαιστος τριπάλαστος τριπίθαμος τριπαλαιστιαίος
|
||
τριπλέλικος τριπλούς τριπλός τριπλότυπος τριπολικός τριπολιτσιώτικος
|
||
τρισάγιος τρισάθλιος τρισέγγονος τρισέλιδος τρισένδοξος τρισαποτελούμενος
|
||
τρισδιάστατος τρισευγενικός τρισευδαίμων τρισευτυχισμένος τρισεύγενος
|
||
τρισκότεινος τρισμέγιστος τρισμακάριστος τρισπήλαιος τρισπίθαμος
|
||
τρισυπόστατος τρισχειρότερος τρισχιδής τρισχιλιετής τρισόλβιος τρισύλλαβος
|
||
τριταίος τριτοβάθμιος τριτογενής τριτοετής τριτοκοσμικός τριτοπρόσωπος
|
||
τριτότοκος τριφασικός τριφτός τριφυλλόσχημος τριφωσφορυλικός τριφωσφορυλιούχος
|
||
τριχτός τριχωτός τριψήφιος τριώνυμος τριώροφος τρομακτικός τρομαχτικός
|
||
τρομοκρατικός τρομώδης τροπαιοφόρος τροπαιούχος τροπιδοειδής τροπικός
|
||
τρουλαίος τρουλλωτός τρουλοσκεπής τρουλωτός τροφαντός τροφικός τροφιμογενής
|
||
τροφολογικός τροχήλατος τροχαίος τροχαϊκός τροχιακός τροχιοδεικτικός
|
||
τροχοειδής τροχοφόρος τρυγλοδυτικός τρυπανοφόρος τρυπητός τρυπιοχέρης τρυφερός
|
||
τρωαδίτικος τρωαδικός τρωγλοδυτικός τρωικός τρωκτικός τρωτός τρόμπας τρύπιος
|
||
τσέτουλος τσέχικος τσίγκινος τσίλικος τσίτσιδος τσίφτικος τσαγανός τσαγκός
|
||
τσακιστός τσακωνικός τσακωτός τσακώνικος τσαμπατζής τσαμπουκαλίδικος τσαπαρλής
|
||
τσαπατσούλικος τσαρικός τσαχπίνης τσαχπίνικος τσεκουράτος τσευδός τσεχικός
|
||
τσεχοσλοβακικός τσιγαρισμένος τσιγαριστός τσιγγάνικος τσιγγούνης τσιγγούνικος
|
||
τσιγκούνικος τσικνισμένος τσιλιγκρός τσιμέντινος τσιμεντένιος τσιμενταρισμένος
|
||
τσιμπλιάρικος τσινιάρης τσιπλάκης τσιριγώτικος τσιριχτός τσιρλιάρης τσιτωτός
|
||
τσιφούτικος τσολιάδικος τσολιαδίστικος τσουρουφλιστός τσουρούκης τσουρούτικος
|
||
τσόχινος τυλιχτός τυλοφθόρος τυλώδης τυμπανιαίος τυμπανικός τυμπανογραφικός
|
||
τυνησιακός τυπικός τυπογραφικός τυποκλοπικός τυποκτόνος τυπολατρικός
|
||
τυπωτικός τυραννικός τυροκομικός τυροφάγος τυρρηνικός τυρφώδης τυφικός
|
||
τυφλός τυφοειδής τυχάρπαστος τυχαίος τυχοδιωκτικός τυχοδιωχτικός τυχών τωρινός
|
||
τόπλες τότε τόφαλος υάλινος υαλικός υαλογραφικός υαλοειδής υαλοσκεπής
|
||
υαλουργικός υαλουρονικός υαλωτός υαλόφρακτος υαλόφραχτος υαλώδης υβρεοφοβικός
|
||
υβριστικός υβός υγειονομικός υγιέστατος υγιής υγιεινός υγράλατος υγραεριοφόρος
|
||
υγρομετρικός υγροποιήσιμος υγροποιητικός υγροσκοπικός υγρόληκτος υγρόληχτος
|
||
υγρόφιλος υδάτινος υδαρής υδαταγωγός υδατικός υδατογραφικός υδατοδιαλυτός
|
||
