2018-07-18 16:51:38 +00:00
|
|
|
|
# coding: utf8
|
|
|
|
|
from __future__ import unicode_literals
|
💫 Tidy up and auto-format .py files (#2983)
<!--- Provide a general summary of your changes in the title. -->
## Description
- [x] Use [`black`](https://github.com/ambv/black) to auto-format all `.py` files.
- [x] Update flake8 config to exclude very large files (lemmatization tables etc.)
- [x] Update code to be compatible with flake8 rules
- [x] Fix various small bugs, inconsistencies and messy stuff in the language data
- [x] Update docs to explain new code style (`black`, `flake8`, when to use `# fmt: off` and `# fmt: on` and what `# noqa` means)
Once #2932 is merged, which auto-formats and tidies up the CLI, we'll be able to run `flake8 spacy` actually get meaningful results.
At the moment, the code style and linting isn't applied automatically, but I'm hoping that the new [GitHub Actions](https://github.com/features/actions) will let us auto-format pull requests and post comments with relevant linting information.
### Types of change
enhancement, code style
## Checklist
<!--- Before you submit the PR, go over this checklist and make sure you can
tick off all the boxes. [] -> [x] -->
- [x] I have submitted the spaCy Contributor Agreement.
- [x] I ran the tests, and all new and existing tests passed.
- [x] My changes don't require a change to the documentation, or if they do, I've added all required information.
2018-11-30 16:03:03 +00:00
|
|
|
|
|
|
|
|
|
PARTICIPLES = set(
|
|
|
|
|
"""
|
2018-07-18 16:51:38 +00:00
|
|
|
|
έρποντας έχοντας αβανιάζοντας αβγατισμένος αγαπημένος αγαπώντας αγγίζοντας
|
|
|
|
|
αγγιγμένος αγιασμένος αγιογραφώντας αγιοποιημένος αγιοποιώντας αγκαζαρισμένος
|
|
|
|
|
αγκιστρωμένος αγκυλωμένος αγκυροβολημένος αγλακώντας αγνοημένος αγνοούμενος
|
|
|
|
|
αγνωμονώντας αγοράζοντας αγορασμένος αγραυλώντας αγριεμένος αγριεύοντας
|
|
|
|
|
αγριοκοιτώντας αγρυπνισμένος αγχωμένος αδειασμένος αδελφωμένος αδιαθετώντας
|
|
|
|
|
αδικημένος αδικοπραγώντας αδρανοποιημένος αδυνατίζοντας αδυνατισμένος
|
|
|
|
|
αηδιασμένος αηδονολαλώντας αθλοθετώντας αθλούμενος αθροίζοντας αθροισμένος
|
|
|
|
|
αθωωμένος αιμάσσων αιματοβαμμένος αιματοβρεγμένος αιματοκυλισμένος
|
|
|
|
|
αινώντας αισθηματολογώντας αισθητοποιώντας αισχρολογώντας αισχυνόμενος
|
|
|
|
|
αιτούμενος αιτώντας αιφνιδιασμένος αιχμαλωτισμένος αιωρούμενος ακαθέλκυστος
|
|
|
|
|
ακινητοποιημένος ακινητώντας ακολουθούμενος ακονίζοντας ακονισμένος
|
|
|
|
|
ακουμπώντας ακουσμένος ακριβολογώντας ακριβοπληρωμένος ακριβοπουλημένος
|
|
|
|
|
ακροβολισμένος ακροπατώντας ακρωτηριασμένος ακτινοβολώντας ακτινογραφώντας
|
|
|
|
|
ακυρωθείς ακυρωμένος αλαλιασμένος αλατισμένος αλαφιασμένος αλαφρωμένος
|
|
|
|
|
αλειμμένος αλεσμένος αλευρογυρισμένος αλευροποιώντας αλησμονώντας αλλάζοντας
|
|
|
|
|
αλλαξοπιστώντας αλληγορώντας αλληθωρίζοντας αλληλεξαρτούμενος
|
|
|
|
|
αλληλοεξαρτημένος αλληλομαχαιρωμένος αλληλοσυγκρουόμενος αλληλοτροφοδοτούμενος
|
|
|
|
|
αλογονωμένος αλυσοδεμένος αλυχτώντας αλφαδιασμένος αλωνίζοντας αλωνισμένος
|
|
|
|
|
αμβλυμμένος αμειβόμενος αμελημένος αμερικανοκρατούμενος αμεροληπτώντας
|
|
|
|
|
αμολημένος αμολώντας αμπαλαρισμένος αμπαρωμένος αμποδεμένος αμυνόμενος
|
|
|
|
|
αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος αμφισβητώντας αμφιταλαντευόμενος αναβαθμισμένος
|
|
|
|
|
αναβαθμολογώντας αναβαλλόμενος αναβαπτισμένος αναβαστώντας αναβληθείς
|
|
|
|
|
αναβοώντας αναβρασμένος αναβρυώντας αναγεγραμμένος αναγελώντας αναγεννώντας
|
|
|
|
|
αναγνωρισμένος αναγορευμένος αναγουλιασμένος αναγραμμένος αναγραμματισμένος
|
|
|
|
|
αναδασωμένος αναδειγμένος αναδημιουργημένος αναδημιουργώντας αναδημοσιευμένος
|
|
|
|
|
αναδιπλασιασμένος αναδιπλωμένος αναδυόμενος αναζητημένος αναζητούμενος
|
|
|
|
|
αναζωπυρωμένος αναθαρρώντας αναθεωρημένος αναθρεμμένος αναιρεθείς
|
|
|
|
|
αναισθητοποιώντας ανακαθισμένος ανακαινίζοντας ανακαινιζόμενος ανακαινισμένος
|
|
|
|
|
ανακατωμένος ανακινώντας ανακλαδισμένος ανακλιμένος ανακλινόμενος ανακλώντας
|
|
|
|
|
ανακουφισμένος ανακυκλωμένος αναλογιζόμενος αναλογισθείς αναλογώντας
|
|
|
|
|
αναλωθείς αναμαλλιασμένος αναμασημένος αναμειγμένος αναμειγνύοντας
|
|
|
|
|
αναμεμειγμένος αναμεμιγμένος αναμενόμενος αναμερισμένος αναμεταδιδόμενος
|
|
|
|
|
αναμετρώντας αναμιγμένος αναμιγνύοντας αναμμένος αναπαλαιωμένος αναπαραγόμενος
|
|
|
|
|
αναπαυμένος αναπετώντας αναπηδώντας αναπλασμένος αναπληρωμένος
|
|
|
|
|
αναπολούμενος αναπολώντας αναπροσαρμοσμένος αναπτερωμένος αναπτυγμένος
|
|
|
|
|
αναπυρωμένος αναριγώντας αναρριχώμενος αναρροφημένος αναρροφώντας αναρρωμένος
|
|
|
|
|
αναρτώντας αναρχούμενος αναρωτώντας ανασηκωμένος ανασκαλεμένος ανασκαμμένος
|
|
|
|
|
ανασκευασμένος ανασκιρτώντας ανασκολοπισμένος ανασκοπώντας ανασκουμπωμένος
|
|
|
|
|
αναστατωμένος αναστηλωμένος αναστημένος αναστομωμένος αναστυλωμένος
|
|
|
|
|
ανασυγκροτώντας ανασυνιστώντας ανασυνταγμένος ανασυντεταγμένος ανασυρμένος
|
|
|
|
|
ανατέλλων αναταραγμένος ανατεθειμένος ανατιμημένος ανατιμώντας ανατιναγμένος
|
|
|
|
|
ανατοποθετημένος ανατοποθετώντας ανατρέπων ανατραπείς ανατριχιασμένος
|
|
|
|
|
ανατροφοδοτώντας ανατσουτσουρωμένος ανατυπωμένος αναφερόμενος αναφλέγοντας
|
|
|
|
|
αναφυτεμένος αναχαιτισμένος αναψηλαφώντας αναψοκοκκινισμένος ανδροκρατούμενος
|
|
|
|
|
ανεβασμένος ανελκυσμένος ανεμισμένος ανεμοδαρμένος ανεξαρτητοποιημένος
|
|
|
|
|
ανερευνώντας ανερχόμενος ανεσκαμμένος ανεστραμμένος ανευφημώντας
|
|
|
|
|
ανεχόμενος ανηρημένος ανηφορώντας ανθιστάμενος ανθοβολώντας ανθοκομώντας
|
|
|
|
|
ανθολογώντας ανθοστολισμένος ανθοφορεμένος ανθοφορώντας ανθυπομειδιώντας
|
|
|
|
|
ανισοπεδοποιημένος ανιστορώντας ανιχνευμένος ανιώντας ανοιγμένος
|
|
|
|
|
ανοικοδομημένος ανοικοδομώντας ανορθογραφώντας ανορθωμένος ανοσιουργώντας
|
|
|
|
|
αντέχοντας ανταγαπώντας ανταδικώντας ανταλλαγμένος ανταλλασσόμενος ανταμωμένος
|
|
|
|
|
ανταπαντώντας ανταποδομένος ανταποκρινόμενος ανταριασμένος αντασφαλισμένος
|
|
|
|
|
αντεπαναστατώντας αντεστραμμένος αντευχαριστώντας αντηχώντας αντιβοώντας
|
|
|
|
|
αντιγραμμένος αντιδανεισμένος αντιδικώντας αντιδονώντας αντικαθιστάμενος
|
|
|
|
|
αντικατεστημένος αντικατοπτρισμένος αντικρισμένος αντιλέγων αντιλαμβανόμενος
|
|
|
|
|
αντιμετωπιζόμενος αντιμετωπισμένος αντιμιλώντας αντιπαθώντας αντιπαραταγμένος
|
|
|
|
|
αντιπολιτευόμενος αντιπροσκαλώντας αντιπροσωπευμένος αντιπροσωπευόμενος
|
|
|
|
|
αντιστοιχισμένος αντιστοιχώντας αντιστραμμένος αντιστρατευόμενος
|
|
|
|
|
αντιτιθέμενος αντιφρονώντας αντιφωνώντας αντιχαιρετώντας αντιχτυπώντας
|
|
|
|
|
αντλούμενος αντραλισμένος αντρειεμένος αντροκαλώντας ανυμνώντας ανυπομονώντας
|
|
|
|
|
ανυψωμένος ανυψωνόμενος ανωνυμογραφώντας αξιολογημένος αξιοποιώντας αξιωμένος
|
|
|
|
|
απαγκιασμένος απαγκιστρωμένος απαγορευμένος απαγχονισμένος απαθανατισμένος
|
|
|
|
|
απαιτούμενος απαιτώντας απαλειμμένος απαλλαγμένος απαλλοτριωμένος απαλυμένος
|
|
|
|
|
απαντημένος απαξιωμένος απαριθμημένος απαρνημένος απαρνούμενος απαρτισμένος
|
|
|
|
|
απασβεστωμένος απασχολημένος απασχολούμενος απατημένος απατώντας απαυδισμένος
|
|
|
|
|
απαχθείς απεγκατεστημένος απεγκλωβισμένος απειθαρχώντας απειθώντας
|
|
|
|
|
απεικονισμένος απειλημένος απειλούμενος απεκδεχόμενος απελευθερωμένος
|
|
|
|
|
απενεργοποιημένος απενεργοποιώντας απεξαρτημένος απεραντολογώντας απερχόμενος
|
|
|
|
|
απεσταλμένος απευαισθητοποιημένος απευαισθητοποιώντας απευθυνόμενος
|
|
|
|
|
απηλλαγμένος απησχoλημένος απηυδισμένο απιστώντας απλοποιώντας απλουστευμένος
|
|
|
|
|
απλώνοντας αποβεβλημένος αποβιβασμένος αποβιώντας αποβλέποντας αποβλακωμένος
|
|
|
|
|
αποβλημένος αποβουτυρωμένος απογεγραμμένος απογειωμένος απογεμισμένος
|
|
|
|
|
απογραμμένος απογυμνωμένος αποδίδων αποδεδειγμένος αποδεδομένος αποδεικνύοντας
|
|
|
|
|
αποδελτιωμένος αποδεσμευμένος αποδεσμευόμενος αποδεχόμενος αποδιαλεγμένος
|
|
|
|
|
αποδιδόμενος αποδιεθνοποιημένος αποδιεθνοποιώντας αποδιοργανωμένος
|
|
|
|
|
αποδοκιμασμένος αποδομένος αποδοσμένος αποδυναμωμένος αποζημιωμένος αποζώντας
|
|
|
|
|
αποθαμένος αποθαρρημένος αποθαρρυμένος αποθεραπευμένος αποθερισμένος
|
|
|
|
|
αποθηκευμένος αποθηκεύοντας αποθηριωμένος αποθησαυρισμένος αποθρασυμένος
|
|
|
|
|
αποικισμένος αποικοδομημένος αποικώντας αποκαθηλωμένος αποκαλυμμένος
|
|
|
|
|
αποκαλώντας αποκαμωμένος αποκαρδιωμένος αποκαταστημένος αποκατεστημένος
|
|
|
|
|
αποκεφαλισμένος αποκηρυγμένος αποκλεισμένος αποκληρωμένος αποκλιμακούμενος
|
|
|
|
|
αποκλιμακώνοντας αποκοιμισμένος αποκολλημένος αποκολλώντας αποκομισμένος
|
|
|
|
|
αποκομματικοποιημένος αποκορυφωμένος αποκοτώντας αποκρουσμένος αποκρυμμένος
|
|
|
|
|
αποκρυσταλλωμένος αποκρύπτοντας αποκτημένος αποκτηνωμένος απολακτισμένος
|
|
|
|
|
απολησμονημένος απολησμονώντας απολιθωμένος απολογηθείς απολογημένος
|
|
|
|
|
απολυμένος απολυμασμένος απολυτρωμένος απολυόμενος απολωλώς απομένων
|
|
|
|
|
απομαγνητοφωνημένος απομαγνητοφωνώντας απομακρυνόμενος απομακρυσμένος
|
|
|
|
|
απομυθοποιημένος απομυθοποιώντας απομωραμένος αποναρκωμένος απονεκρωμένος
|
|
|
|
|
απονενοημένος απονευρωμένος αποξενωμένος αποξεραμένος αποξεσμένος
|
|
|
|
|
αποξεχνώντας αποξηλωμένος αποξηραμένος αποπαρμένος αποπερατωμένος αποπλέοντας
|
|
|
|
|
αποπλανημένος αποπλανώντας αποπληρωμένος αποπλυμένος αποποιημένος
|
|
|
|
|
αποπροσανατολισμένος αποπροσωποποιημένος αποπροσωποποιώντας
|
|
|
|
|
απορημένος απορριμμένος απορροφημένος απορροφώντας απορρυθμισμένος
|
|
|
|
|
αποσαθρωμένος αποσαρωμένος αποσαφηνιζόμενος αποσαφηνισμένος αποσβεσμένος
|
|
|
|
|
αποσβολωμένος αποσιωπημένος αποσκεπασμένος αποσκιρτώντας αποσκληρυμένος
|
|
|
|
|
αποσκοπώντας αποσκορακισμένος αποσοβημένος αποσοβώντας αποσταγμένος
|
|
|
|
|
αποσταθεροποιώντας αποσταλαγμένος αποσταλμένος αποσταμένος αποστασιοποιημένος
|
|
|
|
|
αποστεγνωμένος αποστειρωμένος αποστελλόμενος αποστερημένος αποστερώντας
|
|
|
|
|
αποστηθισμένος αποστομωμένος αποστραβωμένος αποστραγγισμένος αποστρατευμένος
|
|
|
|
|
αποστρατιωτικοποιημένος αποσυμπιεσμένος αποσυμφορημένος αποσυμφορώντας
|
|
|
|
|
αποσυναρμολογούμενος αποσυνδεδεμένος αποσυνδεμένος αποσυνθεμένος
|
|
|
|
|
αποσυντιθέμενος αποσυρμένος αποσυρόμενος αποσυσχετισμένος αποσφραγισμένος
|
|
|
|
|
αποσχισθείς αποσχισμένος αποσωμένος αποταγμένος αποταμιευμένος αποτείνοντας