υδατομετρικός υδατοσκοπικός υδατοστεγής υδατώδης υδραίικος υδραιμικός
|
||
υδραργυρούχος υδραυλικός υδρενεργειακός υδρευτικός υδροβιολογικός
|
||
υδρογονοκίνητος υδρογονούχος υδρογραφικός υδροδιαλυτός υδροδοτικός
|
||
υδροηλεκτρικός υδροθειικός υδροθειούχος υδροθεραπευτικός υδροθερμικός
|
||
υδροκίνητος υδροκεφαλικός υδροκηλικός υδροκριτικός υδροκυανικός υδρολογικός
|
||
υδρονομικός υδροπνευματικός υδροπονικός υδροσκοπικός υδροστατικός υδροστεγής
|
||
υδροτροπικός υδροφθορικός υδροφοβικός υδροφόρος υδροχαρής υδροχλωρικός
|
||
υδρωπικός υδρόβιος υδρόγειος υδρόφιλος υδρόφοβος υδρόχαρος υδρόψυκτος υιικός
|
||
υλικός υλιστικός υλοζωικός υλοποιήσιμος υλοτομικός υμενικός υμενοειδής
|
||
υμνητικός υμνογραφικός υμνολογικός υοειδής υπάλληλος υπάρξιμος υπέγγυος
|
||
υπέργειος υπέργηρος υπέρθερμος υπέρθυρος υπέρκαλος υπέρλαμπρος υπέρλεπτος
|
||
υπέρμαχος υπέρμετρος υπέρογκος υπέροχος υπέρπυκνος υπέρσοφος υπέρτατος
|
||
υπέρτονος υπέρυθρος υπέρφορτος υπήνεμος υπαίθριος υπαίτιος υπαγορευτικός
|
||
υπακτικός υπαλληλικός υπανάπτυκτος υπαρκτικός υπαρκτός υπαρξιακός υπαρξιστικός
|
||
υπεδάφιος υπεναντίος υπεξούσιος υπεράγαθος υπεράνθρωπος υπεράξιος υπεράριθμος
|
||
υπερένδοξος υπερήλικος υπερήλιξ υπερήμερος υπερήφανος υπερήψυλος υπεραγία
|
||
υπεραισθητικός υπεραιωνόβιος υπερακραίος υπεραλμυρός υπεραναλυτικός
|
||
υπεραρκετός υπερασπίσιμος υπερασπιστικός υπεραστικός υπερατλαντικός
|
||
υπεραυτόματος υπερβέβαιος υπερβαρύς υπερβατικός υπερβατός υπερβιταμινούχος
|
||
υπερβόρειος υπεργεωγραφικός υπεργλυκαιμικός υπερδεξιός υπερδισύλλαβος
|
||
υπερεκλεκτικός υπερεκτεταμένος υπερεξοπλισμένος υπερεπαρκής υπερευαίσθητος
|
||
υπερηχογραφικός υπερθεμελιωδέστατος υπερθετικός υπεριστορικός υπεριώδης
|
||
υπερκανονικός υπερκειμενικός υπερκινητικός υπερκομματικός υπερκονδύλιος
|
||
υπερμέτρωψ υπερμεγέθης υπερμοντέρνος υπερογδοντάχρονος υπεροπτικός
|
||
υπερουράνιος υπερούσιος υπερπλήρης υπερπολυτελής υπερπροσοντούχος
|
||
υπερπόντιος υπερρεαλιστικός υπερσιβηρικός υπερσυγκεντρωτικός υπερσυμβατικός
|
||
υπερσυμπαντικός υπερσυντηρητικός υπερσύγχρονος υπερτέλειος υπερτασικός
|
||
υπερτοπικός υπερτραφής υπερτροφικός υπερτυχερός υπερυδροφοβικός υπερυδρόφοβος
|
||
υπερφίαλος υπερφαλαγγίζων υπερφυής υπερφυσικός υπερφωσφορικός υπερφωτονικός
|
||
υπερωκεάνιος υπερωριακός υπερώιος υπερώριμος υπεύθυνος υπηρεσιακός υπναλέος
|
||
υπνοβατικός υπνολογικός υπνοφόρος υπνωτιστικός υποαλλεργικός υποατομικός
|
||
υποβαθμιστικός υποβλητικός υποβοηθητικός υποβολιμαίος υποβρυχιακός υποβρύχιος
|
||
υπογειωμένος υπογλυκαιμικός υπογλυκαιμικός υπογλώσσιος υπογνάθιος υπογόνιμος
|
||
υποδεέστερος υποδειγματικός υποδερμικός υποδόριος υποευτηκτοειδής υποθαλάμιος
|
||
υποθερμικός υποθετικός υποθηκευμένος υποθηκεύσιμος υποθηκικός υποκίτρινος
|
||
υποκείμενος υποκειμενικός υποκινήσιμος υποκινητικός υποκλείδιος υποκλινικός
|
||
υποκριτικός υποκύανος υπολειμματικός υπολειπόμενος υπολειτουργών υπολειφθής
|
||
υπολογιστικός υπομάζιος υπομικροσκοπικός υπομνηματικός υπομνηστικός
|
||
υπομονητικός υπονομευτικός υπονοούμενος υποουλικός υποπολλαπλάσιος υποσέλιδος
|
||
υποσελίδιος υποσημειακός υποστασιακός υποστατικός υποστηρικτικός υποστυλωτικός
|
||
υποσχετικός υποτακτικός υποτασικός υποταχτικός υποτελής υποτιμητικός
|
||
υποτροπιάζων υποτροπικός υποτυπώδης υπουργήσιμος υπουργικός υποφερτός
|
||
υποχείριος υποχθόνιος υποχλωριώδης υποχονδριακός υποχοντριακός υποχρεωτικός
|
||
υποχόνδριος υποχόντριος υποψήφιος υπωρόφιος υπόγειος υπόγλυκος υπόδικος
|
||
υπόθερμος υπόκαυστος υπόκωφος υπόλευκος υπόλογος υπόλοιπος υπόξανθος υπόξινος
|
||
υπόπυκνος υπόρρητος υπόσκαφος υπόσπονδος υπόστροφος υπόστυλος υπότονος
|
||
υπότροφος υπόφαιος υπόχρεος υπόχρεως υπόχρυσος υπόψυχρος υστεραίος υστερικός
|
||
υστερνός υστεροβυζαντινός υστερογενής υστεροελλαδικός υστερομεσαιωνικός
|
||
υστερόβουλος υστερότοκος υστερόχρονος υφάλμυρος υφέρπων υφέσιμος υφαντικός
|
||
υφαντουργικός υφαντός υφασμάτινος υφασματικός υφεσιακός υφηγητικός υψίκορμος
|
||
υψίφωνος υψηλόβαθμος υψηλόκορμος υψηλόμισθος υψηλός υψηλόσωμος υψηλότερος
|
||
υψηλόφωνος υψιπέτης υψιπετής υψιπετής υψιτενής υψομετρικός υψοφοβικός φάλτσος
|
||
φέρελπις φίλαθλος φίλανδρος φίλαρχος φίλαυτος φίλεργος φίλερις φίλιος φίλιππος
|
||
φίλτατος φίλυδρος φίλυπνος φίνος φίσκα φαβιανός φαγάδικος φαγανός φαγεδαινικός
|
||
φαγεσωρογόνος φαγοκυτταρικός φαγώσιμος φαεινός φαιδρολόγος φαιδρυντικός
|
||
φαινολικός φαινομενικός φαινομενολογικός φαιοκίτρινος φαιοχίτων φαιός
|
||
φακιδιάρης φακιρικός φακοειδής φαλαγγίτικος φαλαγγιτικός φαλαινοειδής
|
||
φαλακρός φαληρικός φαληριώτικος φαλλικός φαλλοκρατικός φαλλομορφικός
|
||
φαλλόσχημος φαλτσαριστός φαναριώτικος φανατικός φανατισμένος φανελένιος
|
||
φανερόγαμος φανερός φανταγμένος φανταιζί φανταρίστικος φαντασιακός
|
||
φαντασιόπληκτος φαντασιόπληχτος φαντασιώδης φαντασμένος φαντασμαγορικός