|
|
|
|
|
αποτεινόμενος αποτελματωμένος αποτεφρωμένος αποτιμημένος αποτιμώντας
|
|
|
|
|
αποτιτανωμένος αποτοιχισμένος αποτολμώντας αποτοξινωμένος αποτραβώντας
|
|
|
|
|
αποτριχωμένος αποτροπιασμένος αποτρυγώντας αποτυπωμένος αποτυχημένος
|
|
|
|
|
αποφασισμένος αποφεύγοντας αποφλοιωμένος αποφοιτώντας αποφορτισμένος
|
|
|
|
|
αποφυλακιζόμενος αποφυλακισμένος αποχαιρετισμένος αποχαιρετώντας
|
|
|
|
|
αποχαλώντας αποχαυνωμένος αποχλωριωμένος αποχρωματισμένος αποχρών αποχτημένος
|
|
|
|
|
αποχωρισμένος αποχωρών αποψιλωμένος αποψυγμένος απρακτώντας απωθημένος
|
|
|
|
|
αραδιασμένος αραθυμώντας αραιωμένος αραχνιασμένος αργοκινώντας αργοξυπνημένος
|
|
|
|
|
αργών αρδευμένος αρθρογραφώντας αρθρωμένος αριθμημένος αρκούμενος αρκώντας
|
|
|
|
|
αρματωμένος αρμεγμένος αρμενίζοντας αρμοσμένος αρμόζων αρνούμενος αροτριωμένος
|
|
|
|
|
αρραβωνιασμένος αρρωστημένη αρρωστημένο αρρωστημένος αρρωστώντας αρτυμένος
|
|
|
|
|
αρχίζοντας αρχαΐζων αρχειοθετημένος αρχινισμένος αρχινώντας αρωματισμένος
|
|
|
|
|
ασεβώντας ασελγώντας ασημωμένος ασθενώντας ασθμαίνοντας ασκημένος ασκούμενος
|
|
|
|
|
ασπασμένος ασπρισμένος ασταρωμένος αστειευόμενος αστειολογώντας αστερωμένος
|
|
|
|
|
αστοχημένος αστοχώντας αστραποβολώντας αστροσπαρμένος αστροστεφανωμένος
|
|
|
|
|
αστυνομοκρατούμενος ασφαλιζόμενος ασφαλισμένος ασφαλτοστρωμένος ασφαλτωμένος
|
|
|
|
|
ασχημισμένος ασχολούμενος ατενίζοντας ατιμασμένος ατομικευμένος ατονώντας
|
|
|
|
|
ατροφώντας ατσαλωμένος ατυχώντας αυγοκομμένος αυθαιρετώντας αυλακωμένος
|
|
|
|
|
αυξάνοντας αυξανόμενος αυξημένος αυξομειωμένος αυτενεργώντας αυτοακυρωμένος
|
|
|
|
|
αυτοανακηρυγμένος αυτοαπασχολούμενος αυτοαποκαλούμενος αυτοβιογραφούμενος
|
|
|
|
|
αυτοδιαφημισμένος αυτοδιαχειριζόμενος αυτοδιορισμένος αυτοεξορισμένος
|
|
|
|
|
αυτοκαθαριζόμενος αυτοκαταδικασμένος αυτοκαταργημένος αυτοκαταργούμενος
|
|
|
|
|
αυτοματοποιημένος αυτονομαζόμενος αυτονομασμένος αυτονομημένος
|
|
|
|
|
αυτοονομασμένος αυτοπαρουσιαζόμενος αυτοπαρουσιασμένος αυτοπεριορισμένος
|
|
|
|
|
αυτορευστοποιούμενος αυτοσυγκρατημένος αυτοσυντηρημένος αυτοσυντηρούμενος
|
|
|
|
|
αυτοτιμωρημένος αυτοτραυματισμένος αυτοτροφοδοτημένος αυτοτροφοδοτούμενος
|
|
|
|
|
αυτοχειριαζόμενος αυτοχειριασμένος αυτοϊκανοποιημένος αυτοϋπονομευόμενος
|
|
|
|
|
αφαιρεμένος αφαιρώντας αφανισμένος αφελληνισμένος αφερματίζοντας
|
|
|
|
|
αφημένος αφηνιασμένος αφηρημένος αφηρωισμένος αφθονώντας αφιερωμένος
|
|
|
|
|
αφιονισμένος αφισοκολλημένος αφισοκολλώντας αφλογιστώντας αφομοιωμένος
|
|
|
|
|
αφοπλισμένος αφορεσμένος αφορισμένος αφορμισμένος αφορώντας αφοσιωμένος
|
|
|
|
|
αφροστεφανωμένος αφυδατωμένος αφυπηρετώντας αφυπνισμένος αχαρτογράφητος
|
|
|
|
|
αχνισμένος αχολογώντας αχρειολογώντας αχώντας αψιμαχώντας αύξουσα βάλλοντας
|
|
|
|
|
βαθμολογημένος βαθμονομημένος βαθμονομώντας βαθουλωμένος βακχογαμημένη
|
|
|
|
|
βαλκανοποιημένος βαλλόμενος βαλμένος βαλσαμωμένος βαλτωμένος βαμμένος
|
|
|
|
|
βαραθρωμένος βαρβατεμένος βαρεμένος βαριεστημένος βαριεστώντας βαρυγκομισμένος
|
|
|
|
|
βαρυγκωμώντας βαρυθυμώντας βαρυνόμενος βαρυπενθώντας βαρυστομαχιασμένος
|
|
|
|
|
βασιζόμενος βασιλεμένος βασιλευόμενος βασισμένος βασκαμένος βασταγμένος
|
|
|
|
|
βατεμένος βατσιναρισμένος βαττολογώντας βαυκαλισμένος βαυκαλώντας βαφτισμένος
|
|
|
|
|
βεβαιωμένος βεβαρημένος βεβηλωμένος βεβιασμένος βεβλαμμένος βεβλημένος
|
|
|
|
|
βελονιασμένος βελτιωμένος βερνικωμένος βιαιοπραγώντας βιασμένος
|
|
|
|
|
βιδωμένος βικιποιημένος βιντεοσκοπημένος βιοδιασπώμενος βιομηχανοποιημένος
|
|
|
|
|
βλαμμένος βλαστημώντας βλαστισμένος βλαστολογώντας βλασφημώντας βλεφαριασμένος
|
|
|
|
|
βλογώντας βοήθεια:γρήγορη δημιουργία/μτχ- βοηθημένος βοηθούμενος βολεμένος
|
|
|
|
|
βολοκοπώντας βομβαρδισμένος βοσκημένος βοσκώντας βοστρυχώντας βοτανισμένος
|
|
|
|
|
βουβαμένος βουκολώντας βουλιαγμένος βουλιμιώντας βουλωμένος βουρβουλακώντας
|
|
|
|
|
βουρλισμένος βουρτσισμένος βουρώντας βουτηγμένος βουτυρωμένος βοώντας
|
|
|
|
|
βρακωμένος βρασμένος βραχνιασμένος βραχυκυκλωμένος βραχυλογώντας
|
|
|
|
|
βρεφοκομώντας βρεχάμενος βρεχόμενος βρικολακιασμένος βρισμένος βρομισμένος
|
|
|
|
|
βροντημένος βροντοφωνώντας βρυχώμενος βυζαγμένος βυθισμένος βυθομετρημένος
|
|
|
|
|
βυθοσκοπώντας βυθώντας βωμολοχώντας γαγγραινιασμένος γαζωμένος
|
|
|
|
|
γαλακτοποιώντας γαλβανισμένος γαληνεμένος γαλουχημένος γαμημένος γαμώμενος
|
|
|
|
|
γανιασμένος γαντζωμένος γανωμένος γαργαλεμένος γαργαλημένος γαργαλισμένος
|
|
|
|
|
γαρνιρισμένος γατσιασμένος γαυριώντας γγαστρωμένος γδαρμένος γδικημένος
|
|
|
|
|
γειωμένος γελασμένος γελοιογραφημένος γελοιογραφώντας γελοιοποιημένος
|
|
|
|
|
γεμισμένος γενικευμένος γενικολογώντας γεννηθείς γεννημένος γερασμένος
|
|
|
|
|
γεροκομημένος γεροκομώντας γευματισμένος γεφυρωμένος γηπεδοποιημένος
|
|
|
|
|
γηροκομημένος γηροκομώντας γητεμένος γιατρεμένος γιγαντεμένος γιγαντούμενος
|
|
|
|
|
γινατεμένος γινόμενος γιομισμένος γιορτασμένος γιουχαρισμένος γιουχαϊσμένος
|
|
|
|
|
γκαστρωμένος γκρεμισμένος γκρεμοτσακισμένος γλακώντας γλαρωμένος γλείφοντας
|
|
|
|
|
γλεντοκοπώντας γλεντώντας γλιτωμένος γλυκαμένος γλυκοκοιμισμένος
|
|
|
|
|
γλυκοκουβεντιασμένος γλυκομιλώντας γλυκοτραγουδημένος γλυκοφιλημένος
|
|
|
|
|
γλυμμένος γλωσσοφαγωμένος γλύφοντας γνεσμένος γνοιασμένος γνωμοδοτώντας
|
|
|
|
|
γνωστοποιημένος γοητευμένος γομωμένος γομώντας γονατισμένος γονιμοποιημένος
|
|
|
|
|
γουρλωμένος γουρμασμένος γουρσουζεμένος γράφοντας γραδαρισμένος γραμμένος
|
|
|
|
|
γραμμογραφώντας γραπωμένος γρασαρισμένος γρικώντας γριπιασμένος γριπωμένος
|
|
|
|
|
γρονθοκοπώντας γρουσουζεμένος γυαλισμένος γυαλοκοπώντας γυμνασμένος γυμνωμένος
|
|
|
|
|
γυρεμένος γυρισμένος γυψωμένος γωνιασμένος δέον δίνοντας δαγκαμένος δαγκωμένος
|
|
|
|
|
δαιμονιώντας δαιμονολογώντας δαιμονοπαρμένος δακρυσμένος δακτυλογραφημένος
|
|
|
|
|
δακτυλοδεικτώ δαμαλισμένος δαμασμένος δανειζόμενος δανειοδοτημένος
|
|
|
|
|
δανεισμένος δαπανηθείς δαπανημένος δαρμένος δασκαλεμένος δασμολογημένος
|
|
|
|
|
δασωμένος δαχτυλογραφημένος δαχτυλογραφώντας δείχνοντας δεδηλωμένος
|
|
|
|
|
δεδομένος δεδουλευμένος δειγμένος δεινοπαθώντας δεκαπλασιασμένος
|
|
|
|
|
δελεασμένος δεμένος δεματιασμένος δενδροφυτεμένος δεντροφυτεμένος δεντρωμένος
|
|
|
|
|
δεσμευθείς δεσμευμένος δεσποζόμενος δευτερωμένος δεχόμενος δηλητηριασμένος
|
|
|
|
|
δηλοποιώντας δηλωθείς δηλωμένος δημαγωγώντας δημευμένος δημηγορώντας
|
|
|
|
|
δημιουργώντας δημοκοπώντας δημοπρατημένος δημοπρατώντας δημοσιευθείς
|
|
|
|
|
δημοσιογραφώντας δημοσιοποιημένος δημοσιοποιώντας δημοσκοπημένος δημοσκοπώντας
|
|
|
|
|
διαβάζοντας διαβαθμισμένος διαβασμένος διαβεβαιωμένος διαβεβλημένος
|
|
|
|
|
διαβολοσταλμένος διαβρωμένος διαγγελμένος διαγκωνισμένος διαγουμισμένος
|
|
|
|
|
διαγραμμισμένος διαγωνιζόμενος διαδεδομένος διαδεχθείς διαδηλωμένος
|
|
|
|
|
διαζευγμένος διαθέτοντας διαθερμασμένος διαθλασμένος διαθλώντας διαθρυλώντας
|
|
|
|
|
διαιτώμενος διαιωνισμένος διακανονισμένος διακείμενος διακεκριμένος
|
|
|
|
|
διακηρυγμένος διακηρύσσοντας διακινδυνευμένος διακινημένος διακινώντας
|
|
|
|
|
διακονώντας διακορευμένη διακορευμένος διακοσμημένος διακριβωμένος
|
|
|
|
|
διακυβερνώντας διακυβευμένος διακωμωδημένος διακωμωδώντας διαλαλημένος
|
|
|
|
|
διαλαμβανόμενος διαλείπων διαλεγμένος διαλευκασμένος διαλογισμένος διαλυμένος
|
|
|
|
|
διαμαρτυρόμενος διαμαρτυρώντας διαμελίζοντας διαμελισμένος διαμερισμένος
|
|
|
|
|
διαμετρημένος διαμετρώντας διαμηνυμένος διαμοιρασμένος διαμορφωμένος
|
|
|
|
|
διαμφισβητώντας διανεμημένος διανεμισμένος διανθισμένος διανθώντας
|
|
|
|
|
διανοούμενη διανυσμένος διαολεμένος διαπαιδαγωγημένος διαπερασμένος
|
|
|
|
|
διαπιστωμένος διαπιστώνοντας διαπλέοντας διαπλασμένος διαπλατυμένος
|
|
|
|
|
διαπλεγμένος διαπλεκόμενη διαπλεκόμενο διαπλεκόμενος διαπληκτισμένος
|
|
|
|
|
διαπομπευόμενος διαπορθμεμένος διαπορώντας διαποτισμένος διαπραγμένος
|
|
|
|
|
διαρκώντας διαρπαγμένος διαρρυθμισμένος διασαφηνισμένος διασαφώντας
|
|
|
|
|
διασκελισμένος διασκευασμένος διασκορπισμένος διασπαθισμένος διασπασμένος
|
|
|
|
|
διαστρεβλωμένος διαστρεβλώνοντας διασυνδεδεμένος διασυρμένος διασφαλισμένος
|
|
|
|
|
διασωσμένος διαταγμένος διαταραγμένος διατεθειμένος διατεταγμένος διατηρημένος
|
|
|
|
|
διατιμημένος διατιμώντας διατρανωμένος διατρεφόμενος διατρυπημένος
|
|
|
|
|
διατυπωμένος διαυγασμένος διαφαινόμενος διαφεντευμένος διαφημιζόμενος
|
|
|
|
|
διαφθαρμένος διαφιλονικώντας διαφοροποιημένος διαφυλαγμένος διαφωνώντας
|
|
|
|
|
διαχαραγμένος διαχειμασμένος διαχειρισμένος διαχυμένος διαχωρισμένος
|
|
|
|
|
διαψευσμένος διαψυγμένος διβολισμένος διδάσκων διδαγμένος διεγείροντας
|
|
|
|
|
διεγνωσμένος διεθνοποιημένος διεκδικημένος διεκπεραιωμένος διεκτραγωδώντας
|
|
|
|
|
διενεργημένος διενεργώντας διεξαγμένος διεξαχθείς διερευνημένος διερμηνευμένος
|
|
|
|
|
διερρηγμένος διεσπαρμένος διεσταλμένος διευθετώντας διευκολύνοντας
|
|
|
|
|
διευκρινισμένος διευκρινώντας διευρυμένος διευρυνόμενος διευρύνοντας
|
|
|
|
|
διηγημένος διηγούμενος διηγώντας διηθημένος διιστάμενος δικαιοδοτώντας
|
|
|
|
|
δικαιούμενος δικαιωμένος δικασμένος δικηγορώντας δικτυωμένος διογκωμένος
|
|
|
|
|
διομολογημένος διομολογώντας διοργανωμένος διορθωμένος διορισμένος διορώντας
|
|
|
|
|
διπλαρωμένος διπλασιασμένος διπλοεγγεγραμμένος διπλοκλειδωμένος
|
|
|
|
|
διπλωμένος διυλισμένος διφορούμενος διφωσφορυλιωμένος διχλωριωμένος
|
|
|
|
|
διχογνωμώντας διχοτομημένος διχοτομώντας διψασμένος διωγμένος διωχθείς
|
|
|
|
|
δοθείς δοθείς δοκιμασμένος δολοπλοκώντας δολοφονημένος δολωμένος δομημένος
|
|
|
|
|
δοξασμένος δοξολογημένος δοξολογώντας δοσμένος δουλεμένος δραματοποιημένος
|
|
|
|
|
δραστηριοποιημένος δραστηριοποιώντας δραχμοποιημένος δραχμοποιώντας
|
|
|
|
|
δρομολογώντας δροσισμένος δροσολογημένος δροσολογώντας δρων δυνάμενος
|
|
|
|
|
δυναστευμένος δυσανασχετώντας δυσαρεστημένος δυσθυμώντας δυσκολεμένος
|
|
|
|
|
δυσπιστώντας δυστοκώντας δυστροπώντας δυστυχισμένος δυστυχώντας δυσφημισμένος
|
|
|
|
|
δωρισμένος δωροδοκημένος δωροδοκώντας δωροληπτώντας δύων εγγεγραμμένος
|
|
|
|
|
εγγυοδοτώντας εγκαθιδρυμένος εγκαινιασμένος εγκαλούμενος εγκαλών εγκαλώντας
|
|
|
|
|
εγκαρτερώντας εγκαταλειμμένος εγκαταλελειμμένος εγκαταστημένος εγκατεστημένος
|
|
|
|
|