|
||
φανταχτερός φανταχτός φαντεζί φαντός φανφαρονίστικος φαραγγώδης φαραωνικός
|
||
φαρδουλός φαρδύς φαρδύτερος φαρικός φαρισαϊκός φαρμακερός φαρμακευτικός
|
||
φαρμακογνωστικός φαρμακοδυναμικός φαρμακοεπιδεσμικός φαρμακοκινητικός
|
||
φαρμακομανής φαρμακομύτης φαρμακοτεχνικός φαρμακόγλωσσος φαρμακώδης
|
||
φαρυγγικός φαρφουρένιος φασάτος φασίζων φασαριόζικος φασαριόζος φασικός
|
||
φασιστοειδής φασκιωμένος φασματικός φασματοσκοπικός φασματοφωτομετρικός
|
||
φατνιακός φατνωτός φατριακός φατριαστικός φαυλεπίφαυλος φαυλοκρατικός
|
||
φαφλατάδικος φαφούτικος φαύλος φαύνος φεβρουαριάτικος φεβρουαριανός
|
||
φεγγαρίσιος φεγγαριάτικος φεγγαροντυμένος φεγγαροπρόσωπος φεγγαροστολισμένος
|
||
φεγγαρόλουστος φεγγαρόφωτος φεγγερός φεγγοβόλος φεγγριστός φειδιακός φειδωλός
|
||
φελιαστός φελλάτος φελλένιος φελλωτός φελλώδης φελπένιος φελπεδένιος
|
||
φενακιστικός φεντεραλιστικός φεουδαλικός φεουδαρχικός φερέγγυος φερέοικος
|
||
φερώνυμος φετινός φετιχικός φετιχιστικός φευγάτος φευγαλέος φευκτός
|
||
φθαλικός φθαρτικός φθαρτός φθειρικός φθειροκτόνος φθηνιάρικος φθηνούτσικος
|
||
φθινοπωριάτικος φθινοπωρινός φθισικός φθογγικός φθογγογραφικός φθογγολογικός
|
||
φθορίζων φθοριούχος φθοριωμένος φθοροποιός φιαλοειδής φιαλωτός φιγουράτος
|
||
φιδένιος φιδίσιος φιδωτός φιλάλληλος φιλάνθρωπος φιλάργυρος φιλάρεσκος
|
||
φιλάσθενος φιλέκδικος φιλέορτος φιλέραστος φιλέρημος φιλήδονος φιλήκοος
|
||
φιλίστωρ φιλαλήθης φιλανδέζικος φιλανδικός φιλανθρωπικός φιλαπόδημος
|
||
φιλειρηνιστικός φιλεκπαιδευτικός φιλελεύθερος φιλελληνικός φιλεπιστήμων
|
||
φιλεύσπλαγχνος φιλεύσπλαχνος φιλικός φιλιππικός φιλιωμένος φιλμικός
|
||
φιλοαγροτικός φιλοβαλκανικός φιλοβασιλικός φιλοδίκαιος φιλοδασικός φιλοδυτικός
|
||
φιλοζωικός φιλοθεάμων φιλοκατήγορος φιλοκερδής φιλοκυβερνητικός φιλολακωνικός
|
||
φιλολογικός φιλομαθής φιλομειδής φιλοπερίεργος φιλοπεριβαλλοντικός φιλοπράγμων
|
||
φιλοπόλεμος φιλοσοβιετικός φιλοσοφημένος φιλοσοφικός φιλοτελής φιλοτελικός
|
||
φιλοτουρκικός φιλοφρονητικός φιλοχρήματος φιλτραρισμένος φιλωτίτικος φιλόδικος
|
||
φιλόζωος φιλόθεος φιλόθρησκος φιλόκαλος φιλόκροτος φιλόμουσος φιλόνομος
|
||
φιλόπατρις φιλόπονος φιλόπρωτος φιλόπτωχος φιλόστοργος φιλότεκνος φιλότεχνος
|
||
φιλόφρων φιλόχριστος φιλόψογος φιλόψυχος φιλύποπτος φιμέ φινετσάτος
|
||
φινλανδικός φιννικός φιξ φιστικής φιστικωμένος φκιασιδωμένος φλαμανδικός