εγκιβωτισμένος εγκλεισμένος εγκλιματισμένος εγκλωβισμένος εγκολλώντας
|
|
|
|
|
εγκριμένος εγκυμονώντας εγκυστώντας εγκυτιώμενος εγκωμιασμένος εγνωσμένος
|
|
|
|
|
εγχειρημένος εγχειρώντας εδραιωμένος εθισμένος ειδοποιημένος εικαζόμενος
|
|
|
|
|
εικονογραφημένος εικοτολογώντας ειλημμένος ειπωμένος ειρημένος ειρηνεμένος
|
|
|
|
|
ειρωνευόμενος εισαγόμενος εισαχθείς εισηγμένη εισηγμένο εισηγμένος εισορμώντας
|
|
|
|
|
εισχωρώντας εκβαθυμένος εκβιομηχανισμένος εκγυμνασμένος εκδηλωμένος
|
|
|
|
|
εκδικασμένος εκδιωγμένος εκδοθείς εκδομένος εκθέτοντας εκθαμβωμένος
|
|
|
|
|
εκθηλυσμένος εκθολούμενος εκθρονισμένος εκκαθαρισμένος εκκαλών εκκαλώντας
|
|
|
|
|
εκκινώντας εκκλησιασμένος εκκοκκισμένος εκκολαπτόμενος εκκρεμώντας εκκριμένος
|
|
|
|
|
εκλεγμένος εκλεπτυσμένος εκλιπαρώντας εκλιπούσα εκλογικευμένος εκμαυλισμένος
|
|
|
|
|
εκμεταλλευόμενος εκμηδενισμένος εκμισθωμένος εκμυστηρευμένος εκνευρισμένος
|
|
|
|
|
εκπαιδευόμενος εκπατρισμένος εκπεφρασμένος εκπλέοντας εκπληρωμένος εκποιημένος
|
|
|
|
|
εκπολιτισμένος εκπονημένος εκπορθώντας εκπροσωπημένος εκπροσωπώντας
|
|
|
|
|
εκριζωμένος εκσλαβισμένος εκσπώντας εκστασιασμένος εκστομισμένος
|
|
|
|
|
εκσυγχρονισμένος εκταμιευμένος εκτεθειμένος εκτεινόμενος εκτελεσμένος
|
|
|
|
|
εκτελωνισμένος εκτεταμένος εκτιμημένος εκτιμώμενος εκτιμώντας εκτιναγμένος
|
|
|
|
|
εκτοξευμένος εκτοπισμένος εκτουρκισμένος εκτραχηλισμένος εκτροχιασμένος
|
|
|
|
|
εκτυφλωμένος εκφαυλισμένος εκφερόμενος εκφοβίζοντας εκφοβισμένος εκφοβώντας
|
|
|
|
|
εκφρασμένος εκφυλισμένος εκφωνημένος εκχειλισμένος εκχερσωμένος εκχυλισθείς
|
|
|
|
|
ελαιοχρωματισμένος ελαττωμένος ελαττώνοντας ελαφρωμένος ελαχιστοποιημένος
|
|
|
|
|
ελεγχόμενος ελεεινολογώντας ελευθεροκοινωνώντας ελευθερωμένος ελλείπων
|
|
|
|
|
ελπίζοντας εμβαπτιζόμενος εμβολιασμένος εμβολισμένος εμμένοντας εμπαιγμένος
|
|
|
|
|
εμπιστευόμενος εμπλεκόμενος εμπλουτισμένος εμπνευσμένος εμποδισμένος
|
|
|
|
|
εμποτισμένος εμφανισμένος εμφιαλωμένος εμφιλοχωρώντας εμφυτευμένος εμψυχωμένος
|
|
|
|
|
ενάγουσα ενάγων εναγκαλισμένος εναγομένη εναγόμενος ενανθρακωμένος
|
|
|
|
|
εναντιωμένος εναποθηκευμένος ενασκημένος ενασκούμενος ενασκώντας ενασχολημένος
|
|
|
|
|
ενδημώντας ενδοσυνδεόμενoς ενδυναμωμένος ενεργημένος ενεργοποιημένος
|
|
|
|
|
ενεργούμενος ενεργώντας ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθαρρυμένος ενθαρρύνοντας
|
|
|
|
|
ενθρονισμένος ενθυλακωμένος ενθυμούμενος ενθυμώντας ενισχυμένος ενισχύοντας
|
|
|
|
|
ενοικιασμένος ενοικώντας ενοποιημένος ενοποιώντας ενορχηστρωμένος ενορώντας
|
|
|
|
|
ενοχλημένος ενοχλώντας ενοχοποιημένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος
|
|
|
|
|
εντατικοποιημένος ενταφιασμένος εντείνοντας εντεινόμενος εντεταλμένος
|
|
|
|
|
εντοιχισμένος εντοπισμένος εντροπισμένος εντυπωμένος εντυπωσιασμένος
|
|
|
|
|
ενωμένος ενόν ενώνοντας εξέχων εξαγγελθείς εξαγγελμένος εξαγιασμένος
|
|
|
|
|
εξαγορασμένος εξαγριωμένος εξαγόμενος εξαερισμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος
|
|
|
|
|
εξακοντισμένος εξακριβωμένος εξαλειμμένος εξαναγκασμένος εξανδραποδισμένος
|
|
|
|
|
εξανθρωπισμένος εξαντλημένος εξαπατημένος εξαπατώντας εξαπλασιασμένος
|
|
|
|
|
εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαρτώμενος εξαρχαϊσμένος εξασθενίζοντας
|
|
|
|
|
εξασθενισμένος εξασθενώντας εξασκημένος εξασφαλισμένος εξατμισμένος
|
|
|
|
|
εξαφανισμένος εξαφρισμένος εξαχθείς εξαχρειωμένος εξαϋλωμένος εξεγερμένος
|
|
|
|
|
εξελιγμένος εξελληνισμένος εξεμώντας εξεργασμένος εξερεθισμένος εξερευνημένος
|
|
|
|
|
εξευγενισμένος εξευμενισμένος εξευρωπαϊσμένος εξευτελισμένος εξηγημένος
|
|
|
|
|
εξημερωμένος εξημμένος εξιδανικευμένος εξιλεωμένος εξισλαμισμένος
|
|
|
|
|
εξισορροπώντας εξιστορημένος εξιστορώντας εξισωμένος εξισώνοντας εξιταρισμένος
|
|
|
|
|
εξοβελισμένος εξογκωμένος εξοδευμένος εξοικειωμένος εξοικονομώντας
|
|
|
|
|
εξομαλυμένος εξομαλυσμένος εξομοιωμένος εξομολογημένος εξονειδισμένος
|
|
|
|
|
εξονυχισμένος εξοπλισμένος εξοργισμένος εξορισμένος εξορκισμένος εξορμώντας
|
|
|
|
|
εξοστρακισμένος εξουδετερωμένος εξουθενωμένος εξουσιασμένος εξουσιοδοτημένος
|
|
|
|
|
εξοφερόμενος εξοφλημένος εξυβρισμένος εξυγιασμένος εξυμνώντας εξυπηρετημένος
|
|
|
|
|
εξυπνώντας εξυφασμένος εξυψωμένος εξωθημένος εξωθούμενος εξωνημένος
|
|
|
|
|
εξωραϊσμένος εξωτερικευμένος εορτάζων εορτασμένος επαγρυπνώντας επαινεμένος
|
|
|
|
|
επαληθευμένος επαναλαμβανόμενος επαναπατριζόμενος επαναπατρισμένος
|
|
|
|
|
επαναπλέοντας επαναπροωθώντας επαναστατημένος επαναστατώντας επανασυνδεμένος
|
|
|
|
|
επανατοποθετώντας επαναφορτιζόμενος επανδρωμένος επανειλημμένος επανεκδομένος
|
|
|
|
|
επανεμφανιζόμενος επανενταγμένος επανεξετασμένος επανιδρυμένος επανορθωμένος
|
|
|
|
|
επαπειλώντας επαργυρωμένος επαρκώντας επαυξημένος επεκτεινόμενος επενδυμένος
|
|
|
|
|
επεξεργασμένος επεξηγημένος επερχόμενος επερωτώντας επευφημούμενος
|
|
|
|
|
επηρεασμένος επηρμένος επηυξημένος επιβαρυμένος επιβαρυνόμενος επιβεβαιωμένος
|
|
|
|
|
επιβιβασμένος επιβοηθώντας επιβραβευμένος επιβραδύνοντας επιδειγμένος
|
|
|
|
|
επιδεινωμένος επιδεινώνοντας επιδικασμένος επιδιορθωμένος επιδιωγμένος
|
|
|
|
|
επιδιώκοντας επιδοκιμασμένος επιδοτημένος επιδοτούμενος επιδοτώντας επιδρών
|
|
|
|
|
επιζών επιζώντας επιθεωρημένος επιθεωρώντας επιθυμώντας επικαιροποιημένος
|
|
|
|
|
επικαρπωμένος επικασσιτερωμένος επικείμενος επικεντρωμένος επικηρυγμένος
|
|
|
|
|
επικολλημένος επικολλώντας επικουρώντας επικρατώντας επικριμένος επικροτημένος
|
|
|
|
|
επιλαχών επιλεγμένος επιλυμένος επιμένοντας επιμένων επιμαρτυρώντας
|
|
|
|
|
επιμελούμενος επιμερισμένος επιμεταλλωμένος επιμετρημένος επιμετρώντας
|
|
|
|
|
επιμορφωμένος επινοημένος επινοώντας επιπεδωμένος επιπεδώντας επιπλέοντας
|
|
|
|
|
επιπληγμένος επιπλωμένος επιπωματισμένος επισημασμένος επισημοποιημένος
|
|
|
|
|
επισκευασμένος επισκιασμένος επισκοπώντας επισκοτισμένος επισμαλτωμένος
|
|
|
|
|
επιστατώντας επιστεγασμένος επιστεμμένος επιστρατευμένος επιστρατεύοντας
|
|
|
|
|
επιστρωμένος επισυνημμένος επισφραγισμένος επισωρευμένος επιταγμένος
|
|
|
|
|
επιταχύνοντας επιτείνοντας επιτετραμμένος επιτηδευμένος επιτηρώντας
|
|
|
|
|
επιτιμώντας επιτρέποντας επιφοιτώντας επιφορτισμένος επιφυλαγμένος
|
|
|
|
|
επιχειρημένος επιχορηγημένος επιχορηγώντας επιχρισμένος επιχρυσωμένος
|
|
|
|
|
επιχωματωμένος επιών εποικισμένος εποικοδομώντας εποικώντας επονομαζόμενος
|
|
|
|
|
επουλωμένος εποφθαλμιώντας εποχούμενος επωασμένος επωμισμένος επωφελημένος
|
|
|
|
|
εργώντας ερειπωμένος ερευνημένος ερημοδικώντας ερημωμένος ερματίζοντας
|
|
|
|
|
ερμηνευμένος ερχόμενος ερωτευμένος ερωτημένος ερωτώμενος ερωτώντας εσκαμμένος
|
|
|
|
|
εσταυρωμένος εστιασμένος εσφαλμένος εσωκλεισμένος ετεροχρονισμένος
|
|
|
|
|
ευαγγελισμένος ευαισθητοποιημένος ευαισθητοποιώντας ευαρεστημένος ευαρεστώντας
|
|
|
|
|
ευδαιμονώντας ευδοκιμών ευδοκιμώντας ευδοκώντας ευελπιστώντας ευεργετημένος
|
|
|
|
|
ευθυγραμμισμένος ευθυμογραφώντας ευθυμολογώντας ευθυμώντας ευλογημένος
|
|
|
|
|
ευνοούμενος ευνουχισμένος ευπορώντας ευπρεπισμένος ευρυμένος ευρωτιώντας
|
|
|
|
|
ευσταθώντας ευστοχώντας ευτελισμένος ευτρεπισμένος ευτυχισμένος ευτυχώντας
|
|
|
|
|
ευχαριστημένος ευωδιασμένος ευωδώντας εφαπτόμενος εφαρμοσμένος εφημερεύων
|
|
|
|
|
εφησυχασμένος εφιστώντας εφοπλισμένος εφυαλωμένος ζαβλακωμένος ζαβωμένος
|
|
|
|
|
ζαλισμένος ζαλωμένος ζαρωμένος ζαχαριασμένος ζαχαρωμένος ζεμένος ζεματισμένος
|
|
|
|
|
ζεστοκοπημένος ζευγαρισμένος ζευγαρωμένος ζηλεμένος ζηλοφθονώντας ζητημένος
|
|
|
|
|
ζητώντας ζορισμένος ζουλιγμένος ζουμαρισμένος ζουπιγμένος ζουριασμένος
|
|
|
|
|
ζοχαδιασμένος ζυγιασμένος ζυγισμένος ζυγοσταθμισμένος ζυγωμένος ζυμωμένος
|
|
|
|
|
ζωγραφισμένος ζωγραφώντας ζωηρεμένος ζωντανεμένος ζωογονημένος ζωοποιημένος
|
|
|
|
|
ηγιασμένος ηγούμενος ηδονισμένος ηθελημένος ηθικολογώντας ηθικοποιημένος
|
|
|
|
|
ηθολογώντας ηλεκτρισμένος ηλεκτροδοτώντας ηλεκτρονικοποιημένος
|
|
|
|
|
ηλιασμένος ηλικιωμένος ημερεμένος ημερωμένος ημιταυτοχρονισμένος ηνιοχώντας
|
|
|
|
|
ηττημένος ηυξημένος ηχοβολισμένος ηχογραφημένος ηχολογώντας θέλοντας
|
|
|
|
|
θαλασσοκρατώντας θαλασσομαχώντας θαλασσοπνιγμένος θαλασσοποιημένος
|
|
|
|
|
θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμμένος θαμπωμένος θανατωμένος θαρρεμένος θαρρώντας
|
|
|
|
|
θαυματουργώντας θειαφισμένος θελημένος θελιασμένος θεμελιωμένος θεοβλαβούμενος
|
|
|
|
|
θεολογώντας θεοποιημένος θεοποιώντας θεοσεβούμενος θεοσοφώντας θεοφοβούμενος
|
|
|
|
|
θεριακωμένος θεριεμένος θερισμένος θερμομετρημένος θερμομετρώντας
|
|
|
|
|
θεσμοθετημένος θεσπισμένος θεωρηθείς θεωρημένος θεωρητικολογώντας θεωρούμενος
|
|
|
|
|
θηκαρισμένος θηλασμένος θηλιασμένος θηλυκωμένος θημωνιασμένος θησαυρισμένος
|
|
|
|
|
θλιμμένος θλων θολωμένος θορυβημένος θορυβώντας θρασεμένος θρασομανώντας
|
|
|
|
|
θρηνημένος θρηνολογώντας θρηνωδώντας θριαμβολογώντας θρονιασμένος θροώντας
|
|
|
|
|
θρυμματισμένος θρυψαλιασμένος θυμιασμένος θυμιατισμένος θυμωμένος
|
|
|
|
|
θυσιαζόμενος θυσιασμένος θωπευμένος θωρακισμένος ιατρεμένος ιδανικευμένος
|
|
|
|
|
ιδιοκατοικημένος ιδιοκατοικώντας ιδιοπαραγώμενος ιδιοποιημένος
|
|
|
|
|
ιδροκοπημένος ιδρυμένος ιδρωμένος ιδωμένος ιεραρχημένος ιερολογώντας
|
|
|
|
|
ικανοποιημένος ιμβερτοποιήμενος ιονισμένος ιππευμένος ιπτάμενος ιριδισμένος
|
|
|
|
|
ισιασμένος ισιωμένος ισοζυγιασμένος ισοζυγισμένος ισοζυγώντας ισοπεδωμένος
|
|
|
|
|
ισοσκελισμένος ισοσταθμισμένος ισοσταθμώντας ισοσυγκερασμένος ισοφαρισμένος
|
|
|
|
|
ιστιοπλοώντας ιστολογώντας ιστορημένος ιστορώντας ισχνεμένος ισχυρισμένος
|
|
|
|
|
ιχνευμένος ιχνογραφημένος ιχνογραφώντας κάνοντας καβαλημένος καβατζωμένος
|
|
|
|
|
καδραρισμένος καδρονιασμένος καζανιασμένος καζαντισμένος καημένος
|
|
|
|
|
καθαγνισμένος καθαρισμένος καθαρογραμμένος καθαρογραφώντας καθελκυσμένος
|
|
|
|
|
καθετηριασμένος καθετοποιημένος καθηλωμένος καθημαγμένος καθησυχασμένος
|
|
|
|
|
καθιερωθείς καθιερωμένος καθισμένος καθιστάμενος καθοδηγημένος καθομολογώντας
|
|
|
|
|
καθορώντας καθοσιωμένος καθούμενος καθρεπτισμένος καθρεφτισμένος καθυβρισμένος
|
|
|
|
|
καθυποταγμένος καθυποχρεώντας καθυστερώντας καιροφυλαχτώντας κακαδιασμένος
|
|
|
|
|
κακισμένος κακιωμένος κακοβαλμένος κακογαμημένος κακογεννημένος κακογεννώντας
|
|
|
|
|
κακοδαιμονώντας κακοδιοικημένος κακοδιοικώντας κακοδοξώντας κακοδουλεμένος
|
|
|
|
|
κακοζώντας κακοθανατισμένος κακοκαρδισμένος κακολογημένος κακολογιασμένος
|
|
|
|
|
κακομεταχειρισμένος κακομιλώντας κακομοιριασμένος κακονυχτισμένος
|
|
|
|
|
κακοπαθημένος κακοπαθώντας κακοπαντρεμένος κακοπερασμένος κακοπερνώντας
|
|
|
|
|
κακοπληρωμένος κακοποιημένος κακοραμμένος κακοστομαχιασμένος κακοσυνεμένος
|
|
|
|
|
κακοσυστημένος κακοτυπωμένος κακοτυχισμένος κακουργημένος κακουργώντας
|
|
|
|
|
κακοφτιαγμένος κακοχρονισμένος κακοχωνεμένος κακοψημένος καλαθιασμένος
|
|
|
|
|
καλαρισμένος καλαφατισμένος καλαϊσμένος καλεσμένος καλημερισμένος
|
|
|
|
|
καληνωρισμένος καλιγωμένος καλλιγραφώντας καλλιεργημένος καλλιλογώντας
|
|
|
|
|
καλλιτεχνώντας καλλουργώντας καλλωπισμένος καλμαρισμένος καλοβαστώντας
|
|
|
|
|
καλογεννώντας καλογυαλισμένος καλοδεχάμενος καλοδεχούμενος καλοδουλεμένος
|
|
|
|
|
καλοεξετασμένος καλοζυγιασμένος καλοζυγισμένος καλοζωισμένος καλοζώντας
|
|
|
|
|
καλοκαρδισμένος καλολογιασμένος καλομαθημένος καλομελετημένος καλομελετώντας
|
|
|
|
|
καλομιλώντας καλοναρχώντας καλοπαντρεμένος καλοπερνώντας καλοπεσμένος
|
|
|
|
|
καλοπληροφορημένος καλοπληρωμένος καλοσκαμνισμένος καλοστρωμένος
|
|
|
|
|
καλοτρώγοντας καλοτυχισμένος καλουμαρισμένος καλουπωμένος καλοφαγωμένος
|
|
|
|
|
καλοχωνεμένος καλοψημένος καλοψυχισμένος καλπάζων καλυμμένος καλωδιωμένος
|
|
|
|
|
καλύπτοντας καμένος καμακισμένος καμακωμένος καμαρωμένος καμινιασμένος
|
|
|
|
|
καμουφλαρισμένος καμπουριασμένος καμπυλωμένος καμωμένος κανακισμένος
|
|
|
|
|
κανονιοβολημένος κανονιοβολώντας καπακωμένος καπαρωμένος καπελωμένος
|
|
|
|
|
καπιστρωμένος καπλαντισμένος καπνισμένος καραβοτσακισμένος καραμελιασμένος
|
|
|
|
|
καρατομημένος καρατομώντας καρατσεκαρισμένος καρβουνιασμένος καργαρισμένος
|
|
|
|
|
καρδιοχτυπώντας καρικωμένος καρκινοβατώντας καρουλιασμένος καρπαζωμένος
|
|
|
|
|
καρπολογώντας καρποφορώντας καρπούμενος καρπωμένος καρτερεμένος καρυδωμένος
|
|
|
|
|
καρφιτσωμένος καρφωμένος κασελιασμένος κασιδιασμένος κασσιτερωμένος κατέχοντας
|
|
|
|
|
καταβαλλόμενος καταβαραθρωμένος καταβεβλημένος καταβλημένος καταβοδωμένος
|
|
|
|
|
καταβολιασμένος καταβρεγμένος καταβρομισμένος καταβροχθίζοντας
|
|
|
|
|
καταβυθισμένος καταγγέλλων καταγγελθείς καταγγελμένος καταγεγραμμένος
|
|
|
|
|
καταγινωμένος καταγοητευμένος καταγραμμένος καταγόμενος καταδαμασμένος
|
|
|
|
|
καταδαπανώντας καταδημαγωγώντας καταδικασθείς καταδικασμένος καταδιωγμένος
|
|
|
|
|
καταζητούμενος καταζητώντας καταθλιμμένος καταθορυβημένος καταθορυβώντας
|
|
|
|
|
κατακαμένος κατακεραυνωμένος κατακερματισμένος κατακιτρινισμένος
|
|
|
|
|
κατακλεμμένος κατακλυσμένος κατακοκκινισμένος κατακομμένος κατακουρασμένος
|
|
|
|
|
κατακρατημένος κατακρατώντας κατακρεουργημένος κατακρεουργώντας
|
|
|
|
|
κατακριμένος κατακτημένος κατακυριευμένος κατακυρωθείς κατακυρωμένος
|
|
|
|
|
καταλαγιασμένος καταλαλώντας καταλασπωμένος καταλερωμένος καταλογισμένος
|
|
|
|
|
καταλυμένος καταλυπημένος καταλυπώντας καταλώντας καταμαρτυρώντας
|
|
|
|
|
καταμαυρισμένος καταμερισμένος καταμετρηθείς καταμετρημένος καταμετρώντας
|
|
|
|
|
καταναγκασμένος καταναλωθείς καταναλωμένος καταναυμαχώντας κατανεμηθείς
|
|
|
|
|
κατανικημένος κατανικώντας κατανοημένος καταντημένος καταντροπιασμένος
|
|
|
|
|
καταξεσκισμένος καταξεσχισμένος καταξιωμένος καταξοδεμένος καταξοδιασμένος
|
|
|
|
|
καταπατώντας καταπαυμένος καταπεσμένος καταπιασμένος καταπιεζόμενος
|
|
|
|
|
καταπικραμένος καταπλέοντας καταπλέων καταπλακωμένος καταπληγωμένος
|
|
|
|
|
καταπλημμυρώντας καταπνιγμένος καταπολεμημένος καταπονημένος καταποντισμένος
|
|
|
|
|
καταπραϋμένος καταπτοημένος καταργημένος καταργούμενος καταριθμημένος
|
|
|
|
|
καταρρέων καταρρακωμένος καταρριμμένος καταρτισμένος κατασβησμένος
|
|
|
|
|
κατασκαμμένος κατασκευασμένος κατασκηνωμένος κατασκιασμένος κατασκονισμένος
|
|
|
|
|
κατασκοτωμένος κατασκουριασμένος κατασπαραγμένος κατασπαταλημένος
|
|
|
|
|
κατασπιλωμένος κατασταλαγμένος κατασταλμένος καταστενοχωρημένος
|
|
|
|
|
καταστρατηγημένος καταστρατηγώντας καταστρεμμένος καταστρωμένος
|
|
|
|
|
κατασυκοφαντώντας κατασυντριμμένος κατασφαγμένος κατασχεθείς κατασχεμένος
|
|
|
|
|
καταταλαιπωρημένος καταταλαιπωρώντας καταταραγμένος κατατεθειμένος
|
|
|
|
|
κατατετμημένος κατατοπισμένος κατατραυματισμένος κατατρεγμένος κατατριμμένος
|
|
|
|
|
κατατροπωμένος κατατρυπημένος κατατρυπώντας κατατσακισμένος κατατυραννισμένος
|
|
|
|
|
καταυγασμένος καταυλισμένος καταφαγωμένος καταφρονημένος καταφρονώντας
|
|
|
|
|
καταχειροκροτώντας καταχεσμένος καταχνιασμένος καταχραζόμενος καταχρασμένος
|
|
|
|
|
καταχτημένος καταχτώντας καταχωμένος καταχωρημένος καταχωρισμένος καταχωρώντας
|
|
|
|
|
καταψηφισμένος καταψυγμένος καταϊδρωμένος καταϋποχρεωμένος κατεβασμένος
|
|
|
|
|
κατειλημμένος κατενθουσιασμένος κατεπείγων κατεργασμένος κατερειπωμένος
|
|
|
|
|
κατεστημένος κατεστραμμένος κατευθυνόμενος κατευνασμένος κατευοδωμένος
|
|
|
|
|
κατηγορημένος κατηχουμένη κατηχούμενη κατηχούμενος κατιούσα κατιών
|
|
|
|
|
κατονομασμένος κατοπτρισμένος κατορθωμένος κατουρημένος κατοχυρωμένος
|
|
|
|
|
κατραμωμένος κατσαδιασμένος κατσαρωμένος κατσιασμένος κατσιποδιασμένος
|
|
|
|
|
καυλωμένος καυτηριασμένος καυχησιολογώντας καψαλισμένος καψωμένος κβαντισμένος
|
|
|
|
|
κεκαμμένος κεκανονισμένος κεκαρμένος κεκαρμένος κεκλεισμένος κεκορεσμένος
|
|
|
|
|
κελαδώντας κεντημένος κεντρισμένος κεραμιδωμένος κερασμένος κερατωμένος
|
|
|
|
|
κεραυνοβολώντας κεραυνωμένος κερδισμένος κερδοσκοπώντας κερματισμένος
|
|
|
|
|
κερωμένος κεφαλαιοποιημένος κεφαλαιοποιώντας κεχαριτωμένος κεχρισμένος
|
|
|
|
|
κηδεμονευμένος κηλιδωμένος κηπεμένος κηρυγμένος κιαλαρισμένος κιβδηλεμένος
|
|
|
|
|
κιθαρωδώντας κιμαδιασμένος κινδυνολογώντας κινηματογραφημένος
|
|
|
|
|
κινητοποιημένος κινητοποιώντας κινούμενος κιτρινισμένος κλαδεμένος κλαδωμένος
|
|
|
|
|
κλαπέν κλαπείς κλαπείσα κλασαυχενισμένος κλασμένος κλαταρισμένος κλείνοντας
|
|
|
|
|
κλειδομανταλωμένος κλειδωμένος κλεισμένος κλειώντας κλεμμένος κληροδοτημένος
|
|
|
|
|
κληρωμένος κλητευμένος κλιμένος κλιμακούμενος κλονιζόμενος κλονισμένος
|
|
|
|
|
κλοτσώντας κλουβιασμένος κλυδωνισμένος κλωθογυρισμένος κλωσημένος κλωσμένος
|
|
|
|
|
κλωτσημένος κλωτσώντας κνισμένος κοιλοπονώντας κοιμισμένος κοινολογημένος
|
|
|
|
|
κοινοποιημένος κοινοποιώντας κοινωνικοποιημένος κοινωνικοποιώντας κοιταγμένος
|
|
|
|
|
κοκαλιασμένος κοκαλωμένος κοκκινισμένος κολακευμένος κολεχτιβοποιώντας
|
|
|
|
|
κολλημένος κολοβωμένος κολυμπημένος κολυμπώντας κολώντας κομισμένος κομμένος
|
|
|
|
|
κομματισμένος κομουνισμένος κομπλεξαρισμένος κομποδεμένος κομπορρημονώντας
|
|
|
|
|
κονιοποιώντας κονιορτοποιημένος κονομημένος κονσερβοποιημένος
|
|
|
|
|
κοντροκρατώντας κοντρολαρισμένος κοντυμένος κοπανημένος κοπανισμένος
|
|
|
|
|
κοπιαρισμένος κοπιώντας κοπρισμένος κοπροσκυλώντας κορακιασμένος κορδακισμένος
|
|
|
|
|
κορδωμένος κορεσμένος κοριασμένος κορνιζαρισμένος κορνιζωμένος κοροϊδεμένος
|
|
|
|
|
κορυβαντιώντας κορυφωμένος κορφολογημένος κορφολογώντας κορωμένος
|
|
|
|
|
κοσμημένος κοστολογημένος κοστολογώντας κοτσαρισμένος κοτώντας κουβαλημένος
|
|
|
|
|
κουβεντιασμένος κουδουνισμένος κουκουλωμένος κουλαμένος κουλαντρισμένος
|
|
|
|
|
κουμανταρισμένος κουμπαριασμένος κουμπωμένος κουνημένος κουντώντας κουνώντας
|
|
|
|
|
κουρασμένος κουρδισμένος κουρελιασμένος κουρεμένος κουρκουτιασμένος
|
|
|
|
|
κουρντισμένος κουρσεμένος κουρταλώντας κουτουλημένος κουτουλισμένος
|
|
|
|
|
κουτουπώνοντας κουτρουβαλιασμένος κουτρουβαλώντας κουτρώντας κουτσαίνοντας
|
|
|
|
|
κουτσομπολεμένος κουτσουλημένος κουτσουλισμένος κουτσουλώντας κουτσουρεμένος
|
|
|
|
|
κουφωμένος κοφινιασμένος κοχλιωμένος κοψομεσιασμένος κοψοχολιασμένος κραγμένος
|
|
|
|
|
κρασπεδωμένος κρασωμένος κραταιωμένος κρατημένος κρατικοποιημένος
|
|
|
|
|
κρατούμενος κρατώντας κρεβατωμένος κρεμάμενος κρεμανταλιασμένος κρεμασμένος
|
|
|
|
|
κρεουργημένος κρεουργώντας κρεπαρισμένος κρημνισμένος κρηπιδωμένος
|
|
|
|
|
κριμένος κριματισμένος κριτικαρισμένος κροταλισμένος κροτώντας κρουσμένος
|
|
|
|
|
κρυολογημένος κρυπτογραφημένος κρυπτογραφώντας κρυσταλλιασμένος κρυσταλλωμένος
|
|
|
|
|
κρυφοκοιτώντας κρυωμένος κτενισμένος κτερισμένος κτηνοβατώντας κτισμένος
|
|
|
|
|
κτυπώντας κυβερνημένος κυβερνών κυβισμένος κυκλοφορημένος κυκλωμένος
|
|
|
|
|
κυλινδώντας κυλισμένος κυμαινόμενος κυμβαλισμένος κυνηγημένος κυοφορημένος
|
|
|
|
|
κυριαρχώντας κυριευμένος κυριολεκτώντας κυριολεχτώντας κυρτωμένος κυρωμένος
|
|
|
|
|
κωδικοποιώντας κωδωνισμένος κωλυόμενος κωλωμένος κωπηλατώντας λέγοντας λήγων
|
|
|
|
|
λαβωμένος λαγαρισμένος λαγγεμένος λαγιασμένος λαγοθηρώντας λαγοκοιμισμένος
|
|
|
|
|
λαθεμένος λαθρακιασμένος λακισμένος λακτισμένος λακώντας λαλημένος
|
|
|
|
|
λαμπαδιασμένος λαμπικαρισμένος λαμποκοπώντας λαναρισμένος λανθάνων λανθασμένος
|
|
|
|
|
λαξεμένος λαξευμένος λαξεύοντας λαπαδιασμένος λασκαρισμένος λασπωμένος
|
|
|
|
|
λατομώντας λατρεμένος λαφιασμένος λαφυραγωγημένος λαχανιάζοντας λαχανιασμένος
|
|
|
|
|
λαχταρώντας λεγάμενος λεηλατημένος λειασμένος λειτουργημένος λειτουργώντας
|
|
|
|
|
λεκιασμένος λελογισμένος λεξικογραφημένος λεπτολογημένος λεπτολογώντας
|
|
|
|
|
λερωμένος λευκασμένος λευκοφορώντας λευτερωμένος λευχειμονώντας ληγμένος
|
|
|
|
|
λημματολογώντας λησμονημένος ληστεμένος ληστοκρατημένος λιανεμένος λιανισμένος
|
|
|
|
|
λιασμένος λιβανισμένος λιβελογραφώντας λιγδιασμένος λιγδωμένος λιγνεμένος
|
|
|
|
|
λιγοστεύοντας λιθοβολημένος λιθογραφημένος λιθοδομημένος λιθοδομώντας
|
|
|
|
|
λικνισμένος λιμαρισμένος λιμασμένος λιμνάζων λιμνασμένος λιμοκτονώντας
|
|
|
|
|
λιπασμένος λιποθυμισμένος λιποταχτώντας λιποψυχώντας λιτανεμένος λιχνεμένος
|
|
|
|
|
λιχουδεμένος λιωμένος λογαριάζοντας λογαριασμένος λογιασμένος λογικευμένος
|
|
|
|
|
λογογραφώντας λογοδοσμένος λογοδοτημένος λογοκλοπώντας λογοκρίνοντας
|
|
|
|
|
λογοπαικτώντας λογοφερμένος λογχισμένος λοιδορημένος λοξεμένος λουλουδιασμένος
|
|
|
|
|
λουσαρισμένος λουσμένος λουστραρισμένος λυγισμένος λυγώντας λυμένος
|
|
|
|
|
λυπημένος λυσσασμένος λυσσώντας λυτρωμένος λωβιασμένος λωλαμένος μαγαρισμένος
|
|
|
|
|
μαγειρευμένος μαγεμένος μαγκανισμένος μαγκεμένος μαγκωμένος μαγνητισμένος
|
|
|
|
|