|
||
φλασκωτός φλεβαριάτικος φλεβικός φλεβοκομβικός φλεβοτομικός φλεβώδης
|
||
φλεγματώδης φλεγμονικός φλεγμονώδης φλογάτος φλογερός φλογιστικός φλογοβόλος
|
||
φλογωτικός φλογόλευκος φλογώδης φλοιακός φλοιικός φλοιώδης φλοκάτος φλοκιαστός
|
||
φλοράλ φλου φλουδερός φλυκταινώδης φλωρεντινός φλωρινιώτικος φλωροκαπνισμένος
|
||
φλύαρος φοβερός φοβητσιάρης φοβητσιάρικος φοβικός φοιβόληπτος φοινικικός
|
||
φοιτητικός φολιδωτός φολκλορικός φονικός φορειοφόρος φορετός φορητός
|
||
φοροδοτικός φοροεισπρακτικός φοροελεγκτικός φορολογήσιμος φορολογητέος
|
||
φορομπηχτικός φοροτελής φοροτεχνικός φορσέ φορτηγός φορτικός φορτσάτος
|
||
φορτωτικός φουκαριάρης φουκαριάρικος φουλ φουλαριστός φουντωτός φουριόζικος
|
||
φουρνιστός φουρνιώτικος φουσκομάγουλος φουσκωτός φουτουριστικός φράγκικος
|
||
φρέσκος φραντσέζικος φραξιονιστικός φρασεολογικός φραστικός φρεζάτος φρενήρης
|
||
φρενικός φρενιτικός φρενιτιώδης φρενοβλαβής φρενολογικός φρενοπαθής
|
||
φρεσκοβαμμένος φρεσκογυαλισμένος φρεσκοκομμένος φρεσκοπασαλειμμένος
|
||
φρεσκοψημένος φρικαλέος φρικιαστικός φρικτός φρικώδης φριχτός φρονηματιστικός
|
||
φρουριακός φροϋδικός φρούδος φρυγανισμένος φρυγανώδης φρυγικός φρυδάτος
|
||
φρόνιμος φτενός φτενόφλουδος φτεροπόδαρο φτεροπόδαρος φτερωτός φτηνιάρικος
|
||
φτηνός φτιασιδωμένος φτιαστός φτιαχτός φτυστός φτωχικός φτωχομεσαίος
|
||
φτωχούλα φτωχούλης φτωχούτσικος φτωχός φτωχότερος φυγοκεντρικός φυγοπόλεμος
|
||
φυγόκοσμος φυγόμαχος φυγόποινος φυγόπονος φυκόστρωτος φυλακτικός φυλετικός
|
||
φυλλοειδής φυλλοξηρικός φυλλοπυριτικός φυλλοσκεπής φυλλοστρωμένος φυλλοφάγος
|
||
φυλλώδης φυλογενετικός φυλογονικός φυμέ φυματικός φυματιολογικός φυματιώδης
|
||
φυρός φυσητικός φυσητός φυσικοθεραπευτικός φυσικομαθηματικός φυσικοχημικός
|
||
φυσιογνωμικός φυσιογνωστικός φυσιογραφικός φυσιοδιφικός φυσιοθεραπευτικός
|
||
φυσιολατρικός φυσιολογικός φυτευτικός φυτευτός φυτικός φυτογεωγραφικός
|
||
φυτολογικός φυτοπαθολογικός φυτοτεχνικός φυτοφάγος φυτοφαγικός φυτρωτικός
|
||
φωνακλάς φωνακλού φωνακλούδικο φωναχτός φωνηεντικός φωνηεντόληκτος φωνηματικός
|
||
φωνητικός φωνογραφικός φωνοκινητικός φωνοληπτικός φωνολογικός φωνομετρικός
|
||
φωστηρικός φωσφορίζων φωσφοριζέ φωσφορικός φωσφορομολυβδαινικός φωσφορούχος
|
||
φωσφορυλιούχος φωταγωγικός φωτεινός φωτεινότερος φωτερός φωτιοκαμένος
|
||
φωτοακουστικός φωτοαντιγραφικός φωτοβολταϊκό φωτοβολταϊκός φωτοβόλος φωτογενής