μαγνητοσκοπώντας μαγνητοφωνημένος μαδημένος μαζεμένος μαζικοομοιογενοποιημένος
|
|
|
|
|
μαζωμένος μαθαίνοντας μαθημένος μαθητεύοντας μαθητιώντας μαινόμενος
|
|
|
|
|
μακελεμένος μακιγιαρισμένος μακροθυμώντας μακρολογώντας μακρυσμένος
|
|
|
|
|
μαλακώνοντας μαλαματοκαπνισμένος μαλαμοκαπνισμένος μαλλιασμένος
|
|
|
|
|
μαλωμένος μανιασμένος μανισμένος μανιωμένος μανουβραρισμένος μανταλωμένος
|
|
|
|
|
μαντατεμένος μαντεμένος μαντιλοδεμένος μαντρισμένος μαντρωμένος μαξιλαρωμένος
|
|
|
|
|
μαραζιασμένος μαραζωμένος μαραμένος μαργωμένος μαριναρισμένος μαρκαλισμένος
|
|
|
|
|
μαρκαρισμένος μαρμαρωμένος μαρξίζων μαρσαρισμένος μαρτυρημένος μαρτυρώντας
|
|
|
|
|
μασκαρεμένος μασουλημένος μασουλισμένος μασουλώντας μασουρισμένος μαστιγωμένος
|
|
|
|
|
μαστουριάζοντας μαστουρωμένος ματαιοδοξώντας ματαιολογημένος ματαιολογώντας
|
|
|
|
|
ματαιοφρονώντας ματαιωμένος ματιασμένος ματισμένος ματοβαμμένος ματοκυλισμένος
|
|
|
|
|
μαυλισμένος μαυρισμένος μαυρολογημένος μαυρολογώντας μαυροφορημένος
|
|
|
|
|
μαχαιρωμένος μαχόμενος μαϊναρισμένος μεγαλαυχώντας μεγαληγορώντας
|
|
|
|
|
μεγαλοποιημένος μεγαλοποιώντας μεγαλοπραγμονώντας μεγαλορρημονημένος
|
|
|
|
|
μεγαλουργώντας μεγαλοφρονώντας μεγαλωμένος μεγαλώνοντας μεγεθυμένος
|
|
|
|
|
μεθερμηνεμένος μεθοδευμένος μεθοκοπώντας μεθορμισμένος μεθυσμένος μεθώντας
|
|
|
|
|
μειονεκτώντας μειονοψηφώντας μειοψηφών μειοψηφώντας μειωμένος μειώνοντας
|
|
|
|
|
μελανειμονώντας μελανηφορώντας μελανιασμένος μελανωμένος μελετημένος
|
|
|
|
|
μελοδραματοποιώντας μελοποιημένος μελοποιώντας μελωδημένος μελωδώντας
|
|
|
|
|
μεμονωμένος μεοψηφών μερακλωμένος μερεμένος μερισμένος μεροληπτώντας μερωμένος
|
|
|
|
|
μεσουρανώντας μεστωμένος μεσώντας μεταβαλλόμενος μεταβαπτισμένος
|
|
|
|
|
μεταβλημένος μεταβολισμένος μεταγγισμένος μεταγλωττισμένος μεταγραμμένος
|
|
|
|
|
μεταδιδόμενος μεταδομένος μετακαλώντας μετακινημένος μετακλημένος
|
|
|
|
|
μεταλλαγμένος μεταλλευμένος μεταμελημένος μεταμισθωμένος μεταμορφωμένος
|
|
|
|
|
μετανιωμένος μετανοημένος μεταπεισμένος μεταπηδώντας μεταπλασμένος
|
|
|
|
|
μεταπουλημένος μεταπουλώντας μεταπωλώντας μεταρρυθμισμένος μεταρσιωμένος
|
|
|
|
|
μετασταθμευμένος μεταστρατοπεδευμένος μετασχηματισμένος μεταταγμένος
|
|
|
|
|
μετατοπισμένος μετατρεμμένος μετατυπωμένος μεταφερμένος μεταφορτωμένος
|
|
|
|
|
μεταφυτεμένος μεταφυτευμένος μεταχρωματισμένος μετεκπαιδευμένος μετεμψυχωμένος
|
|
|
|
|
μετενσωματωμένος μετεξελιγμένος μετεωρισμένος μετοικισμένος μετοικώντας
|
|
|
|
|
μετουσιωμένος μετοχετευμένος μετρημένος μετριασμένος μετριοφρονώντας
|
|
|
|
|
μηδισμένος μηλοβολημένος μηνυμένος μηνώντας μηρυκασμένος μηχανογραφημένος
|
|
|
|
|
μηχανοποιημένος μηχανοργανωμένος μηχανορραφημένος μηχανορραφώντας
|
|
|
|
|
μικρογραφώντας μικρολογημένος μικρολογώντας μικροπαντρεμένος μιλημένος
|
|
|
|
|
μινυρισμένος μιξαρισμένος μισανοιγμένος μισεμένος μισημένος μισθοδοτημένος
|
|
|
|
|
μισοκοιμισμένος μισοτελειωμένος μνημονευμένος μνησικακώντας μνηστευμένος
|
|
|
|
|
μοιρολογημένος μοιχευμένος μολαρισμένος μολεμένος μολογημένος μολογώντας
|
|
|
|
|
μολυσμένος μομιοποιημένος μομιοποιώντας μοναδοποιημένος μοναρχώντας
|
|
|
|
|
μονιμοποιημένος μονιμοποιώντας μονογραφημένος μονογραφώντας μονοιασμένος
|
|
|
|
|
μονοπωλώντας μονταρισμένος μοντερνισμένος μονωμένος μοριοδοτούμενος
|
|
|
|
|
μορφωμένος μοσκοβολώντας μοσκοπουλημένος μοστραρισμένος μοσχευμένος
|
|
|
|
|
μοσχομυρισμένος μοσχοπουλημένος μουγκαμένος μουδιασμένος μουλιασμένος
|
|
|
|
|
μουνουχισμένος μουνταρισμένος μουντζαλωμένος μουντζουρωμένος μουντζωμένος
|
|
|
|
|
μουσκεμένος μουσουργώντας μουστωμένος μουτζουρωμένος μουτρωμένος μουχλιασμένος
|
|
|
|
|
μοχλεμένος μοχτώντας μπαγδατισμένος μπαγιατεμένος μπαγλαρωμένος μπαζωμένος
|
|
|
|
|
μπαλσαμωμένος μπαλωμένος μπαμπακιασμένος μπαμπουλωμένος μπανιαρισμένος
|
|
|
|
|
μπανταρισμένος μπαρκαρισμένος μπαρουτιασμένος μπαρουτοκαπνισμένος
|
|
|
|
|
μπαταλεμένος μπαταρισμένος μπατιρημένος μπατιρισμένος μπατσισμένος
|
|
|
|
|
μπαϊλντισμένος μπεγλερώντας μπεζερισμένος μπερδεμένος μπερμπαντεμένος
|
|
|
|
|
μπιζαρισμένος μπιμπιλωμένος μπιστεμένος μπιτισμένος μπλαβιασμένος
|
|
|
|
|
μπλεγμένος μπλοκαρισμένος μπλοφαρισμένος μπογιαντισμένος μπογιασμένος
|
|
|
|
|
μποδισμένος μπολιασμένος μποσκαρισμένος μποτιλιαρισμένος μπουγαδιασμένος
|
|
|
|
|
μπουκεταρισμένος μπουκωμένος μπουμπουκιασμένος μπουρδουκλωμένος
|
|
|
|
|
μπουσουλώντας μπουχτισμένος μποϊκοταρισμένος μποϋκοταρισμένος μυζώντας
|
|
|
|
|
μυθιστοριογραφημένος μυθιστοριογραφώντας μυθοβατώντας μυθογραφημένος
|
|
|
|
|
μυθολογημένος μυθολογώντας μυθοποιημένος μυκτηρισμένος μυξιασμένος μυρισμένος
|
|
|
|
|
μυρμηκιασμένος μυρμηκιώντας μυρωμένος μυσταγωγημένος μυσταγωγώντας
|
|
|
|
|
μυτισμένος μωλωπισμένος μωραμένος μωρολογημένος νανουρισμένος ναρκισσεμένος
|
|
|
|
|
ναρκοθετώντας ναρκωμένος ναυαγισμένος ναυλωμένος ναυλώνοντας ναυμαχώντας
|
|
|
|
|
ναυπηγώντας ναυτολογημένος ναυτολογώντας νεκραναστημένος νεκροστολισμένος
|
|
|
|
|
νεκρωμένος νεοαναπτυσσόμενος νεοδιορισμένος νεοεισερχόμενος
|
|
|
|
|
νεροβρασμένος νερουλιασμένος νερωμένος νεταρισμένος νευριασμένος
|
|
|
|
|
νεωλκημένος νεωλκώντας νεωτερισμένος νηνεμώντας νηπιοβαπτισμένος νηστεμμένος
|
|
|
|
|
νικημένος νικώμενος νικώντας νιμμένος νογώντας νοημένος νοθευμένος
|
|
|
|
|
νοικοκυρεμένος νομαρχώντας νοματισμένος νομιμοποιημένος νομοθετημένος
|
|
|
|
|
νοσηλευμένος νοσηλευόμενος νοσηλεύοντας νοστιμισμένος νοσφισμένος νοσώντας
|
|
|
|
|
νουθετημένος νταβραντισμένος νταγιαντισμένος νταγιαντώντας νταντεμένος
|
|
|
|
|
ντελαλημένος ντελαλώντας ντεραπαρισμένος ντερλικώνοντας ντοκουμενταρισμένος
|
|
|
|
|
ντουμανιασμένος ντουμπλαρισμένος ντουφεκισμένος ντουχιουντισμένος
|
|
|
|
|
ντυμένος νυκτοπορημένος νυκτοπορώντας νυμφευμένος νυσταγμένος νυφοστολισμένος
|
|
|
|
|
νυχτοκοπώντας νυχτοπερπατημένος νυχτοπερπατώντας νυχτωμένος ξαγκιστρωμένος
|
|
|
|
|
ξαγορευμένος ξαγρυπνημένος ξαγρυπνισμένος ξακρισμένος ξαλαφρωμένος
|
|
|
|
|
ξαλμυρισμένος ξαμολημένος ξαμολώντας ξαναβαμμένος ξαναβγαλμένος ξαναβρασμένος
|
|
|
|
|
ξαναγραμμένος ξαναγυρισμένος ξαναγυρνώντας ξαναδοκιμασμένος ξαναειπωμένος
|
|
|
|
|
ξαναζωντανεμένος ξανακαμωμένος ξανακουσμένος ξανακτυπώντας ξανακυλώντας
|
|
|
|
|
ξαναμιλημένος ξαναμμένος ξαναμωραμένος ξανανθισμένος ξανανιωμένος
|
|
|
|
|
ξαναπαντρεμένος ξαναπαρμένος ξαναπερασμένος ξαναπεσμένος ξαναπιασμένος
|
|
|
|
|
ξαναρχινισμένος ξαναρχινώντας ξαναρχισμένος ξαναρωτημένος ξανασμιγμένος
|
|
|
|
|
ξαναφορεμένος ξαναφτιαγμένος ξαναχτισμένος ξαναχτυπημένος ξαναχτυπώντας
|
|
|
|
|
ξανεμισμένος ξανθισμένος ξανοιγμένος ξαπολνώντας ξαπολώντας ξαποσταλμένος
|
|
|
|
|
ξαραχνιασμένος ξαργώντας ξαρματωμένος ξαρμυρισμένος ξαρραβωνιασμένος ξασμένος
|
|
|
|
|
ξαστερωμένος ξαστοχώντας ξαφνιασμένος ξαφρισμένος ξεβαμμένος ξεβασκαμένος
|
|
|
|
|
ξεβιδωμένος ξεβλασταρωμένος ξεβοτανισμένος ξεβουλωμένος ξεβρακωμένος
|
|
|
|
|
ξεβρομισμένος ξεγαντζωμένος ξεγδαρμένος ξεγελασμένος ξεγεννημένος
|
|
|
|
|
ξεγλιστρώντας ξεγνοιασμένος ξεγοφιασμένος ξεγραμμένος ξεγυμνωμένος
|
|
|
|
|
ξεδεμένος ξεδιαλεγμένος ξεδιαλυμένος ξεδιπλωμένος ξεδιψασμένος ξεδιψώντας
|
|
|
|
|
ξεζαλισμένος ξεζεμένος ξεζουμισμένος ξεζωμένος ξεθαμμένος ξεθαρρεμένος
|
|
|
|
|
ξεθεωμένος ξεθηκαρωμένος ξεθηλυκωμένος ξεθολωμένος ξεθυμασμένος ξεθυμωμένος
|
|
|
|
|
ξεκαβαλικεμένος ξεκαθαρισμένος ξεκακιωμένος ξεκαλουπωμένος ξεκαλτσωμένος
|
|
|
|
|
ξεκαμωμένος ξεκαπακωμένος ξεκαπελωμένος ξεκαπιστρωμένος ξεκαπνισμένος
|
|
|
|
|
ξεκαρφωμένος ξεκινημένος ξεκλειδωμένος ξεκληρισμένος ξεκλωσώντας
|
|
|
|
|
ξεκοκαλίζοντας ξεκοκαλισμένος ξεκολλημένος ξεκομμένος ξεκουμπισμένος
|
|
|
|
|
ξεκουρασμένος ξεκουρδισμένος ξεκουρντισμένος ξεκουτιασμένος ξεκρεμασμένος
|
|
|
|
|
ξεκριμένος ξεκωλωμένος ξελαγαρισμένος ξελαιμιασμένος ξελακκωμένος
|
|
|
|
|
ξελασπωμένος ξελαφρωμένος ξελεπισμένος ξελιγωμένος ξελογιασμένος
|
|
|
|
|
ξεμαθημένος ξεμακρυσμένος ξεμανταλωμένος ξεμασκαλισμένος ξεματισμένος
|
|
|
|
|
ξεμοναχιασμένος ξεμουδιασμένος ξεμουχλιασμένος ξεμπαρκαρισμένος ξεμπερδεμένος
|
|
|
|
|
ξεμπλοκαρισμένος ξεμπρατσωμένος ξεμπροστιασμένος ξεμυαλισμένος ξεμυτισμένος
|
|
|
|
|
ξεμωραμένος ξεναγούμενος ξενερισμένος ξενερωμένος ξενηλατώντας ξενισμένος
|
|
|
|
|
ξενοδουλεμένος ξενοιασμένος ξενοικιασμένος ξενοκοιμισμένος ξενοραμμένος
|
|
|
|
|
ξεντυμένος ξενυσταγμένος ξενυχιασμένος ξενυχτισμένος ξενυχτώντας ξεπαγιασμένος
|
|
|
|
|
ξεπαραδιασμένος ξεπαραλώντας ξεπαρθενεμένος ξεπαρμένος ξεπαστρεμένος
|
|
|
|
|
ξεπατωμένος ξεπεζεμένος ξεπερασμένος ξεπερνώντας ξεπεσμένος ξεπεταγμένος
|
|
|
|
|
ξεπηδώντας ξεπιασμένος ξεπλανεμένος ξεπλατισμένος ξεπλεγμένος ξεπληρωμένος
|
|
|
|
|
ξεποδαριασμένος ξεπορτισμένος ξεπουλημένος ξεπουλώντας ξεπουπουλιασμένος
|
|
|
|
|
ξεπροβοδισμένος ξεπροβοδώντας ξεραμένος ξερασμένος ξεριζωμένος ξερνοβολώντας
|
|
|
|
|
ξεροτηγανισμένος ξεσαβουρωμένος ξεσαμαρωμένος ξεσβερκιασμένος ξεσβερκωμένος
|
|
|
|
|
ξεσηκωμένος ξεσκαλισμένος ξεσκαλωμένος ξεσκαρταρισμένος ξεσκατισμένος
|
|
|
|
|
ξεσκεπασμένος ξεσκισμένος ξεσκλαβωμένος ξεσκολισμένος ξεσκονισμένος
|
|
|
|
|
ξεσκουντημένος ξεσκουντώντας ξεσκουριασμένος ξεσκουφωμένος ξεσπαθωμένος
|
|
|
|
|
ξεσποριασμένος ξεσταχυασμένος ξεστηθωμένος ξεστομισμένος ξεστουπωμένος
|
|
|
|
|
ξεστρατισμένος ξεστρωμένος ξεσυννεφιασμένος ξεσυρμένος ξεσφιγμένος
|
|
|
|
|
ξεσχισμένος ξεταπωμένος ξετεντωμένος ξετιμώντας ξετιναγμένος ξετρελαμένος
|
|
|
|
|
ξετσιπωμένος ξετυλιγμένος ξευτελισμένος ξεφανερωμένος ξεφιτιλισμένος
|
|
|
|
|
ξεφορμαρισμένος ξεφορτωμένος ξεφουρνισμένος ξεφουσκωμένος ξεφραγμένος
|
|
|
|
|
ξεφτισμένος ξεφτώντας ξεφυλλισμένος ξεφυσώντας ξεφυτρωμένος ξεφωνημένος
|
|
|
|
|
ξεχασμένος ξεχειλισμένος ξεχειλωμένος ξεχειμασμένος ξεχειμωνιασμένος
|
|
|
|
|
ξεχολιασμένος ξεχορταριασμένος ξεχρεωμένος ξεχυμένος ξεχωμένος ξεχωρισμένος
|
|
|
|
|
ξεψαρωμένος ξεψαχνισμένος ξεψυχισμένος ξεψυχώντας ξηγημένος ξηγώντας ξηλωμένος
|
|
|
|
|
ξημερωμένος ξηραμένος ξιδιασμένος ξιπασμένος ξιφομαχώντας ξοδεμένος
|
|
|
|
|
ξολοθρεμένος ξομολογημένος ξομολογώντας ξομπλιασμένος ξουραφισμένος ξοφλημένος
|
|
|
|
|
ξυλιασμένος ξυλισμένος ξυλογραφημένος ξυλογραφώντας ξυλοκοπημένος ξυλουργώντας
|
|
|
|
|
ξυμένος ξυπνημένος ξυραφισμένος ξυρισμένος ξυσμένος ξυστρισμένος ογκωμένος
|
|
|
|
|
οδυρμένος οζονισμένος οζοντισμένος οιακισμένος οικειοποιημένος οικειωμένος
|
|
|
|
|
οικισμένος οικοδομημένος οικοδομώντας οικοκυρεμένος οικονομημένος
|
|
|
|
|
οικοπεδοποιώντας οιστρηλατώντας οιωνισμένος οκνώντας ολιγοστεμένος
|
|
|
|
|
ολολυσμένος ομαδοποιημένος ομαδοποιώντας ομαλισμένος ομαλοποιημένος ομιλημένος
|
|
|
|
|
ομογνωμονώντας ομοδοξώντας ομοιασμένος ομοιοκαταληκτώντας ομοιοκαταληχτώντας
|
|
|
|
|
ομολογημένος ομολογούμενος ομονοώντας ομοσιτώντας ομοφηφώντας ομοφρονώντας
|
|
|
|
|
ομφαλοσκοπώντας ονειδισμένος ονειρεμένος ονειριασμένος ονειροβατώντας
|
|
|
|
|
ονομασμένος ονοματισμένος ονοματοθετώντας ονοματοποιημένος ονοματοποιώντας
|
|
|
|
|
οξειδωμένος οξυγονωμένος οξυγονώντας οξυμένος οξυτονώντας οπαλισμένος
|
|
|
|
|
οπισθοδρομώντας οπλισμένος οπλομαχώντας οπτασιασμένος οραματισμένος
|
|
|
|
|
οργιασμένος οργισμένος οργωμένος οργώντας ορειχαλκωμένος ορθιασμένος
|
|
|
|
|
ορθογραφώντας ορθοποδώντας ορθοτομώντας ορθοτονώντας ορθοφρονώντας ορθωμένος
|
|
|
|
|
οριοθετημένος οριστικοποιημένος οριστικοποιώντας ορκισμένος ορκοδοτώντας
|
|
|
|
|
ορμημένος ορμηνεμένος ορμισμένος οροθετημένος οροθετώντας ορτσαρισμένος
|
|
|
|
|
ορφανισμένος οσμισμένος οστεοενσωματούμενος οστεωμένος ουρανοβατώντας
|
|
|
|
|
ουσιαστικοποιημένος οφειλόμενος οχλοκρατημένος οχυρωμένος ούσα οὑ πάσχων
|
|
|
|
|
πίνοντας παίρνοντας παγιδευμένος παγιωμένος παγοδρομώντας παγουδιώντας
|
|
|
|
|
παθημένος παθιασμένος παθών παιγμένος παιδαγωγημένος παιδαγωγώντας παιδεμένος
|
|
|
|
|
παιδιαρισμένος παιδοκομώντας παιδοποιημένος παιδοποιώντας παιζογελώντας
|
|
|
|
|
πακεταρισμένος πακτωμένος παλαβωμένος παλαμισμένος παλαντζαρισμένος παλεμένος
|
|
|
|
|
παλινδρομώντας παλιννοστώντας παλινωδώντας παλιωμένος παλλόμενος παλουκωμένος
|
|
|
|
|
πανηγυρισμένος πανιασμένος πανικοβλημένος παντρολογημένος παντρολογώντας
|
|
|
|
|
παπαριασμένος παράγοντας παρέχοντας παραβαμμένος παραβιασμένος παραγγελμένος
|
|
|
|
|
παραγερασμένος παραγερνώντας παραγινωμένος παραγιομισμένος παραγκωνισμένος
|
|
|
|
|
παραγραμμένος παραγραμματισμένος παραγόμενος παραδαρμένος παραδεδομένος
|
|
|
|
|
παραδιαβασμένος παραδομένος παραδουλεμένος παραειπωμένος παραζαλισμένος
|
|
|
|
|
παραθαρρυμένος παραθεμένος παραθερισμένος παραθερμασμένος παραθυμωμένος
|
|
|
|
|
παραιτούμενος παρακάμπτοντας παρακαθήμενος παρακαλεσμένος παρακαλώντας
|
|
|
|
|
παρακατατεθειμένος παρακεντημένος παρακεντώντας παρακινδυνευμένος
|
|
|
|
|
παρακλαδεμένος παρακμασμένος παρακοιμισμένος παρακρατημένος παρακρατούμενος
|
|
|
|
|
παρακωλυμένος παραληφθείς παραλλαγμένος παραλληλισμένος παραλογιασμένος
|
|
|
|
|
παραλυμένος παραμακιγιαρισμένος παραμακρεμένος παραμεγαλωμένος παραμελημένος
|
|
|
|
|
παραμελώντας παραμερισμένος παραμετροποιώντας παραμιλώντας παραμορφωμένος
|
|
|
|
|
παραμυθολογώντας παρανοημένος παρανομασμένος παρανομιασμένος παρανομώντας
|
|
|
|
|
παρανυσταγμένος παραξενεμένος παραξενιασμένος παραξηλωμένος παραξοδεμένος
|
|
|
|
|
παραπεισμένος παραπεσμένος παραπεταμένος παραπετώντας παραπικραμένος
|
|
|
|
|
παραπλέοντας παραπλανημένος παραπλανώντας παραπληροφορημένος παραπληροφορώντας
|
|
|
|
|
παραπονεμένος παραπονούμενος παραριγμένος παρασιτώντας παρασιωπώντας
|
|
|
|
|
παρασπονδώντας παραστημένος παραστρατημένος παραστρατώντας παρασυρμένος
|
|
|
|
|
παρατεντωμένος παρατεταγμένος παρατεταμένος παρατημένος παρατηρηθείς
|
|
|
|
|
παρατιμονιασμένος παρατραβηγμένος παρατρεγμένος παρατρεχάμενος παρατριμμένος
|
|
|
|
|
παρατυπώντας παραφαγωμένος παραφθαρμένος παραφορτωμένος παραφουσκωμένος
|
|
|
|
|
παραφρονημένος παραφυλαγμένος παραφωνώντας παραχαραγμένος παραχαϊδεμένος
|
|
|
|
|
παραχωμένος παραχωρήσιμος παραχωρημένος παραχωρώντας παραψημένος
|
|
|
|
|
παρειλημμένος παρεισαγμένος παρελθοντολογημένος παρελθοντολογώντας
|
|
|
|
|
παρεμποδισμένος παρεννοημένος παρεννοώντας παρενοχλημένος παρεξηγημένος
|
|
|
|
|
παρερμηνευμένος παρεστώς παρετυμολογημένος παρευρισκόμενος παρεχόμενος
|
|
|
|
|
παρηκμασμένος παριστάμενος παρκαρισμένος παρκεταρισμένος παροικημένος
|
|
|
|
|
παρομοιασμένος παρομοιωμένος παρονομασμένος παροξυμμένος παροπλισμένος
|
|
|
|
|
παρορμώντας παρορώντας παρουσιάζοντας παρουσιασμένος παροχετευμένος
|
|
|
|
|
παρωδημένος παρωθημένος παρωθώντας παρωχημένος πασαλειμμένος πασαρισμένος
|
|
|
|
|
πασσαλωμένος παστεριωμένος παστρεμένος παστωμένος πασχισμένος παταγμένος
|
|
|
|
|
πατριαρχώντας πατροναρισμένος πατσισμένος παυμένος παφλασμένος παχαίνοντας
|
|
|
|
|
παχτωμένος πεδικλωμένος πεζεμένος πεζογραφώντας πεζοδρομημένος πεζολογώντας
|
|
|
|
|
πεζοπορώντας πεθυμημένος πεθυμώντας πειθαναγκασμένος πειθαρχημένος
|
|
|
|
|
πεινασμένος πεινώντας πειραγμένος πειραματισμένος πειρατευμένος πεισμένος
|
|
|
|
|
πεισμωμένος πελαγισμένος πελαγοδρομώντας πελαγωμένος πενηνταρισμένος
|
|
|
|
|
πενθηφορώντας πενθώντας πενταπλασιασμένος πεντοβολώντας πεπαιδευμένος
|
|
|
|
|
πεπεισμένος πεπερασμένος πεπλατυσμένος πεπραγμένος πεπυκνωμένος περαιωμένος
|
|
|
|
|
περεχώντας περηφανεμένος περιαλειμμένος περιαρπαγμένος περιαυτολογώντας
|
|
|
|
|
περιβάλλων περιβεβλημένος περιβρεγμένος περιγεγραμμένος περιγελώντας
|
|
|
|
|
περιδεδεμένος περιδεμένος περιδινώντας περιδρομιάζοντας περιελιγμένος
|
|
|
|
|
περιζωσμένος περιθωριοποιημένος περικαλυμμένος περικλαδεμένος περικλεισμένος
|
|
|
|
|
περικομμένος περικοσμημένος περικοσμώντας περικυκλωμένος περιλουσμένος
|
|
|
|
|
περιμαζεμένος περιμαζωγμένος περιμαντρωμένος περιοδεύων περιορίζοντας
|
|
|
|
|
περιπαιγμένος περιπατημένος περιπεπλεγμένη περιπεπλεγμένο περιπεπλεγμένος
|
|
|
|
|
περιπλανώμενος περιπλεγμένος περιποιημένος περιποιώντας περιπτυγμένος
|
|
|
|
|
περισκοπημένος περισκοπώντας περιστεφανωμένος περιστοιχισμένος περιστρεμμένος
|
|
|
|
|
περισφιγμένος περισχοινισμένος περισωσμένος περιτειχισμένος περιτετμημένος
|
|
|
|
|
περιτρεγμένος περιτριγυρισμένος περιτυλιγμένος περιυβρισμένος περιφερόμενος
|
|
|
|
|
περιφραγμένος περιφρονημένος περιφρονώντας περιφρουρημένος περιχαραγμένος
|
|
|
|
|
περιχρισμένος περιχρυσωμένος περιχυμένος περιχώντας περνώντας περπατημένος
|
|
|
|
|
περώντας πετάμενος πεταγμένος πεταλουδισμένος πεταλωμένος πεταμένος
|
|
|
|
|
πετούμενος πετροβολημένος πετροβολώντας πετρωμένος πετσιασμένος
|
|
|
|
|
πετσοκομμένος πετσωμένος πετώντας πεφυσιωμένος πεφωτισμένος πηγασμένος
|
|
|
|
|
πηδαλιουχώντας πηδημένος πηλαλώντας πηλοβατημένος πηλοβατώντας πιάνοντας
|
|
|
|
|
πιασμένος πιδακισμένος πιθανολογημένος πιθηκισμένος πιθυμημένος πιθυμώντας
|
|
|
|
|
πικαρισμένος πικρισμένος πικροκαρδισμένος πιλαλώντας πιλατεμένος
|
|
|
|
|
πιλοφορημένος πιλοφορώντας πιξελιασμένος πιπερισμένος πιπερωμένος πιπιλημένος
|
|
|
|
|
πιπιλώντας πιπισμένος πιρουνιασμένος πισσωμένος πιστεύοντας πιστοδοτημένος
|
|
|
|
|
πιστολισμένος πιστοποιημένος πιστοποιώντας πιστοχρεωμένος πιστωμένος
|
|
|
|
|
πισωδρομώντας πιτηδευμένος πιτσιλημένος πιτσιλισμένος πιτσιλώντας πλέοντας
|
|
|
|
|
πλαγιοδετώντας πλαγιοδιποδισμένος πλαγιοδρομώντας πλαγιοποδισμένος
|
|
|
|
|
πλαγιοφυλακώντας πλαισιωμένος πλακοστρωμένος πλακωμένος πλαλώντας πλανισμένος
|
|
|
|
|
πλαντώντας πλανώντας πλασαρισμένος πλασμένος πλαστικοποιημένος
|
|
|
|
|
πλαστογραφώντας πλαστοπροσωπημένος πλαστοπροσωπώντας πλαστουργώντας
|
|
|
|
|
πλατειασμένος πλατσουρισμένος πλατυσμένος πλεγμένος πλειοδοτημένος
|
|
|
|
|
πλειοψηφών πλειοψηφώντας πλειστηριασμένος πλεονασμένος πλεονεκτώντας
|
|
|
|
|
πλευρισμένος πλευριτωμένος πλευροκοπημένος πλευροκοπώντας πληγείς πληγιασμένος
|
|
|
|
|
πληγωμένος πληθυσμένος πληκτρολογημένος πληκτρολογώντας πλημμυρισμένος
|
|
|
|
|
πληροφορημένος πληροφορούμενος πληροφορώντας πληρωμένος πληρώνοντας
|
|
|
|
|
πληττόμενος πλιατσικολογημένος πλινθοδομημένος πλισαρισμένος πλοηγημένος
|
|
|
|
|
πλοιαρχημένος πλοιαρχώντας πλουμισμένος πλουτισμένος πλουτώντας πλυμένος
|
|
|
|
|
πνευστιώντας πνιγμένος ποδεμένος ποδισμένος ποδοβολώντας ποδοπατημένος
|
|
|
|
|
ποθημένος ποθούμενο ποιηθέν ποιηθείς ποιηθείς ποιηθεῖσα ποιημένος
|
|
|
|
|
ποιμεναρχώντας πολεμημένος πολεοδομημένος πολιορκημένος πολιτευμένος
|
|
|
|
|
πολιτικοποιημένος πολιτογραφημένος πολιτογραφώντας πολλαπλασιασμένος
|
|
|
|
|
πολυαγαπημένος πολυαναμενόμενος πολυβραβευμένος πολυδιαβασμένος πολυδουλεμένος
|
|
|
|
|
πολυμεταγγιζόμενος πολυμιλημένος πολυξοδιασμένος πολυπαθημένος πολυπικραμένος
|
|
|
|
|
πολυσυζητημένος πολυταξιδεμένος πολυτεντωμένος πολυχρονεμένος πολυχρονισμένος
|
|
|
|
|
πομπευμένος πομπιασμένος πονηρεμένος πονοκεφαλιασμένος πονοκεφαλώντας
|
|
|
|
|
ποντισμένος ποντοπορώντας πορευόμενος πορθημένος πορθώντας πορισμένος
|
|
|
|
|
πορνογραφώντας πορπατημένος πορφυρισμένος ποσταρισμένος ποτίζοντας ποτισμένος
|
|
|
|
|
πουλημένος πουμωμένος πουντιασμένος πουριασμένος πράττων πρέπων πραγματευμένος
|
|
|
|
|
πραγματωμένος πρασινισμένος πραϋμένος πρεζαρισμένος πρεσαρισμένος πρησμένος
|
|
|
|
|
πριονισμένος προαγγελμένος προαγορασμένος προαλειμμένος προαναγγελμένος
|
|
|
|
|
προαναφερθής προαναφερμένος προαναφερόμενος προαναφλεγμένος προαπαγορευμένος
|
|
|
|
|
προαπαντώντας προαποφασισμένος προασκώντας προασπισμένος προασφαλισμένος
|
|
|
|
|
προαχθείς προβάλλοντας προβαλλόμενος προβαρισμένος προβεβλημένος προβιβασμένος
|
|
|
|
|
προβληματισμένος προβοδισμένος προβοδωμένος προβοκαρισμένος προγευματισμένος
|
|
|
|
|
προγραμμένος προγραμματισμένος προγυμνασμένος προδιαγεγραμμένος
|
|
|
|
|
προδιατυπωμένος προδικασμένος προδομένος προειδοποιημένος προεικασμένος
|
|
|
|
|
προεισπραγμένος προεκλεγμένος προεκτεταμένος προεκτυπωμένος προεμβασμένος
|
|
|
|
|
προεξάρχων προεξέχων προεξοφλημένος προεξοφλώντας προεπιλεγμένος προερχόμενος
|
|
|
|
|
προετοιμασμένος προηγμένος προθερμασμένος προθυμοποιημένος προικισμένος
|
|
|
|
|
προικοθηρώντας προκαθορισμένος προκαλυμμένος προκαλώντας προκαταβεβλημένος
|
|
|
|
|
προκατασκευασμένος προκατειλημμένος προκατεργασμένος προκείμενος προκηρυγμένος
|
|
|
|
|
προκινδυνευμένος προκομμένος προκριμένος προκύπτων προλογισμένος προμαντεμένος
|
|
|
|
|
προμελετημένος προμελετώντας προμηθευμένος προμηνώντας προμισθωμένος
|
|
|
|
|
προξενεμένος προοδευμένος προοιμιασμένος προοιωνισμένος προορισμένος
|
|
|
|
|
προπαγανδισμένος προπαιδευμένος προπαρασκευασμένος προπερισπώμενος
|
|
|
|
|
προπηλακισμένος προπλασμένος προπληρωμένος προπλυμένος προπονημένος
|
|
|
|
|
προπονώντας προπορευμόμενος προπορευόμενος προσήκων προσανατολισμένος