|
||
φωτογραφικός φωτογόνος φωτοδιαπερατός φωτοευαίσθητος φωτοευπαθής
|
||
φωτοκαταλυτικός φωτομετρικός φωτομηχανικός φωτοοπτικός φωτορεαλιστικός
|
||
φωτοτηλεγραφικός φωτοτυπικός φωτοφανής φωτοφοβικός φωτοφόρος φωτοχημικός
|
||
φωτόφοβος χάλκινος χάρτινος χάσικος χέρσος χίλιοι χίπικος χαβανέζικος χαδιάρης
|
||
χαζοβιόλης χαζοχαρούμενος χαζούλης χαζός χαιρέκακος χαιρετιστήριος
|
||
χαλαζόπληχτος χαλαρωτικός χαλαρός χαλδαϊκός χαλεπός χαλικερός χαλικοστρωμένος
|
||
χαλικόστρωτος χαλικώδης χαλκέντερος χαλκευτικός χαλκιδιώτικος χαλκογραφικός
|
||
χαλκοπλαστικός χαλκοπράσινος χαλκοπόδαρος χαλκοστρωμένος χαλκοτυπικός
|
||
χαλκοφόρος χαλκούς χαλκούχος χαλκωματένιος χαλκόδετος χαλκόξανθος χαλκόστρωτος
|
||
χαλύβδινος χαμάλικος χαμερπής χαμηλοβλέφαρος χαμηλοθώρα χαμηλοθώρης
|
||
χαμηλοτάκουνος χαμηλούτσικος χαμηλόβαθμος χαμηλόμισθος χαμηλόρρυθμος χαμηλός
|
||
χαμηλόφωνος χαμιτικός χαμογελαστός χαναανικός χαναανιτικός χανιώτικος
|
||
χαοτικός χαρίεις χαρακτηριστικός χαρακτικός χαρακωτός χαραμοφάγος χαρισάμενος
|
||
χαριστικός χαριτολόγος χαριτόβρυτος χαριτόμορφος χαριτόπλαστος χαρμόσυνος
|
||
χαρτένιος χαρτεμπορικός χαρτζιλικωμένος χαρτογραφικός χαρτομανής
|
||
χαρτοπαιχτικός χαρτοσημασμένος χαρτόδετος χαρτώος χαρωπός χασάπικος χασεδένιος
|
||
χασμουριάρης χατιρικός χαυνωτικός χαχόλικος χαϊδευτικός χαύνος χαώδης
|
||
χειλεόφωνος χειλικός χειλοδοντικός χειλόφωνος χειμέριος χειμαρρώδης χειμερινός
|
||
χειμωνικός χειράφετος χειραγωγήσιμος χειραλικός χειριδωτός χειριστικός
|
||
χειρογραφικός χειροδύναμος χειροκίνητος χειροπιαστός χειροποίητος
|
||
χειροτονημένος χειρουργήσιμος χειρουργικός χειρωνακτικός χειρόγραφος
|
||
χελίσιος χελωνίσιος χελωνιάρης χελωνοειδής χεροδύναμος χεροκάμωτος χερουβικός
|
||
χετιτικός χηλοειδής χημειοθεραπευτικός χημειοσυνθετικός χημικοθεραπευτικός
|
||
χημικός χηνίσιος χηράμενος χηρευάμενος χηρεύων χθαμαλός χθεσινοβραδινός
|
||
χθόνιος χιαστός χιλιάκριβος χιλιάρικος χιλιανός χιλιαπλάσιος χιλιοειπωμένος
|
||
χιλιοφορεμένος χιλιοχρονίτικος χιλιόφωνος χιλιόχρονος χιμαιρικός
|
||
χιονάτος χιονένιος χιονοβόλος χιονοδρομικός χιονοσκέπαστος χιονοσκεπής
|
||
χιονόλευκος χιονόμαλλος χιονώδης χιουμοριστικός χιτλερικός χιόνι χιώτικος
|
||
χλεμπονιάρης χλεμπονιασμένος χλευασμένος χλευαστικός χλιαρός χλιδάτος χλιος
|
||
χλομός χλωμός χλωρικός χλωριούχος χλωροφορμικός χλωρός χνουδάτος χνουδερός
|
||