|
|
|
|
|
προσαρτημένος προσαυξημένος προσαχθείς προσγειωμένος προσδεμένος
|
|
|
|
|
προσδιορισμένος προσδοκώμενος προσδοσμένος προσεγγισμένος προσεγμένος
|
|
|
|
|
προσελκυσμένος προσεπικαλώντας προσεπικυρωμένος προσεταιρισμένος προσηγμένος
|
|
|
|
|
προσηλιασμένος προσηλυτισμένος προσηλωμένος προσημειωμένος προσθαλασσωμένος
|
|
|
|
|
προσιδιασμένος προσκεκλημένος προσκολλημένος προσκολλώντας προσκομισμένος
|
|
|
|
|
προσκυνώντας προσκυρωμένος προσλιμενισμένος προσμαρτυρημένος προσμαρτυρώντας
|
|
|
|
|
προσμετρημένος προσμετρώντας προσμοιασμένος προσομοιασμένος προσονομασμένος
|
|
|
|
|
προσπαθώντας προσπελασμένος προσπερασμένος προσποιημένος προσποιούμενος
|
|
|
|
|
προσσεληνωμένος προσταγμένος προστατευμένος προστατευόμενος προστιμαρισμένος
|
|
|
|
|
προσυμφωνημένος προσυπογεγραμμένος προσυπογραμμένος προσφέροντας προσφερμένος
|
|
|
|
|
προσχηματισμένος προσχωμένος προσχωρώντας προσωπογραφώντας προσωποκρατημένος
|
|
|
|
|
προσωποληπτώντας προσωποποιημένος προσωποποιώντας προταγμένος προταθείς
|
|
|
|
|
προτεινόμενος προτειχισμένος προτελευτώντας προτιμολογημένος προτιμολογώντας
|
|
|
|
|
προτιμώντας προτονισμένος προφασισμένος προφερμένος προφητεμένος προφυλαγμένος
|
|
|
|
|
προχειρισμένος προχειρογραμμένος προχειρολογώντας προχρονολογημένος
|
|
|
|
|
προωθημένος προωθούμενος προϊδεασμένος προϊδωμένος προϊών προϋπαντώντας
|
|
|
|
|
προϋπογεγραμμένος προϋπολογισμένος πρυματσαρισμένος πρυμνοδετημένος
|
|
|
|
|
πρυτανευμένος πρωταγωνιστώντας πρωταρχινισμένος πρωταρχισμένος πρωτεύων
|
|
|
|
|
πρωτοβγαλμένος πρωτογεννημένος πρωτογεννώντας πρωτογνωρισμένος
|
|
|
|
|
πρωτοκαθισμένος πρωτοκολλημένος πρωτοκολλώντας πρωτολεγμένος
|
|
|
|
|
πρωτομιλώντας πρωτοπιασμένος πρωτοστατώντας πρωτοτυπώντας πρωτοφαγωμένος
|
|
|
|
|
πρωτοφορώντας πτερυγισμένος πτερωμένος πτοημένος πτυσμένος πτυσσόμενος
|
|
|
|
|
πτωχεύσας πτωχυμένος πυγμαχώντας πυκνοφυτεμένος πυκνωμένος πυορροώντας
|
|
|
|
|
πυργωμένος πυροβολημένος πυροδοτώντας πυρπολημένος πυρπολώντας πυρωμένος
|
|
|
|
|
πωματισμένος πωρωμένος ρέων ρίχνοντας ραβδισμένος ραβδομαχώντας ραβδοσκοπώντας
|
|
|
|
|
ραγισμένος ραγολογώντας ραδιουργώντας ραθυμώντας ρακοφορεμένος ρακοφορώντας
|
|
|
|
|
ραμφισμένος ραντίζοντας ραντισμένος ραπισμένος ραφιναρισμένος ραχατεμένος
|
|
|
|
|
ρεγουλαρισμένος ρεζιλεμένος ρεκλαμαρισμένος ρελιασμένος ρεμβάζοντας
|
|
|
|
|
ρεσταρισμένος ρετουσαρισμένος ρευστοποιημένος ρευστοποιούμενος ρευστοποιώντας
|
|
|
|
|
ρεφενισμένος ρημαγμένος ρημωμένος ρητινευμένος ρητινωμένος ρητορευμένος
|
|
|
|
|
ριγωμένος ριζοβολημένος ριζοβολώντας ριζοδοντιασμένος ριζολογώντας
|
|
|
|
|
ριζωμένος ρικνωμένος ρινισμένος ριπισμένος ρισκαρισμένος ριψοκινδυνευμένος
|
|
|
|
|
ρογιασμένος ροδισμένος ροδοκοκκινισμένος ροκανισμένος ρολαρισμένος
|
|
|
|
|
ρουφηγμένος ροφώντας ρυασμένος ρυθμισμένος ρυμοτομημένος ρυμοτομούμενος
|
|
|
|
|
ρυμουλκημένος ρυμουλκούμενος ρυμουλκώντας ρυπαρογραφώντας ρυπασμένος
|
|
|
|
|
ρωθωνισμένος ρωτημένος σαβανωμένος σαβουρωμένος σαγηνεμένος σαγμένος
|
|
|
|
|
σακιασμένος σακουλεμένος σακουλιασμένος σαλαγώντας σαλεμένος σαλιασμένος
|
|
|
|
|
σαλπαρισμένος σαλταρισμένος σαμαρωμένος σαμποταρισμένος σανιδωμένος σαπισμένος
|
|
|
|
|
σαπωνοποιώντας σαραβαλιασμένος σαρακιασμένος σαρανταρισμένος σαραντισμένος
|
|
|
|
|
σαρκωμένος σαρωμένος σαστισμένος σατιναρισμένος σατιρισμένος σαφηνισμένος
|
|
|
|
|
σαϊτεμένος σβήνοντας σβαναρισμένος σβαρνισμένος σβησμένος σβολιασμένος
|
|
|
|
|
σεγκονταρισμένος σεισμένος σεκλεντισμένος σεκλετισμένος σεκονταρισμένος
|
|
|
|
|
σελεμιασμένος σελεμισμένος σεληνιασμένος σελιδοποιημένος σελιδοποιώντας
|
|
|
|
|
σελωμένος σεμνολογώντας σεντονιασμένος σεντραρισμένος σερβιρισμένος
|
|
|
|
|
σερμένος σεσημασμένος σεταρισμένος σηκωμένος σημαίνων σημαδεμένος
|
|
|
|
|
σημασμένος σηματοδοτημένος σηματοδοτώντας σηματολογώντας σημειωμένος
|
|
|
|
|
σιαγμένος σιαλωμένος σιασμένος σιγοβρασμένος σιγονταρισμένος σιγοτραγουδημένος
|
|
|
|
|
σιγουρεμένος σιγοψιθυρισμένος σιδερωμένος σιμωμένος σιροπιασμένος σιτεμένος
|
|
|
|
|
σιχαμένος σιωπώντας σκαλισμένος σκαλωμένος σκαμμένος σκαμπιλισμένος
|
|
|
|
|
σκανδαλοθηρώντας σκανδαλολογώντας σκανταγιαρισμένος σκανταλισμένος σκαπετώντας
|
|
|
|
|
σκαριφώντας σκαρταρισμένος σκαρτεμένος σκαρφαλωμένος σκαρφισμένος σκαρωμένος
|
|
|
|
|
σκατωμένος σκαφιδιασμένος σκαφιδωμένος σκεβρωμένος σκεδασμένος σκεπασμένος
|
|
|
|
|
σκερτσαρισμένος σκευασμένος σκηνογραφώντας σκηνοθετημένος σκηνώντας σκιαγμένος
|
|
|
|
|
σκιαμαχώντας σκιασμένος σκιρτώντας σκισμένος σκιτσαρισμένος σκλαβωμένος
|
|
|
|
|
σκληραγωγώντας σκολασμένος σκολιώντας σκολνώντας σκολοπισμένος σκονισμένος
|
|
|
|
|
σκορπώντας σκοταδιασμένος σκοτεινιασμένος σκοτιδιασμένος σκοτισμένος
|
|
|
|
|
σκουληκιασμένος σκουντουφλιασμένος σκουντουφλώντας σκουντώντας σκουπισμένος
|
|
|
|
|
σκουριασμένος σκουφωμένος σκυθρωπασμένος σκυλεμένος σκυλιασμένος
|
|
|
|
|
σκυλοφαγωμένος σκυμμένος σκυροδετώντας σκωληκιώντας σμαλτωμένος σμιγμένος
|
|
|
|
|
σμπαραλιασμένος σνομπαρισμένος σοβαντισμένος σοβατισμένος σοβενταρισμένος
|
|
|
|
|
σοδομισμένος σοκαρισμένος σολιασμένος σολοικισμένος σοναρισμένος σοροπιασμένος
|
|
|
|
|
σουβαντισμένος σουβλισμένος σουλαντώντας σουλουπωμένος σουμαρισμένος
|
|
|
|
|
σουπαρισμένος σουραυλισμένος σουρισμένος σουρμένος σουρομαδημένος
|
|
|
|
|
σουρομαλλιασμένος σουρουπωμένος σουρτουκευμένος σουρωμένος σουσουμιασμένος
|
|
|
|
|
σουφρωμένος σοφαρισμένος σοφιλιασμένος σπαζοκεφαλιασμένος σπαραγμένος
|
|
|
|
|
σπαργώντας σπαρμένος σπαρταρισμένος σπασμένος σπαταλημένος σπεκουλαρισμένος
|
|
|
|
|
σπερμολογώντας σπιθισμένος σπιθοβολώντας σπικαρισμένος σπιλωμένος
|
|
|
|
|
σπινθηροβολώντας σπιουναρισμένος σπιρουνιασμένος σπιρουνισμένος σπιτωμένος
|
|
|
|
|
σπληνιασμένος σπογγισμένος σποριασμένος σπουδαγμένος σπουδαιολογημένος
|
|
|
|
|
σπουδαρχώντας σπρωγμένος σπυριασμένος σταβλισμένος σταδιοδρομημένος
|
|
|
|
|
σταθεροποιημένος σταθμευμένη σταθμευμένος σταθμισμένος σταλαγμένος σταλμένος
|
|
|
|
|
σταμπαρισμένος στανιάροντας στασιασμένος σταυροκοπημένος σταυροφορώντας
|
|
|
|
|
σταφιδιασμένος σταχολογημένος σταχολογώντας σταχτωμένος σταχυολογημένος
|
|
|
|
|
σταχωμένος στεγανοποιημένος στεγασμένος στειλιαρωμένος στειμμένος στειρεμένος
|
|
|
|
|
στειροποιώντας στεκάμενος στεκούμενος στελεχωμένος στεναχωρημένος στενεμένος
|
|
|
|
|
στενογραφώντας στενοχωρεμένος στενοχωρημένος στερεμένος στερεοποιημένος
|
|
|
|
|
στερεωμένος στερημένος στεριωμένος στερφεμένος στεφανηφορώντας στεφανωμένος
|
|
|
|
|
στηθοσκοπώντας στηλιτευμένος στημένος στημονιασμένος στηριγμένος
|
|
|
|
|
στιλβωμένος στιλιζαρισμένος στιμαρισμένος στιχουργώντας στοιβαγμένος
|
|
|
|
|
στοιχειοθετώντας στοιχειωμένος στοιχισμένος στοιχώντας στοκαρισμένος
|
|
|
|
|
στολοδρομώντας στομαχιασμένος στομφασμένος στομωμένος στοπαρισμένος
|
|
|
|
|
στουμπισμένος στουμπωμένος στουπωμένος στοχασμένος στοχοπροσηλωμένος
|
|
|
|
|
στρίβοντας στραβοκοιταγμένος στραβολαιμιασμένος στραβομουτσουνιασμένος
|
|
|
|
|
στραβοπατώντας στραβωμένος στραγγαλισμένος στραγγιγμένος στραμμένος
|
|
|
|
|
στραπατσαρισμένος στραταρισμένος στρατευμένος στρατιωτικοποιημένος
|
|
|
|
|
στρατοπεδευμένος στρατωνισμένος στρεβλωμένος στρεσαρισμένος στριμμένος
|
|
|
|
|
στριμωγμένο στριμωγμένος στριφογυρισμένος στριφογυρνώντας στριφωμένος
|
|
|
|
|
στρογγυλεμένος στρογγυλοκαθισμένος στρογγυλωμένος στρωμένος στυλωμένος
|
|
|
|
|
στυπωμένος συγγεγραμμένος συγγενευμένος συγκαλεσμένος συγκαλυμμένος συγκαμένος
|
|
|
|
|
συγκατανευμένος συγκαταριθμώντας συγκαταταγμένος συγκατηγορούμενος
|
|
|
|
|
συγκεκαλυμμένος συγκεκλιμένος συγκεκομμένος συγκεκριμένος συγκερασμένος
|
|
|
|
|
συγκληρονομώντας συγκλονισμένος συγκολλημένος συγκολλώντας συγκομισμένος
|
|
|
|
|
συγκρατούμενος συγκρατώντας συγκριμένος συγκρινόμενος συγκροτημένος
|
|
|
|
|
συγκρουόμενος συγκυβερνημένος συγκυβερνώντας συγκυμαινόμενος συγυρισμένος
|
|
|
|
|
συγχρονισμένος συγχρωτισμένος συγχωνευμένος συγχωρημένος συδαυλισμένος
|
|
|
|
|
συζητημένος συζητούμενος συζητώντας συζώντας συκοφαντημένος συλημένος
|
|
|
|
|
συλλεγμένος συλλειτουργώντας συλώντας συμβαλλόμενη συμβαλλόμενος συμβεβλημένος
|
|
|
|
|
συμβιβασμένος συμβολαιογραφώντας συμβολισμένος συμβουλευμένος συμμαζεμένος
|
|
|
|
|
συμμερισμένος συμμετέχων συμμορφωμένος συμπάσχων συμπίπτων συμπαγιωμένος
|
|
|
|
|
συμπαραταγμένος συμπαρομαρτώντας συμπεριλαμβανημένος συμπεριλαμβανόμενος
|
|
|
|
|
συμπιασμένος συμπιλώντας συμπλεγμένος συμπληρωμένος συμπολεμώντας
|
|
|
|
|
συμπονώντας συμποσιασμένος συμπραγμένος συμπρωταγωνιστώντας συμπτυγμένος
|
|
|
|
|
συμπώντας συμφέρων συμφαγωμένος συμφεροντολογώντας συμφιλιωμένος συμφοιτώντας
|
|
|
|
|
συμφραζόμενος συμψηφισμένος συναγελασμένος συναγωνισμένος συναθροισμένος
|
|
|
|
|
συναιρώντας συναισθανόμενος συνακολουθώντας συναλλαγμένος συναντημένος
|
|
|
|
|
συναπαντώντας συναπαρτισμένος συναποτελώντας συναρθρωμένος συναριθμώντας
|
|
|
|
|
συναρμολογώντας συναρμοσμένος συναρπαγμένος συναρπασμένος συναρτημένος
|
|
|
|
|
συνασπισμένος συναχωμένος συνδέοντας συνδαυλισμένος συνδεδεμένος συνδειπνώντας
|
|
|
|
|
συνδεσμευμένος συνδιαλεγόμενος συνδιαλλαγμένος συνδικαλισμένος συνδικασμένος
|
|
|
|
|
συνεγερμένος συνεδριασμένος συνειδητοποιημένος συνεισπραττόμενος συνεκτιμώντας
|
|
|
|
|
συνεκφωνώντας συνεννοημένος συνεντευξιαζόμενος συνενωμένος συνεξετασμένος
|
|
|
|
|
συνεπαρμένος συνεπτυγμένος συνεργαζόμενος συνεργασμένος συνεργώντας
|
|
|
|
|
συνεστραμμένος συνεταιρισμένος συνετισμένος συνεχισμένος συνηγμένος
|
|
|
|
|
συνηχούμενος συνηχώντας συνθεμένος συνθηματολογώντας συνθλιμμένος συνιζημένος
|
|
|
|
|
συνοδευμένος συνοδευόμενος συνοδοιπορώντας συνοικισμένος συνοικώντας
|
|
|
|
|
συνομολογηθείς συνομολογημένος συνομολογώντας συνονθυλευμένος συνορεμένος
|
|
|
|
|
συνοφρυωμένος συνοψισμένος συνταγογραφημένος συνταγογραφούμενος
|
|
|
|
|
συνταιριασμένος συνταξιοδοτημένος συνταραγμένος συντασσόμενος συνταυτισμένος
|
|
|
|
|
συντελεσμένος συντεταγμένος συντετμημένος συντετριμμένος συντηρημένος
|
|
|
|
|
συντονισμένος συντρεγμένος συντριμμένος συντροφευμένος συνυπηρετώντας
|
|
|
|
|
συνυπογεγραμμένος συνυπολογισμένος συνυφασμένος συνωστισμένος συρμένος
|
|
|
|
|
συρματοποιώντας συρραμμένος συρρικνωμένος συρρικνώνοντας συσκευασμένος
|
|
|
|
|
συσπειρωμένος συσπουδασμένος συσσωματωμένος συσσωρευμένος συστήνοντας
|
|
|
|
|
συσταχωμένος συστεγασμένος συστηματοποιημένος συστηματοποιώντας συστραμμένος
|
|
|
|
|
συσχετισμένος συχωρεμένος συχωρνώντας σφαγιασμένος σφαγμένος σφαλισμένος
|
|
|
|
|
σφαλώντας σφεντονισμένος σφεντονώντας σφετερισμένος σφηνωμένος σφιγμένος
|
|
|
|
|
σφουγγαρισμένος σφουγγισμένος σφραγισμένος σφριγώντας σφυγμομετρημένος
|
|
|
|
|
σφυρηλατώντας σφυριγμένος σφυροκοπημένος σφυροκοπώντας σφύζων σχεδιαγραφώντας
|
|
|
|
|
σχεδιογραφώντας σχετισμένος σχηματισμένος σχηματοποιημένος σχηματοποιώντας
|
|
|
|
|
σχοινοβατώντας σχολασμένος σχολιασμένος σχολνώντας σωληνωμένος σωμένος
|
|
|
|
|
σωπασμένος σωρευμένος σωριασμένος σωροβολιασμένος σωσμένος σωφρονισμένος
|
|
|
|
|
ταγισμένος ταγκισμένος ταιριασμένος τακτοποιημένος ταλαιπωρημένος ταλανισμένος
|
|
|
|
|
ταλαντευόμενος ταμένος ταμιευμένος ταμποναρισμένος ταμπουρωμένος τανυσμένος
|
|
|
|
|
ταξιδεύοντας ταξιδεύων ταξιθετημένος ταξιθετώντας ταξινομημένος ταπεινωμένος
|
|
|
|
|
ταπωμένος ταραγμένος ταρακουνημένος ταρακουνώντας ταρατσωμένος ταυτισμένος
|
|
|
|
|
ταυτογνωμονώντας ταυτογνωμώντας ταυτολογημένος ταυτολογώντας ταυτοποιημένος
|
|
|
|
|
ταχταρισμένος ταχτοποιημένος ταχτοποιώντας ταχυδακτυλουργώντας
|
|
|
|
|
ταχυδρομημένος ταχυπορημένος ταχυπορώντας ταϊσμένος τεζαρισμένος τεθλασμένος
|
|
|
|
|
τειχομαχημένος τειχομαχώντας τεκμηριωμένος τεκνοποιώντας τελειοποιώντας
|
|
|
|
|
τελετουργημένος τελετουργώντας τελευτημένος τελευτώντας τελματωμένος
|
|
|
|
|
τελώντας τεμαχισμένος τεντωμένος τερατολογημένος τερατολογώντας τερηδονισμένος
|
|
|
|
|
τεταμένος τετελεσμένος τετηγμένος τετμημένος τετραγωνίζοντας τετραγωνισμένος
|
|
|
|
|
τετραποδισμένος τετρασυντεταγμένος τετρασυντονισμένος τετραφθοριωμένος
|
|
|
|
|
τετραφωσφορυλιωμένος τετραχλωριωμένος τετριμμένος τεχνολογημένος τεχνολογώντας
|
|
|
|
|
τζαμωμένος τζαρτζαρισμένος τζιριτώντας τηγανισμένος τηλεγραφημένος
|
|
|
|
|
τηλεφωνημένος τηρών τηρώντας τιθασευμένος τιμαρευμένος τιμημένος τιμολογημένος
|
|
|
|
|
τιμωρώντας τιμώμενος τιμώντας τιναγμένος τιτλοφορημένος τοιχισμένος
|
|
|
|
|
τοιχογραφώντας τοιχογυρισμένος τοιχοδομημένος τοιχοδομώντας τοιχοκολλημένος
|
|
|
|
|
τολμημένος τονισμένος τονωμένος τοξεμένος τοπιοτεχνημένος τοπογραφημένος
|
|
|
|
|
τοποθετημένος τοπομαχώντας τορευμένος τορνεμένος τορπιλισμένος
|
|
|
|
|
τουμπανιασμένος τουμπανισμένος τουμπαρισμένος τουρκεμένος τουρκοκρατημένος
|
|
|
|
|
τουρλωμένος τουφεκισμένος τρέμοντας τρέχοντας τρίβοντας τραβατζαρισμένος
|
|
|
|
|
τραβηγμένος τραβολογημένος τραβώντας τραγανισμένος τραγικοποιώντας
|
|
|
|
|
τραγωδοποιημένος τραγωδοποιώντας τρακαρισμένος τραμπαλισμένος
|
|
|
|
|
τρανεμένος τρανταγμένος τρανωμένος τραπεζωμένος τραταρισμένος τραυλίζοντας
|
|
|
|
|
τρεκλισμένος τρελαμένος τρεμομανιασμένος τρεμοσβησμένος τρεμουλιασμένος
|
|
|
|
|
τριγμένος τριγυρισμένος τριγυρνώντας τριγωνομετρημένος τριγωνομετρώντας
|
|
|
|
|
τριηραρχώντας τρικυμισμένος τριμμένος τριπλασιασμένος τριποδισμένος
|
|
|
|
|
τριταγωνιστώντας τριτεγγυημένος τριτευμένος τριφωσφορυλιωμένος τριχλωριωμένος
|
|
|
|
|
τριχοτομώντας τρομαγμένος τρομοκρατημένος τρομοκρατώντας τρομπαρισμένος
|
|
|
|
|
τροπολογώντας τροποποιημένος τροποποιώντας τροπωμένος τροφοδοτημένος
|
|
|
|
|
τροχαλημένος τροχαλώντας τροχασμένος τροχισμένος τροχοδρομημένος
|
|
|
|
|
τροχοπεδημένος τροχοπεδιλοδρομώντας τροχοπεδώντας τρυγημένος τρυγλοδυτώντας
|
|
|
|
|
τρυπανισμένος τρυπημένος τρυπωμένος τρυφώντας τρώγοντας τσαγκρουνισμένος
|
|
|
|
|
τσακωμένος τσαλαβουτημένος τσαλαβουτώντας τσαλακωμένος τσαλαπατημένος
|
|
|
|
|
τσαμπουνώντας τσαπισμένος τσατισμένος τσεκαρισμένος τσεκουρωμένος τσεπωμένος
|
|
|
|
|
τσιγκλώντας τσιγκουνεμένος τσιλημπουρδώντας τσιληπουρδώντας τσιλλώντας
|
|
|
|
|
τσιμπλιασμένος τσιμπολογώντας τσιρλισμένος τσιρλώντας τσιτωμένος
|
|
|
|
|
τσουβαλιασμένος τσουγκρανισμένος τσουγκρισμένος τσουλώντας τσουρουφλισμένος
|
|
|
|
|
τυλιγαδιασμένος τυλιγμένος τυλωμένος τυμπανισμένος τυπασμένος τυποκλοπώντας
|
|
|
|
|
τυπωμένος τυραγνώντας τυραννημένος τυραννισμένος τυραννώντας τυροκομημένος
|
|
|
|
|
τυφεκισμένος τυφλωμένος υαλογραφημένος υαλογραφώντας υαλοποιημένος
|
|
|
|
|
υβρισμένος υγραμένος υγροποιημένος υγροποιώντας υδατογραφημένος υδατογραφώντας
|
|
|
|
|
υδρογονωμένος υδροδοτημένος υδροδοτώντας υδροχρωματισμένος υιοθετημένος
|
|
|
|
|
υλοτομημένος υμνημένος υμνογραφημένος υμνογραφώντας υμνολογημένος υμνολογώντας
|
|
|
|
|
υπάρχων υπαγμένος υπαγορευμένος υπαγόμενος υπαινιγμένος υπακούοντας
|
|
|
|
|
υπαντημένος υπαντώντας υπεκμισθωμένος υπενδυμένος υπενθυμισμένος
|
|
|
|
|
υπεξαιρεμένος υπεξαιρώντας υπεραγαπημένος υπεραγαπώντας υπερακοντισμένος
|
|
|
|
|
υπερασπισμένος υπεραυξημένος υπερβάλλων υπερβεβλημένος υπερδιατιμημένος
|
|
|
|
|
υπερεκτιμώντας υπερεκχειλισμένος υπερεντεταμένος υπερεπαρκώντας
|
|
|
|
|
υπερευχαριστώντας υπερηφανευμένος υπερθεματισμένος υπερκαλυμμένος
|
|
|
|
|
υπερκερώντας υπερκορεσμένος υπερμαχώντας υπερνικώντας υπερπηδώντας
|
|
|
|
|
υπερπροστατευμένος υπερσιτισμένος υπερτερώντας υπερτιμημένος υπερτιμολογημένος
|
|
|
|
|
υπερτιμώντας υπερυψωμένος υπερφαλαγγισμένος υπερφορτισμένος υπερφορτωμένος
|
|
|
|
|
υπερχειλισμένος υπερχρεωμένος υπερχρονισμένος υπερψηφισμένος υπερψυγμένος
|
|
|
|
|
υπηρετημένος υπνοβατώντας υπνωμένος υπνωτισμένος υποαπασχολημένος
|
|
|
|
|
υποβαθμισμένος υποβεβλημένος υποβιβάζοντας υποβιβασμένος υποβοηθημένος
|
|
|
|
|
υπογεγραμμένη υπογεγραμμένος υπογράφων υπογραμμένος υπογραμμισμένος
|
|
|
|
|
υποδαυλιζόμενος υποδαυλισμένος υποδειγμένος υποδεμένος υποδηλωμένος
|
|
|
|
|
υποδιαιρώντας υποδιατιμημένος υποδουλωμένος υποεκτιμημένος υποεκτιμώντας
|
|
|
|
|
υποθέτοντας υποθερμασμένος υποκαιώντας υποκατεστημένος υποκεφαλαιοποιημένος
|
|
|
|
|
υποκινούμενος υποκλεμμένος υποκρινόμενος υποκρουσμένος υποκρυμμένος
|
|
|
|
|
υπολειτουργώντας υπολογίζοντας υπολογισμένος υπομένοντας υπομισθωμένος
|
|
|
|
|
υπομοχλευμένος υπονομευμένος υποσιτισμένος υποσχόμενος υποταγμένος
|
|
|
|
|
υποτιθέμενος υποτιμημένος υποτιμώντας υπουργώντας υποφέρων υποφαινόμενος
|
|
|
|
|
υστερολογώντας υστερώντας υφασμένος υφιστάμενος υφισταμένη υψηλοφρονώντας
|
|
|
|
|
φέρνοντας φέρων φαγουριασμένος φαγωμένος φαιδρολογώντας φακκώντας φαλιρισμένος
|
|
|
|
|
φαρμακωμένος φεγγοβολώντας φελώντας φερμένος φερόμενος φημισμένος φθίνουσα
|
|
|
|
|
φθαρμένος φθειριώντας φθινοπωριάτικα φθισιώντας φιλοδοξώντας φιλοκαλώντας
|
|
|
|
|
φιλοσοφώντας φιλοτεχνώντας φιλοφρονώντας φιξαρισμένος φιστικώνοντας φλεγμαίνων
|
|
|
|
|
φληναφώντας φλιπαρισμένος φλογισμένος φλογοβολώντας φοβισμένος φοδραρισμένος
|
|
|
|
|
φορμαρισμένος φορολογούμενος φορτισμένος φορτσαρισμένος φορτωμένος φουντωμένος
|
|
|
|
|
φουρτουνιασμένος φουσκωμένος φραγκοκρατούμενος φραγμένος φρακαρισμένος
|
|
|
|
|
φροκαλώντας φρονηματισμένος φροντισμένος φρουρημένος φρουρούμενος φταίγοντας
|
|
|
|
|
φτιαγμένος φτουρώντας φυγοκεντρισμένος φυλαγμένος φυλακισμένος φυλασσόμενος
|
|
|
|
|
φυτεμένος φυτευμένος φυτοζοώντας φυτρωμένος φωσφατωμένος φωσφορυλιωμένος
|
|
|
|
|
φωταγωγώντας φωτισμένος φωτοβολώντας φωτογραφώντας φωτοευαισθητοποιημένος
|
|
|
|
|
χαζολογώντας χαιράμενος χαιρεκακώντας χαιρόμενος χαλαρωμένος χαλασμένος
|
|
|
|
|
χαλκευμένος χαλκογραφώντας χαλνώντας χαλυβοποιώντας χαμένος χαμηλωμένος
|
|
|
|
|
χαρακωμένος χαριτολογώντας χαριτωμένος χαροκαμένος χαροκοπώντας χαροποιώντας
|
|
|
|
|
χαρτογραφημένος χαρτογραφώντας χαρτοδετώντας χασκογελώντας χαϊδεμένος
|
|
|
|
|
χειμαζόμενος χειραγωγημένος χειραγωγώντας χειραφετημένος χειροπεδώντας
|
|
|
|
|
χειρουργημένος χειρουργώντας χερομαχώντας χεσμένος χιλιοπαιγμένος χιμώντας
|
|
|
|
|
χιονοβολώντας χλαπακιάζοντας χλιμιντρώντας χλωριωμένος χολεριασμένος
|
|
|
|
|
χολιασμένος χολοσκώντας χολωμένος χοντροκαμωμένος χορεύοντας χορηγηθείς
|
|
|
|
|
χορηγημένο χορηγημένος χορηγώντας χοροστατώντας χορταριασμένος χορτασμένος
|
|
|
|
|
χοχλακώντας χρειαζούμενος χρεοκοπώντας χρεωκοπημένος χρεωκοπώντας χρεωμένος
|
|
|
|
|
χρηματισάντων χρηματολογώντας χρησιμοποιημένος χρησιμοποιούμενος
|
|
|
|
|
χρησμοδοτώντας χρησμολογώντας χρισμένος χρονογραφώντας χρονολογημένος
|
|
|
|
|
χρυσοκεντώντας χρυσωμένος χρωστούμενος χτενισμένος χτισμένος χτυπημένος
|
|
|
|
|
χυλοποιώντας χυλωμένος χυμένος χωμένος χωνεμένος χωρισμένος χωροθετημένος
|
|
|
|
|
χωροσταθμώντας χωρώντας ψάλλοντας ψαγμένος ψαρωμένος ψειριασμένος ψεκασμένος
|
|
|
|
|
ψευτοζώντας ψευτοπερνώντας ψηλαφημένος ψηλαφισμένος ψημένος ψηφισμένος
|
|
|
|
|
ψηφοθηρώντας ψηφοφορώντας ψηφώντας ψιλοδουλεμένος ψιλολογώντας ψιλομεθυσμένος
|
|
|
|
|
ψιλούμενος ψοφολογώντας ψυχογραφώντας ψυχολογημένος ψυχομαχώντας ψυχομαχώντας
|
|
|
|
|
ψυχορραγώντας ψυχρηλατώντας ψυχωμένος ψωμοζητώντας ψωμοζώντας ψωμωμένος
|
|
|
|
|
ωθηθείς ωθώντας ωραιοποιημένος ωραιοποιώντας ωρυόμενος ωτοσκοπώντας όντας
|
💫 Tidy up and auto-format .py files (#2983)
<!--- Provide a general summary of your changes in the title. -->
## Description
- [x] Use [`black`](https://github.com/ambv/black) to auto-format all `.py` files.
- [x] Update flake8 config to exclude very large files (lemmatization tables etc.)
- [x] Update code to be compatible with flake8 rules
- [x] Fix various small bugs, inconsistencies and messy stuff in the language data
- [x] Update docs to explain new code style (`black`, `flake8`, when to use `# fmt: off` and `# fmt: on` and what `# noqa` means)
Once #2932 is merged, which auto-formats and tidies up the CLI, we'll be able to run `flake8 spacy` actually get meaningful results.
At the moment, the code style and linting isn't applied automatically, but I'm hoping that the new [GitHub Actions](https://github.com/features/actions) will let us auto-format pull requests and post comments with relevant linting information.
### Types of change
enhancement, code style
## Checklist
<!--- Before you submit the PR, go over this checklist and make sure you can
tick off all the boxes. [] -> [x] -->
- [x] I have submitted the spaCy Contributor Agreement.
- [x] I ran the tests, and all new and existing tests passed.
- [x] My changes don't require a change to the documentation, or if they do, I've added all required information.
2018-11-30 16:03:03 +00:00
|
|
|
|
""".split()
|
|
|
|
|
)
|