χοίρειος χοίρινος χοανοειδής χοηφόρος χοιραδικός χοιρινός χολαιμικός
|
||
χολερικός χολερόβλητος χοληδόχος χοληφόρος χολιαστικός χολιγουντιανός χολικός
|
||
χονδρεμπορικός χονδρικός χονδροειδής χονδροπεταλωμένος χονδροποιός χονδρός
|
||
χοντραλεσμένος χοντρικός χοντροαλεσμένος χοντρογούρουνο χοντροδουλεμένος
|
||
χοντροκαύκαλος χοντροκομμένος χοντροκόκαλος χοντροκώλα χοντρομπαλάς
|
||
χοντρουλός χοντροφτιαγμένος χοντρούλης χοντρούτσικος χοντρόκοκκος χοντρόμυαλος
|
||
χοντρός χοντρόφλουδος χοντρόφωνος χορειακός χορευτικός χορευτός χορηγητικός
|
||
χορικός χοριοειδής χορογραφικός χοροπηδηχτός χοροστατικός χοροστατών χορτάτος
|
||
χορταστικός χορτοκοπτικός χορτολιβαδικός χορτοφάγος χορωδιακός χουλιγκανικός
|
||
χουντικός χουντοβασιλικός χουχουλιάρης χουχουλιάρικος χοϊκός χούρδος χρήσιμος
|
||
χρεοκοπικός χρεωλυτικός χρεωστικός χρηματικός χρηματισμένος χρηματιστηριακός
|
||
χρηματοδοτικός χρηματοκαπιταλιστικός χρηματολογικός χρηματοοικονομικός
|
||
χρησάμενος χρησιμοθηρικός χρησιμοκρατικός χρησιμοποιήσιμος χρησμολόγος
|
||
χρηστήριος χρηστικός χρηστοήθης χρηστός χριστεπώνυμος χριστιανικός
|
||
χριστουγεννιάτικος χριστός χρονίζων χρονιάρης χρονιάρικος χρονιάτικος χρονικός
|
||
χρονογραφικός χρονολογικός χρονομεριστικός χρονομετρικός χρονορρυθμιστικός
|
||
χρυσαφένιος χρυσαφής χρυσελεφάντινος χρυσεπίβαπτος χρυσοΰφαντος χρυσοθηρικός
|
||
χρυσοκίτρινος χρυσοκόκκινος χρυσοκόλλητος χρυσομάλλης χρυσομάλλικος
|
||
χρυσοποίκιλτος χρυσοποικιλτικός χρυσοπράσινος χρυσοπόρφυρος χρυσοστεφάνωτος
|
||
χρυσοστόλιστος χρυσοφόρος χρυσοχοϊκός χρυσωπός χρυσωτικός χρυσωτός χρυσόδετος
|
||
χρυσόμαλλος χρυσόξανθος χρυσόπλεχτος χρυσός χρυσόφτερος χρυσόφωνος χρωματικός
|
||
χρωματιστός χρωματογόνος χρωματοφόρος χρωμικός χρωμιούχος χρωμογόνος
|
||
χρωμολιθογραφικός χρωμοσφαιρικός χρωμοσωμικός χρωμοφόρος χρως χρωστικός
|
||
χτίκιασμα χτεσινοβραδινός χτεσινός χτικιάρης χτικιάρικος χτιστός χτυπητός
|
||
χυδαιόγλωσσος χυλώδης χυμογόνος χυμώδης χυτός χωλός χωμάτινος χωματένιος
|
||
χωνευτικός χωνευτός χωνοειδής χωρητικός χωριάτικος χωρικός χωριστικός χωριστός
|
||
χωρονομικός χωροταξικός χωροφυλακίστικος χωστός χόνδρινος ψάθινος ψαθυρός
|
||
ψαλιδισμένος ψαλιδιστός ψαλιδοειδής ψαλιδωτός ψαλμικός ψαλμωδικός ψαλτικός
|
||
ψαμμιακός ψαμμιτικός ψαμμόφιλος ψαμμώδης ψαράδικος ψαρικός ψαροφάγος ψαρωτικός
|
||
ψαρός ψαφαρός ψαχνός ψαχουλευτός ψεδνός ψειριάρης ψειριάρικος ψεκτός ψελλός
|
||
ψεσινός ψευδής ψευδαισθητικός ψευδαληθής ψευδανθρακικός ψευδαργυρικός
|
||
ψευδαρμόνιος ψευδεπίγραφος ψευδεπιστημονικός ψευδοδιλημματικός
|
||
ψευδολόγιος ψευδολόγος ψευδοπαράλληλος ψευδοσοφικός ψευδοτυχαίος ψευδόθεος
|
||
ψευδόφιλος ψευδώνυμος ψευτολόγιος ψευτοφαγωμένος ψεύδορκος ψεύτικος ψηλαφητός
|
||
ψηλοκρεμαστός ψηλομύτης ψηλοτάβανος ψηλοτάκουνος ψηλόλιγνος ψηλόπλωρος
|
||
ψηλός ψηλόσωμος ψηλότερος ψητός ψηφιακός ψηφιδοφόρος ψηφιδωτός ψηφοθηρικός
|
||
ψιλοάθεος ψιλοκαμωμένος ψιλοκομμένος ψιλωτικός ψιλός ψιλόφλουδος ψιχαλιστός
|
||
ψιψιριάρης ψοφοδεής ψοφώδης ψυγείο ψυγμένος ψυκτικός ψυχαγωγικός
|
||
ψυχαναληπτικός ψυχαναλυτικός ψυχανώμαλος ψυχασθενής ψυχασθενικός ψυχεδελικός
|
||
ψυχιατροδικαστικός ψυχικάρης ψυχικός ψυχοαναληπτικός ψυχοβιολογικός ψυχοβλαβής
|
||
ψυχογενής ψυχογενετικός ψυχογραφικός ψυχοδιαγνωστικός ψυχοδιανοητικός
|
||
ψυχοδραματικός ψυχοδραστικός ψυχοδυναμικός ψυχοθεραπευτικός ψυχοκινητικός
|
||
ψυχοκοινωνιολογικός ψυχοκτόνος ψυχοληπτικός ψυχολογικός ψυχομετρικός
|
||
ψυχονοητικός ψυχοπαθής ψυχοπαθολογικός ψυχοπαιδαγωγικός ψυχοπλάνος
|
||
ψυχοπνευματικός ψυχοπονιάρης ψυχοπονιάρικος ψυχοσωματικός ψυχοσωτήριος
|
||
ψυχοτονικός ψυχοτρόπος ψυχοφθόρος ψυχοφυσικός ψυχοφυσιολογικός ψυχοχημικός
|
||
ψυχραμένος ψυχραντικός ψυχρομετρικός ψυχροπολεμικός ψυχρούτσικος ψυχρόαιμος
|
||
ψυχρόφιλος ψυχτικός ψυχωσικός ψυχωτικός ψυχωφελής ψυχόπονος ψωραλέος ψωριάρης
|
||
ψωριασικός ψωροειδής ψωροπερήφανος ψωροφιλότιμος ψόφιος ψύχραιμος ωαγωγικός
|
||
ωθητικός ωκεάνιος ωκεανογραφικός ωκεανολογικός ωκεανοπλοϊκός ωκυτόκιος
|
||
ωκύπους ωκύπτερος ωλεκράνιος ωλεκρανικός ωλενικός ωμιαίος ωμικός ωμοβόρος
|
||
ωμοφάγος ωμός ωογόνος ωοειδής ωοζωοτόκος ωοθηκικός ωοτόκος ωοφάγος ωοφόρος
|
||
ωραιοπαθής ωραιόπαθος ωραιόπλουμος ωραιότατος ωραιότερος ωριαίος ωρισμένος
|
||
ωριός ωρολογιακός ωρολόγιος ωρομίσθιος ωσμωτικός ωστικός ωτακουστικός
|
||
ωτιαίος ωτικός ωτοειδής ωτολογικός ωτορινολαρυγγολογικός ωφέλιμος
|
||
ωφελιμοθηρικός ωχρινοτρόπος ωχροκίτρινος ωχροκόκκινος ωχρομέλας ωχροπρόσωπος
|
||
ωχρόλευκος ωχρός ωχρόφαιος ωώδης όλβιος όλκιμος όλος όμαιμος όμβριος όμοιος
|
||
όμορφος όνειος όξινος όρθιος όσιος όφκαιρος όψια όψιμος ύπανδρος ύπατος
|
||
ύπουλος ύπτιος ύστατος ύστερος ύψιστος ώριμος ώριος ἀγκυλωτός ἀκαταμέτρητος
|
||
ἄπειρος ἄτροπος ἐλαφρός ἐνεστώς ἐνυπόστατος ἔναυλος ἥττων ἰσχυρός ἵστωρ
|
||
""".split()
|
||
)
|